Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΛΑΧΟΠΑΝΟΥ*
Η Μουσιωτίτσα ανήκει στα πιο μαρτυρικά χωριά της Ελλάδας. Είχε το «προνόμιο» να δεχτεί την πρώτη εκκαθαριστική επιχείρηση του τακτικού γερμανικού στρατού που έδρευε στα Γιάννενα και να ποτίσει το δέντρο του ελληνικού αγώνα με το αίμα 152 κατοίκων της κάθε ηλικίας και φύλου. Την Κυριακή 25 Ιουλίου 1943, δέκα μέρες μετά την εγκατάσταση στην Ήπειρο της 1ης μεραρχίας εντελβάις, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Βάλτερ Φον Στέτνερ, ο 12ος λόχος του 98ου συντάγματος πεζικού μπαίνει στο χωριό και σπέρνει το θάνατο και την καταστροφή. Από τη Μουσιωτίτσα ξεκινά η εγκληματική μαζική δράση της γερμανικής Βέρμαχτ. Κι από την ημέρα εκείνη η Ήπειρος μαθαίνει πλέον καλά τι σημαίνει ναζισμός και τι αποτελέσματα έχει η ακραία βία που μεθοδικά καλλιεργεί και κουβαλά μαζί της η ιδεολογία του.
Το χωριό του βουνού
Σκαρφαλωμένη πάνω στα κακοτράχαλα βράχια του όρους Τόμαρου για πολλούς αιώνες, η Μουσιωτίτσα έμοιαζε στο παρελθόν σαν να είχε συνάψει φιλίες και συμμαχίες με τα σύννεφα, τους αέρηδες και τα χιόνια. Την κατοίκησαν άνθρωποι της σκληρής βιοπάλης, που ανέβηκαν ψηλά στα βουνά για να ζήσουν με τα μικρά τους κοπάδια ελεύθεροι, μακριά απ’ τα κέντρα ελέγχου και τα σεράγια των πασάδων και των αγάδων που τους έπιναν το αίμα αρπάζοντας τις περιουσίες τους και δεν τους άφηναν να φάνε ποτέ μια μπουκιά γλυκό ψωμί. Τα βραχώδη αυτά μέρη αποτελούσαν φυσικά οχυρά. Γ’ αυτό και δύσκολα πατούσε το πόδι του εκεί ο Τούρκος τσαούσης, ο φορατζής, ο δερβέναγας. Δεν τους σήκωνε ο τόπος. Δεν έβρισκαν πέρασμα.
Οι πρώτοι τσοπάνηδες που κατέφυγαν εκεί ήταν αρβανίτικης καταγωγής.
Προέρχονταν απ’ τους Σουλιώτες της περιοχής και μετακινήθηκαν ψηλότερα αρκετά χρόνια πριν οι φάρες τους μπλεχτούν στους πολέμους με τον Αλή Πασά. Και φτιάξανε πάνω στις απότομες και κοφτερές πλαγιές του όρους Τόμαρου δύο μαχαλάδες: την Κάτω Μουσιωτίτσα, πρώτα, σε υψόμετρο 600 περίπου μέτρων, και την Άνω Μουσιωτίτσα, έπειτα, σε υψόμετρο 800 περίπου μέτρων. Η απόσταση μεταξύ τους δεν ξεπερνά τα δύο χιλιόμετρα.
Όπως συνέβη και με όλα τα χωριά της Ελλάδας, με το πέρασμα του χρόνου κατέφυγαν εκεί, άλλοι με τα κοπάδια τους και άλλοι με κάποια σύνεργα δουλειάς, άνθρωποι από διάφορα μέρη. Της Ηπείρου πρώτιστα, κυρίως της Βόρειας, και της Πελοποννήσου εν συνεχεία, αλλά και της Ελλάδας συνολικότερα. Η βασική τους ενασχόληση ήταν τα κοπάδια. Η καλλιεργήσιμη γη ελάχιστη. Και ο κλήρος περιορισμένος. Η δεντροκαλλιέργεια ανύπαρκτη. Λίγες και μικρές εκτάσεις σπέρνονταν με καλαμπόκια για το ψωμί και τα ζωντανά. Η καλλιέργεια της πατάτας έφτασε στο χωριό κάπου το έτος 1939. Ο πληθυσμός των μαχαλάδων ήταν διάσπαρτος, με αποτέλεσμα να περάσουν αρκετά χρόνια ώσπου το χωριό να αποκτήσει ομοιογένεια.
Το όνομα της Μουσιωτίτσας είναι αναμφίβολα σλάβικης προέλευσης. Η κατάληξη -τσα δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως οι παλιοί κάτοικοι της Μουσιωτίτσας ήταν απαραιτήτως Σλάβοι, τουλάχιστον στην πλειονότητά τους. Άλλωστε στον ενιαίο βαλκανικό χώρο, κατά τη διάρκεια της βυζαντινής και οθωμανικής κυριαρχίας και πριν ακόμα τη δημιουργία των εθνικών κρατών, η διακίνηση των πληθυσμιακών ομάδων, ελεύθερη από διοικητικές πράξεις και την άδεια των αρχών, συνιστούσε ένα συχνό κοινωνικό φαινόμενο. Η μόνιμη εγκατάστασή τους σε ένα μέρος συνοδεύτηκε ως ένα σημείο από τη διατήρηση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας των εθίμων τους και των γλωσσικών τους ιδιωμάτων.
Προϊόντος του χρόνου, οι ομάδες αυτές εκχριστιανίστηκαν και ενσωματώθηκαν πολιτιστικά στις κοινότητες υποδοχής, με άλλα λόγια στις προηγούμενες – και πιο συγκροτημένες και οργανωμένες – κοινωνίες που κατοικούσαν στον ίδιο χώρο.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Μουσιωτίτσας είναι Αρβανίτες. Τα επίθετα που έφεραν στο παρελθόν, πριν υποστούν κι αυτά αλλοιώσεις, είχαν αρβανίτικη προέλευση: Τζαβέλας, Γκοντέβας, Γούσης, Γκόγκας, Νότης, Τάσσης, Γάκιος, Ίκκος κλπ. Το γλωσσικό τους ιδίωμα ήταν τα αρβανίτικα. Με τη γενίκευση, ωστόσο, της εκπαίδευσης και τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους, το γλωσσικό αυτό ιδίωμα ατόνησε και πέρασε στο παρελθόν. Οι νεότεροι κάτοικοι της Μουσιωτίτσας ενσωματώθηκαν πλήρως στην ελληνική γλώσσα και την ελληνική παράδοση.
Το μαρτυρικό χωριό
Οι κάτοικοι της Μουσιωτίτσας έλαβαν μέρος σε όλους τους εθνικούς αγώνες.
Πολέμησαν το 1821 μαζί με τους Σουλιώτες εναντίον του Αλή. Μάλιστα υπήρχε φυλάκιο στην κορυφή του χωριού, απ’ όπου οι βιγλάτορες επισκοπούσαν ολόκληρη την περιοχή και ειδοποιούσαν τους Σουλιώτες, κάθε φορά που έβλεπαν τα τουρκαλβανίτικα ασκέρια να ανηφορίζουν για το Σούλι. Έλαβαν μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, στον πρώτο παγκόσμιο, στη μικρασιατική εκστρατεία, στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του ’40 και στον εμφύλιο. Στη Μικρασιατική εκστρατεία η Μουσιωτίτσα έχασε πέντε παιδιά της. Στον ελληνοϊταλικό δύο και στον εμφύλιο τρία.
Η Μουσιωτίτσα απελευθερώθηκε από τον Οθωμανικό ζυγό και ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος τον Οκτώβριο του 1912. Κατά της διάρκεια του αντιστασιακού αγώνα 1941 – 1944, πάνω από 50 νέοι του χωριού εντάχτηκαν στις δύο αντιστασιακές ομάδες των ΕΟΕΑ – ΕΔΕΣ του Ναπολέοντος Ζέρβα: Στο 24ο Σύνταγμα Πρέβεζας, που είχε διοικητή του τον Χρήστο Παπαδάτο, και στο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Σουλίου, που δρούσε στην περιοχή υπό τις διαταγές των Κολιοδημητραίων. Και ένας μόνο, ο Αθανάσιος Θάνος, συμμετείχε στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Η Μουσιωτίτσα είναι μαρτυρικό χωριό. Οι κάτοικοί της είχαν την κακή τύχη να γνωρίσουν πρώτοι αυτοί την ακραία βία της 1ης Γερμανικής μεραρχίας εντελβάις, η οποία κατέκλυσε την Ήπειρο από τα μέσα Ιουλίου 1943 και τη μετέτρεψε σε λουτρό αίματος. Το Σάββατο 24 Ιουλίου κοντά στα 30 με 40 στρατιωτικά γερμανικά αυτοκίνητα ανηφόριζαν για το χωριό, ενώ την ίδια μέρα ένα γερμανικό αεροπλάνο πετούσε πάνω από αυτό και έριχνε προκηρύξεις γραμμένες στα ελληνικά, με τις οποίες καλούσε τους κατοίκους να παραμείνουν στα σπίτια τους χωρίς φόβο.
Και την επόμενη μέρα, Κυριακή 25 Ιουλίου, παραμονή του πανηγυριού της Αγίας Παρασκευής, οι στρατιώτες του 12ου λόχου του 98ου συντάγματος, τη διοίκηση του οποίου είχε ο συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμιγκερ, έδειξαν τις πραγματικές τους προθέσεις. Υπό τις διαταγές τού διοικητή του λόχου, υπολοχαγού Βίλιμπαλντ Ρέζερ, αφού χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες, έτσι ώστε να αποκλειστεί κάθε δυνατότητα διαφυγής των κατοίκων, ξεκίνησαν από τις 9.00 το πρωί το μακελειό, εκτελώντας με συνέπεια την εκκαθαριστική επιχείρηση υπό την κωδική ονομασία Ζάλμινγκερ.
Οι διαταγές ήταν σαφείς: Καίμε ό,τι στέκεται όρθιο και εκτελούμε όποιον βλέπουμε να κινείται μπροστά μας. Επρόκειτο για μια επιχείρηση σκούπα, η οποία δεν έκανε διακρίσεις ούτε ως προς την ηλικία ούτε ως προς το φύλο. Η βαρβαρότητα ξεπέρασε κάθε όριο. Μέσα σε λίγες ώρες οι Γερμανοί στρατιώτες επιδόθηκαν σε απερίγραπτες θηριωδίες, παραδίδοντας στις φλόγες σπίτια, αποθήκες, στάβλους και κοπάδια και δολοφονώντας κυριολεκτικά 135 άμαχους, άοπλους και ανυπεράσπιστους κατοίκους.
Από τη δολοφονική τους μανία δε γλίτωσαν ούτε οι γυναίκες ούτε τα παιδιά που βρέθηκαν μπροστά τους.
Το απόγευμα της Κυριακής το χωριό είχε τυλιχτεί στους καπνούς, με τους επιζώντες να ψάχνουν στα χαλάσματα και τις χαράδρες να βρουν τους δικούς τους, ζωντανούς, τραυματίες ή νεκρούς. Και την επόμενη μέρα, Δευτέρα 26 Ιουλίου, ημέρα που θα γιόρταζαν το πανηγύρι τους, οι εναπομείναντες έθαβαν του νεκρούς τους σε μαζικούς τάφους ή περιέθαλπαν τους τραυματισμένους.
Κάπου 45 μέρες μετά, Σάββατο 27 Αυγούστου, οι Γερμανοί ξανάρθαν. Δεν την ξέχασαν τη Μουσιωτίτσα. Είχαν ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς, τους οποίους θεωρούσαν απαραίτητο να τους κλείσουν. Το απόγευμα της ημέρας αυτής οι Γερμανοί στρατιώτες πήραν τα μονοπάτια με στόχο τα σπίτια και τις οικογένειες Γεωργίου και Αποστόλη Παππά της Κάτω Μουσιωτίτσας, όπου δολοφόνησαν άλλους 17, για να φτάσει ο αριθμός των θυμάτων της Μουσιωτίτσας τους 152. Από τα 152 θύματα τα 49 ήταν παιδιά έως 10 χρονών. Μεταξύ των 49 παιδιών τα 18 ήταν νήπια και βρέφη έως 5 χρονών. 63 ήταν οι γυναίκες άνω των 10 ετών.
Οι σφαγές και το ολοκαύτωμα της Μουσιωτίτσας ανήκουν στα πιο αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου που διέπραξε ο τακτικός γερμανικός στρατός στην Ελλάδα.
Στρατοπεδεύοντας στην κοιλάδα του Λούρου, σε απόσταση αναπνοής απ’ το χωριό, και θέτοντας σε εφαρμογή το πρόγραμμα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, οι δυνάμεις του 98ου συντάγματος πεζικού της 1ης μεραρχίας εντελβάις ήταν αναμενόμενο να εντάξουν σ’ αυτές τον αφανισμό της Μουσιωτίτσας, καθώς βρισκόταν δίπλα στις αντιστασιακές οργανώσεις του οπλαρχηγού Παπαδόπουλου και είχε σημειωθεί ως μια κοινωνία που τροφοδοτεί και ενισχύει τους αντάρτες.
Μετά τους πολέμους
Η μεταπολεμική και μετεμφυλιακή ιστορία της Μουσιωτίτσας είναι μέρος της εθνικής ιστορίας και του δράματος που έζησαν οι ορεινές μικρές πατρίδες και οι πληθυσμοί τους. Ιδίως εκείνες που πέρασαν δια πυρός και σιδήρου είτε απ’ τις γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις κατοχής είτε από τα δεινά του εμφυλίου πολέμου. Τα ερειπωμένα χωριά μάχονται με όλες τους τις δυνάμεις να επουλώσουν τις πληγές τους και να ξαναμπούν στον κανονικό ρυθμό της ζωής.
Με το αμερικανικό σχέδιο Μάρσαλ δημιουργήθηκε το 1951 κοντά στις όχθες του ποταμού Λούρου και δίπλα στην εθνική οδό Ιωαννίνων – Άρτας η Νέα Μουσιωτίτσα. Νέο χωριό φτιαγμένο με σχέδιο και πέτρινα σπίτια, για να στεγάσει τους κατοίκους που έμειναν στο έλεος μετά την καταστροφή του χωριού από τις δύο γερμανικές επιχειρήσεις. Μαζί με την Άνω και Κάτω Μουσιωτίτσα υπάρχει πλέον και η Νέα Μουσιωτίτσα, προς την οποία κατηφορίζουν και οι περισσότεροι κάτοικοι των άλλων δύο οικισμών. Η Νέα Μουσιωτίτσα απέχει 35 χιλιόμετρα από τα Γιάννενα και βρίσκεται σε πιο πεδινές εκτάσεις και σε πιο ήμερο κλίμα.
Ωστόσο ούτε το σχέδιο Μάρσαλ ούτε η αμερικανική βοήθεια σώζουν τελικά την κατάσταση. Μέσα στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την αιματηρή αυτή δεκαετία του ’40, οι κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου αισθάνονται να βυθίζονται στα όρια της εγκατάλειψης και της απέραντης φτώχειας. Οι νέοι οικογενειάρχες αδυνατούν να βρουν λύσεις στα καθημερινά προβλήματα συντήρησης και διαβίωσης και να
αντιμετωπίσουν την κατάσταση με τα πενιχρά μέσα που διέθετε ο τόπος τους. Ο πληθυσμός στενάζει συνωστισμένος σε μικρά και στενάχωρα σπίτια, όπου συνυπάρχει με τους στάβλους και τα ζώα από τα οποία περιμένει να πάρει μικρές ανάσες. Το ενδιαφέρον της πολιτείας βρίσκεται στραμμένο στις πόλεις και οι ανάγκες της υπαίθρου στρέφουν τον ανδρικό πληθυσμό της στην ξενιτιά και στη θάλασσα.
Η Μουσιωτίτσα παίρνει κι αυτή τους δρόμους της θάλασσας και της ξενιτιάς. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 δεκάδες νέοι αρχίζουν να φεύγουν για τον Πειραιά για να πάρουν το ναυτικό φυλλάδιο και να μπαρκάρουν στα καράβια. Περί τους 150 με 170 έχουν καταγραφεί οι άντρες, μικροί και μεγάλοι, που αναζήτησαν την τύχη τους στα καράβια. Η ειρωνεία είναι πως κανείς από αυτούς δεν είχε δει ποτέ μέχρι τότε στη ζωή του θάλασσα, καθώς το χωριό τους ήταν φωλιασμένο και αποκομμένο μέσα στις πλαγιές και τις χαράδρες των βουνών. Αλλά η θάλασσα υπήρξε μια μεγάλη ανάσα ζωής για το χωριό και για όσους μένοντας σ’ αυτό, κυρίως οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι, περίμεναν τα εμβάσματα για να επιβιώσουν.
Άλλοι χωριανοί αναζήτησαν τους δρόμους για τη Γερμανία, την Αυστραλία και κυρίως τη Σουηδία. Οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στη Σουηδία, όπου ζουν σήμερα περί τις 50 οικογένειες. Λιγότερες, περί τις 30, ζουν στη Γερμανία και άλλες τόσες περίπου ζουν στην Αμερική και λιγότερες στον Καναδά. Τους χειμερινούς μήνες το χωριό είναι άδειο, για να γεμίσει με τους ξενιτεμένους του την καλοκαιρινή περίοδο.
Δε χωρά αμφιβολία πως το χωριό αναμορφώθηκε και κρατήθηκε όρθιο με τα χρήματα που ήρθαν απ’ τα ξένα. Και στους τέσσερις οικισμούς συναντά κανείς όμορφες και σύγχρονες, διώροφες ως επί το πλείστον, κατοικίες με μεγάλες αυλές και όλες τις ανέσεις που καθιστούν ευχάριστη τη διαμονή. Ελάχιστοι, ωστόσο, από τους ιδιοκτήτες τους επέστρεψαν για να ζήσουν μόνιμα στο χωριό. Σχεδόν όλοι τους έρχονται τους καλοκαιρινούς μήνες για να περάσουν τις διακοπές τους σ’ αυτό. Μα ο φόβος είναι πως η δεύτερη και η τρίτη γενιά των ξενιτεμένων της Μουσιωτίτσας δε θα αργήσει να αποκοπεί από τη γη των προγόνων της και να σταματήσει πλέον να έρχεται σ’ αυτή. Οπότε και η Μουσιωτίτσα θα ζει την τραγωδία της ελληνικής πατρίδας: κάποτε υπήρχαν άνθρωποι μα δεν υπήρχαν σπίτια· σήμερα υπάρχουν σπίτια μα δεν υπάρχουν άνθρωποι!
Η Μουσιωτίτσα σήμερα
Η σημερινή Μουσιωτίτσα αποτελείται από τέσσερις οικισμούς: την Άνω Μουσιωτίτσα, την Κάτω Μουσιωτίτσα, τη Νέα Μουσιωτίτσα και τη Μεσούρα. Έχει πληθυσμό, σύμφωνα με την απογραφή του 2021, 468 κατοίκους. Ανήκει στον δήμο Δωδώνης και είναι η μεγαλύτερη σε πληθυσμό κοινότητα μεταξύ των 56 ολόκληρου του δήμου. Έδρα του δήμου είναι η Αγία Κυριακή της δημοτικής ενότητας Θεριακησίου, η οποία έχει πληθυσμό, σύμφωνα με την ίδια απογραφή, 208 κατοίκους.
Όπως υπαγορεύει η απλή αριθμητική λογική, αλλά επιβάλλουν και οι ιστορικοί λόγοι, θα έπρεπε η μαρτυρική Μουσιωτίτσα να είναι η έδρα του δήμου Δωδώνης. Δυστυχώς οι αρμόδιοι του υπουργείου Εσωτερικών καθόλου ή σχεδόν καθόλου δεν έλαβαν υπόψη τούς μαρτυρικούς τόπους κατά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 2011 και τον καθορισμό των νέων δήμων σύμφωνα με το πρόγραμμα «Καλλικράτης». Μαρτυρικοί τόποι όπως η Μουσιωτίτσα, το Κομμένο, τα χωριά Μεσόβουνο και Πύργοι Εορδαίας Κοζάνης, αλλά και τόσα άλλα ακόμη αγνοήθηκαν παντελώς κατά τη διαδικασία επιλογής τόσο του ονόματος του δήμου όσο και της έδρας του. Η κεντρική διοίκηση και οι σκοπιμότητες των περιφερειακών και τοπικών αρχών επέλεξαν, δυστυχώς, άλλα κριτήρια. Ας ελπίσουμε να μη μας εκδικηθεί η ιστορία.
Κάθε χρόνο διοργανώνονται στο διάστημα 20 με 25 Ιουλίου πολιτιστικές εκδηλώσεις τιμής και μνήμης για τα 152 θύματα της γερμανικής ναζιστικής θηριωδίας. Οι εκδηλώσεις αυτές τελούνται και στα τρία χωριά. Μία από αυτές τελείται στην περιοχή Σπιθάρι, όπου οι Γερμανοί εκτέλεσαν 62 κατοίκους. Οι εκδηλώσεις κορυφώνονται με την τέλεση του μνημόσυνου που γίνεται στο μνημείο της νέας Μουσιωτίτσας την 25η Ιουλίου και περιλαμβάνει δοξολογία, εκφώνηση ομιλίας με το ιστορικό της σφαγής, προσκλητήριο νεκρών και κατάθεση στεφάνων.
Στη Νέα Μουσιωτίτσα βρίσκεται η έδρα της τοπικής κοινότητας. Εκεί ζει και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ολόκληρου του χωριού. Στη Νέα Μουσιωτίτσα λειτούργησε για δύο δεκαετίες γυμνάσιο, το οποίο, ωστόσο, καταργήθηκε το 2018 ελλείψει μαθητών. Σήμερα λειτουργούν στο χωριό (Νέα Μουσιωτίτσα) δημοτικό σχολείο και νηπιαγωγείο. Στο χωριό λειτουργεί, επίσης, περιφερειακό ιατρείο.
Οι σημερινοί κάτοικοι της Μουσιωτίτσας ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και την ιχθυοκαλλιέργεια. Σύγχρονες μονάδες εκτροφής πέστροφας έχουν δημιουργηθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες στις όχθες του ποταμού Λούρου και συνεισφέρουν σημαντικά στην οικονομική ζωή της περιοχής.
Μια δεκαετία πριν λειτουργούσε πάνω στην εθνική οδό Ιωαννίνων – Άρτας το γνωστό χάνι Τερόβου, που αποτελούσε μια νότα δροσιάς και ξεκούρασης για τους ταξιδευτές, οι οποίοι το φέρνουν πάντα στη μνήμη τους. Σήμερα μια υπέροχη νότα δροσιάς και γαλήνης προσφέρει στον επισκέπτη ο πανέμορφος χώρο «Δίπλα στο ποτάμι». Εκεί, μαζί με τα τρεχούμενα νερά τού Λούρου, τον περιμένουν τα νόστιμα εδέσματα και τα ποτά
του εστιατορίου-καφετέριας που λειτουργεί μέσα στα δασιά πλατάνια, αλλά και τα πεντακάθαρα νερά της πισίνας. Στον ίδιο χώρο λειτουργεί γραφικός ξενώνας.
Στο χωριό έχουν συσταθεί και λειτουργούν δύο σύλλογοι πολιτισμού: ο Σύλλογος Νέων Μαρτυρικής Μουσιωτίτσας και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μουσιωτίτσας «Φλόγα».
Συστάθηκε η Ένωση Θυμάτων Ολοκαυτώματος Μουσιωτίτσας, η Αδελφότητα Αθηνών και Σουηδίας, ενώ δίνουν ζωντάνια στο χωριό ο Περιβαλλοντικός Σύλλογος Λούρου και η ποδοσφαιρική ομάδα «Κένταυρος». Ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει την ιστορία της Μουσιωτίτσας περνώντας από το Λαογραφικό Μουσείο και το Πνευματικό Πολιτιστικό Κέντρο του χωριού.
Η λειτουργία των φορέων αυτών του πολιτισμού αποτελεί ένα ευχάριστο και αισιόδοξο μήνυμα: Κάποιοι από τους νέους του χωριού επιμένουν να κρατούν τον τόπο τους ζωντανό και να προσκαλούν να επιστρέψουν σ’ αυτόν κι άλλοι νέοι τόσο από τα Γιάννενα και τα γειτονικά μέρη, όσο και από την Αθήνα και την ξενιτιά. Ο χρόνος θα δείξει!
* Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι φιλόλογος – συγγραφέας