Απόστρατος αξιωματικός ο κ. Γιάννης Τσακπίνης έχει εμπλουτίσει την «κιβωτό μνήμης» του Ρεθύμνου με πολλά περιστατικά. Και μέσα σ’ αυτά δεν θα μπορούσαν να λείψουν οι γιορτινές μέρες άλλων εποχών και κυρίως τα Χριστούγεννα. Αναφέρει σχετικά με το ιδιαίτερα γλαφυρό ύφος του.
«Από τον Οκτώβρη συνηθίζανε το κάθε σπίτι να μεγαλώνει ένα χοίρο για να τον σφάξουνε λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα να γεμίσει το σπίτι τους από κρέας να το έχουν όλες τις ημέρες των εορτών. Σκληριές από παντού από τη σφαγή των χοίρων σε όλες τις αυλές των χωριανών όταν επρόκειτο να δεχθούν το μαχαίρι στον λαιμό τους. Δίπλα έτοιμο το ζεστό νερό μέσα στη σκάφη να αφαιρέσουν όλο το τρίχωμά του, να είναι έτοιμος για να μπει στο τσικάλι της οικογένειας όλες τις γιορτές.
Όταν ο παπάς τελείωνε τη λειτουργία όλη η οικογένεια γύρω στο τραπέζι ή τον σοφρά κοντά στο τζάκι να φάνε τη βραστή κεφαλή και μέσα στον ζωμό τον ξινόχοντρο. Κρεμασμένος ο χοίρος στο κατώι του σπιτιού και μετά τον κομματιάζανε να τσιγαριαστεί στο καζάνι για να μπει στα πήλινα κουρούπια, αφού δεν υπήρχανε ψυγεία και μέχρι τις απόκριες όλο είχε τελειώσει.
Η κάθε οικογένεια των χωριών της περιοχής μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα έκανε αυξημένο ζυμωτό για να έχει ψωμί όλες τις γιορτές μαζί και τη βασιλόπιτα με το φλουρί. Η νοικοκυρά την τοποθετούσε μέσα σε μεγαλύτερο ταψί για να βάλει γύρω-γύρω της: καρύδια, φουντούκια, κάστανα, σύκα, όσπρια κ.λπ. και στο μέσο της πίτας ένα κλαδί από ελιά με ελιές επάνω του που ήτανε το έθιμο και στο δεξί μέρος ένα ρόδι….»
Ενδιαφέροντα όσα αναφέρει ο κ. Τσακπίνης. Στην πόλη πάντως ήταν κάπως διαφορετικά τα πράγματα.Εδώ οι ρόλοι μοιράζονταν. Η γυναίκα δεν είχε δικαίωμα κατά τα κοινωνικά πρότυπα να γυρίζει στην αγορά. Ο άνδρας του σπιτιού είχε την ευθύνη να φροντίσει για όλα. Στο μέτρο του δυνατού πάντα. Συνήθως όμως κανένα από τα στοιχειώδη για το γιορταστικό τραπέζι δεν έλειπε από το ζεμπίλι.
Στις γειτονιές που προσπαθούσαν να ξαναβρούν τον δρόμο τους στη ζωή οι ξεριζωμένοι Μικρασιάτες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα επικρατούσε πυρετώδης προετοιμασία. Μπορεί να έμενε σε παράγκα που λέει ο λόγος η Μικρασιάτισσα αλλά το σπίτι έπρεπε να λάμψει. Έβγαζε ατμούς λοιπόν το καζάνι κι ευώδιαζε η αλυσίβα με τα δαφνόφυλλα, ενώ πηγαινοέρχονταν οι ταβάδες στο φούρνο με τους κουραμπιέδες και τα «φοινίκια».
Παραμονή θα έβγαιναν τα παιδιά να πούνε τα κάλαντα. Μια παράδοση που τηρούσαν με συνέπεια οι μικροί καλαντιστάδες γιατί θα είχαν την ευκαιρία να δουν στις τσέπες τους και κανένα νόμισμα πέρα από τα τραταρίσματα.
Οι σύλλογοι στο μεταξύ, των Κυριών και του Λυκείου των Ελληνίδων είχαν μοιράσει τα πακέτα αγάπης, ακόμα και το πιο ταπεινό σπιτάκι θα εύρισκε έξω από την κουρελού που αντικαθιστούσε την πόρτα που δεν υπήρχε, ένα πακέτο ή ένα ζεμπίλι.
Καμιά οικογένεια των ευκατάστατων Ρεθεμνιωτών δεν ένοιωθε άνετα αν δεν είχε κάνει το χρέος της στο συνάνθρωπο.
Μετά το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ξεκινούσε η άλλη κοινωνική υποχρέωση να «πούνε τη γιορτή». Μια συνήθεια που αναβάθμιζε τις ανθρώπινες σχέσεις και έφερνε όλους πιο κοντά.
Οι γιορτές βέβαια δεν είχαν καμιά σχέση με τις σημερινές που συνήθως γίνονται σε μια πιτσαρία ή ταβέρνα.
Οι εορτάζοντες είχαν το σπίτι ανοικτό από νωρίς και ο δίσκος δεν άδειαζε από ποτηράκια για λικέρ, ή ρακί, ούτε και ο δίσκος με κουραμπιέδες και μελομακάρονα για να τραταριστεί ο επισκέπτης. Για δώρα τώρα ούτε λόγος. Μετρούσε περισσότερο η ανθρώπινη επαφή.
Μνήμες ενός στρατιώτη
Σε διαφορετικό κλίμα μια κατάθεση ψυχής μέρες εορτών του Λεωνίδα Καούνη που αποτύπωσε στο ημερολόγιό του την περίοδο που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία.
«Χειμωνιάτικο δειλινό. Ανήμερα της Μεγάλης Μέρας του Χριστιανισμού. Κόσμος πολύς ξεχυμένος στους δρόμους, μια τρικυμισμένη ανθρωποθάλασσα, ξέσπασε σήμερα στην αγορά της όμορφης πολιτείας.
Εργατικοί που διαθέτουν το τίμιο μεροκάματο, πλούσιοι που σκορπούν επιδεικτικά από το παραφορτωμένο πορτοφόλι, γυναίκες που ικανοποιούν τη φιλοδοξία τους χλωμά παιδάκια που χαζεύουν στις στολισμένες βιτρίνες και πλούσια φορτωμένα με δεματάκια γεμάτα παιχνίδια. Γραμμόφωνα, μουσικές, ραδιόφωνα κι αθώες παιδικές φωνούλες, αναγγέλλουν τον ερχομό του Θείου βρέφους.
Καθισμένος δίπλα στον ασύρματό μου περιμένω την ώρα της επαφής με τους λόχους του τάγματος, από το παράθυρο βλέπω εκστατικός το βιαστικό αυτό περπάτημα του κόσμου, του φορτωμένου με τα ψώνια και τις γαλοπούλες το εορταστικό στόλισμα των μαγαζιών, και το μυαλό μου φτερουγίζει στο μικρό μα τόσο όμορφο Ρεθεμνάκι μας.
Βλέπω, βλέπω και δεν πιστεύω. Ξαναζώ και πάλι σε πολιτεία ύστερα από μια άχαρη ζωή 12 μηνών μέσα σε ανήλια αμπριά που είχαν μια τρύπα για πόρτα και παράθυρο συνάμα μα που το ιερό καθήκον προς την πατρίδα επέβαλε, και έτσι σήμερα όλα μου φαίνονται πιο όμορφα και πιο χαρωπά. Μα ξάφνου μέσα στης βροχής το σιγοστάλαγμα το μάτι μου πετιέται στην απέναντι πλευρά των σπιτιών που περνά ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο.
Δίπλα στα σπίτια, το ένα κεραμιδιαστό και το άλλο στη σκεπή λεπιδιασμένο. Βλέπω να τρέχουν τα νερά τα πεντακάθαρα απ’ των κεραμιδιών τη στέγη, και τα θολωμένα από της λεπίδας τη μαυρίλα.
Μα βρέχε και το καλώδιο κι από τα δύο νερά και παίρνει σταγόνες καθαρές μαζί και μαυρισμένες.
Βλέπω τις καθαρές σταγόνες πάνω στο σύρμα να κυλούν να φεύγουν γρήγορα – γρήγορα σαν κάτι να φοβούνται μα οι σταγόνες οι μαύρες κι’ ακάθαρτες τις φτάνουν, ανακατεύονται μαζί και πέφτουν κάτω στη γη.
Στέκομαι και βλέπω αυτό το άγριο κυνηγητό, αυτό το άδικο πνίξιμο της κάθε μιας καθάριας σταγόνας. Πόσο ασήμαντο κι απρόσεχτο μα πόσο παρόμοιο και ταιριαστό με της ζωής το κύλισμα!
Ανθρώπινες σταγόνες καθαρές και ανθρώπινες σταγόνες μαυρισμένες πάνω στο σύρμα της ζωής.
Ανθρώπινες θολές σταγόνες πάψτε να πνίγετε τις καθαρές. Αφήστε τις να κυλούν αγνές κάτω στη γη. Παρασυρθείτε σεις από την αγνότητα και τη διαμαντένια τους όψη, από τη διαφάνεια του απεσταγμένου περιεχομένου τους. Καθαρίστε σεις την όψη σας. Είναι καιρός ύστερα από τόσα χρόνια από τότε που σαν κι αυτή τη νύχτα τ’ αστέρι οδήγησε του Μάγους και το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» αγγελικό ακούστηκε στη γη».
Ιστορίες στις παρυφές του θρύλου
Είναι και οι ιστορίες που διαδραματίστηκαν στο Ρέθυμνο κι έχουν τη χάρη τους. Όπως αυτή που αναφέρεται στον Μωυσή Βαρούχ. Αυτή την εντοπίσαμε στο περιοδικό «Οικογένεια» τεύχος 29 Δεκεμβρίου 1929.
Ας αφήσουμε την ανέμη του χρόνου να μας γυρίσει πίσω σ’ ένα Ρέθυμνο τόσο μακρινό. Σ΄ αυτό που έζησε ο δικός του «Σκρούτζ».
Είχε μεγάλη περιουσία ο Μωυσής Βαρούχ, όπως ήταν το όνομά του. Ήταν όμως ένας Σκρουτζ της εποχής του από τους πιο ονομαστούς.
Οι Ρεθεμνιώτες περήφανοι από την κούνια τους και φιλότιμοι όσο φτωχοί κι αν ήταν, σιχαίνονταν τους τσιγκούνηδες. Και ιδιαίτερα τον Βαρούχ, που φαίνεται ότι πίκραινε κόσμο και με άλλες του δραστηριότητες. Αυτές που κάνουν, σε περίοδο κρίσης, πάμπλουτους ορισμένους ανάλγητους υπανθρώπους που εκμεταλλεύονται την ανάγκη του άλλου, για να επωφεληθούν οικονομικά. Είχαν βάλει, λοιπόν ,στο κοινωνικό περιθώριο και τον Βαρούχ εξαιτίας κυρίως της τσιγκουνιάς του. Έτσι, έγινε κι αυτός με τον καιρό μισάνθρωπος.
Κάποια Χριστούγεννα, μετά τη Θεία Λειτουργία, μαζεύτηκαν οι Ρεθεμνιώτες να δουν ένα δράμα που παρουσίασε ομάδα νέων με τίτλο «Η αναίρεσις των εν Βηθλεέμ νηπίων».
Στον ρόλο του Ηρώδη, ήταν ένας νέος από ξεπεσμένη πλούσια οικογένεια, για την καταστροφή της οποίας δεν ήταν άμοιρος ευθυνών ο Βαρούχ.
Έτσι, από μια ενδόμυχη επιθυμία εκδίκησης, ο νεαρός ερμήνευσε τον ρόλο του μιμούμενος τη φωνή και τις κινήσεις του Βαρούχ, στον οποίο είχε περιέλθει η περιουσία της οικογένειας του νέου μετά από κατάσχεση. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος εκτόνωσης αναμφίβολα.
Από υπερβάλλοντα ζήλο μάλιστα, άρχισε να βάζει και δικά του λόγια στο κείμενο βρίζοντας το νεογέννητο Χριστό -τι Ηρώδης θα ήταν άλλωστε – με αποτέλεσμα να ξεσηκώσει το κοινό εναντίον του Βαρούχ, που έξαλλο κατευθύνθηκε στο σπίτι του ανεπιθύμητου τσιγκούνη.
Εκείνη την ώρα ο Εβραίος με την οικογένειά του καθόταν στο τραπέζι για φαγητό.
Ο όχλος απ’ έξω άρχισε να φωνάζει , να τον βρίζει και να του ζητά επίμονα να βαπτιστεί.
Εκείνος για να προστατεύσει την οικογένειά, από καμιά ανεπιθύμητη έφοδο με απρόβλεπτες συνέπειες, πήρε κουράγιο και βγήκε ν’ αντιμετωπίσει μόνος του το έξαλλο πλήθος.
«Μα τι σας έκανα βρε παιδιά», φώναζε. «Εγώ έσφαξα τα παιδιά; Μήπως ζούσα τότε;».
Μάταια ικέτευε να τον λυπηθούν. Αν δεν βαφτιζόταν χριστιανός «την είχε βάψει». Φαίνεται πως δεν είχε βρει άλλο τρόπο το μανιασμένο πλήθος, για να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Τι να κάνει; Προκειμένου να λυντσαριστεί αποφάσισε να τους κάνει το χατίρι. Σάμπως τι είχε να χάσει;
Μόλις όμως ανακοίνωσε την απόφασή του, νέα αφορμή για γκρίνια δόθηκε ανάμεσα σε ορθόδοξους και καθολικούς, αυτή τη φορά για το όνομα. Τι όνομα θα έπρεπε να του δώσουν;
Έπεσαν πολλές προτάσεις αλλά κανένας δεν ήταν ευχαριστημένος.
Και μπροστά στον κίνδυνο νέας ταραχής ο Εβραίος, που «έβλεπε το χάρο με τα μάτια του» πρότεινε να συναντηθεί μόνος στο σπίτι με δυο ιερείς, έναν από κάθε δόγμα και να συναποφασίσουν για το όνομα.
Σε αναδημοσίευση της ιστορίας αρκετά χρόνια αργότερα στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» (9 Ιανουαρίου 1972) από το περιοδικό «Οικογένεια – 29/12/1929» και πάλι χωρίς υπογραφή, αναφέρονται και μερικές πιπεράτες λεπτομέρειες, ως προς αυτά που επακολουθήσαν στον δρόμο μέχρι να δοθεί τέλος στο ζήτημα. Επειδή φαίνονται όμως λίγο «τραβηγμένα» για τα ήθη της εποχής, είπαμε να τα παραλείψουμε και να πάμε παρακάτω.
Δεν ξέρουμε τι έγινε και τι αποφασίστηκε μέσα στο σπίτι του Εβραίου. Φαίνεται όμως, ότι κάπου τα βρήκαν. Και όπως ενημέρωσαν οι παπάδες αργότερα, όταν τέλειωσε η συνάντηση είχαν συμφωνήσει να λέει ο Βαρούχ τρεις μήνες το «Σύμβολο της Πίστης» κι άλλους τρεις μήνες το «Πιστεύω» στα Λατινικά.
Κι αυτό μέχρι να ρίξουν κλήρο και ν’ αφήσουν στην τύχη το δόγμα, που θα έπρεπε να ακολουθήσει ο Βαρούχ για να παραμείνει στην πόλη.
Όπως ήταν φυσικό ο Εβραίος δεν είχε καμιά όρεξη να εκχριστιανιστεί. Μόλις βρήκε λοιπόν ευκαιρία κατέφυγε σε κάποιον υποτακτικό του, που έμενε έξω από το Ρέθυμνο μήπως και τον ξεχάσουν. Μάταια όμως. Και μάλλον πως δεν έφταιγε το θρήσκευμα, που τα έβαλε ολόκληρη πόλη με τον Βαρούχ.
Όπως αντιλαμβάνεται και ο κοινός νους, καθένας έπαιρνε εκδίκηση για το τίμημα κάθε «διευκόλυνσης», που έκανε κατά καιρούς ο Εβραίος σε δυστυχείς Ρεθεμνιώτες, που αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες και η ανάγκη τους έφερνε στην πόρτα του.
Μια και βρήκαν ευκαιρία δεν τον άφησαν «ούτε ν’ αγιάσει». Απελπισμένος αυτός κατέφυγε στα Χανιά που είχε δυο σπίτια. Φυσικά δεν μπορούσε να πάρει μαζί του τίποτα από την περιουσία του. Και στη γειτονική πόλη όμως, τον περίμενε νέα συμφορά. Επειδή κάποιος νόμος απαγόρευε την εποχή εκείνη στους Εβραίους να διαθέτουν ακίνητα, τα σπίτια φέρονταν ως ιδιοκτησία ενός Ελβετού, που είχε στο μεταξύ πεθάνει, χωρίς να προλάβει ο Βαρούχ να επανακτήσει την κυριότητά τους. Έτσι βρέθηκε στο νοίκι και μάλιστα όχι για πολύ. Σύντομα δεν είχε χρήματα ούτε για φαγητό. Ο νοικοκύρης τον πέταξε στον δρόμο κι έτσι, ο άλλοτε πάμπλουτος Εβραίος, ο Θεός ξέρει με τα λεφτά πόσων δυστυχισμένων, κατάλαβε τι θα πει εξαθλίωση και να βρίσκεσαι σε μεγάλη ανάγκη. Αναγκάστηκε να καταφύγει σ’ ένα καμαράκι της πιο πτωχής συνοικίας των Χανίων με την οικογένειά του που πεινούσε.
Κι ήρθε χειμώνας βαρύς
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά έπεσε κι ένας βαρύς χειμώνας – καλή ώρα – και για την τύχη του Βαρούχ χιόνισε και στα Χανιά.
Έφτασαν τα Χριστούγεννα και οι καμινάδες άρχισαν να γίνονται βασανιστήριο, για την οικογένεια που πεινούσε και κρύωνε. Έκλαιγαν τα παιδιά, ανακαλώντας μνήμες μεγαλείου τέτοιες γιορτινές μέρες, που εύρισκαν στο σπίτι τους το τραπέζι στρωμένο με τόσα καλούδια.
Καρτερικά, η μάνα τους παρακαλούσε να κάνουν υπομονή. Ήταν κι αυτή σε δύσκολη θέση, καθώς έβλεπε το στερνοπούλι της να ουρλιάζει από την πείνα κι αυτή δεν είχε σταλιά γάλα να το θηλάσει.
Ο Βαρούχ σε πλήρη απόγνωση, καθόταν στα σκαλοπάτια του χαμόσπιτου αδιαφορώντας για το κρύο, κι είχε το κεφάλι σκυμμένο στα γόνατα. Θα ‘θελε ν’ ανοίξει η γης να τον καταπιεί. Να σκεπτόταν εκείνη την ώρα, πως δίκαια έπασχε μετά από όσα είχε κάνει σε βάρος δυστυχισμένων ανθρώπων, τον καιρό της οικονομικής του παντοδυναμίας; Ποιος ξέρει;
Τα μάτια του έτρεχαν ασταμάτητα, ακούγοντας το κλάμα των παιδιών του, που εκλιπαρούσαν για λίγο ψωμί. Και κείνη την ώρα της απόγνωσης, μια κότα κυνηγημένη από ένα σκύλο, τρύπωσε στην κάμαρα και χώθηκε κάτω από το κρεβάτι. Αυτό ήταν «μάνα» εξ ουρανού. Θα έλυνε το πρόβλημα της πείνας τη μέρα εκείνη τουλάχιστον.
Το περίεργο είναι, ότι ο Βαρούχ βρέθηκε ξαφνικά προ ηθικού διλήμματος! Φαίνεται πως η περιπέτειά του τον είχε βοηθήσει να σκεφτεί. Η κότα θα χόρταινε τα παιδιά του. Είχε όμως δικαίωμα να την κρατήσει; Αυτό θα ήταν κλοπή. Αλλά πάλι ν’ αφήσει τα μικρά να κλαίνε; Αυτό πήγαινε πολύ.
Σηκώθηκε από τα σκαλοπάτια αποφασισμένος και σε χρόνο ρεκόρ η κότα προοριζόταν για το τραπέζι, προς μεγάλη ευτυχία των παιδιών.
Μόλις χόρτασαν όλοι, έπιασαν και πάλι τον Εβραίο, τύψεις συνείδησης. Τελικά αποφάσισε να ξαναπάρει τη ζωή στα χέρια του και σκεπτόμενος πρακτικά αποφάσισε να γίνει χριστιανός, για να πάρει επιτέλους πίσω τα σπίτια του.
Έπεσε στην περίπτωση. Επειδή εκείνο τον καιρό εύρισκαν διάφορα δεινά την Κρήτη. κυρίως σεισμοί, ο κόσμος είχε βυθιστεί στη δεισιδαιμονία. Και θεωρούσε θεία ευλογία να γίνεται χριστιανός κάποιος Εβραίος, είτε Τούρκος. Βρήκε την ευκαιρία ο Βαρούχ και πηγαίνοντας στη Μονή Τσαγκαρόλων, δήλωσε την απόφασή του να γίνει χριστιανός. Αμέσως άλλαξε η τύχη του.
Η τοπική κοινωνία δεν ήξερε πώς να εκδηλώσει τη χαρά της. Έντυσε με ζεστά ρούχα όλη την οικογένεια και τους κουβαλούσε ότι είχε στο σπίτι, για να φάνε καλά και να συνέλθουν από την ανέχεια.
Όλοι στο σπίτι καλοπερνούσαν πλην του Βαρούχ, που ήταν υποχρεωμένος να κάνει τις νηστείες του για τον πλήρη εξαγνισμό του.
Κι ήρθε η μέρα της βάπτισης. Όλοι έσπευσαν να παραστούν στο μεγάλο μυστήριο. Κάποιος ανέλαβε κι είπε το «Πιστεύω», αντί για τον Εβραίο, που σίγουρα θα του άλλαζε τα φώτα. Κι εκεί που ήταν ο Βαρούχ στην κολυμπήθρα κι όλοι του φώναζαν «Χιλιόχρονος, χιλιόχρονος» «Να μας ζήσει ο Γοβδελεά» (ωραίο όνομα του βρήκαν) «Καλορίζικος» ένας τρομερός σεισμός αναστάτωσε την πόλη. Άδειασε στο λεπτό η εκκλησία, κι έμεινε ο νεοφώτιστος μέσα στο πιθάρι, που χρησίμευσε για κολυμπήθρα τρέμοντας από το κρύο. Και πώς να βγει από κει μέσα αφού δεν είχε ρούχο να φορέσει;
Μετά από κάμποση ώρα απελπίστηκε και βγαίνοντας από το πιθάρι, τυλίχτηκε σε ένα σεντόνι και τράβηξε μισοπαγωμένος σαν το φάντασμα για το σπίτι του.
Αν τελικά βρήκε τον δρόμο του ο Βαρούχ, δεν μας λέει η παράξενη ιστορία που ανασύραμε από το μακρινό παρελθόν. Το επιμύθιον πάντως, ένα θα πρέπει να ήταν και μοναδικό «Όλα εδώ πληρώνονται…».