Το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιουνίου μπορεί να αναλυθεί από αρκετές οπτικές γωνίες καθώς δημιούργησε νέα δεδομένα και παρουσίασε πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία (αρνητικά και θετικά). Για την ώρα ας μείνουμε λίγο στο πολιτικό αποτύπωμα που αφήνουν οι μεγάλοι νικητές και ηττημένοι.
ΝΔ: Αναμφισβήτητα ο μεγάλος νικητής των εκλογών ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ομάδα των συνεργατών του. Αναφερόμαστε προσωπικά στον κ. Μητσοτάκη γιατί η Νέα Δημοκρατία σαν κόμμα κατείχε και στο παρελθόν τα ποσοστά που κέρδισε σε αυτές τις εκλογές. Ήταν όμως οι προσωπικές επιλογές του κ. Μητσοτάκη σε πολιτικές και πρόσωπα που κατάφεραν να προσεγγίσουν ένα κοινό που δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια των παλαιών ψηφοφόρων της ΝΔ. Ανέκτησε τα υψηλά ποσοστά, μέσα όμως από ένα κόμμα αρκετά διαφορετικό από αυτό που ήταν στο παρελθόν. Τι δείχνουν οι εκλογές του 2023 ότι έχει πετύχει ο κ. Μητσοτάκης στην πορεία του από το 2016 που εξελέγη πρόεδρος της ΝΔ;
α) Έπληξε βαριά το λαϊκίστικο μέτωπο στην Ελλάδα, όχι μόνο αφαιρώντας του εκλογικά ποσοστά αλλά και κατακερματίζοντας τις δυνάμεις του. Το 2015 το άθροισμα των ποσοστών των λαϊκιστικών κομμάτων που λάμβαναν πάνω από 1,5% στην Ελλάδα άγγιζε σχεδόν το 50%. Στις εκλογές του 2023 το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 36%.
β) Έκανε ευδιάκριτη την εικόνα του ποιος είναι, ποιους και τι αντιπροσωπεύει. Απέδειξε ότι δεν έχει ανάγκη τα ποσοστά της ακροδεξιάς και πάσης φύσεως «ρωσολάγνων» και διαταραγμένων εκ δεξιών για να αποκτήσει μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τρία κόμματα (τα 2 για πρώτη φορά) βρίσκονται πλέον εκ δεξιών του μέσα στη Βουλή χωρίς ο ίδιος να έχει χάσει τίποτα σε ποσοστά.
γ) Μέσα σε ένα κοινοβούλιο που η συνολική εικόνα των κομμάτων δεν τιμά και πολύ την κοινωνία που το εξέλεξε, ο κ. Μητσοτάκης παγίωσε σε ποσοστά εξουσίας έναν ισχυρό πόλο ορθολογισμού, μετριοπάθειας και προοδευτικότητας στον οποίο μπορούν να απευθυνθούν (ακόμα κι αν διαφωνούν σε πολλά μαζί του) όλοι οι πολίτες. Με απλά λόγια, κατέχει στην βουλή την μοναδική δύναμη που μπορεί να προσφέρει σταθερότητα και να καταστεί ανάχωμα στο νέο κύμα ανορθολογισμού και εξαλλοσύνης που θα κατακλύσει το ελληνικό κοινοβούλιο.
ΣΥΡΙΖΑ: Το Βατερλό του ΣΥΡΙΖΑ όχι απλά αναδιαμορφώνει ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό αλλά στερεί ουσιαστικά από τη χώρα την ύπαρξη μιας αξιόπιστης (ποσοτικά και ποιοτικά) αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ακόμη, όσο κι αν προσπαθούν τα στελέχη του να πείσουν για το αντίθετο, ο κ. Τσίπρας με την ηγετική του ομάδα έχει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για την εικόνα της νέα Βουλής και την είσοδο νέων λαϊκιστικών κομμάτων.
Έχει την πολιτική ευθύνη γι’ αυτό, καθώς ο τυχοδιωκτισμός του με την απλή αναλογική έσυρε την χώρα σε διπλές κάλπες, την ώρα που θα είχαμε ήδη από τις εκλογές του Μάη μια σταθερή κυβέρνηση με πεντακομματική Βουλή. Έχει όμως και την κοινωνική ευθύνη. Επί μια ολόκληρη δεκαετία έσπειραν τους σπόρους της μισαλλοδοξίας, του ακραίου λαϊκιστικού λόγου, παρουσίαζαν διαρκώς μια ανύπαρκτη δυστοπία και έκλειναν το μάτι σε όλα τα άκρα. Και τώρα φύτρωσαν τα νέα «άνθη» τα οποία θα καμαρώνουμε στη Βουλή.
ΠΑΣΟΚ: Το ΠΑΣΟΚ υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να συγκαταλέγεται στους νικητές των εκλογών που πέρασαν. Όμως δεν θα είναι, όσο και αν πανηγυρίζουν ορισμένα στελέχη του. Η Φώφη Γεννηματά είχε παραλάβει τον Ιούνιο του 2015 το ΠΑΣΟΚ στο 4,7%. Στις εκλογές του 2019 πήγε το κόμμα στο 8,1%. Δηλαδή άνοδο 72% με έναν ισχυρό τότε ΣΥΡΙΖΑ στο 31,5%. Ο κ. Ανδρουλάκης παρέλαβε το κόμμα στο 8,1% και το πήγε στο 11,8% με τον ΣΥΡΙΖΑ να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Δηλαδή αύξηση 45% την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο μοιράζεται μια κοινή δεξαμενή ψηφοφόρων, βρίσκεται στο 17,8%. Και πάλι αναφερόμαστε επί προσωπικού καθώς ήταν το ύφος του μικρομεγαλισμού και οι στρατηγικές επιλογές του κ. Ανδρουλάκη οι οποίες έφεραν ένα αποτέλεσμα που μάλλον μισοάδειο δείχνει το ποτήρι παρά μισογεμάτο.
Όπως και να ερμηνεύσει κανείς τα αποτελέσματα, ο κόσμος συνεχίζει να κινείται γρήγορα ανεξάρτητα από τις ελληνικές εκλογές. Η πρόκληση για τη νέα κυβέρνηση είναι μεγαλύτερη από εκείνη του 2019. Καθώς τώρα δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για ολιγωρίες και καθυστερήσεις στην προώθηση και υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η χώρα. Και σ’ αυτό δρόμο το πολιτικό σύστημα έχει ανάγκη από μια αξιόπιστη αντιπολίτευση. Ο λαϊκισμός από την άλλη, αν και βαριά λαβωμένος, αλλάζει πρόσωπο και παραμένει ζωντανός.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι πολιτικός επιστήμονας