Ανάμεσα στα τόσα δημοσιεύματα που αναφέρονται στο Αρκάδι είναι και περιστατικά που αποδεικνύουν πως ο ιερός αυτός χώρος καταξιώθηκε στην συνείδηση της ανθρωπότητας που το τιμούσε και το τιμά σαν ένα παγκόσμιο σύμβολο ελευθερίας.
Και αυτός ο σεβασμός φαίνεται από διάφορα μικρά ασήμαντα γεγονότα που πριν περάσουν σε έγκριτες εκδόσεις τα διαφύλαξε η προφορική παράδοση.
Ας θυμηθούμε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις.
Ο Σεφτέρ Κλαψαράκης ήταν ένας από τους δημάρχους του Ρεθύμνου. Ο Γιώργος Εκκεκάκης πιθανολογεί ότι γεννήθηκε στα 1870. Η θητεία του στο δήμο κράτησε από το 1906 μέχρι το 1910. Στο επισκεπτήριό του που σώζεται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου αναγράφεται Σαφτέρ Κλαψαρζαδέ και στους εκλογικούς καταλόγους αναφέρεται ως κτηματίας… Τον αναφέρει και ο κ. Γιάννης Παπιομύτογλου στην εργασία του για τα έργα που έγιναν στην προκυμαία επί δημαρχίας του, αρχές του περασμένου αιώνα.
Σε παλαιότερο αφιέρωμα γράψαμε διεξοδικά για το σπίτι του δίπλα από την οικία Τσιριντάνη, παππού της αξέχαστης δέσποινας του Ρεθύμνου, Μαρίας Τσιριμονάκη. Εκείνη μας βοήθησε να το εντοπίσουμε εξυπηρετώντας τις εγγονές του δημάρχου που είχαν έρθει για προσκύνημα στο Ρέθυμνο και το αναζητούσαν. Με την ευκαιρία αυτή η Μαρία Τσιριμονάκη μας είπε και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα.
Τα γειτονικά αυτά σπίτια εκείνη τη μακρινή εποχή, δεν τα χώριζε καμιά διαφορά και τις δυο οικογένειες συνέδεε στενή φιλία και ανταλλαγή βοήθειας σε δύσκολες εποχές. Όταν κινδύνευσε ο παππούς Τσιριντάνης από τον τουρκικό όχλο, σε μια περίοδο αναταραχής, στο σπίτι του Σαφτέρ βρήκε σίγουρο καταφύγιο και σώθηκε. Ανταπέδωσε την ευεργεσία το 1913 που εν όψει της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, είχαν σημειωθεί επεισόδια στην πόλη του Ρεθύμνου, από την επιθυμία των ντόπιων να απαλλαγούν μια ώρα αρχύτερα από τους Τούρκους. Σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα το σπίτι του Τσιριντάνη έγινε καταφύγιο προστασίας για το Σαφτέρ Κλαψαράκη μέχρι που αποκαταστάθηκε η ηρεμία.
Δεν απαρνιέσαι πατρίδα και θρησκεία, ούτε προσβάλεις την καταγωγή σου όταν ανοίγεις την αγκαλιά σου στην ειρήνη και στην καλή γειτονία των λαών.
Ο Σεφτέρ φεύγοντας από το Ρέθυμνο δεν πήρε μαζί του αναμνήσεις από τη ζωή που πέρασε στην μικρή μας πολιτεία αλλά και την μνήμη του Αρκαδιού. Μπορεί ομόθρησκοί του να προκάλεσαν τη μεγάλη αυτή τραγωδία αλλά ο Τουρκορεθεμνιώτης δήμαρχος κρατούσε μέσα του το σεβασμό στο μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός.
Και η νοσταλγία του ξυπνούσε πάντα κάθε Νοέμβρη κοντά στην επέτειο. Πώς το ξέρουμε; Από μια ευγενική πράξη του που αναφέρεται στην εφημερίδα «Τύπος» της 11ης Νοεμβρίου 1933 με τίτλο «Μια ευγενική χειρονομία».
Γράφει σχετικά ο ρεπόρτερ της εποχής:
«Μετά το προχθεσινόν Μνημόσυνο των εν Αρκαδίω πεσόντων και την επακολουθήσασα παρέλαση του Στρατού, όσοι συνέπεσε να ευρεθούν προς την Πλατείαν Ηρώων παρέστησαν εις απέρριτον αλλά συγκινητικήν σκηνήν. Ο συμπολίτης κ. Γεώργιος Γεωρβασάκις, εκπληρών ανάλογον φιλικήν εντολήν της εν Κωνστατινουπόλει οικογενείας του παλαιού Δημάρχου Ρεθύμνης συμπολίτου Τουρκοκρητός Σεφτέρ Βέη Κλαψαράκι, κατέθεσεν εκ μέρους αυτής, επί του Ηρώου των πεσόντων Ρεθυμνίων, πολυτελή στέφανον με ταινίαν έχουσα τα εθνικά χρώματα Τουρκίας και Ελλάδος συνωδεύσας την κατάθεσιν με την εξής σύντομον προσφώνησιν…».
«Επιστρέφοντας προχθές ακόμη στη χιλιοτραγουδισμένη Πόλη, άφησε σε μας τους γνωστούς φίλους του την ακριβή παραγγελιά.
Αν φτερουγίσουν τριγύρω μας την ώρα αυτή οι ιερές σας ψυχές θα νιώσουν διπλή την ευχαρίστηση ότι στα στεφάνια και τα δάκρυά μας ενώνονται και τα στεφάνια και τα δάκρυα των μέχρι χθες εχθρών και σημερινών φίλων μας, που συγχρονισμένη αντίληψις έπλεξε γύρω από την ειρηνιστική προσπάθεια και ανάγκη.
Ας γίνει δεκτή στην ψυχή σας η κατάθεσις του Στεφάνου αυτού καμωμένου από δάφνες του νοσταλγημένου νησιού των ξενιτεμένων συμπολιτών μας, που πάντοτε λαχταρούν τον γαλανό ουρανό του, τη γαλάζια θάλασσα και το ολοάνθιστο μυρωμένο χώμα του».
Από τις εγγονές του Κλαψαράκη, που προ ετών επισκέφθηκαν το Ρέθυμνο, πληροφορηθήκαμε πως ο παππούς τους ποτέ δεν ξέχασε την πόλη που γεννήθηκε και μιλούσε με σεβασμό στα παιδιά και στα εγγόνια του για την ιστορία της γενέτειρας γης χωρίς ποτέ να εξαιρέσει και το Αρκάδι.
Απόδοση τιμής στον ήρωα του Αρκαδιού
Παγκόσμιο σύμβολο ελευθερίας έγινε το Αρκάδι. Και ήταν πολλοί οι ξένοι που ήθελαν κάποτε να προσκυνήσουν σ’ αυτό.
Μια συγκλονιστική ιστορία μας περιγράφει ο Ιωάννης Β. Ιωαννίδης, που δημοσιεύτηκε στην τακτική του στήλη στο περιοδικό «Ρομάντζο» δεκαετία του 60.
Διαδραματίστηκε στην Αθήνα στο εργαστήρι του μεγάλου Ρεθύμνιου γλύπτη Ιωάννη Κανακάκη στην καρδιά της Κατοχής.
Με κλειστές πόρτες και παράθυρα ο σπουδαίος καλλιτέχνης για το φόβο των Ιουδαίων σμίλευε, μια μέρα, την προτομή του Κωστή Γιαμπουδάκη, όταν δέχτηκε έφοδο από άγημα Γερμανών που έψαχναν να βρουν κρυμμένους αντιστασιακούς.
Ο γλύπτης πάγωσε στη θέα τους. Και μόνο η δουλειά του έδειχνε τις πεποιθήσεις του.
Ο Γερμανός επικεφαλής στάθηκε με θαυμασμό μπροστά στο επιβλητικό άγαλμα και ζήτησε από τον Κανακάκη εξηγήσεις.
Κι εκείνος του περιέγραψε το συγκλονιστικό γεγονός της Αρκαδικής Εθελοθυσίας που έστειλε στους αιώνες φωτεινό μήνυμα η πιστόλα του Γιαμπουδάκη.
– Αυτός λοιπόν είναι ο ήρωας; Ρώτησε ο Γερμανός. Και παίρνοντας καταφατική απάντηση διέταξε τους άνδρες του να αποδώσουν τιμές. Μετά από αυτό τους διέταξε να απομακρυνθούν κι έφυγε ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο άγαλμα.
Αυτό το συγκεκριμένο άγαλμα δεν ξέρουμε αν έχει σχέση με το γνωστό του ιδίου καλλιτέχνη που τοποθετήθηκε στην πλατεία το 1966 στο πλαίσιο της επετείου των 100 χρόνων από το ολοκαύτωμα. Γιατί υπάρχει φωτογραφία του Κανακάκη να εργάζεται πάνω στο πρόπλασμα, οπότε δεν μπορεί να είναι αυτό που σμίλευε το 1943 στην καρδιά της μαύρης κατοχής.
Σημασία έχει το γεγονός που μας καταθέτει ο Ιωαννίδης και αποδεικνύει πως ακόμα και οι εχθροί μας σέβονταν γεγονότα ιστορικά, όπως το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου.
Έτσι σώθηκε το Αρκάδι την Κατοχή
Γερμανός όμως ήταν κι αυτός που έσωσε το Αρκάδι στη διάρκεια της Κατοχής στο Ρέθυμνο. Και να πως έχουν τα γεγονότα.
Ο ταγματάρχης Φουξ, διοικητής των Γερμανικών Δυνάμεων που είχαν έδρα την Πηγή, γνώριζε πολύ καλά την αρχαία ελληνική γλώσσα και την ιστορία μας.
Λίγο καιρό μετά τα φρικτά αντίποινα στο δυτικό Ρέθυμνο, για τη συμμετοχή των κατοίκων στη Μάχη της Κρήτης, έντρομοι οι μοναχοί του Αρκαδίου είδαν ένα πρωινό να καταφθάνει στο μοναστήρι ο Φουξ.
Δεν είχε την έπαρση του κατακτητή αλλά το σεβασμό ενός προσκυνητή. Μόνος του έκανε το γύρο της μονής, δείχνοντας σαν να αναπολεί γεγονότα. Ιδιαίτερα μπροστά στη μπαρουταποθήκη στάθηκε σε στάση προσοχής χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο.
Οι μοναχοί στο μεταξύ τηρώντας τις παραδόσεις είχαν ετοιμάσει αβραμιαία φιλοξενία. Μια συνήθεια που δεν εξαιρούσε ούτε τους εχθρούς.
Κι όταν ο ταγματάρχης κατευθύνθηκε σιωπηλός πάντα στην έξοδο, τον σταμάτησαν και του πρότειναν να περάσει στην τράπεζα. Εκείνος τους ακολούθησε και λίγο αργότερα έδειχνε να απολαμβάνει με την καρδιά του την περιποίηση των μοναχών. Πριν φύγει ευχαρίστησε με ειλικρινή θέρμη τους μοναχούς και κατέθεσε το σεβασμό του στο ιστορικό παρελθόν της μονής.
Μόνο τότε κατάλαβαν οι μοναχοί το σκοπό του απροσδόκητου μουσαφίρη τους. Ο Γερμανός ήθελε να προσκυνήσει έναν βωμό ελευθερίας που σέβεται ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Έφυγε ο Φουξ καταγοητευμένος και σε λίγο ξεχάστηκε η επίσκεψη.
Στο μεταξύ συσσωρεύτηκαν πολλά σύννεφα απειλής πάνω από το μοναστήρι, που είχε γίνει άντρο αγωνιστών με τον Διονύσιο Ψαρουδάκη να πρωτοστατεί στον αγώνα μαζί με τους επίσης Ιερομόναχους, Τίτο Μαρκίδη και Θεοφύλακτο Τσιουδάκη.
Και στις 29 Ιανουαρίου 1942, οι φόβοι επαληθεύτηκαν. Γερμανικό απόσπασμα έκανε αιφνιδιαστικά έφοδο στο μοναστήρι που εκείνες τις μέρες φιλοξενούσε τον Νικόλαο Ασκούτση. Οι Γερμανοί βρήκαν τον Ρεθεμνιώτη πολιτικό στο κρεβάτι του, τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στη φυλακή με την κατηγορία ότι έκανε οργάνωση για να ενισχύσει οικονομικά τους Άγγλους, ήταν σ’ επαφή με την υπηρεσία της Αγγλικής προπαγάνδας και μιλώντας στο Γερακάρι είχε καταφερθεί εναντίον του Τσολάκογλου.
Κατηγορίες όμως που αποδυνάμωσε με γερά επιχειρήματα ο ευφυέστατος πολιτικός.
Όπως τους είπε είχε έρθει στην Κρήτη πριν από τη θρυλική μάχη, δεν είχε κανένα συγγενή στο χωριό του Πηγή, γι’ αυτό δεχόταν τη φιλοξενία των μοναχών στο Αρκάδι, με τους οποίους τον συνέδεε φιλία χρόνων και εκτός από ανάπηρος ήταν και μεγάλης ηλικίας, ώστε δεν θα μπορούσε να επιδοθεί στις αντιστασιακές δράσεις που του καταλόγιζαν. Δήλωσε μάλιστα αντίθετος με την πολιτική των Άγγλων που επανέφεραν το βασιλιά και δημιούργησαν τη δικτατορία Μεταξά, στην οποία στάθηκε ενάντιος ως παλιός Φιλελεύθερος. Είχε μάλιστα αρνηθεί κάθε συμπαράσταση στην Κυβέρνηση Τσουδερού ακριβώς επειδή έμενε πιστός στις πολιτικές του επιλογές.
Έτσι οι κατακτητές περιορίστηκαν να τον εξορίσουν στην Αθήνα, αφού δεν είχαν στοιχεία για να τον στείλουν στο δικαστήριο και σίγουρα στο απόσπασμα.
Η σύλληψη όμως του Ασκούτση έθεσε σε μεγάλο κίνδυνο το μοναστήρι και τους μοναχούς.
Γλίτωσαν με απλή… σύσταση
Τα πράγματα θα ήταν για όλους χειρότερα αν έλειπε ο Γερμανός ταγματάρχης. Μετά τη σύλληψη του πολιτικού, ο Φουξ ζήτησε ο ίδιος να ερευνήσει το μοναστήρι επιλέγοντας για οδηγό μόνο τον Τίτο Μαρκίδη, που είχε γνωρίσει κατά την πρώτη του εκείνη επίσκεψη. Σε κανέναν άλλο δεν επέτρεψε να ακολουθήσει.
Όπως θα διηγηθεί αργότερα ο Μαρκίδης στον Διονύσιο, κανένας δεν θα πίστευε έχοντας βιώσει όλη τη ναζιστική θηριωδία στα αντίποινα, πως θα βρισκόταν Γερμανός αξιωματικός, να εντοπίζει οπλισμό σε κελιά και να προσπαθεί με την άκρη της ράβδου που κρατούσε να τα σπρώξει, ώστε να μη φαίνονται. Να κοιτάζει μετά γύρω του στους τοίχους και να φεύγει για το επόμενο κελί σαν να μην είδε τίποτα. Ο μοναχός έβλεπε και δεν πίστευε στα μάτια του. Μια σκέψη τον έκανε να περάσει αφάνταστες στιγμές αγωνίας.
Ο Γερμανός μάλλον πως δεν αντιδρούσε, περιμένοντας να εντοπίσει και άλλα όπλα και με την ολοκλήρωση της έρευνας θα πλήρωναν όλοι οι μοναχοί το τίμημα. Τα θανάσιμα στοιχεία εντοπίστηκαν σε λίγα κελιά αλλά και μόνο το ένα ήταν αρκετό για να αποδειχθεί η αντιστασιακή δράση του Μοναστηριού. Και να ακολουθήσουν οι μοιραίες συνέπειες.
Η καρδιά του Τίτου χτυπούσε δαιμονισμένα και τα γόνατά του είχαν κοπεί. Ακολουθούσε μαραμένος τον Γερμανό που συνέχιζε ανέκφραστος την έρευνα. Μόλις όμως τον ενημέρωσαν για τη σύλληψη του Ασκούτση διέκοψε και έσπευσε να δώσει εντολή για άμεση επιστροφή στην Πηγή με τον συλληφθέντα πολιτικό. Άλλωστε, όπως είπε στους άλλους, δεν υπήρχε λόγος να καθυστερήσουν περισσότερο. Ούτε Άγγλους είχε εντοπίσει κατά τη έρευνά του ούτε και κάποιο άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο για αντιστασιακή δράση των μοναχών, ώστε να παρατείνει την έρευνα και σε άλλους χώρους του μοναστηριού.
Πριν φύγει όμως πλησίασε τον κάτωχρο Μαρκίδη και του είπε με το ίδιο ανέκφραστο ύφος:
«Δεν θέλω να εφαρμόσω το νόμο για το Ιστορικό Αρκάδι, αλλά προσέξατε και λάβετε μέτρα προφυλακτικά, κινδυνεύει από εσάς και φέρετε βαρυτάτην ευθύνη…».
Ο τραγικός θάνατος ενός βοσκού
Στο μεταξύ είχε δοθεί ευκαιρία στον Διονύσιο Ψαρουδάκη να ξεφύγει από την εξωτερική δυτική πόρτα που βρίσκεται κάτω από το κελί που διέμενε, προς το φαράγγι που είναι δυτικά από τη Μονή.
Ένας όμως άγνωστος ήρωας έμελε να πληρώσει με μαρτυρικό τρόπο την αντίστασή του στον εχθρό.
Ήταν ο Μανόλης Γ. Πολίτης, ένας βοσκός που το έλεγε η καρδιά του. Μόλις αντιλήφθηκε τους Γερμανούς να σχηματίζουν θανατερό κλοιό γύρω από το Μοναστήρι, προσπάθησε να διαφύγει από το ιστορικό πορτάλι της Νότιας πλευράς της Μονής. Μια τυχόν σύλληψή του τον έστελνε κατευθείαν στο απόσπασμα γιατί οπλοφορούσε. Δυστυχώς όμως για το παλικάρι δεν είχε αντιληφθεί τον Γερμανό στρατιώτη που τον είδε και ερχόταν στο μέρος του. Ο Πολίτης μέχρι να βρεθεί κοντά στο στρατιώτη και να αμυνθεί γιατί δεν είχε άλλη λύση προσπάθησε να απαλλαγεί από το όπλο του πετώντας το μακριά. Πάνω στη συμπλοκή όμως κάποιος άλλος στρατιώτης που έσπευσε να συνδράμει στην εξουδετέρωση του γενναίου βοσκού, πλησίασε από πίσω και πυροβόλησε εναντίον του. Η σφαίρα βρήκε τον Πολίτη και του προκάλεσε διαμπερές τραύμα στην κοιλιά.
Ο Γερμανός γιατρός που κλήθηκε να γνωματεύσει για τη συνέχεια, διέταξε να μεταφέρουν τον τραυματία μέσα στο μοναστήρι και να τον αφήσουν να πεθάνει. Έτσι κι αλλιώς το τέλος του ήταν πολύ κοντά.
Το θάνατό του διαπίστωσε λίγο αργότερα ο γιατρός από την Πηγή που είχαν στο μεταξύ ειδοποιήσει οι καλόγεροι.
Οι Γερμανοί φεύγοντας διέταξαν να ταφεί ο νεκρός έξω από το Νεκροταφείο και χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία. Η διαταγή όμως έπεσε στο κενό, καθώς οι μοναχοί, μόλις απομακρύνθηκαν οι Γερμανοί αγνοώντας τον κίνδυνο έθαψαν το γενναίο παλικάρι με όλους τους κανόνες που ορίζει η εκκλησία μας.
Η έφοδος αυτή των Γερμανών όπως βεβαιώνει και ο ίδιος ο Διονύσιος Ψαρουδάκης δεν είχε σχέση με αυτόν παρά με τον Ασκούτση. Αυτόν ήθελαν οι Γερμανοί να συλλάβουν. Ο ηρωικός ηγούμενος επιχείρησε να διαφύγει, επειδή είχε αντιληφθεί την παρουσία των Γερμανών, ενώ κύκλωναν το μοναστήρι και δεν είχε το περιθώριο να εξακριβώσει τους λόγους αυτής της εφόδου. Έσπευσε να διαφύγει για το ενδεχόμενο και δικής του σύλληψης, γνωρίζοντας ότι ήταν στο στόχαστρο των Γερμανών από τότε που είχε πάρει μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης.
Έτσι χάρις στην παιδεία και το σεβασμό του Γερμανού ταγματάρχη Φουξ σώθηκε η ιστορική μονή Αρκαδίου από μια ακόμα καταστροφική περιπέτεια.
Πηγή: Εμμ. Ματ. Τσιριμονάκη: «Η Εθνική Αντίσταση 1941-1944 στο Νομό Ρεθύμνης».
Πολιτιστικό Ρέθυμνο, ενότητα Αρκάδι