Μια γλαφυρή εικόνα για τη ζωή των προσφύγων από τις πρώτες μέρες που έφθασαν στην πόλη μας, δίνει ο Νικόλαος Ανδρουλιδάκης, στην εφημερίδα του «Δημοκρατία». Ένα χρονογράφημα της εποχής (Σεπτέμβρης 1922) που έχει όμως όλα τα στοιχεία ενός συγκλονιστικού ρεπορτάζ.
Ήταν φυσικό να συγκινήσει το θέαμα των προσφύγων τον αξέχαστο Ρεθεμνιώτη, που ήταν πάντα τόσο κοντά στους κοινωνικούς αγώνες και γνώρισε αργότερα και τη φρίκη των στρατοπέδων εξαιτίας της ασυμβίβαστης και αγωνιστικής φύσης του.
Μόλις έφθασε το πρώτο ρεύμα προσφύγων πήγε να τους επισκεφθεί στο τούρκικο σχολειό που είχε δημιουργηθεί ένας πρόχειρος καταυλισμός. Μέχρι εκείνη τη μέρα είχαν έρθει στο Ρέθυμνο περίπου 4000 πρόσφυγες κάτω από άθλιες συνθήκες.
Ίσως να μην γίνεται αντιληπτό από τον σύγχρονο άνθρωπο, ιδιαίτερα τους νέους που συνήθως η απώλεια κινητού θεωρείται γι’ αυτούς ως η μέγιστη δυστυχία, πόσο υπέφεραν εκείνοι οι πρόσφυγες.
Μαθημένοι τόσο διαφορετικά, με υπάρχοντα που τους επέτρεπαν να ζουν πλουσιοπάροχα στον τόπο τους, οι πρόσφυγες μετά την τραγωδία που έζησαν έφθαναν στο σημείο να περιμένουν ένα ξεροκόμματο αρνούμενοι όμως να απλώσουν το χέρι.
Μίλησε μαζί τους ο Ανδρουλιδάκης και μοιράστηκε την απόγνωσή τους, καθώς δεν είχαν ακόμα συνέλθει από την απροσδόκητη συμφορά. Και μας συγκλονίζει με όσα αναφέρει.
Αυτό που τον εντυπωσίασε πρώτα ήταν το πάτωμα. Παρά την πείνα και την κακομοιριά τους δεν είχαν παραλείψει οι πρόσφυγες που ήταν εκεί τριγύρω, να πλύνουν το πάτωμα που άστραφτε με την πρώτη ματιά. Και περιμένοντας να στεγνώσει αντάλλασαν μερικά λόγια γεμάτα αγωνία περισσότερο για τους άλλους που είχαν μείνει πίσω. Κυρίως άνδρες.
Κάποιοι είναι ξυπόλυτοι, άλλοι φορούν μόνο κάλτσες. Σε μια γωνιά μια γριούλα έχει αγκαλιάσει μερικά εικονίσματα.
– Αυτά πρόλαβα και πήρα είπε στον Ανδρουλιδάκη που κοιτούσε απορημένος.
Ένα κοριτσάκι κοιτάζει τον επισκέπτη και χαμογελά.
– Πως σε λένε μικρό μου; τη ρώτησε αυτός.
– Κατίνα απαντά χωρίς να σβήσει το χαμόγελό της.
Μια άλλη κοπέλα δεν γελά. Έχει ακόμα μπροστά της την εικόνα της φρίκης που έζησε, επί 26 μέρες τρέχοντας να γλιτώσει από τους Τσέτες. Μέχρι και σε τάφους κρύφτηκε για να σωθεί από τα τέρατα εκείνα που έσφαζαν και βίαζαν αδιάκριτα, χωρίς να ξεδιψάνε τη μανία τους να αφανίσουν το ελληνικό στοιχείο.
Στην παραλία της Σμύρνης πάλι άλλη αγωνία επί τριήμερο μέχρι να βρουν τρόπο να φύγουν. Μα πως; Με τις …προστάτιδες δυνάμεις που απλά παρατηρούσαν το παραλήρημα της βίας που ξεπερνούσε κάθε φαντασία;
Η πιο εφιαλτική στιγμή ήταν το βράδυ όταν οι Τσέτες πλησίαζαν τα φανάρια στα πρόσωπα των τρομαγμένων προσφύγων αναζητώντας τη λεία τους. Δεν έμεινε άνδρας από 16 μέχρι 45 χρόνων, ούτε και κορίτσι που δεν είχε προλάβει να αλλοιώσει το πρόσωπό του με ό,τι εύρισκε για να κρύψει τα σημάδια που προκαλούσαν τον πόθο. Και κατέληγαν ράκη μετά από τόσο εξευτελισμό στα βάρβαρα χέρια τους.
Το πρώτο ρεπορτάζ, 29 Σεπτεμβρίου 1922
Περισσότερο για να αποσπάσει από τις μαύρες σκέψεις τους,τις προσφυγοπούλες, ο Ανδρουλιδάκης ζήτησε να μάθει πως περνούν στον τόπο μας. Πως βλέπουν τους ντόπιους. Με δάκρια ευγνωμοσύνης του απαντούν. Μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τη στοργή που συναντούν, για το καθαρό και άφθονο φαγητό και για την καλοσύνη που δέχονται.
– Τώρα εσείς είστε οι πατεράδες, τα’ αδέλφια μας κι ο Θεός μας καταλήγει μια προσφυγοπούλα και ο Ανδρουλιδάκης δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα του.
Μα δεν το προσέχει κανένας γιατί και οι άλλοι έχουν ξεσπάσει σε λυγμούς.Ξαφνικά ένα μπουλούκι από γυναίκες πρόσφυγες πλησιάζει τον Ανδρουλιδάκη μαθαίνοντας την ιδιότητά του. Και βέβαια γνωρίζουν οι άνθρωποι αυτοί τη δύναμη της δημοσιογραφίας σε δύσκολες στιγμές. Επτά εφημερίδες κυκλοφορούσαν στη Σμύρνη μέχρι την καταστροφή.
– Να γράψετε για τσι άντροι μας τον παρακαλούν με τη χαρακτηριστική μικρασιάτικη διάλεκτο.
Και ξεκινούν να του δίνουν ονόματα χωρίς εκείνος να προλαβαίνει να σημειώνει.
– Η Ροδάνθη Κατσαμπά ερωτά δια τον άνδρα της Εμμανουήλ Κ. Κατσαμπάν και τον Ιωάννη Κ. Λαγογιάννην.
– Η Αντωνία Χατζάνου δια τον Στέλιον Χατζάνον.
– Η Μαλάμω Χατζηπαναγιώτου δια τους αδελφούς της Αντώνη και Γιαννακόν.
-Δια τον Ιωάννην Πατσουράκη ερωτά η μητέρα του.
Και ο κατάλογος μεγαλώνει μέσα σε στιγμές ενώ περιμένουν κι άλλοι στη σειρά να δώσουν τη δική τους ανακοίνωση.
Κουράστηκε κάποια στιγμή ο εκδότης της «Δημοκρατίας» και κίνησε να φύγει. Μια γυναίκα που έπλεκε στη γωνία μια κάλτσα τον χαιρετά με ευγένεια, παιδάκια τον συνοδεύουν με γέλια μέχρι την έξοδο, ένας πατέρας θρηνεί σε μια γωνιά τους αδικοχαμένους του κι ένα κορίτσι τραγουδά ένα αργόσυρτο σκοπό γεμάτο πονεμένα λόγια. Συνηθισμένη τακτική του Μικρασιάτη όταν ήθελε να πνίξει τον καημό του…
Ξαφνιάζεται ο Ανδρουλιδάκης και ρωτά για να πάρει την απάντηση πως επρόκειτο για μια κοπέλα δυστυχισμένη που έχασε με τραγικό τρόπο τον αρραβωνιαστικό της που ήταν κι ο μεγάλος της έρωτας. Αυτόν μοιρολογούσε κι έκανε τις πέτρες να ραγίζουν με τον σπαραγμό της.
Το ρεπορτάζ του Ανδρουλιδάκη, στο φύλλο της Δημοκρατίας (29 Σεπτεμβρίου 1922) συνεχίζεται με τη δράση του Λυκείου των Ελληνίδων Ρεθύμνου που από την πρώτη στιγμή βρέθηκε κοντά στους πρόσφυγες. Ακούραστες οι κυρίες ετοιμάζουν συσσίτια και μαζεύουν ρούχα για να τα μοιράσουν στους δυστυχισμένους που τα δέχονται με δάκρια ευγνωμοσύνης. Άλλη επιτροπή της Μητρόπολης μαζεύει επίσης χρήσιμο υλικό για τους πρόσφυγες από Παγκαλοχώρι, Χαμαλεύρι και Αστέρι Επικεφαλής της επιτροπής είναι ο Ιωάννης Γοβατζιδάκης και ο Ευάγγελος Φραγκιάς.
Έκκληση για έρανο αγάπης
Ο Ανδρουλιδάκης καταλήγει το συγκλονιστικό του ρεπορτάζ με μια έκκληση για έρανο βάζοντας πρώτος τον οβολό του. Κι εξηγεί γιατί θα πρέπει να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο το ποσόν που θα συγκεντρωθεί. Να γίνει γάλα και ρουχαλάκια κυρίως για τα προσφυγόπουλα που ήταν μαθημένα κι αυτά αλλιώς.
Αυτό είναι ένα από τα πρώτα ρεπορτάζ του τοπικού τύπου μετά την άφιξη των προσφύγων και από τα πιο χαρακτηριστικά κατά την ταπεινή μας γνώμη.
Η εφημερίδα «Δημοκρατία» όμως συνεχίζει για πολύ ακόμα τον αγώνα της υπέρ των προσφύγων και φιλοξενεί σε πρωτοσέλιδα κάθε δραστηριότητα που αναφέρεται σ’ αυτούς. Όπως τα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας στο εξωτερικό. Σε ένα από αυτά μάλιστα πρωτοστατεί ένας Ρεθεμνιώτης ιερέας ο Μάρκος Πετράκης που ήταν εγκατεστημένος στην Αμερική και δεν μπορούσε να ανεχθεί τα όσα έφταναν ως τον απόδημο ελληνισμό για τις αγριότητες των Τούρκων. Αυτός ήταν ιερέας στο Ρέθυμνο, αλλά από το 1914 είχε μεταναστεύσει.
Αγανακτισμένος για τις θηριωδίες των Τσετών που είχαν χάσει πια κάθε έννοια ανθρωπιάς οργάνωσε ένα μεγάλο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας για τις ωμότητες των Τούρκων ζητώντας από την Κυβέρνηση να πάρει θέση υπέρ των Ελλήνων.
Χιλιάδες Αμερικανούς κατάφερε να ξεσηκώσει ο φλογερός Ρεθεμνιώτης ιερέας γεγονός που σχολίασε επαινετικά ο «Εθνικός Κήρυξ» της Νέας Υόρκης συντασσόμενος με τα αιτήματα των διαδηλωτών. Και φυσικά να το προβάλει στην πρώτη σελίδα της η «Δημοκρατία».
Κι ήταν να φανταστείτε ένας και μόνο ιερέας ο Μάρκος Πετράκης αυτός που ξεσήκωσε τόσο κόσμο στην Αμερική υπέρ των προσφύγων
Και τα παρατράγουδα
Κάποια παρατράγουδα όμως που σημειώνονται στην πόλη υποχρεώνουν τον Ανδρουλιδάκη να πάρει θέση και «περιποιείται» καταλλήλως τους υπαιτίους με πύρινη αρθρογραφία.
Κυρίως στρέφεται κατά εκείνων που διαθέτουν σπίτια με δέκα και δεκαπέντε δωμάτια. Τι έκαναν αυτοί για να αποφύγουν την επίταξη;
Μάζευαν επιλεκτικά κόσμο από τον δρόμο μέχρι να περάσει η επιτροπή και αφού κατάφερναν να εξαιρέσουν τα δικά τους σπίτια τα φαινομενικά γεμάτα από πρόσφυγες, μετά τους έδιωχναν. Ο Ανδρουλιδάκης στηλίτευε αυτή την τακτική κρίνοντας και το έργο των επιτροπών που κατά τη γνώμη του δεν έκαναν αυτό που υπαγόρευε το καθήκον τους στο συνάνθρωπο. Και από τη στιγμή που ήταν τόσο αναποτελεσματικοί ο δυναμικός αρθρογράφος τους καλούσε να παραιτηθούν. Είχε τόσο φανατιστεί ο Ανδρουλιδάκης με το θέμα των προσφύγων που δεν διστάζε να σχολιάσει δημοσίως τον κάθε έχοντα που έδινε ψυχία στον έρανο, ενώ διέθετε σημαντική περιουσία. Και συνέχιζε αμείλικτος την κριτική του που γίνεται σφοδρότερη όταν σημειώνονται οι πρώτοι θάνατοι προσφύγων από ασθένειες που δημιουργεί ο συνωστισμός.
Αυτός ήταν ο σπουδαίος Νικόλαος Ανδρουλιδάκης από τους πρώτους ένθερμους υποστηρικτές των προσφύγων που αξίζει να θυμηθούμε τη ζωή και τη δράση του.
Ένας ευπατρίδης του Ρεθύμνου
Ο Νικόλαος Ανδρουλιδάκης γεννήθηκε το 1896. Διακρίθηκε σε όλα τα στάδια των σπουδών του και διορίστηκε δικηγόρος το 1920. Υπηρέτησε τη Θέμιδα με πάθος μέχρι το 1967. Για την ευδόκιμο υπηρεσία του οι συνάδελφοί του πρόθυμα του έδωσαν τον τίτλο του επίτιμου δικηγόρου. Υπήρξε μέγας δικανικός ρήτορας και έλαβε μέρος ως υπεράσπιση σε όλες τις μεγάλες ποινικές δίκες που διεξήχθησαν στα Κακουργιοδικεία Ρεθύμνου και άλλων πόλεων.
Ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γεώργιος Δρανδάκης νεκρολογώντας το συνάδελφό του.
«Όταν μιλούσε, άστραφτε το πνεύμα του και βροντούσε η χειμαρρώδης ευγλωττία του. Από τη δύναμη του λόγου του εσείετο η αίθουσα του δικαστηρίου και εδονείτο η ψυχή των παραγόντων της δίκης και του ακροατηρίου Οι αγορεύσεις του διεκρίνοντο δια την νομικήν και επιστημονική θεμελίωση, για την επιχειρηματολογία τους, για την πληρότητα της έκφρασης, την πηγαία ρητορική ικανότητα, την μαχητικότητα. Είχε και το χάρισμα να διανθίζει την αγόρευσή του με επιγραμματικές εκφράσεις που γοήτευαν το ακροατήριο».
Ο Νικόλαος Ανδρουλιδάκης ήταν ένα ανυπόταχτο πνεύμα που αρνείτο να συμβιβαστεί με καθεστώτα ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης. Οι φιλελεύθερες ιδέες μέστωσαν στη συνείδησή του κι έγινε ένας από τους πιο θερμούς υποστηρικτές τους. Η αβασίλευτος δημοκρατία ήταν το ποθούμενο γι’ αυτόν. Έτσι για χάρη της ιδέας αυτής κυκλοφορούσε από το 1922 έως το 1929 εφημερίδα με τον τίτλο «Δημοκρατία». Σε άρθρα του, μας πληροφορεί ο Γιώργος Εκκεκάκης, στο βιβλίο του «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη» ο Ανδρουλιδάκης μερικές φορές, χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Ν. Μιράντας.
Οι αγώνες του ήταν συνεχείς και ανυποχώρητοι. Έτσι δεν άργησε να υποστεί τις συνέπειες με διώξεις, συλλήψεις, φυλακίσεις. Καμιά δίωξη όμως δεν στάθηκε ικανή να τον φοβίσει.
Όμηρος στο στρατόπεδο
Όταν το χιτλερικό τέρας άπλωσε τα πλοκάμια του και στην Κρήτη ο Ανδρουλιδάκης στρατεύτηκε από τους πρώτους ενάντια στον κατακτητή.
Η αδούλωτη ψυχή του δεν γονάτισε ούτε κι όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε όμηρος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Άντεξε κι εκεί και είναι μνημειώδες πραγματικά ένα κείμενο που περιγράφει συγκλονιστικά τις στιγμές που έζησε, μέχρι που φάνηκαν οι σύμμαχοι να τους ελευθερώσουν από την κόλαση που έζησαν τόσο καιρό.
Η πρώτη του επαφή με την πόλη του μετά την ομηρία ήταν από τις μεγάλες στιγμές που ζει ένας άνθρωπος. Εκείνη τη μεγάλη στιγμή, που μετά από τόσο καιρό, αντίκριζε το κάστρο στο έμπα του Ρεθύμνου, δεν θα μπορούσε να τον συγκινήσει ολόκληρος ο θησαυρός του κόσμου. Από τις ανήλιαγες στοές ανέπνεε τον αέρα της πόλης που τον γέννησε και απολάμβανε το φως της. Έβλεπε ξανά τους φίλους και συγγενείς που κάποιοι ίσως τον είχαν κιόλας ξεγράψει. Ποιος γλίτωνε εύκολα από τα στρατόπεδα εκείνα της κόλασης; Μόνο σε θαύμα οφείλετο η επιστροφή.
Ξαναγύρισε στους καθημερινούς ρυθμούς του και στα βιβλία του που ήταν η αχώριστη συντροφιά του. Κι όταν χόρτασε την απλή ομορφιά της ήρεμης καθημερινότητας άρχισαν πάλι να τον απασχολούν τα θέματα της πόλης του. Η δημοσιογραφία ήταν αυτή που του έδινε διέξοδο και βήμα να εκφράσει τις απόψεις του, αλλά ήταν κι ένα μετερίζι για να ξεκινήσει τους κοινωνικούς του αγώνες.
Καταπέλτης η πένα του
Εκτός από τη «Δημοκρατία» (1922-1933) εξέδωσε μια ακόμα εφημερίδα την «Πολιτεία» (1949-1950). Για μεγάλο διάστημα επίσης είχε τη διεύθυνση της εφημερίδας «Βήμα», επειδή ο διευθυντής της ήταν ασθενής.
Εκτός από την πολιτική αρθρογραφία, ασχολείτο με επιτυχία και με άλλους τομείς όπως το σχόλιο, το χρονογράφημα, η κριτική, χωρίς ποτέ να μειωθεί η γοητεία που ασκούσε στον αναγνώστη η χαρισματική του πένα.
Ένα τόσο ανήσυχο πνεύμα δεν θα μπορούσε να μην ενδιαφερθεί για την πολιτική. Έτσι τάχθηκε στον προοδευτικό χώρο. Εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και διατέλεσε πρόσεδρος του Δημοτικού συμβουλίου Ρεθύμνου.
Οι ευαισθησίες του για τον συνάνθρωπο δεν άργησαν να εκφραστούν με σπουδαίο κοινωνικό έργο, όπως η συμβολή του στην ίδρυση του Φιλοπτώχου Ταμείου του Οίκου ευγηρίας, της Πνευματικής Εστίας Ρεθύμνου. Με τον επιστήθιο φίλο του Πολύβιο Τσάκωνα εμπνεύστηκαν και ίδρυσαν το Σύνδεσμο για τη διάδοση των Καλών Τεχνών το 1931 με ταυτόχρονη λειτουργία και του παραρτήματος του ελληνικού ωδείου.
Η ζωή του Νικολάου Ανδρουλιδάκη ήταν άμποτις και παλίρροια καταστάσεων. Γνώρισε πολλές χαρές και την ευτυχία πλάι σε μια άξια σύντροφο. Αλλά και μεγάλες πίκρες αποχαιρετώντας πρόωρα αγαπημένα πρόσωπα. Εκείνος έμενε πάντα αγέρωχος και στη χαρά και στη συμφορά. Ήξερε να φιλοσοφεί τη ζωή του και να δέχεται με την ίδια αγωνιστική διάθεση κάθε δοκιμασία.
Υπόδειγμα ανθρώπου
Έτσι έμεινε υπόδειγμα πολίτη και ανθρώπου, πολύτιμου οδηγού για κάθε νέο άνθρωπο ιδιαίτερα λειτουργό της Θέμιδας, πρόθυμος συμπαραστάτης των αδικημένων και ακούραστος μελετητής του δικαίου.
Εμείς για το αφιέρωμα αυτό στηριχθήκαμε στη νεκρολογία του Γεωργίου Δρανδάκη και σε πληροφορίες από το βιβλίο που επιμελήθηκε ο Κωστής Η. Παπαδάκη «Ρέθυμνο 1900-1950».
Για τον Νικόλαο Ανδρουλιδάκη έχουν ασχοληθεί επίσης ο κ. Γιώργος Εκκεκάκης, που στην καλοσύνη του οφείλουμε τη φωτογραφία που κοσμεί το κείμενο από το πλούσιο αρχείο του, ο Κώστας Μαμαλάκης, ο Στέργιος Μανουράς, ο Λεωνίδας Μακρής, ο Κώστας Αντωνάκης, ο Μιχαήλ Μύρ. Παπαδάκις, η Αικατερίνη Τσουρλάκη Θεοφανοπούλου, ο Αρκάδιος Πηγαίος, ο Κώστας Τσικνάκης και η δέσποινα του Ρεθύμνου κ. Μαρία Τσιριμονάκη στο εξαιρετικό της βιβλίο «Εν Ρεθύμνω…».
Είχε γράψει σχετικά και ο Μανόλης Καλαϊτζάκης προλογίζοντας τον επικήδειο του Γεωργίου Δρανδάκη και δίνοντας την πεμπτουσία της μεγάλης αυτής απώλειας:
«Με το θάνατο του Νικολάου Ανδρουλιδάκη το Ρέθυμνο έχασε έναν πολύτιμο πνευματικό κεφάλαιο, ένα διαπρεπή επιστήμονα, ένα μαχητή δημοσιογράφο, ένα πιστό της δημοκρατίας που με θρησκευτική ευλάβεια και αφοσίωση την υπηρέτησε».
Για το Νικόλαο Ανδρουλιδάκη υπάρχει και οδός στην πόλη μας να τον θυμίζει, αν και οι αγώνες του μέσα από την πύρινη αρθρογραφία του ήταν και οι βασικοί πυρήνες της υστεροφημίας του, όπως την άξιζε άλλωστε.