Εντυπωσιακή σε προσέλευση κόσμου, μεταξύ άλλων και σημαντικών μορφών του πνευματικού Ρεθύμνου, ήταν η εκδήλωση «Μνήμη Ολοκαυτωμάτων» που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τετάρτης στο αίθριο του Παλαιοντολογικού μουσείου, στη διάρκεια της οποίας παρουσιάστηκε το βιβλίο της Εύας Λαδιά με τίτλο «Μαρτυρικά χωριά του Ρεθύμνου». Την εκδήλωση διοργάνωσε ο δήμος Ρεθύμνου σε συνεργασία με τους δήμους Ανωγείων, Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου και με τη στήριξη της Περιφέρειας Κρήτης. Ο δάσκαλος και ιστορικός ερευνητής κ. Νίκος Δερεδάκης συντόνισε ιδανικά την εκδήλωση, ώστε παρά την τρίωρη σχεδόν διάρκεια της, να την παρακολουθήσει το κοινό με αμείωτο ενδιαφέρον. Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι ότι πέτυχε ο σκοπός των διοργανωτών, που ήταν να τιμηθούν τα Ολοκαυτώματα και σε δεύτερη μοίρα να προβληθεί το βιβλίο που αναφέρεται σε αυτά.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κ. Δερεδάκης: «Δυστυχώς για το Ρέθυμνο, έχει να μετρήσει αρκετά ολοκαυτώματα με σημαντικότερα σε αγριότητα αυτό των Ανωγείων, (ήταν και το τρίτο τους ολοκαύτωμα αυτό της 13 Αυγούστου 1944) και το ολοκαύτωμα των χωριών του Κέντρους 22 Αυγούστου 1944. Μικρό παιδί, θυμάμαι που γίνονταν κάποιες προσπάθειες αναβάθμισης αυτών των επετειακών εκδηλώσεων. Και εκείνος που επιδίωκε την ιδιαίτερη προβολή τους ήταν ένας ψηλός κύριος, επιβλητικός, με δωρικό ύφος. Ήταν ο Σπύρος Μαρνιέρος, θύμα κι αυτός των Ολοκαυτωμάτων στο χωριό Γερακάρι, όπου οι ναζί εκτέλεσαν μαζί με άλλους τον 16χρονο αδελφό του Γιώργο.
Όπως συνέβη με τον Μάρκο Πολιουδάκη που από δική του τραγική εμπειρία μελέτησε σε βάθος τη Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο δίνοντάς μας σπουδαία βιβλιογραφία, έτσι και ο Μαρνιέρος πότε με άρθρα του στον τοπικό τύπο και πότε με εκδόσεις του προσπαθούσε να ευαισθητοποιήσει κυρίως τη νεολαία γύρω από το δράμα των ολοκαυτωμάτων. Και δίπλα του στην προσπάθεια αυτή, αφοσιωμένη συνεργάτις, η Εύα Λαδιά η συγγραφέας του βιβλίου «Μαρτυρικά χωριά του Ρεθύμνου» που παρουσιάζουμε απόψε. Να αναφερθώ στο βιογραφικό της; Μάλλον περιττεύει. Και ποιος δεν τη γνωρίζει μέσα από τη δράση της; Εκείνη επιμένει να το περιορίζει σε μια λακωνική αναφορά του τύπου. Γεννήθηκε στο Κερατσίνι του Πειραιά το 1953 και από το 1972 μένει μόνιμα στο Ρέθυμνο έχοντας δημιουργήσει μια ευτυχισμένη οικογένεια με τον Παντελή Λαδιά. Όσο για την ιδιότητά της, επιμένει επίσης σε μια και μόνο αυτή της δημοσιογράφου. Για να μη με βαραίνει το βλέμμα της δεν συνεχίζω αλλά όπως και η ίδια ζήτησε ας περιοριστούμε στην ιστορική ενότητα που προκάλεσε και την έκδοση που παρουσιάζουμε».
Ο δήμαρχος Ρεθύμνου κ. Γιώργος Μαρινάκης που ήταν συνδιοργανωτής της εκδήλωσης, δήλωσε: «Χαίρομαι που αυτή τη ζεστή βραδιά του Αυγούστου με την ευκαιρία της παρουσίασης ενός νέου βιβλίου της Εύας Λαδιά, τα Μαρτυρικά Χωριά του Νομού Ρεθύμνης, είμαστε εδώ τόσος κόσμος μαζεμένος για να τιμήσουμε την ιστορία μας, να θυμηθούμε τις δύσκολες στιγμές που πέρασαν οι πρόγονοί μας, τις αξίες για τις οποίες πολέμησαν και για τις οποίες είμαστε υπερήφανοι. Θεωρώ ότι οι αγώνες παίρνουν κάθε φορά άλλη μορφή. Τώρα τίθεται θέμα πνευματικής ελευθερίας και πρέπει να οπλιζόμαστε με αρετή, με τόλμη και με γνώση της ιστορίας μας. Συγχαρητήρια και στις εκδόσεις που επιμελήθηκαν αυτό το ωραίο πόνημα, που η Εύα Λαδιά το έκανε παίρνοντας τη σκυτάλη από τον αείμνηστο Σπύρο Μαρνιέρο που κι εκείνος είχε ασχοληθεί με το ίδιο θέμα και έτσι στην ουσία εμπλουτίζεται αυτό το ιστορικό γεγονός».
Μ. Χαλκιαδάκης: «Η πορεία του τοπικού τύπου διαχρονικά, είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ιστορία του τόπου»
Στην ομιλία του ο εκδότης των «Ρ.Ν.» Μανώλης Χαλκιαδάκης, αναφέρθηκε στην ανάδειξη των ολοκαυτωμάτων μέσα από τον τύπο, τόνισε τη σημασία της καταγραφής προφορικών μαρτυριών ανθρώπων που βίωσαν ιστορικά γεγονότα, μαρτυρίες που σώθηκαν χάρη ερευνητών και δημοσιογράφων που ασχολήθηκαν και τις κατέγραψαν, αλλά και χάρη του τοπικού τύπου στον οποίο φιλοξενήθηκαν. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η πρόταση που κατέθεσε για την ανάγκη εισαγωγής της τοπικής ιστορίας στην εκπαίδευση όχι ως μάθημα αλλά ως βιωματική εμπειρία μετάβασης μαθητών σε τόπους οδύνης και χρόνους βίας. Αναλυτικά, στην ομιλία του ο εκδότης των «Ρ.Ν.» ανέφερε:
«Σκέφτηκα πως ο καλύτερος ίσως τρόπος να ξεκινήσω τη σύντομη ομιλία μου, θα ήταν μια γνωστή φράση του σπουδαίου συγγραφέα Μίλαν Κούντερα, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή: «Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη». Την επιλέγω λοιπόν προκειμένου να εστιάσω στην αξία του λόγου και τη σημασία της μαρτυρίας στη διαμόρφωση της συλλογικής μας συνείδησης. Και εν τέλει της συλλογικής μας ταυτότητας.
Είναι ίσως γι’ αυτό περιττό να υπενθυμίσω ότι, εκτός από την επιστημονική Ιστορία – πεδίο αναμφίβολα των ιστορικών – υπάρχει μια όψη της Ιστορίας που συχνά αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος και μελέτης και από μη ιστορικούς: Είναι εκείνη που καταγράφει τον τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι βίωσαν τα ιστορικά γεγονότα.
Θα έλεγα δε, ότι, ιδίως τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται και στη χώρα μας μια ανάπτυξη στον τομέα αυτόν, τον τομέα της προφορικής ιστορίας δηλαδή, η οποία συγκεντρώνει το ενδιαφέρον ενός ολοένα μεγαλύτερου κοινού και εξελίσσεται σε διακριτό επιστημονικό πεδίο.
Στέκομαι στην εξέλιξη αυτή επειδή θεωρώ ότι, με τη σειρά της, διαμορφώνει ένα νέο – αναγνωστικό και όχι μόνον – κοινό, πιο εξοικειωμένο αλλά και περισσότερο διατεθειμένο να συμβάλει ενεργά σ’ αυτή την καταγραφή της Ιστορίας «από τα κάτω».
Είναι, πιστεύω λοιπόν, προφανές το γιατί και στην περίπτωση των ολοκαυτωμένων και μαρτυρικών χωριών της Κρήτης και της υπόλοιπης Ελλάδας αυτήν την όψη της Ιστορίας την έχουμε απόλυτη ανάγκη: όχι μόνον γιατί καθιστά εύληπτα – σοκαριστικά εύληπτα πολλές φορές – τα ίδια τα γεγονότα, αλλά και επειδή οι μαρτυρίες, αυτές οι φωνές από το παρελθόν, φέρνουν στο προσκήνιο τη ματιά των ίδιων των δρώντων υποκειμένων πάνω στο ιστορικό γεγονός. Εν προκειμένω, των φρικαλεοτήτων που διεπράχθησαν τις μέρες εκείνες του Αυγούστου του ’44, και όχι μόνο τότε βέβαια…
Άραγε, με ποιον άλλο τρόπο θα μπορούσαν τα γεγονότα αυτά να έχουν φθάσει έως εμάς; Να έχουν δηλαδή φθάσει, δεκαετίες αργότερα, σε ένα ευρύτερο κοινό, δίχως να έχουν διασωθεί οι μνήμες των ανθρώπων που τα έζησαν, που γνώρισαν τη ναζιστική θηριωδία από «πρώτο χέρι», εάν σειρά ερευνητών και δημοσιογράφων δεν είχαν ενδιαφερθεί να συγκεντρώσουν στοιχεία και μαρτυρίες;
Πολλές από τις επίπονες αυτές έρευνες βρήκαν τον πραγματικό προορισμό τους, το ευρύτερο κοινό, μέσω της δημοσίευσής στον τύπο και μέσω της αποτύπωσής τους στον τηλεοπτικό φακό και το δημοσιογραφικό κασετόφωνο.
Επιτρέψτε μου δυο λόγια μόνο πάνω σ’ αυτό: Δεν θα αναφερθώ σε πρωτοβουλίες και δράσεις των «Ρεθεμνιώτικων Νέων», οι οποίες – κατά την άποψη μου – εντάσσονται στην αυτονόητη υποχρέωση του τύπου να υπηρετεί τον τόπο με συνείδηση του ρόλου και της ευθύνης του. Δεν μπορώ όμως να μη σημειώσω ότι τα πρόσωπα και οι επιλογές τους διαδραματίζουν πάντα τον δικό τους σημαντικό – ενίοτε και καθοριστικό – ρόλο στην πορεία των πραγμάτων: Τα ντοκιμαντέρ που παρήχθησαν, οι μαρτυρίες που δημοσιεύθηκαν, τα αφιερώματα που φιλοξενήθηκαν, τα ρεπορτάζ που μεταδόθηκαν, όλα αυτά – το κάθε ένα χωριστά, και όλα μαζί από κοινού, έχουν συνδιαμορφώσει τη συλλογική μας μνήμη, στην οποία ήδη αναφέρθηκα.
Επιτρέψτε μου ακόμα να τονίσω ότι η πορεία του τοπικού ιδιαίτερα τύπου διαχρονικά, είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την Ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του. Ωστόσο, η καταγραφή της Ιστορίας, πόσο μάλλον της σύγχρονης και οδυνηρής Ιστορίας, είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Και η διαχείριση ιστορικών γεγονότων είναι διαδικασία ευθύνης για τον ερευνητή και δημοσιογράφο, που υποχρεούται να τηρεί με αυστηρότητα τους κανόνες πολλαπλού ελέγχου και τεκμηρίωσης για τη διακρίβωση της ιστορικής αλήθειας. Την ευθύνη αυτή φέρει ομοίως και κάθε μέσο ενημέρωσης που δημοσιεύει ή προβάλλει τις σχετικές εργασίες.
Σήμερα, χάρη σε τέτοιες εργασίες, αποτύπωσης αυτούσιων μαρτυριών, τα ολοκαυτώματα των Ανωγείων, των χωριών του Κέντρους, της Κοξαρέ, των Σακτουρίων, της Καλής Συκιάς, έχουν ήδη συγκροτηθεί ως μια κιβωτός μνήμης, που ταξιδεύει στη συλλογική συνείδηση.
Και για να έρθω στο προκείμενο: Η Εύα Λαδιά, πολύτιμη και πολύχρονη συνεργάτιδα της εφημερίδας «Ρεθεμνιώτικα Νέα», μέλος αρχικά της ομάδας Μαρνιέρου, με ουσιαστικό ενδιαφέρον έσκυψε πάνω από αυτό το δύσκολο και απαιτητικό πεδίο, προκειμένου να συλλέξει και να καταγράψει μαρτυρίες συγγενών και επιζώντων από τα μαρτυρικά χωρία. Και συνέχισε την έρευνα χρόνια μετά τον θάνατο του Μαρνιέρου, με επιμονή και συνέπεια.
Υποχρεωτικά οι τόποι και οι άνθρωποί τους προχωρούν και με τις μνήμες τους. Οι μαρτυρίες όσων έζησαν πριν από εμάς μας βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα όχι μόνο εκείνους, αλλά και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Μας βοηθούν να αναγνωρίσουμε στο συλλογικό μας dna τα αποτυπώματα των δικών τους εμπειριών.
Για αυτό και εργασίες, όπως αυτή που έχει επιμεληθεί η Εύα Λαδιά και η οποία θα παρουσιαστεί στη συνέχεια, ακόμα και τελετές όπως η σημερινή, συνιστούν αδιάσπαστους κρίκους μιας αλυσίδας που ξεκινά την επαύριο των ολοκαυτωμάτων και φθάνει μέχρι σήμερα.
Θα σταθώ σε τρία συγκεκριμένα στοιχεία, τη σημασία των οποίων θεωρώ κομβική:
- Το πρώτο το έθιξα ήδη αφετηριακά: Την αξία της συλλογικής μνήμης σε συνάρτηση με την αξία της ιστορικής τεκμηρίωσης και αλήθειας. Ακούγεται αυτονόητο αλλά δεν είναι: Στον καθημερινό καταιγισμό από έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών, δυσκολευόμαστε συχνά να διακρίνουμε το ψέμα από την αλήθεια, την υποτίμηση από την υπερβολή, την ακρίβεια από την ανακρίβεια κ.ο.κ. Έτσι, καταλήγουμε άλλοτε να αμφισβητούμε τα πάντα και άλλοτε άκριτα να υιοθετούμε ως αναντίρρητη πραγματικότητα ορισμένες κατασκευασμένες αλήθειες.
Ας θυμηθούμε ότι, στο κοντινό παρελθόν, επιχειρήθηκαν ιστορικοί αναθεωρητισμοί που στόχο είχαν να εμφανίσουν τους θύτες ως θύματα…
Το αναφέρω αυτό για να υπογραμμίσω άλλη μια φορά τον ρόλο της συλλογικής μνήμης και συνείδησης, την αξία του τεκμηριωμένου ιστορικά λόγου, την ανάγκη αυτά να εδράζονται σε μαρτυρίες και πραγματικά γεγονότα. Και φυσικά την απαραίτητη επιστημονική διασταύρωση και τον έλεγχο των πηγών. Όλων των πηγών.
- Το δεύτερο σχετίζεται με τον κίνδυνο της λήθης ως αποτέλεσμα διαδικασιών που, συχνά πυκνά, κανονικοποιούν τελετουργικά τη μνήμη και, εν τέλει, δίχως να το επιδιώκουν, αντί να την κρατούν ζωντανή την αδρανοποιούν.
Είναι ανάγκη απόλυτη η αναζήτηση νέων μεθόδων και τρόπων απεύθυνσης κυρίως προς τις νεότερες γενιές. Είναι στοίχημα που δεν πρέπει να χαθεί η εμπλοκή τους σε δράσεις που θα νοηματοδοτούν ουσιαστικά το παρελθόν και θα το συνδέουν με το παρόν. Γι’ αυτό και στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε να υπογραμμίσω την ανάγκη εισαγωγής της τοπικής ιστορίας στην εκπαίδευση. Μιλώ για μια συστηματική εισαγωγή της ως μάθημα, όχι όμως με τον χαρακτήρα ενός ακόμη από καθέδρας μαθήματος προς εξέταση, αλλά ως ζωντανή διαδικασία αυτογνωσίας και ουσιαστικής σύνδεσης των ανθρώπων με τον τόπο τους και την ιστορική του κληρονομιά. Ως βιωματική εμπειρία μετάβασης σε τόπους οδύνης και χρόνους βίας. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, οι κιβωτοί μνήμης των προσωπικών μαρτυριών μπορούν να αποτελέσουν σπουδαίο εργαλείο στα χέρια των δασκάλων για τον νου των παιδιών. Για την καλλιέργεια της κρίσης τους και την ανάπτυξη της ιστορικής τους συνείδησης.
- Τρίτο σημείο, άμεσο σχετιζόμενο με το προηγούμενο: Αυτή η κανονικοποίηση της μνήμης, την οποίαν προανέφερα, εγκυμονεί έναν ακόμη σοβαρό κίνδυνο: Την αποσυνάρτηση των γεγονότων από το ευρύτερο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο που τα δημιούργησε. Με άλλα λόγια, οδηγεί στη θέαση ενός παρελθόντος αποσυνδεμένου από το παρόν.
Και για να το πω καθαρά: Αν οι αναφορές μας στις ναζιστικές φρικαλεότητες του Αυγούστου του ’44 παραμείνουν στο πλαίσιο αυτής της κανονικοποίησης, χωρίς συνάρτηση με τα ποικίλα πρόσωπα και τις λειτουργίες σύγχρονων μορφωμάτων, κοινωνικών, ιδεολογικών και πολιτικών, θα έχουμε επιτρέψει στο φίδι να φωλιάσει και να εκκολάπτει ήδη το αυγό του σε τόπους που εμείς ίσως δεν έχουμε καν φανταστεί.
Τιμώντας τις φωνές που έφθασαν σ’ εμάς από τα μαρτυρικά χωριά, οφείλουμε να μην το επιτρέψουμε».
Μπάμπης Πραματευτάκης: Γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή μου
Ο γνωστός συνθέτης Μπάμπης Πραματευτάκης όπως του είχε ζητηθεί, αναφέρθηκε σε δυο περιστατικά που σημάδεψαν τη μνήμη του λέγοντας:
«Βρέθηκα προσκεκλημένος στο σπίτι Ρεθεμνιώτη γιατρού που είχε μετά τον πόλεμο εγκατασταθεί μόνιμα στο Μόναχο, ακολουθώντας τη Γερμανίδα σύζυγό του. Εκεί μου γνώρισαν, με καμάρι μάλιστα, τον τελευταίο διοικητή του Ρεθύμνου. Τι ήταν να το ακούσω αυτό; Ξαφνικά ο χρόνος γύρισε πίσω με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο ήχος από τη γερμανική μπότα ξύπνησε στη μνήμη μου και ο φόβος, ο τρόμος ενός παιδιού που βίωνε τραυματικές εμπειρίες του πολέμου μου προκαλούσε τώρα ρίγη αγανάκτησης. Τι δουλειά είχα εγώ δίπλα στον άνθρωπο που άγγελος θανάτου κι αυτός σκόρπιζε τον όλεθρο υπακούοντας σε εντολές παραφροσύνης; Δεν κατάλαβα για πότε με εγκατέλειψε η ανοχή και σε όλο το βράδυ δεν μου περίσσευε καλός λόγος για κανένα και για τίποτα. Όλα μου έφταιγαν και ομολογώ ότι αυτή η αφύπνιση μνήμης σημάδεψε τις μετέπειτα καλλιτεχνικές μου επιλογές.
Το δεύτερο περιστατικό συνέβη στο Φεστιβάλ μπύρας του Μονάχου όπου με είχαν καλέσει (ήμουν φοιτητής του Πολυτεχνείου) να εκπροσωπήσω τη χώρα μου στην συνάντηση που κανόνιζε ο δήμαρχος με τους φοιτητές από όλες τις χώρες. Στο τραπέζι πλάι μου καθόταν ένας Γερμανός με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά των Βαυαρών. Άθελα μου αισθάνθηκα μια απέχθεια που προσπάθησα να κατανικήσω απαντώντας στις ερωτήσεις του αποφεύγοντας να σκέπτομαι. Κι ας ήταν απλές ερωτήσεις που βοηθούν στην καλύτερη γνωριμία κάποιων που συναντώνται πρώτη φορά. Μέχρι που με ρώτησε για την καταγωγή μου κι όταν άκουσε Ρέθυμνο μου είπε ότι εκεί είχε αφήσει το πόδι του πολεμώντας στη Μάχη της Κρήτης. Τώρα φαντάζεστε πως αισθάνθηκα ακούγοντάς το…».
Ένα βιβλίο κιβωτός μνήμης
Μιλώντας για το βιβλίο και τη συγγραφέα, ο πρόεδρος του ΤΕΑΣ κ. Θανάσης Μπαμπανέβας εκπροσωπώντας και την Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Ηπείρου Πελοποννήσου και Νήσων, καταδίκασε πρώτα τα κάθε λογής ναζιστικά μορφώματα που απειλούν μια κοινωνία ανθρώπων και τόνισε την ανάγκη με εκδηλώσεις όπως αυτή να περνούν στις επόμενες γενιές τα μηνύματα από τη θυσία ανθρώπων που βίωσαν ολοκαυτώματα για έναν κόσμο πιο ανθρώπινο. Και έκλεισε τη δική του εισήγηση με αναφορά στο πολυσχιδές έργο της Εύας Λαδιά και την επιτυχημένη πορεία της σε όλα τα μέσα ενημέρωσης με τα οποία συνεργάστηκε.
Ο κ. Γιώργος Καλογεράκης που παρουσίασε το βιβλίο της Εύας Λαδιά, στάθηκε κυρίως στα σημεία που αποτελούν μια μοναδικότητα και προέρχονται μετά από επισταμένη έρευνα. Εντυπωσίασε μάλιστα ο σχολιασμός του που πρόσθεσε νέα στοιχεία στα υπάρχοντα. Ο γνωστός ιστορικός δικαίωσε τη φήμη του και στην παρουσίαση αυτή, γιατί όπως είναι γνωστό έχει τιμηθεί από την Δ.Ε.Ε.Λ., (Διεθνής Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών), με βραβείο για το ερευνητικό του έργο στην Κρητική Αντίσταση τα χρόνια 1941-1945. Το έργο του «Του Χάρου ο Μουσαφίρης» έχει τιμηθεί με έπαινο από τη Διεθνή Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Έχει συγγράψει είκοσι δύο (22) βιβλία, το ένα έχει μεταφραστεί στα Δανέζικα.
Στη δική του εισήγηση ο συγγραμματέας της Διεθνούς Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα κ. Αριστομένης Συγγελάκης καταδίκασε για μια ακόμα φορά τη ναζιστική θηριωδία που βύθισε στο πένθος τόσα χωριά και στην Κρήτη. Αναφέρθηκε στα δικά του βιώματα που έζησε μέσα από τραγικές αφηγήσεις συγγενικών του προσώπων και αποτελούν ένα ακόμα δείγμα της ναζιστικής θηριωδίας στο νησί. Για το βιβλίο της Εύας Λαδιά κατέθεσε την ειλικρινή του εκτίμηση χαρακτηρίζοντάς το κιβωτό εθνικής μνήμης.
Ο πρώην δήμαρχος Ανωγείων κ. Γιώργος Σμπώκος πολυγραφότατος εκδότης σημαντικών έργων, κατέθεσε τα δικά του βιώματα από την εισβολή των ναζί στα Ανώγεια και τις καταστροφές που προκάλεσαν. Με την γνωστή ευφράδεια λόγου που τον διακρίνει, αναφέρθηκε σε περιστατικά που βίωσε μικρό παιδί με την οικογένειά του όταν προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν μετά το ολοκαύτωμα και τόνισε την παντελή απουσία της πολιτείας στην προσπάθεια αυτή. Αναφερόμενος στην Εύα Λαδιά, θύμισε σημαντικούς σταθμούς της γνωριμίας και συνεργασίας τους και μέσα από τις δράσεις του Πολιτιστικού Οργανισμού Κρήτης, που έφερε κοντά με πολιτιστικές ανταλλαγές το νησί μας με την Κύπρο.
Η εκδήλωση διανθίστηκε με μαγνητοσκοπημένα αποσπάσματα από το έργο του Μπάμπη Πραματευτάκη «Κέντρους Εγκώμιον» με τη συγκλονιστική Φερενίκη Βαλαρή, το Μπάμπη Γαργανουράκη και το Βαγγέλη Στεφανάκη (απαγγελία).
Η βιβλοπαρουσίαση αυτή έδωσε ένα άλλο πνεύμα στα καθιερωμένα και απέσπασε τις καλύτερες κριτικές, ενώ σχολιάστηκε ιδιαίτερα θετικά η διανομή του βιβλίου δωρεάν σε όλους τους παριστάμενους.