Αυτή η σεμνότητα του Κωστή Δασκαλάκη με ξεπερνάει.
Τόσα χρόνια φίλοι κι έπρεπε από την αξέχαστη Ελένη Παπαδογιάννη να γνωρίζω τις επιδόσεις του ακόμα συνάδελφού του, του αείμνηστου Πορτάλιου που έφυγε δυστυχώς νωρίς στην επιστήμη της κλωστοϋφαντουργίας κι ότι είναι ο μοναδικός με ανώτατο πτυχίο στον τομέα αυτό. Εκείνος όμως μόλις το έμαθε έσπευσε να μου μιλήσει για έναν. Δίκαιος όπως πάντα. Ανήσυχος μήπως επαινεθεί χωρίς να το αξίζει.
Το σπουδαιότερο είναι ότι έπρεπε να γίνει το αφιέρωμα μου στον αξέχαστο έμπορο Κωνσταντίνο Βουρλάκη για να πληροφορηθώ ότι ήταν παππούς του φίλου μου Κωστή, από τη μητέρα του Καλλιρρόη.
Παίρνω κι εγώ τα «σύνεργά» μου και αιφνιδιάζω τον Κωστή Δασκαλάκη στο ιστορικό πλέον κατάστημα (από το 1917) στην οδό Καψάλη, που ξεκίνησε με την Ελένη του και συνεχίζουν τώρα τα άξια παιδιά του.
Ήταν πολλά που είχα ακούσει για τον υπέροχο εκείνο Μικρασιάτη που κοιμήθηκε σε ηλικία 108 ετών (!) και τον έκλαψε όλη η πόλη. Ήθελα επομένως να μάθω περισσότερα. Είναι και η επέτειος των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, έπρεπε να συμπληρώσω το αφιέρωμά μου. Και ομολογώ ότι ήταν πολύ παραγωγική αυτή η συνάντηση. Γιατί με μεγάλη συγκίνηση ο Κωστής μου μίλησε για τον παππού Κωνσταντίνο, κρατώντας οδηγό στη νοσταλγική αυτή περιπλάνηση μια νεκρολογία του δρος Κωνσταντίνου Μ Κονταξόπουλου Καρδιολόγου – Παθολόγου, διευθυντή του Ασκληπείου Νοσοκομείο Βούλας που δημοσιεύτηκε στο «Λόγος Πίστεως και Μαρτυρίας» (τεύχος Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 1998).
Αδαμάντινος χαρακτήρας
Αυτά που άκουσα πρώτα με καθησύχασαν γιατί στο προηγούμενο αφιέρωμά μου δεν είχα αδικήσει τον αδαμάντινο εκείνο χαρακτήρα κι έπειτα κάποια με εντυπωσίασαν γιατί άκουγα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που έκαναν τη ζωή του Κωνσταντίνου Γ. Βουρλάκη πραγματικά συναρπαστική.
Ήταν όντως σπουδαίος άνθρωπος ο Κωνσταντίνος Γ. Βουρλάκης.
Γεννήθηκε στη δεκαετία του 1860 (19ος αιώνας) στην πανέμορφη Κρήνη της Μικράς Ασίας, τα Λινοπεράματα κατά τους Βυζαντινούς μια ειδυλλιακή περιοχή που καθιερώθηκε από τους Τούρκους ως Τσεσμές.
Την εποχή που γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος η πόλη είχε ανακάμψει με την άφιξη μεταναστών από την Πελοπόννησο (οι γνωστοί ως Μωραίτες) και τα νησιά του Αιγαίου. Έτσι ο γιος του Γεωργίου και της Μαρίας ενός ευσεβέστου ζεύγους που ήταν οι γονείς του, μεγάλωνε σε μια κοινωνία 19.000 κατοίκων από τους οποίους οι 17.000 ήταν Έλληνες. Τα παιδικά του χρόνια ήταν υπέροχα χάρις στους γονείς του που έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν για την ευτυχία του.
Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε με μεγάλο ζήλο τις εγκύκλιες σπουδές του στο δημοτικό σχολείο Κρήνης και συνέχισε στο Ελληνικό (Σχολαρχείο). Η φωνή του από την πιο τρυφερή του ηλικία ακουγόταν βελούδινη κι αυτό έκανε να τον προσέξει ιδιαίτερα ο πατέρας του λάτρης της Βυζαντικής Μουσικής. Κι όπως διέθετε προοδευτικό νου για την εποχή του έστειλε το μικρό να μαθητεύσει κοντά σε ένα σπουδαίο δάσκαλο. Εντυπωσιασμένος κι εκείνος από τον μαθητή του και τις επιδόσεις του φρόντισε να τον εκπαιδεύσει όσο καλύτερα μπορούσε. Κι ο Κωνσταντίνος εξελίχθηκε σε έναν υπέροχο ψάλτη. Και ποιος δεν είχε να λέει για τον εξαιρετικό τους πρωτοψάλτη, τίτλο που κατέκτησε επάξια.
Η ασχολία του με το εμπόριο
Άνθρωπος ευφυής καθώς ήταν και με λεπτό γούστο στράφηκε επαγγελματικά στο εμπόριο υφασμάτων και νημάτων. Αρχικά δούλεψε ως υπάλληλος σε ένα μεγάλο κατάστημα κι όταν έκρινε ο ίδιος πως είχε αποκτήσει την απαιτούμενη εμπειρία δημιούργησε με θάρρος και πίστη στον εαυτό του μια δική του επιχείρηση. Εκεί έμαθε πως το εμπόριο κατακτά τον πελάτη όταν του «δείξεις πρόσωπο». Και με αυτή την αξία προχωρούσε ο Κωνσταντίνος στη ζωή του.
Η τοπική κοινωνία τον εκτιμούσε βαθύτατα μα η καρδιά εκείνου χτυπούσε για μια και μόνο κοπέλα. Ήταν η πανέμορφη κόρη του επιφανούς εμπόρου του Τσεσμέ Νικολάου Μιχάλα, η Αγγελική.
Μα τέτοιο γαμπρό ποιος δεν θα τον ήθελε για την κόρη του. Έτσι κι ο Μιχάλας χωρίς καμιά αντίρρηση τους έδωσε την ευχή του. Κι έγινε ο γάμος τους με μεγαλοπρέπεια κι άνοιξαν ένα υπέροχο σπιτικό. Δεν άργησαν μάλιστα να το γεμίσουν και με χαρούμενες φωνές παιδιών. Τέσσερα αγόρια ήρθαν με λογική χρονική σειρά, να τους χαρίσουν μεγαλύτερη ευτυχία. Ζούσαν ευτυχισμένοι αλλά δεν άργησε να δοκιμαστεί και η δική τους οικογένεια από τη ζοφερή εκείνη εποχή των διωγμών.
Ήταν στα 1914 όταν από τη μια στιγμή στην άλλη και με την «ψυχή στο στόμα» η οικογένεια του Κωνσταντίνου Βουρλάκη βρέθηκε στη Χίο, ένα νησί που με το καΐκι ήταν μιας ώρας ταξίδι. Εκείνος υποχρεώθηκε να μείνει πίσω. Είχε το κατάστημά του. Πώς να το κλείσει; Ήταν και ο κόσμος που έτρωγε ψωμί από την επιχείρησή του. Έκανε υπομονή θέλοντας να πιστεύει ότι σύντομα θα αλλάξουν τα πράγματα. Κάποια στιγμή θα περνούσε αυτή η συμφορά.
Οι Τούρκοι όμως γίνονται όλο και πιο απειλητικοί και σε μια από τις καταστρεπτικές εφόδους τους συνέλαβαν τον Κωνσταντίνο αιχμάλωτο. Είδε τον χάρο με τα μάτια του, γιατί κινδύνευσε σοβαρά η ζωή του αλλά η προσευχή του στον Θεό να λυπηθεί τα παιδιά του εισακούστηκε. Σώθηκε από θαύμα και χωρίς να χάσει καιρό πέρασε κι αυτός με καΐκι στη Χίο, όπου συναντήθηκε με την οικογένειά του. Η καθημερινότητά του που είχε αλλάξει απελπιστικά τον οδηγούσε συχνότερα στην εκκλησία, όπου εύρισκε μεγάλη παρηγοριά στο ψαλτήρι.
Μόλις άρχιζε να υμνολογεί το Θεό γινόταν άλλος άνθρωπος. Κι αυτή η εικόνα δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από τον Μητροπολίτη Χίου Ιερώνυμο Γοργία (1860-1931). Αυτός είχε πρόσφατα σχετικά εκλεγεί προκαθήμενος της τοπικής εκκλησίας. Η ενθρόνιση του είχε γίνει στις 9 Ιουλίου 1909.
Επίσκοπος με φωτεινό πνεύμα και αγάπη για το ποίμνιό του από τον πρώτο κιόλας καιρό δήλωσε θαυμαστής του ψάλτη αυτού, που με τους ψαλμούς άδειαζε την ψυχή του από την πίκρα του ξεριζωμού. Κατά θαυμαστή συγκυρία ο Ιερώνυμος είχε δημιουργήσει στενή φιλία με τον Επίσκοπο Ρεθύμνης Χρύσανθο.
Αναφερόμαστε στον κατά κόσμον Χαράλαμπο Τσεπετάκη (1863-1915) από τον Θέρισσο Κυδωνίας που είχε απολυθεί από τη θέση του σχολάρχη επειδή υποστήριξε το κίνημα Βενιζέλου. Αργότερα χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου στις 28 Οκτωβρίου 1910.
Η φιλία του με τον Επίσκοπο Χίου Ιερώνυμο γινόταν πιο θερμή με την ανταλλαγή επιστολών, όπου καθένας σχολίαζε τα προβλήματα του τόπου του ανταλλάσοντας απόψεις για την επίλυσή τους. Σε μια από τις επιστολές αυτές ο Χρύσανθος ζητούσε από τον Ιερώνυμο να τον βοηθήσει στην αναζήτηση ενός ψάλτη, γιατί αντιμετώπιζε τεράστιο πρόβλημα στον Μητροπολιτικό του Ναό.
Ο Ιερώνυμος χωρίς δεύτερη σκέψη του σύστησε το Βουρλάκη και μάλιστα ήταν χαρούμενος που θα εξασφάλιζε στην ταλαιπωρημένο αυτόν πρόσφυγα και στην οικογένειά του ένα καλύτερο μέλλον.
Έτσι βρέθηκε στο Ρέθυμνο
Όπως ήταν φυσικό θέλησε και ο Χρύσανθος να έχει άποψη οπότε κάλεσε τον ψάλτη να τον δοκιμάσει. Και το άκουσμα τον άφησε άναυδο.
Αμέσως τον διόρισε στον Καθεδρικό Ναό αριστερό ψάλτη πρώτα με καλές συνθήκες για τα δεδομένα της εποχής. Τώρα ο Βουρλάκης μπορούσε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Ρέθυμνο όπως κι έγινε με την άφιξη και της υπόλοιπης οικογένειας, που είχε πλέον διευρυνθεί και με ένα χαριτωμένο κοριτσάκι. Λίγο αργότερα θα ερχόταν μια ακόμα κορούλα, έκτο παιδί στη σειρά να κλείσει τον κύκλο της παραγωγικής δράσης. Ήταν η μητέρα του Κωστή Δασκαλάκη Καλλιρρόη.
Όπως αναφέρεται και στο εξαίρετο βιβλίο του π. Χαραλάμπους Καμηλάκη «Ο Μητροπολιτικός Ναός τα Εισόδια της Θεοτόκου» Ρέθυμνο 1999, σ. 231, ο Τσεσμελής καλλίφωνος νέος δεν άργησε να περάσει στο δεξιό ψαλτήρι που κράτησε επάξια για δεκαετίες ολόκληρες.
Έψαλε πού ωραία με τη γλυκιά και μελωδική του φωνή τους περίφημους εκκλησιαστικούς ύμνους, ενώ διάβαζε και πολύ όμορφα, με καλή ορθοφωνία και τονιστά τα ιερά αναγνώσματα. Όταν είχε έρθει στο Ρέθυμνο βρήκε βέβαια τη συνέχεια της πρώτης εκκλησιαστικής χορωδίας που εξακολουθούσε την λαμπρή πορεία της και χωρίς τον ταγματάρχη Λ. Σίριγκο που είχε επιστρέψει στην πατρίδα του. Είχε μετατραπεί δε ξανά σε Βυζαντινή υπό τη διεύθυνση του ιεροψάλτη Ιωάννη Παπαδάκη με τη σύμπραξη της παλαιάς τετράφωνης.
Ο Βουρλάκης και στον τομέα αυτό θέλησε να συμπράξει δημιουργικά και ίδρυσε σχολή Βυζαντινής Μουσικής που έβγαλε εκλεκτούς μαθητές ιεροψάλτες. Αυτό που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι παρά τη φήμη των Κωνσταντίνου Χατζη Ιωάννου Ψαρουδάκη (1805-1884), δασκάλου του Παύλου Βλαστού Ευθύμιου Γ. Βερνάρδου (1845-1907), Αγαθάγγελου Βερνάρδου (γεν. 1845),ο Κωνσταντίνος Γ. Βουρλάκης καθιερώθηκε στους πρώτους με το προσωνύμιο «Ο Ψάλτης».
Αναφέρει σχετικά ο αξέχαστος Κώστας Μαμαλάκης , στη σειρά των δημοσιευμάτων του «Η πόλη που δεν σβήνει».
«Δεμένος σφικτά με την ιστορία του παλιού Ρεθέμνους ο Βουρλάκης.
Πόσες βαθιά θρησκευόμενες Ρεθεμνιώτικες ψυχές δεν έκανε ν’ αναγαλλιάζουν και να μεταρσιώνονται με την τέχνη της μελωδικής ψαλτικής του και το μέταλλο της βαρύτονης φωνής του, που γινόταν βροντερά θριαμβική σ’ εκείνα τα θαυμάσια δοξαστικά.
Πως να ξεχάσει κανείς εκείνο «το δόξα σοι τω δείξαντι το φως», που όταν έψελνε, γέμιζε Χερουβείμ ο Ναός της Παναγίας και έκανε να πεταχτούν στα ουράνια οι ψυχές.
Δεν έχω ξανακούσει πουθενά τέτοια εκτέλεση!».
Ένας σπάνιος άνθρωπος
Ήταν σπάνιος άνθρωπος ο Βουρλάκης , αγνός, θεοφοβούμενος, με σπάνιο ήθος και χρυσή καρδιά.
Δεν άργησε να ενσωματωθεί στην τοπική κοινωνία και να αρχίσει να αναπτύσσει και τα άλλα του ταλέντα στο επιχειρείν. Ξεκίνησε με ένα κατάστημα υφασμάτων και σύμφωνα με τον Κώστα Ξεξάκη σε ένα εξαιρετικό αφιέρωμά του στους πρόσφυγες, κατάφερε να τον κάνει ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Η εμπειρία του από την Αγορά της Μικράς Ασίας θριάμβευσε και στο Ρέθυμνο. Όλες οι οικογένειες, ιδιαίτερα εκείνες που είχαν και μια καλύτερη κοινωνική θέση, είχαν εναποθέσει σ’ αυτόν το κομψό τους ντύσιμο Κι εκείνος με εντιμότητα και επαγγελματικό ήθος ανέβαζε όλο και περισσότερο τον πήχη της ποιότητας. Συνέχιζε με το εμπορικό του πνεύμα και τη συνεχή του αγωνία να εφοδιάζει το κατάστημά του με διαλεχτό εμπόρευμα, κι ας ήταν από τους επιφανείς της τοπικής αγοράς. Με σταθερή πελατεία. Διάλεγε πάντα το καλύτερο για τους ανθρώπους, που τον τιμούσαν με την απόλυτη εμπιστοσύνη της στην ποιότητα των ειδών του.
Από το πόστο του δίδασκε κυριολεκτικά εμπορική δεοντολογία. Και ανήκε στην κατηγορία των πρωτοπόρων εμπόρων που έδωσαν ζωή στην τοπική αγορά με τις αστείρευτες ιδέες τους.
Ποτέ δεν αδίκησε κανέναν και έδειχνε πάντα σεβασμό στον ξένο μόχθο. Η όποια μορφή εκμετάλλευσης τον ενοχλούσε αφόρητα. Ίσως επειδή έζησε την προσφυγιά και ήξερε τι περνά ο κοινωνικά αδύναμος όταν βρεθεί σε ανάγκη.
Είχε πολλές αρετές ο άνθρωπος αυτός.
«Χάριζέ του χρόνους Θεέ μου! Τέτοιους ανθρώπους τους χρειαζόμαστε σαν παραδείγματα ζώντα. Για να φρονιματιζόμαστε. Να παίρνουμε κουράγιο και να μη χάνουμε την εμπιστοσύνη μας προς τον άνθρωπο…» έγραφε ο Κώστας Μαμαλάκης και όλοι συμφωνούσαν με το χέρι στην καρδιά.
Ο Βουρλάκης είχε μόρφωση κυρίως εκκλησιαστική. Οι ωραιότατοι ύμνοι της Βυζαντινής μας μουσικής και τα ποικίλα εκκλησιαστικά αναγνώσματα, η θαυμάσια αυτή εκκλησιαστική λογοτεχνία που επί δεκαετίες ολόκληρες έψαλε και διάβαζε, είχαν βοηθήσει πολύ στην πνευματική καλλιέργεια του εκλεκτού αυτού ανθρώπου και είχαν διαμορφώσει τον ευγενή χαρακτήρα του και τη χριστιανική κοσμοθεωρία του.
Ο Κώστας Βουρλάκης ήταν επίσης και εξαιρετικός καλλιγράφος. Όλοι μιλούσαν για τα ωραία του καλλιτεχνικά γράμματα.
Ο κ. Κονταξόπουλος αναφέρει στο ενδιαφέρον σημείωμά του ότι απολάμβανε κανείς να διαβάζει τις επιστολές του, γραμμένες με εκείνα τα ωραία καθαρά γράμματα και την όμορφη φρασεολογία του, που απεικόνιζαν τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο και την καλοσύνη που τον διακατείχε.
Λέγεται πως το ότι έζησε τόσα πολλά χρόνια οφείλεται στη μεγάλη του καλοσύνη και πραότητα. Ποτέ δεν τον θυμάται κανείς να τσακώνεται και να θυμώνει σε όλη του τη ζωή. Πάντα καλός, πάντα ευγενικός, πάντα περιποιητικός και πάντα φίλος με τον συνάνθρωπό του σε όλη του τη ζωή.
Η βιβλιοθήκη του στο αρχοντικό σπίτι που διατηρούσε με ωραίο κήπο, κοντά στα Βρυσάκια, ήταν πολύ αξιόλογη γιατί περιείχε σπουδαία βιβλία της Βυζαντινής Μουσικής.
Ένας υπεραιωνόβιος με παιδική καρδιά
Όταν έφτασε στα 100 το σχολίασε με το διακριτικό του χιούμορ ευχαριστώντας το Θεό που τον είχε αξιώσει να αποκτήσει έξι παιδιά, 4 αγόρια και 2 κορίτσια, καλοπαντρεμένα, με 13 αξιόλογα εγγόνια με επιστημονική κατάρτιση τα περισσότερα από αυτά, που όλα γενικά πέτυχαν στη ζωή τους και στην καριέρα που ακολούθησαν.
Αν και ο χρόνος βάραινε στους ώμους του ο Βουρλάκης, άρχισε να αποκτά περίεργες συνήθειες τελευταία. Είχε φτάσει αισίως στα 104 χρόνια του όταν επέμενε να ασχολείται με την κολύμβηση που πραγματικά τον αναζωογονούσε.
Απορούσες με τον άνθρωπο αυτό. Τόσο μεγάλος στην ηλικία και να έχει την καρδιά αθώου παιδιού.
Απρίλη του 1971 ήρθε και η δική του η σειρά να χτυπήσουν νεκρικά οι καμπάνες. Ήταν 108 ετών. Μια λεπτομέρεια άγνωστη στους περισσότερους.
Έφυγε ειρηνικά σκορπίζοντας θλίψη στην τοπική κοινωνία που τον εκτιμούσε βαθύτατα από γενεά σε γενεά.
Κανένας δεν μπορούσε να λησμονήσει την αρχοντιά του και τη μεγάλη φιλανθρωπία του, πάντα όμως με βαθειά χριστιανική αντίληψη. Δεν γνώριζε η δεξιά τι ποιεί η αριστερά. Αμέτρητες οι νεκρολογίες με τις οποίες τον αποχαιρέτισαν οι Ρεθεμνιώτες. Αν και Μικρασιάτης είχε με τα χρόνια πολιτογραφηθεί στις συνειδήσεις των συμπολιτών του και κανένας δεν τον ξεχώριζε. Ένοιωθε καθένας προνομιούχος αν είχε τη φιλία του. Κι ο Βουρλάκης μπορεί αυτή να την έδινε, όπου η καρδιά του τον οδηγούσε αλλά την αγάπη του δεν στέρησε από κανένα. Μέχρι που έκλεισε τα μάτια υπακούοντας στο κάλεσμα του Θεού που υπηρέτησε με τόση αφοσίωση και όχι μόνο στο ψαλτήρι.