Από τις ενδιαφέρουσες επισημάνσεις του επιφανούς αρχαιολόγου Σπυρίδωνος Ν. Μαρινάτου
Έχουμε πολλές φορές αναφέρει τη μεγάλη συμβολή Ρεθεμνιωτών για τη διάσωση και προστασία του αρχαιολογικού μας πλούτου.
Τα ευρήματα αυτά άρχισαν να απασχολούν τους επιστήμονες αρχαιολόγους που λάμβαναν γνώση για τις πρωτοβουλίες αυτές. Και δεν άργησαν να δημοσιεύουν απόψεις τους εικάζοντας το αποτέλεσμα μιας επόμενης συστηματικής αποστολής.
Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με τον νομό μας ο μεγάλος επιστήμονας αρχαιολόγος Σπυρίδων Ν. Μαρινάτος.
Για τους νεότερους αναγνώστες μας να αναφέρουμε ότι ο καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Σπυρίδων Μαρινάτος γεννήθηκε στις 17 Απριλίου 1901 στο χωριό Κοντογεννάδα κοντά στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς.
Μετά, με υποτροφία του Ιδρύματος Humboldt συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στα Πανεπιστήμια της Γερμανίας Berlin και Halle από το 1927 έως το 1929. Στη Γερμανία είχε την τύχη να διδαχθεί Αρχαιολογία και Κλασική Φιλολογία από σπουδαίους επιστήμονες εκείνης της εποχής, μεταξύ των οποίων ήταν οι Wilamovitz, Karo, Rodenwaldt και άλλοι.
Η παραμονή του Μαρινάτου στη Γερμανία πιθανώς επέδρασε καταλυτικά όχι μόνο στη διαμόρφωση της επιστημονικής σκέψης του, των απόψεών του για την τέχνη και τον πολιτισμό, αλλά και στην αισθητική και στις κοινωνικές αξίες του. Κατ’ ουσίαν διαμόρφωσε τη συμπεριφορά του ως πολίτη και τη δράση του ως αρχαιολόγου του πεδίου και αργότερα ως ακαδημαϊκού.
Από τους θεμελιωτές της Μινωικής Αρχαιολογίας
Η σταδιοδρομία του στην Αρχαιολογική Υπηρεσία άρχισε το 1924, πρώτα ως επιμελητή στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών και αμέσως μετά ένα χρόνο, το 1925, ως εφόρου στην Κρήτη. Τότε διευθυντής και των δύο αρχαιολογικών περιφερειών του νησιού ήταν ο σπουδαίος αρχαιολόγος Στέφανος Ξανθουδίδης, ο οποίος ανέθεσε στον νεαρό αρχαιολόγο Μαρινάτο τη δεύτερη περιφέρεια, δηλαδή το υπόλοιπο νησί, εκτός της περιφέρειας του Ηρακλείου και του αρχαιολογικού μουσείου της πόλης.
Ο Ξανθουδίδης απεβίωσε ξαφνικά το 1929, όταν ο Μαρινάτος βρισκόταν στη Γερμανία με εκπαιδευτική άδεια από το 1927. Έτσι ο Μαρινάτος επιστρέφει στην Κρήτη και αναλαμβάνει πλέον τα καθήκοντά του ως έφορος Κρήτης (και των δύο περιφερειών) και του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου. Στη θέση αυτή υπηρέτησε από το 1929 έως το 1938 όταν και διορίσθηκε διευθυντής Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία στην Αθήνα.
Για τον αρχαιολογικό πλούτο του Ρεθύμνου δημοσίευσε στα τέλη της δεκαετίας του 50 ένα ενδιαφέρον άρθρο που κρίναμε σκόπιμο να το ανασύρουμε από το αρχείο μας γιατί σε πολλά σημεία αποδεικνύεται προφητικός.
Αναφέρει λοιπόν για την περιοχή μας ο επιφανής αρχαιολόγος.
«Το διαμέρισμα της Ρεθύμνης αρχαιολογικώς δεν παρουσίασε μέχρι τούδε ιδιαιτέραν σπουδαιότητα, αλλά τούτο οφείλεται αναμφιβόλως εις την έλλειψίν αρχαιολογικών ερευνών κατά πρώτιστο λόγον.
Αποδείξεις τούτου η πρώτη και μονή σχεδόν σοβαρά έρευνα εν Αμαρίω, χάρις εις την πρωτοβουλία και χορηγία ενός ευγενούς και φιλαρχαίου Ρεθύμνιου του κ. Στυλιανού Μαρκαντώνη, απεδωκεν αποτελέσματα ανωτέρα πάσης προσδοκίας. Δε δύναται να υπάρξει αμφιβολία ότι και η μέλλουσα να συνεχισθεί έρευνα να αποδώσει ενδιαφέροντα αρχαία, εις τρόπον ώστε αι περίοδοί της ενδόξου μινωικής εποχής να αντιπροσωπεύονται επαρκώς εντός του μουσείου Ρεθύμνης.
Βάσιν προς περαιτέρω έρευναν μινωικών αρχαιοτήτων μέλλουν να αποτελέσουν κυρίως τα σπήλαια του νομού Ρεθύμνης. Υπάρχουν ήδη μεταξύ αυτών τρία ή τέσσερα τα οποία περιμένομεν να είναι λίαν ενδιαφέροντα. Πάσα άλλη πληροφορία περί σπηλαίων και γενικώς περί αρχαιοτήτων θα είναι ασμένως και ευγνωμόνως δεκτή διότι πολλάκις ασήμαντοι φαινόμεναι ειδήσεις μας υποβοηθούν μεγάλως εις το έργον μας.
Και ταύτα μεν περί της μινωικής περιόδου. Υπάρχει όμως και το ένδοξον παρελθόν της Ελληνικής εποχής, αι δε αρχαιότητες εκ των ελληνικών πόλεων της Κρήτης δεν θα είναι φυσικά μικρότερου ενδιαφέροντος. Τας σπουδαιοτέρας πιθανότητας καλών ευρημάτων συνεκέντρωνεν η Ελεύθερνα, ήτις και μεγάλη πολις ήτο και τυχαίως παρουσίασε σπουδαία αρχαϊκά έργα. Η Αξός δεν υπολείπεται διόλου δια δε τον γράφοντα η πόλις αυτή ως εκ της συνδέσεως της προς παλαιάς γραπτάς πηγάς, παρουσιάζει ολως ιδιαίτερον ενδιαφέρον.
Πλην των άλλων υπάρχει και μια γνώμη καθ’ ην ο λαός των Ουσσάσα, οίτινες επέδραμον κατά της Αιγύπτου επί Φαραώ Ραμμσή του Γ΄ (κατά τον 12ον π.Χ αιώνα) είναι οι Ουάξιοι κάτοικοι της Αξού ή Ουαξού. Όπως δήποτε, δοκιμαστικαί ανασκαφαί υπο των Άγγλων εν Ελευθέρνη δεν απέδωκαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η δε Αξός περιμένει τον ανασκαφέα της. Μια λαμπράν απαρχην με σπουδαιότατα αρχαϊκά ευρήματα, έκαμον προ 30 και πλέον ετών. Μια άλλη σπουδαία πολις της Ρεθυμνιακής περιοχής ήτο η Λάππα, η σημερινή Αργυρούπολις. Το μικρόν αλλ’ εν πολλοίς ήδη και τώρα αξιόλογον μουσειον της Ρεθύμνης κατέχει πολλά γλυπτά εκ Λάππας, εν και ποιοτικώς κατωτέρας αξίας.
Το σπουδαιότερον εκ τούτων είναι ανδριάς φυσικού σχεδόν μεγέθους, εικονίζων γυναίκα κεκαλυμένην από κορυφής μέχρι ποδών με τον πέπλον της , εις τρόπον ώστε μόνο το πρόσωπον να φαίνεται γυμνό. Η στάσις αυτή είναι γνωστή από ένα περίφημον ανδριάντα της λεγομένης Ασπασίας οστις ήτο εν εκ των καλυτέρων έργων της κλασσικής εποχής.
Κατά το υπόδειγμα εκείνο κατασκευάζοντο και κατόπιν ανάλογα έργα. Εγώ ενόμισα, ότι το προκείμενον έργον παριστάνει Σαβίναν Αυγούσταν, την σύζυγον του Αυτοκράτορος Ανδριανού. Αλλοι ειδικοί «Πορτραιτίσται» αρχαιολόγοι δεν θεωρούν τα πράγμα ασφαλές, αλλά παραδέχονται το έργον ως ανδρειανείου εποχής. Αν και η εργασία του δεν είναι ιδιαιτέρως σπουδαία, είναι εν τούτοις το πλεον ενδιαφέρον αρχαίον του μουσείου Ρεθύμνου. Εν ετι αντίγραφον όμοιόν, αλλ’ ακέφαλον ευρίσκεται εις την νεωστί καταρτισθείσα μουσειακήν συλλογήν Ιεραπέτρου.
Η κατωτέρα ποιότης των εκ Λάππας γλυπτών είναι φυσική διοτι η πολις ήκμασε κυρίως επι Ρωμαϊκής εποχής, επειδή την ευηργέτησεν ο Αύγουστος. Αν τούτοις και προγενέστερον υπήρξε σπουδαία πόλις. Εκεί κατέφυγον και εύρον άσυλον οι κάτοικοι της ηρωικής Λύκτου (παρα το σημερινόν Καστέλλι Πεδιάδος) μετα την καταστροφήν της πόλεως των υπο των Κνωσίων το 220π.Χ δια τουτου και αποκλείονται και σπουδαιότερα ευρήματα. Βραδύτεον ή πολις έφερετο ως Λάμπη (εξ ου και ο Επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων).
Οι κάτοικοι της φαίνεται να ήσαν ιδιαίτερα ριψοκίνδυνοι. Δεν δύναται παρα να προξενήσει ισχυράν εντύπωσιν ότι εις τοξότης ακολουθών τους Ρωμαϊκούς λεγεώνας έφθασε μέχρι της σκοτεινής και ομιχλώδους Γερμανίας, χώρας δια την τότε εποχήν αυτόχρημα μυθικής.. και σήμερον εις το μουσείον του Μάϊντς αναγιγνώσκει κάνεις με συγκίνησιν τον επιτύμβιον λίθον του περιπετειώδους πολεμιστού, διοτι εκεί άφηκε και τα οστά του: Υπεράνορος εκ Λάππας…».
Για τον άγνωστο αυτό μισθοφόρο βρίσκουμε μια ενδιαφέρουσα αναφορά σε άρθρο του Έθνους της Κυριακής 2001-2002): «Από την εποχή πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο εκπατρίζονταν εκπαιδευμένοι Κρητικοί και εντάσσονταν ως μισθοφόροι σε στρατούς άλλων πόλεων, συχνά αντιμαχόμενων, με συνέπεια Κρητικός να σκοτώνει Κρητικό στη μάχη. Ήταν φημισμένοι για την επιδεξιότητα, την τόλμη και την πανουργία τους αλλά και για την κακία τους. Ειδικεύονταν σε ρόλους τοξοτών και σφενδονιστών και ήταν αξεπέραστοι στο σημάδι.
Στις ρωμαϊκές λεγεώνες, οι Κρητικοί μισθοφόροι ήταν όχι μόνο ευπρόσδεκτοι αλλά και περιζήτητοι. Και δεν δίσταζαν να ταξιδέψουν στα πέρατα της γης, αρκεί η αμοιβή να ήταν ικανοποιητική. Στην πόλη Μάιντς (Mainz γερμανικά, Mayence γαλλικά, Μαγεντία ή Μογουντία των Βυζαντινών), στην όχθη του Ρήνου στη μακρινή Ρηνανία, βρέθηκε ο τάφος ενός Κρητικού μισθοφόρου των Ρωμαίων με επιγραφή στα λατινικά που διασώζει το όνομά του: Υπεράνωρ (γιος) Υπεράνορος (εκ) Λάππας».
Το άγαλμα της Αφροδίτης
Μια και αναφερόμαστε στην Αρχαία Λάππα ας θυμηθούμε και πως αποκτήθηκε το άγαλμα της Αφροδίτης με τις πολύτιμες σημειώσεις του πρώην δημάρχου αείμνηστου Δημήτρη Αρχοντάκη που αναφέρει για το θέμα τα εξής σημαντικά:
«Την περίοδο που εξελισσόταν το θέμα της ανάκτησης του Προμαχώνα του φρουρίου (Rivellino) από τον δήμο για τη μετασκευή του σε Αρχαιολογικό Μουσείο, με επισκέφθηκε ένας φίλος από την Αργυρούπολη, παρακινημένος υποθέτω από τη σχετική ειδησεογραφία, και μου γνωστοποίησε ότι υπήρχε ολόκληρο άγαλμα θαμμένο βαθιά σ’ ένα χωράφι, που είχε εντοπιστεί όταν ο ιδιοκτήτης είχε επιχειρήσει πριν από πολλά χρόνια να ανοίξει εκεί ένα πηγάδι. Αντί να ειδοποιήσει τους αρχαιολόγους, μπάζωσε πάλι το σκάμμα και το άφησε εκεί.
Ξέροντας ότι το υπόβαθρο της Αργυρούπολης ήταν κατά κύριο λόγο η αρχαία Λάππα, τον παρακάλεσα να με φέρει σε επαφή με τον ιδιοκτήτη του κτήματος. Η συνάντηση έγινε με τρόπο που θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα: Βαθειά νύχτα άφησα το αυτοκίνητό μου έξω από το χωριό, στην είσοδο του οποίου με περίμενε ο φίλος μου και με οδήγησε στο σπίτι του ιδιοκτήτη.
Ο άνθρωπος ήταν καλής θελήσεως, αλλά ανησυχούσε υπερβολικά μήπως βρει τον μπελά του από τον αρχαιολογικό νόμο και δεν είχε βέβαια άδικο, αν λάβουμε υπ’ όψη την αδιανόητη περιπέτεια του φιλόπολη και φιλόνομου ιστοριοδίφη του Ρεθύμνου Γιώργου Εκκεκάκη αργότερα. Του έδωσα όλες τις εγγυήσεις και δεσμεύτηκα να του εξασφαλίσω τη μεγαλύτερη δυνατή νόμιμη αμοιβή, αλλά παρά ταύτα χρειάστηκαν τρεις συναντήσεις για να πεισθεί ότι η καλύτερη λύση ήταν αυτή που του πρότεινα.
Όταν συμφώνησε, συνεννοήθηκα την Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων στα Χανιά. Έφορος ήταν ο Γιάννης Τζεδάκης, στον οποίο το Ρέθυμνο οφείλει πολλά, την κήρυξη της Παλιάς Πόλης ως Ιστορικού Διατηρητέου Μνημείου, την ανασκαφή των Αρμένων κ.λπ. Εξασφάλισα τις εγγυήσεις που είχα δώσει και η Εφορεία άρχισε άμεσα ανασκαφή στο σημείο που μας υπέδειξε ο ιδιοκτήτης του κτήματος. Το έδαφος ήταν επίχωση με ένα ψηλό αναλημματικό τοίχο από τη δυτική πλευρά. Όμως οι μέρες περνούσαν και άγαλμα δεν βρισκόταν.
Επιτέλους την 8η μέρα αποκαλύφθηκε σε σημαντικό βάθος το άγαλμα, μια ολόσωμη Αφροδίτη Ελληνιστικής Περιόδου με μια πάπια στα πόδια αλλά χωρίς κεφάλι, ποιος ξέρει ποιος φανατικός πολέμιος της «ειδωλολατρίας» το είχε σπάσει. Συνεχίσαμε να σκάβουμε άλλες 5 ή 6 μέρες, ώσπου βρέθηκε και η κεφαλή!
Τώρα είχαμε το άγαλμα, έμενε να πληρωθεί ο υποδείξας. Πήρα λοιπόν τη σχετική Έκθεση της Εφορείας Αρχαιοτήτων και πήγα στον σοφό καθηγητή μου Σπυρίδωνα Μαρινάτο, διευθυντή τότε Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού, με τον οποίο διατηρούσα άριστες σχέσεις. Έγινε η σχετική Εκτιμητική Έκθεση και υπογράφηκε Απόφαση για 1.500 δρχ. επ’ ονόματι του ιδιοκτήτη. Εκεί όμως μπερδεύτηκαν τα πράγματα, γιατί ο φίλος, που μου είχε γνωστοποιήσει το θέμα, αξίωνε να του δοθεί η μισή αμοιβή, ο ιδιοκτήτης φυσικά αρνιόταν και απειλούνταν πολύ άσχημες εξελίξεις. Αναγκάστηκα τότε να βάλω τα μούτρα μου κάτω, ξαναπήγα στον Μαρινάτο και του ανέφερα το ζήτημα μεγαλοποιώντας κάπως την ένταση, αλλά μέσα στα πιθανά πλαίσια.
Ο μεγάλος αυτός επιστήμονας έχοντας εργαστεί πολλά χρόνια στην Κρήτη ήξερε καλά την οξυθυμία των Κρητικών και πείσθηκε να δεχθεί ένσταση για το ύψος του τιμήματος, την οποία έκανα επί τόπου, και να υπογράψει δεύτερη Απόφαση με 1.500 δρχ. επίσης, επ’ ονόματι τώρα του υποδείξαντα τον υποδείξαντα. Έτσι το θέμα έληξε αίσια και το ωραίο αυτό έργο τέχνης προστέθηκε στην πολιτισμική κοσμηματοθήκη του Ρεθύμνου».