Με την ευκαιρία του αφιερώματος αυτού είδα ξανά την τελευταία συνέντευξη που είχαν πάρει πριν από δυο χρόνια από το Μανόλη Μαθιουδάκη. Και διαπίστωσα για μια ακόμα φορά πόσο σημαντικός ήταν και αυτός ο πρύτανης της δημοσιογραφίας.
Πρόσφατα μάλιστα είχαμε τη συζήτησή του με τον εκπρόσωπο της ΠΟΕΣΥ καλό συνάδελφο κ. Κωστή Βασιλάκη με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 30 χρόνων από την ίδρυση της Ομοσπονδίας, πρόταση που ανήκε στο Μανόλη Μαθιουδάκη.
Θυμάμαι, είναι καταγεγραμμένο άλλωστε, σε μια συνεδρίαση των εκδηλώσεων αυτών στο ξενοδοχείο «Λευκόνικο» το 1993, στην τοποθέτησή του ο Μανόλης Μαθιουδάκης πρότεινε στους άλλους προέδρους των Ενώσεων Συντακτών να δημιουργηθεί μια Ομοσπονδία που θα διαχειριζόταν πιο αποτελεσματικά τα προβλήματα του κλάδου.
Την επόμενη χρονιά είχαμε στις εκδηλώσεις και εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συντακτών, που έγινε πραγματικότητα μέσα σε λίγους μήνες από την πρόταση του ακριβού φίλου Μανόλη.
Γόνος μεγάλων της Αντίστασης
Ο σημαντικός αυτός Ρεθεμνιώτης που έχει τιμήσει στο έπακρον τον τόπο του έχει κι ένα σπουδαίο ιστορικό με πρωταγωνιστή τον ήρωα πατέρα του Γιάννη Μαθιουδάκη, τον καθηγητή που έπεσε στις επάλξεις. Στον κορυφαίο της Αντίστασης που τιμά ιδιαίτερα κάθε ελεύθερος άνθρωπος με δημοκρατική συνείδηση.
Εκτός από το βαρύ σε ευθύνη όνομα ο πατέρας, αυτός κληροδότησε στο παιδί του και τη μεγάλη περγαμηνή, να είναι ο μικρότερος σε ηλικίας μάρτυρας των θλιβερών εκείνων χρόνων που ο τόπος στέναζε κάτω από την μπότα του κατακτητή.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Ο Μανόλης Μαθιουδάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1933, με καταγωγή από την ανταρτομάνα Κοξαρέ.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Κρήτη, με την ευλογία να έχει και μια μητέρα πρότυπο αφοσίωσης και αγάπης. Μια αγωνίστρια της ζωής που έδινε το δικό της αγώνα, στηρίζοντας το σύζυγό της που είχε δοθεί ολοκληρωτικά στην αντίσταση για να έρθει το συντομότερο η λευτεριά. Από κοντά κι εκείνη βοηθούσε τον αγώνα με όλες τις δυνάμεις της.
Ήταν μόλις 9 χρόνων ο Μανόλης όταν τον συνέλαβαν οι Γερμανοί. Ήταν το βαρύ τίμημα για τους αγώνες των γονέων του.
Αν και τόσο μικρός δεν έχασε το θάρρος του. Κρατήθηκε για δύο μήνες στις φυλακές της Φορτέτζας. Κι έπειτα αφέθηκε για να συνεχίσει τον αγώνα της επιβίωσης.
Για την εμπειρία του αυτή αναφέρει ο ίδιος:
«Μεσάνυχτα 2 προς 3 Φλεβάρη 1944, οι Γερμανοί έκαναν μπλόκο στο χωριό. Από προδότη είχαν την πληροφορία ότι στο χωριό βρισκόταν ο Γιάννης Μαθιουδάκης, η μάνα Ελένη Μαθιουδάκη, το γένος Λαμπροπούλου, ο Στέλιος Δουλγεράκης, ο Γιάννης Σπιθουλάκης και άλλα στελέχη του ΕΑΜ.
Ο πατέρας μου και οι σύντροφοί του είχαν φύγει από την προηγούμενη μέρα. Έμεινε όμως, στο χωριό η μάνα μου που ήταν φρεσκοχειρουργημένη και είχε έρθει από τα Χανιά.
Με τη βοήθεια των οργανωμένων στο ΕΑΜ γυναικών του χωριού, της αδερφής του πατέρα μου Αργυρής Γεωργακάκης και ιδιαίτερα του εξαδέλφου μου ΕΠΟΝίτη Στέλιου Βαβουράκη η μάνα μου φυγαδεύτηκε κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια των Γερμανών και του προδότη…
Με υποδείξεις δοσίλογου οι Γερμανοί συνέλαβαν την Ευαγγελία Δουλγεράκη, μητέρα των στελεχών του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ Στέλιου Δουλγεράκη και Πέτρου Δουλγεράκη, αδερφή του παππού μου, την αδερφή του πατέρα μου, Στελιανή Φραγκελάκη, εμένα, που ήμουν εννιά χρονών, τον παπά του χωριού, Θεμιστοκλή Γεννάδο και πολλούς Κοξαριανούς.
Μας μετέφεραν στο Ρέθυμνο στις φυλακές του φρουρίου Φορτέτζα, όπου έγινε διαχωρισμός. Άλλοι κλείστηκαν στις φυλακές της Αγίας στα Χανιά και άλλοι μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα θανάτου της Γερμανίας. Κάποιοι δεν ξαναγύρισαν στο χωριό μας…
Τις θείες μου Ευαγγελία Δουλγεράκη, Στελιανή Φραγκελάκη και εμένα μας άφησαν ελεύθερους όταν σκότωσαν τον πατέρα μου».
Ορφανός, αφού σκοτώθηκε ηρωικά μαχόμενος ο πατέρας του σε ενέδρα των Γερμανών στη σπηλιά της Γκιουμπράς, ο Μανόλης με της μάνας του το κουράγιο δεν χαρίστηκε της μιζέριας. Πάλεψε με τις δυνάμεις του στην αρένα της ζωής, σπούδασε πολιτικές επιστήμες και μετά τον κέρδισε η δημοσιογραφία.
Από το 1952 έγραφε στα «Νέα» το «Βήμα» τον «Ταχυδρόμο» και την «Ομάδα» (αθλητική εφημερίδα). Αργότερα έκανε αστυνομικό ρεπορτάζ στην Υπηρεσία Ειδήσεων της ΕΡΤ.
Όσο κι αν φαίνεται δύσκολη η σημερινή εποχή για τους νέους συναδέλφους, εκείνα τα χρόνια θα έπρεπε να έχεις γερά κότσια για να σταθείς στο χώρο. Να μιλάς και να γράφεις σωστά ελληνικά, να μην έχεις ωράριο κυνηγώντας την είδηση, να υπομένεις τις μεγαλύτερες παραξενιές των προϊσταμένων που είχαν πολλές φορές υπερβολικές απαιτήσεις στο έλεος κι αυτοί της ανηλεούς προσπάθειας για την αύξηση της κυκλοφορίας.
Ο Μανόλης Μαθιουδάκης δεν άργησε να καταξιωθεί γιατί διέθετε τα προσόντα που τον αναδείκνυαν χωρίς την στήριξη κανενός. Ασχολήθηκε κυρίως με το αστυνομικό ρεπορτάζ και πήρε μέρος σε εξαιρετικά σοβαρές αποστολές στο εξωτερικό και μάλιστα σε κρίσιμες περιόδους όπως ήταν αυτή της Κύπρου. Στο συνδικαλιστικό κίνημα διακρίθηκε έτσι ώστε επάξια να γίνει και πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, προωθώντας πολλά θέματα των δημοσιογράφων.
Το «Ποινικό μητρώο της Αθήνας»
Από τις σειρές που έφεραν για χρόνια στο προσκήνιο τον Μανόλη Μαθιουδάκη ήταν το «Ποινικό μητρώο της Αθήνας» που έγραφε με το Δημήτρη Μαθιόπουλο. Κι ήταν το πρώτο που αναζητούσε ο αναγνώστης. Την ίδια επιτυχία είχε και στην έκδοσή της η λαμπρή αυτή σειρά.
Χαρακτηριστικός ο πρόλογος του μεγάλου μας Δημήτρη Ψαθά:
«Εδώ και κάμποσα χρόνια -κάμποσα λέγοντας, εννοώ μόνο μερικές δεκαετίες- είχα βγάλει το πρώτο μου βιβλίο με τον τίτλο «Η Θέμις έχει κέφια». Βλέποντας, λοιπόν, ότι το πράγμα πήγε καλά, βγάζω αμέσως και το δεύτερο, με μια μικρή παραλλαγή στον τίτλο: «Η Θέμις έχει νεύρα».
Το χρονικό διάστημα από το πρώτο βιβλίο, ενός συγγραφέα, στο δεύτερο, το καθορίζει συνήθως ο βαθμός της επιτυχίας. Όσο, δηλαδή, μεγάλη είναι η επιτυχία του πρώτου, τόσο γρήγορα ακολουθεί το δεύτερο. Με χαρά μου βλέπω ότι το «Ποινικό Μητρώο της Αθήνας», ακολουθεί την καλή τύχη των δικών μου «θέμιδων». Δεν πρόλαβε να εξαντληθεί η πρώτη σειρά των σπαρταριστών ιστοριών των συναδέλφων Μανώλη Μαθιουδάκη και Δημήτρη Μαθιόπουλου κι ορίστε που έχουμε «ανά χείρας» την δεύτερη σειρά, γραμμένη με το ίδιο κέφι, την ίδια ζωντάνια και το ίδιο παραστατικό ύφος των προηγουμένων.
Είμαι σίγουρος ότι και ο νέος τούτος τόμος του τόσο χαριτωμένου «Ποινικού Μητρώου» της Αθήνας μας, θα έχει την ίδια επιτυχία του πρώτου, γιατί οι ιστοριούλες που περιλαμβάνονται και σ’ αυτόν έχουν την καυτή αλήθεια της καθημερινής ζωής και συνθέτουν όλες μαζί, όπως και στον πρώτο τόμο, έναν ακόμα σπαρταριστό, όσο και αληθινό πίνακα της αλλοπρόσαλλης εποχής μας.
Ήταν για μένα μια ευχαρίστηση να προλογίσω τον πρώτο τους τόμο, την οποία δεν θέλησα να στερηθώ και για τον δεύτερο τούτο τόμο, που τόσο γρήγορα ακολούθησε. Συγχαίρω και πάλι μ’ όλη μου την καρδιά τους δυο συναδέλφους για την καινούργια τούτη προσφορά τους κι εύχομαι με το ίδιο κέφι πάντα να συνεχίσουν την τόσο γόνιμη δουλειά τους».
Ο Μανόλης Μαθιουδάκης έφυγε πριν από λίγους μήνες ορφανεύοντας τη δημοσιογραφική οικογένεια. Πάντα είχαμε κάτι να πούμε και να του ανακαλέσουμε μνήμες που δίδασκαν λεβεντιά και ήθος.
Αυτό που ίσως δεν έμαθε ποτέ ο ακριβός φίλος, είναι πόσα του οφείλουν νεότεροι συνάδελφοί του. Πόσες φορές άπλωσε χέρι για να σηκώσει αδικημένους δημοσιογράφους, θύματα εργοδοτών. Πόσες φορές μπήκε μπροστάρης για να αποκτήσουν κάποιοι τα δικαιώματά τους στο χώρο και να καταφέρουν να πάρουν μια σύνταξη. Μικρές λεπτομέρειες ίσως ενός πολυκύμαντου μα δημιουργικού βίου. Είχαν όμως να κάνουν με ανθρώπινες ζωές, με το μέλλον ανθρώπων χωρίς καμιά υποστήριξη. Γι’ αυτό αξίζουν να αναφέρονται.
Έχω τη βεβαιότητα κλείνοντας το μικρό αφιέρωμα καρδιάς στο μεγάλο δάσκαλο, πως αν ζούσε ο Γιάννης Χαλκιαδάκης που είχε στη θέση αδελφού τον Μανόλη Μαθιουδάκη, θα διάβαζε με προσοχή και μετά θα μου έλεγε με το γνώριμο ύφος του:
– Λίγα του έγραψες μωρέ Εύα.
Και θα είχε δίκιο.