Περιστατικά με σημασία που έζησε στην πόλη μας ο Εθνάρχης – Η αγέραστη φιλία του Πρεβελάκη με τον Γιώργη Αγγελιδάκη
Ο Μάρτιος συνδυάζεται με δυο μεγάλες απώλειες για το Ρέθυμνο. Στις 18 Μαρτίου 1936 πέρασε στην αιωνιότητα ο Εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος και στις 15 Μαρτίου 1986, πενήντα χρόνια αργότερα ο Παντελής Πρεβελάκης από τους κορυφαίους των Γραμμάτων.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν το είδωλο των Ρεθεμνιωτών κάθε ηλικίας. Και η φανατική αφοσίωσή τους φαίνεται από τη λαοθάλασσα που παρακολουθούσε κάθε του ομιλία.
Για παράδειγμα σε μια προεκλογική ομιλία του Εθνάρχη το 1909 στο Ρέθυμνο, ενώ αυτός μιλούσε από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου Αρκάδι (ήταν στη σημερινή οδό Αρκαδίου) ο δρόμος μέχρι την πλατεία Καραολή, μέχρι τη γωνία των Μοάτσων είχε κατακλυσθεί από κόσμο που παραληρούσε πετώντας τα καπέλα στον αέρα ενώ κάποιοι με στεντόρεια φωνή τραγουδούσαν: «Μαυρίσατέ τον όλοι τον σαλτιμπάγκο, τον γέρο Μιχελή τον ουρακοτάγκο». Η αναφορά ήταν στον πολιτικό αντίπαλο του Βενιζέλου Αντώνιο Μιχελιδάκη από το Ηράκλειο, ευνοούμενο του πρίγκιπα που τον είχε διορίσει πρωθυπουργό της Κρητικής Πολιτείας. Αυτός ηγείτο του κόμματος των «Καραβανάδων» που εκπροσωπούσε στο Ρέθυμνο ο δικηγόρος Θεμιστοκλής Παπαδάκις (Μουρνιανός). Το παρανόμι «Καραβανάδες» τους το κόλλησαν οι αντίπαλοι γιατί ήταν στην κυβέρνηση, επομένως έτρωγαν από την καραβάνα του Κράτους. Μα και οι Βενιζελικοί είχαν το παρανόμι «Ξυπόλυτοι» και επικεφαλής τους στο Ρέθυμνο ήταν ο Χαρίλαος Ασκούτσης (Θεμιστοκλής Βαλαρής: Μια πόλη αναμνήσεις σελ.177-178).
Μια άλλη επίσκεψη στο Ρέθυμνο και μάλιστα με φοβερή κακοκαιρία έγινε την άνοιξη του 1907 εν όψει βουλευτικών εκλογών και την περιγράφει με τη γνωστή του άνεση ο εκλεκτός λόγιος κ. Γιάννης Παπιομύτογλου.
Ούτε η κακοκαιρία ούτε και η προχωρημένη ώρα εμπόδισε τους Ρεθεμνιώτες να κατεβούν στην προβλήτα και να υποδεχτούν τον Βενιζέλο τους. Κάποια στιγμή, γύρω στα μεσάνυχτα ανακοινώθηκε η άφιξη του πλοίου. Και μόλις η βάρκα στην οποία επέβαινε ο Βενιζέλος φάνηκε στο στόμιο του λιμανιού το πλήθος που τον υποδέχτηκε με ουρανομήκεις ζητωκραυγές και βεγγαλικά που έκαναν τη νύχτα μέρα.
Στο Ρέθυμνο βρισκόταν ο Εθνάρχης και όταν έγινε το Κίνημα της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1916. Από το παράθυρο του σπιτιού του Ιωάννη Μοάτσου, γαμπρού του Χαρίλαου Ασκούτση, έκανε την ομιλία που είχε προγραμματίσει με τον κόσμο από κάτω να τον επευφημεί διαρκώς κι είχε σκοπό να διανυκτερεύσει στην πόλη μας στο σπίτι που τον φιλοξενούσε. Του άλλαξαν όμως το πρόγραμμα τα γεγονότα.
Κατά τις 9 το βράδυ ήρθε ένα επείγον τηλεγράφημα που το αποκρυπτογράφησε αμέσως ο Κλέαρχος Μαρκαντωνάκης και του το παρέδωσε. Ο Εθνάρχης με το γνωστό του ύφος της απόλυτης ψυχραιμίας, διάβασε το κείμενο, κοίταξε έπειτα τους φίλους που τον περιστοίχιζαν και είπε κοφτά: «Αναχωρούμε στας 11 απόψε».
Το αναχωρούμε ήταν ένας λόγος γιατί έξω λυσσομανούσε η θάλασσα και ο αέρας φυσούσε δαιμονισμένα όπως μας περιγράφει στο βιβλίο του ο Θεμιστοκλής Βαλαρής. Μάταια Σκουλάς και Ανδρεδάκης, δυο από τους εκλεκτούς του συνεργάτες, επισημαίνοντας τον κίνδυνο τον παρακαλούσαν να αλλάξει την απόφασή του.
«Μα τι λέτε;» τους είπε σε έντονο ύφος «Αύριο το μεσημέρι πρέπει να είμαι στη Θεσσαλονίκη». Και δεν σήκωνε κουβέντα οπότε τι να κάνουν και οι επιτελείς του; Ετοίμασαν την αναχώρησή του με μεγάλο χτυποκάρδι.
Έζησε όμως και υπέροχες στιγμές στο Ρέθυμνο ο Βενιζέλος ιδιαίτερα κοντά στον φίλο του Μάνο Τσάκωνα στην εφημερίδα του οποίου «Τύπος» οφείλουμε όλες τις λεπτομέρειες για τα όσα διαδραματίστηκαν μετά το θλιβερό άγγελμα του θανάτου του Εθνάρχη.
Η είδηση για τον θάνατο του Βενιζέλου
Ρέθυμνο 19 Μαρτίου 1936 η εφημερίδα «Τύπος» βγαίνει με ένα εντυπωσιακό πρωτοσέλιδο στο κέντρο του οποίου δεσπόζει η φωτογραφία του Εθνάρχη: «Τη 10η π.μ. της χθες έσβησε στο Παρίσι ο φάρος των εθνικών ελπίδων Ελευθέριος Βενιζέλος» ήταν ο κεντρικός τίτλος. Από τον «Τύπο» ξέρουμε και λεπτομέρειες από τις παραμονές του θανάτου του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Αυτές οι λεπτομέρειες αναφέρονται σε επιφυλλίδα που υπογράφει ο Τσάκωνας με τίτλο «Το μαύρο μήνυμα» και περιγράφει την αγωνία πριν το θλιβερό άγγελμα καθώς ήταν γνωστή η περιπέτεια υγείας του Βενιζέλου. Ο ίδιος ρυθμίζοντας τον δείκτη του ραδιοφώνου του, ανάμεσα σε ανυπόφορα παράσιτα, είχε ακούσει δυο μέρες πριν, την Τρίτη συγκεκριμένα, ότι κάποιος «…..λος ασθενεί βαρύτατα από περιπνευμονία».
Η αγάπη του για τον Εθνάρχη δεν του επέτρεπε να σκεφτεί, αμέσως, ότι πρόκειται για τον ίδιο. Ήταν πιο βολικό να συσχετίσει το άκουσμα με προηγούμενες ειδήσεις, που είχαν σχέση με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών και την Επιτροπή των 13 του Ιταλοαιθιοπικού, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Ντε Βασκονσέλος.
Δυστυχώς γι αυτόν, αλλά και για όλους ήρθε το τηλεγράφημα από την Αθήνα του ανταποκριτή του Γιώργη Ανδρουλιδάκη που ανήγγειλε την επικίνδυνη κατάσταση του αρχηγού. Η είδηση από στόμα σε στόμα αναστάτωσε το Ρέθυμνο. Διαδοχικά τηλεγραφήματα από Ανδρουλιδάκη, τον βουλευτή Νικόλαο Ασκούτση και άλλους Ρεθεμνιώτες της Αθήνας τόνιζαν τη συνεχή επιδείνωση της υγείας του Εθνάρχη.
Και σε μια πρωτοφανή κίνηση, χωρίς καμιά καθοδήγηση, χωρίς συντονισμό, άρχισαν να κτυπούν οι καμπάνες του καθεδρικού ναού των Εισοδίων, έκλεισαν εν ριπή οφθαλμού τα καταστήματα και ο κόσμος σύσσωμος κατέκλυσε τη Μητρόπολη για να προσευχηθεί υπέρ του Εθνάρχη. Όπως θα έκανε καθένας για στενό συγγενή που χαροπαλεύει.
Σε λίγο φθάνει, πελιδνός, ο διανομέας Ιωάννης Τσιλεδάκης, παραμερίζει με κόπο τον κόσμο και πλησιάζοντας τον Μάνο Τσάκωνα του δίνει το τηλεγράφημα με το θλιβερό περιεχόμενο. Έχει υπογραφή του Χαράλαμπου Μιν. Μουσούρου που είχε τη τραγική προτεραιότητα να ενημερώσει για το μοιραίο συμβάν.
Η άμεση ανακοίνωση προκάλεσε πανδαιμόνιο θρήνων και κοπετών. Η συγκίνηση των Ρεθεμνιωτών, τα αισθήματα οδύνης που τους κατέκλυσαν ξεπερνούν κάθε φαντασία. Γιατί δεν υπήρξε προηγούμενο.
Ο παπά Γρηγόρης Βοριαδάκης αμέσως τροποποιεί την παράκληση σε τρισάγιο το οποίο ψάλλουν με τον παπά Χρύσανθο Βιτσικουνάκη αλλά με κόπο συγκρατούν τους λυγμούς που τους πνίγουν. Γρήγορα σπεύδουν να τελειώσουν με τις ευχές γιατί δεν έχουν δύναμη πλέον να συνεχίσουν με ψυχραιμία την αποστολή τους. Τελειώνουν με παρηγορητικά λόγια στο εκκλησίασμα που ολοφύρεται.
Μια τέτοια μέρα δεν θα μπορούσε φυσικά να λειτουργήσει κινηματογράφος. Έτσι το «Ιδαίον Άντρον» μένει κλειστό. Για τη ιστορία να αναφέρουμε ότι είχε στο πρόγραμμα το έργο «Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας» με τον Ντούγκλας Φέρμαξ.
Η πρωτοβουλία αυτή χαιρετίζεται και από σχόλιο της «Κρητικής Επιθεώρησης» που μετά τα συγχαρητήρια στους ιδιοκτήτες, αναφέρει πως «…την πράξη αυτή, ας είναι βέβαιοι οι κ. κ. Καπετανάκης και Λάριος, εξετίμησε αρκετά το Ρέθυμνο και δεν θα τη λησμονήσει …».
Στο γενικό πένθος προσαρμόστηκε και το τελετουργικό της υποδοχής του Μητροπολίτη Αθανασίου Αποστολάκη που θα αναλάμβανε τα καθήκοντά του. Κι έτσι η τελετή δεν είχε καθόλου πανηγυρικό χαρακτήρα.
Για το Ρέθυμνο ο Βενιζέλος απετέλεσε και αποτελεί σύμβολο. Για να δείχνει δρόμους που αν ένας ηγέτης τολμήσει να τους περάσει κάποτε μπορεί η δύσμοιρη αυτή χώρα να ανασάνει.
Μνήμες Αγγελιδάκη για τον Παντελή Πρεβελάκη
Ο Γιώργης Αγγελιδάκης ο αξέχαστος κορυφαίος της Αντίστασης και σπουδαίος παράγοντας του Ρεθύμνου ήταν ο μόνος άνθρωπος που εμπιστευόταν απόλυτα ο μεγάλος μας Παντελής Πρεβελάκης για κάθε του πρόβλημα. Κι έτσι ήταν φυσικό να καταφύγουμε, εξ αρχής, σ’ αυτόν για να μας γνωρίσει καλύτερα τον άνθρωπο Παντελή Πρεβελάκη.
Πάνε χρόνια από τότε. Ο γιατρός έμενε ακόμα στο σπίτι του στη λεωφόρο. Και κει στο ζεστό του πάντα, φιλικό περιβάλλον μίλησε με πολλές λεπτομέρειες για τον φίλο του και μου έδωσε το πρώτο υλικό για το ντοκιμαντέρ μου «Θυμάμαι τον Παντελή Πρεβελάκη».
Ο Παντελής Πρεβελάκης, όπως μου είπε, τότε, μεταξύ άλλων ο γιατρός, ήτανε συμμαθητής με τον αδελφό του Στέλιο. Είχαν την ίδια ηλικία και είχαν δεθεί με στενή φιλία.
Οι σχέσεις τους κάπως αραίωσαν όταν ο Παντελής έγινε φοιτητής στη Φιλολογία και ο Στέλιος Αγγελιδάκης, ακολούθησε Πολυτεχνείο.
Στα νεανικά του χρόνια ο Παντελής Πρεβελάκης με την άνεση που του παρείχε η εύπορη οικογένειά του, εκτός από τις σπουδές του είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει και στην Ευρώπη. Γαλλία, Ισπανία κ.λ.π.
Τα ταξίδια του δεν τα διέκοψε ούτε κι όταν για ένα μεγάλο διάστημα απομονώθηκε. Από το 1926 μέχρι το 1961 για την ακρίβεια. Δεν έκανε τίποτα άλλο, στο διάστημα αυτό, παρά να διαβάζει, να μελετά, να συγγράφει και να ταξιδεύει. Έμενε μακριά από τα κοινωνικά δρώμενα του τόπου.
Μπορεί να ήταν μακριά από την πόλη του, αλλά σε μήνυμά του, με την ευκαιρία εκδήλωσης προς τιμήν του το 1961, αναφέρει σχετικά:
«Στερούμαι την Κρήτη εδώ και τριάντα πέντε χρόνια, από τη νοσταλγία μου τρέφεται η ιδανική εικόνα της που προσπάθησα να κάνω ορατή με τα έργα μου. Μέσα στις πράξεις ενός λαού, μέσα στον τρόπο της ζωής του, ακόμα και μέσα στο τοπίο που τον περιβάλλει φανερώνεται το ξεχωριστό πνεύμα της, το πνεύμα που δικαιώνει την ύπαρξή του και καταξιώνει τον ιστορικό βίο της. Αποστολή του συγγραφέα, αλλά οφείλω να τονίσω του Εθνικού συγγραφέα, είναι να κάνει με τα έργα του εφικτό το πνεύμα του λαού να το προβάλλει στα ενδότερα φανερώματά του και έτσι να εγκαρδιώνει τον λαό και να τον οδηγεί στην αυτογνωσία του. Αυτό έπραξαν οι ποιητές της αρχαιότητας που μας κληροδότησαν τον ιδανικό κόσμο που εξακολουθεί να μας εξανθρωπίζει. Αυτό πράττει και σήμερα ο ποιητής του δημοτικού τραγουδιού, που απαθανατίζει και εκείνος, με την απέριττη τέχνη του, πρότυπες μορφές και παραδειγματικές πράξεις. Και τη συμφωνία προς την αρχαία αυτή και πάντα ζωντανή παράδοση προσπάθησα να εκφράσω στα συγγράμματά μου, το πνεύμα της Κρήτης και να υμνήσω τα άξια έργα των τέκνων μου. Ένας από εκείνους που έκριναν τελευταίως την εργασία μου έγραψε: «Δεν έχουμε καμιάν άλλη περίπτωση μέσα στη λογοτεχνία μας που τα ιδιαίτερα πατρικά χώματα να ασκούν μια τόσο έντονη και σχεδόν αποπνικτική έλξη, επικαλούμαι αυτά τα λόγια για να δείξω πως η κατεύθυνση της δημιουργίας μου έχει γίνει γενικώς αντιληπτή. Υποθέτω πως έτσι με έχει εννοήσει και η πατρίδα μου, θεωρεί τα έργα μου ως αποδείξεις της ολικής μου αφιέρωσης και μέσα στα έργα μου αναγνωρίζει το πρόσωπό της».
Ήταν μια σαφέστατη εξήγηση για την απομάκρυνση του συγγραφέα όλα αυτά τα χρόνια από τον τόπο του.
«Έκανε καρδιές να σκιρτήσουν …»
Σύμφωνα με τον Γιώργη Αγγελιδάκη, ο δημιουργός που έφερε το Ρέθυμνο στα πέρατα του κόσμου μέσα από το έργο του, έδινε την εντύπωση του απόκοσμου δημιουργού αλλά δεν ήταν. Σαν έφηβος και στην πρώτη του νιότη ήταν ένας κομψός νέος, (έκανε πολλές κοριτσίστικες καρδιές να σκιρτήσουν), άνθρωπος που δεν περνούσε απαρατήρητος.
Όταν έφυγε για σπουδές, ερχόταν καμιά φορά τα καλοκαίρια εδώ, αλλά συνήθιζε να κάνει μοναχικούς περιπάτους.
Από το 1937 που με τη συνταξιοδότηση του πατέρα του εγκαταστάθηκε όλη η οικογένεια στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην Πλάκα ο Παντελής απομονώθηκε. Ήταν η πρώτη μεγάλη σε διάστημα απομόνωσή του από τα κοινά. Το τηλέφωνό του ήταν απόρρητο, οι επαφές του ελάχιστες κι όταν κάποτε τον ρώτησε ο Αγγελιδάκης γιατί τόση απομόνωση ο Πρεβελάκης του είπε απλά ότι ήθελε απερίσπαστος να αφοσιωθεί στο γράψιμο και αν ζούσε έντονη κοινωνική ζωή δεν επρόκειτο να δώσει αυτά που είχε κατά νου.
Δεν έχουμε καμιά ένδειξη ότι η απομόνωση είχε σαν αφορμή πικρά γεγονότα. Ο Πρεβελάκης δεν είχε λόγο να είναι δυσαρεστημένος με τους Ρεθεμνιώτες. Αν ήταν τώρα και κάπως επιλεκτικός στις παρέες του αυτό ήταν και θέμα χαρακτήρα.
Το έργο που μας παρουσιάζει στο μεταξύ δικαιολογεί και την τόση του απομόνωση. Έργο που αποτελεί σταθμό στα Ελληνικά Γράμματα και ξεπερνά στα σύνορα.
Κάποια στιγμή ο Πρεβελάκης γίνεται πιο προσιτός, επικοινωνεί με το εξωτερικό του περιβάλλον, συμμετέχει σε πνευματικές εκδηλώσεις μέχρι που θα απομονωθεί και πάλι για ένα και μόνο λόγο αυτή τη φορά. Είναι άρρωστος και δεν θέλει να διακρίνει τον οίκτο στους γύρω του. Ο μόνος που εξακολουθεί να έχει πρόσβαση και στο νέο αυτό άβατο του μεγάλου συγγραφέα είναι και πάλι ο Γιώργης Αγγελιδάκης.
Ο Παντελής Πρεβελάκης παθαίνει το πρώτο του έμφραγμα στο σπίτι του στην Πλάκα. Αρνείται όμως κατηγορηματικά να πάει στο Νοσοκομείο.
Οι μόνοι που μπορούμε να επικοινωνούμε μαζί του είναι ο αδελφός του ο Λευτέρης φυσικά ο Αγγελιδάκης,
Μετά από πολλές προσπάθειες πηγαίνει στον Ευαγγελισμό και με την κατάλληλη αγωγή ξεπερνά την κρίση. Από κει και μετά είχανε όλοι βέβαια την έγνοια του σε μεγάλο βαθμό.
Μια επικίνδυνη κρίση στο Ωδείο
Η επόμενη πιο σοβαρή κρίση βρήκε το συγγραφέα στο Ρέθυμνο. Ήταν στη διάρκεια μιας τιμητικής εκδήλωσης στο Ωδείο. Το Πανεπιστήμιο Κρήτης συγκεκριμένα, τον ανακήρυσσε επίτιμο διδάκτορα. Ήταν μια επιθυμία του Σηφάκη να είναι ο Πρεβελάκης ο πρώτος σημαντικός πνευματικός παράγοντας που θα λάβαινε τον τίτλο αυτό.
Ο συγγραφέας φαινόταν από την αρχή της εκδήλωσης ότι δεν αισθάνεται καλά. Ο Αγγελιδάκης πλάι του, από ένστικτο περισσότερο, δεν σταμάτησε να έχει την έγνοια του. Και κάποια στιγμή τον πήρε από την αίθουσα και με το αυτοκίνητο του Νίκου Δασκαλαντωνάκη, που βρήκε τυχαία, βγαίνοντας, τον μετέφερε αμέσως στο σπίτι του στη λεωφόρο. Κατέβασε στα γρήγορα, μια καρέκλα στην είσοδο για να τον ξεκουράσει και να του δώσει τις πρώτες βοήθειες. Στο μεταξύ κατέφθασαν και οι δυο καρδιολόγοι που είχε καλέσει, οι οποίοι κι έκαναν την ίδια διάγνωση. Μόλις ένοιωσε καλύτερα ο Πρεβελάκης ο φίλος του ο γιατρός, τον ανέβασε σιγά-σιγά πάνω στο σπίτι και τον κράτησε υποχρεωτικά στο κρεβάτι δυο τρεις μέρες μέχρι που συνήλθε.
Πλάι του έμεινε η Άννα Σικελιανού που είχε κατέβει ειδικά για την εκδήλωση μαζί με την Ελένη Αγγελιδάκη για να τον φροντίζουν και να του κρατούν συντροφιά.
Ήρθε όμως κάποια στιγμή και η μοιραία κρίση.
«Καθημερινά, αναφέρει ο Αγγελιδάκης, μιλούσαμε με τον αδελφό του το Λευτέρη που πολλές φορές ζήτησε τη παρέμβασή μου να πείσω τον Παντελή να μη μένει μόνος το βράδυ. Μάταια. Εκείνος δεν ήθελε κανένα.
Τελευταία φορά που μιλήσαμε με τον Παντελή, (το ίδιο βράδυ πέθανε) του πρότεινα να πάω κοντά του και να μείνω μερικές μέρες μέχρι να καλυτερέψει…
«Όχι» μου απάντησε κοφτά «Άμα σε χρειαστώ εγώ θα στο πω».
Την άλλη μέρα ο αδελφός του ο Λευτέρης Πρεβελάκης, πήγε όπως συνήθως να τον δει, αλλά μάταια κτυπούσε την πόρτα. Βέβαια κι άλλες φορές χρειάστηκε να περιμένει επειδή μέχρι να σηκωθεί ο αδελφός του από το κρεβάτι να του ανοίξει, περνούσε κάποια ώρα. Όσο δεν έπαιρνε όμως απάντηση άσκημα προαισθήματα τον κυρίευσαν. Έσπασε την πόρτα και βρήκε τον Παντελή νεκρό στο κρεβάτι του. Από την περιγραφή και το γεγονός ότι δεν υπήρχαν σημεία αγωνίας θα πρέπει να μην υπέφερε. Ο θάνατος θα τον βρήκε στον ύπνο μετά από μια βαριά καρδιακή προσβολή… Έμεινε στον τόπο όπως λέμε».
Έτσι πέθανε ο συγγραφέας τόσο σημαντικών έργων, που κι ο ίδιος ο Καζαντζάκης του έγραφε σε μια επιστολή «Μακάρι Παντελή μου να μπορούσα να σου μοιάσω…».
Πλάι στο κρεβάτι του υπήρχε ένα κομψότατο, ακριβό, ρολόι κι ένα σημείωμα που έγραφε:
«Για το Γιώργη…». Αν και είχε αδελφό με το όνομα αυτό όλοι κατάλαβαν για ποιον προοριζόταν. Και το έδωσαν στο Γιώργο Αγγελιδάκη, που όπως ήταν φυσικό ανέβηκε αμέσως στην Αθήνα για την κηδεία. Και μάλιστα του έβαλε στο φέρετρο ένα στεφάνι από ελιά…
Αυτό το ρολόι φορούσε ο γιατρός μέχρι τα στερνά του γιατί του θύμιζε μια φιλία που δεν έσβησε ποτέ.