Ήταν από τους γενναίους Ρεθεμνιώτες που εκτός από το καθήκον τους στην πατρίδα απάλλαξαν μικρές κοινωνίες από τους λήσταρχους που ταλαιπωρούσαν μικρές κοινωνίες. Σ’ αυτούς, τον Νικόλαο Ορφανουδάκη και τον Ιωάννη Δαφέρμο το σημερινό μας αφιέρωμα.
Ο Νικόλαος Ορφανουδάκης,γεννήθηκε στη Λούτρα το 1896.Στις 5 Μαρτίου 1915, κατετάγη στη διλοχία της ελληνοκρητικής λεγεώνος του 346 ου Γαλλικού Συντάγματος. Έλαβε μέρος σε ιστορικές μάχες με το σύνταγμα αυτό, αλλά και στην απόβαση της Θράκης 6-7 Αυγούστου 1915. Τον Οκτώβριο του 1916 κατετάγη στο Στρατό Εθνικής Αμύνης και την Πρωτομαγιά του 1917 μετετάγη στον εθνικό στρατό.
Σύμφωνα με νεότερες πηγές ο Νικόλαος Ορφανουδάκης βρέθηκε στη Σμύρνη το 1920, το 1922 επιστρέφει στην Ελλάδα και το 1923 υπηρετεί ως υπολοχαγός στα Γιάννενα.
Εκείνη την εποχή οι Ρεγγαίοι ληστές είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος στην περιοχή. Χαρακτηριστικό της τρομοκρατίας που είχαν επιβάλει είναι ότι είχαν προκηρυχθεί από την πολιτεία και μάλιστα με γενναίο ποσόν.
Ο Νικόλαος Ορφανουδάκης διέθετε εκτός από άριστα διοικητικά προσόντα και στρατηγικό μυαλό. Έτσι έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο με και με την ικανότητά του να εμπνέει το θάρρος στους άνδρες του κατάφερε να συλλάβει τους ληστές. Το κατόρθωμα του αυτό επαινέθηκε και με προαγωγή επ’ ανδραγαθία. Έλαβε βέβαια και τα χρήματα της επικήρυξης. Με την εντιμότητα που τον διέκρινε δεν θέλησε να κρατήσει μόνος του την αμοιβή αυτή. Μοιράστηκε το ποσόν με τους 12 άνδρες που τον είχαν βοηθήσει στην επικίνδυνη αυτή επιχείρηση.
Και με το μερίδιό του όμως είχε αποκτήσει μια οικονομική άνεση για την εποχή του.
Έτσι λοχαγός, αξιοσέβαστος, επέτρεψε στον εαυτό του να χαρεί και την οικογενειακή του ευτυχία.Είχε ήδη γίνει πατέρας ενός γιου, του Στέλιου, που λάτρευε.
Η πάταξη της εγκληματικότητας δεν έμεινε χωρίς συνέπειες. Σύντομα άρχισε να δέχεται απειλές για τη ζωή του από κακοποιά στοιχεία τα οποία έβλεπαν στο πρόσωπο του Ορφανουδάκη έναν αμείλικτο διώκτη. Δοκίμασαν τα πάντα οι κακοποιοί για να σταματήσουν τον λοχαγό που δεν έδειχνε να τους υπολογίζει. Κι αφού είδαν πως δεν τον πείθουν για την αποφασιστικότητά τους να του κάνουν κακό σκέφτηκαν να τον χτυπήσουν στο ευαίσθητο σημείο του που ήταν ο γιος του. Απειλούσαν λοιπόν με απαγωγή του μικρού και μαρτυρικό του θάνατο.
Ούτε και τώρα όμως κατάφεραν να γονατίσουν τον Ορφανουδάκη που έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του πίστευε ότι μπορούσε να αποτρέψει κάθε κίνδυνο που απειλούσε την οικογένειά του. Ο διοικητής του όμως που τον αγαπούσε σαν πατέρας και τον θαύμαζε, κατάλαβε ότι δεν θα αργήσει να πληρώσει τη γενναιότητά του αυτή. Γνώριζε καλά πως λειτουργούσαν τα κακοποιά αυτά στοιχεία και πως σίγουρα θα πλήγωναν τον Ορφανουδάκη με τις υποχθόνιες μεθόδους που συνήθιζαν. Θα τον αιφνιδίαζαν και θα έπαιρναν την εκδίκησή τους.
Στην Κομοτηνή και στο κίνημα Βενιζέλου
Αφού ο διοικητής του δεν κατάφερε να τον πείσει, αποφάσισε να δράσει πιο αποτελεσματικά. Και προχώρησε μυστικά τις διαδικασίες για τη μετάθεση του λοχαγού του σε τόπο που δεν θα κινδύνευε ούτε αυτός ούτε η οικογένειά του. Έγιναν όλα με απόλυτη μυστικότητα χωρίς ο λοχαγός να καταλάβει το παραμικρό.
Έτσι βρέθηκε ο Νικόλαος Ορφανουδάκης στην Κομοτηνή. Εκεί τον βρήκε το κίνημα Βενιζέλου στο οποίο πήρε μέρος από τους πρώτους. Ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Εθνάρχη και τώρα είχε μια ευκαιρία να το αποδείξει σαν γνήσιος Κρητικός. Η συμμετοχή αυτή δεν πέρασε χωρίς συνέπειες από τους αντιβενιζελικούς που με ιδιαίτερο μένος εναντίον του τον απέταξαν. Ο Ορφανουδάκης ξαφνιάστηκε για λίγο επειδή το στράτευμα ήταν η ζωή του. Για τίποτα στον κόσμο όμως δεν θα έδειχνε υποταγή για να επιστρέψει στο στράτευμα που λάτρευε. Σύντομα πήρε τη μοίρα του στα χέρια του παραμένοντας στην Κομοτηνή ως απλός πολίτης. Η ζωή του κυλούσε σε μια φρικτή αβεβαιότητα. Εξασφαλίζει τα προς το ζην ως «δικολάβος» και δίνει ποιότητα στην καθημερινότητά του με μια έντονη συμμετοχή στα κοινά υπηρετώντας τον πολιτισμό. Παίρνει μέρος σε πολλές δραστηριότητες και διακρίνεται για τις ιδέες και την καλαισθησία του.
Οι κόποι του και το ήθος του επιβραβεύονται όπως του αξίζει. Αναλαμβάνει καθήκοντα διευθυντού της τοπικής Εργατικής Εστίας και αρχίζει να εκφράζει και τις λογοτεχνικές του ανησυχίες. Πάντα ένιωθε την ανάγκη να γράψει αλλά τα στρατιωτικά του καθήκοντα τον περιόριζαν. Τώρα μπορούσε να αναπτύξει το ταλέντο του αυτό και να εκφραστεί λογοτεχνικά. Γράφει το ποιητικό δράμα «Ο θάνατος του κλέφτη» που ανεβάζει και στο θέατρο. Ούτε ο ίδιος δεν περίμενε τόση ανταπόκριση και τόσο ειλικρινή ενθουσιασμό από το κοινό που το παρακολούθησε. Η επιτυχία που σημειώνει τον κάνει ευρύτερα γνωστό στους καλλιτεχνικούς κύκλους.
Έχει καταφέρει να δώσει ποιότητα στη ζωή πολλών ομάδων μέσα από τις δικές του πρωτοβουλίες. Και έτσι καταξιώνεται από την τοπική κοινωνία που αναγνωρίζει τις αρετές του.
Και φθάνουμε στην κήρυξη του πολέμου 1940. Ο Ορφανουδάκης αισθάνεται θηρίο στο κλουβί. Βλέπει τους νέους να φεύγουν με το χαμόγελο στα χείλη και τρελαίνεται. Θέλει να τρέξει στο καθήκον αλλά δεν ξέρει πώς να το επιτύχει. Καταφεύγει σε μια μέθοδο που δεν τον εξέφραζε αλλά βρέθηκε τελικά στο πεδίο της τιμής. Και βρήκε ηρωικό θάνατο. Ο θάνατός του συγκλόνισε την κοινωνία της Κομοτηνής που λάτρευε τον Λουτριανό λεβέντη αξιωματικό. Βλέπουμε να τον τιμά ισότιμα με τους δικούς του ήρωες. Με απόφαση του δήμου δόθηκε το όνομα του Ορφανουδάκη σε κεντρικό δρόμο της πόλης. Αργότερα ιδρύθηκε και μουσείο με τα προσωπικά του αντικείμενα που επίσης φέρει το όνομά του.
Ιωάννης Δαφέρμος: Ο εφιάλτης των ληστών
Ο Ιωάννης Δαφέρμος ήταν ίσως ο μοναδικός Κρητικός αξιωματικός στην ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής που ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος (1864-1936) τον αποκαλούσε με το μικρό του όνομα.
Το όνομά του καθώς και το προσωνύμιο που του αποδόθηκε (ληστοφάγος) συνδέθηκε με την αποτελεσματική καταδίωξη των ληστοσυμμοριών της Κρήτης και ιδιαίτερα της Θεσσαλίας και οι εφημερίδες του μεσοπολέμου αφιέρωσαν ολόκληρες σελίδες για να περιγράψουν στους αναγνώστες τους τη ζωή και τα κατορθώματά του. Άφησε την τελευταία του πνοή στη Θεσσαλία και η Λάρισα ήταν η πόλη που δέχθηκε για πάντα στα σπλάχνα της το άψυχο σώμα του.
Γιος της Σοφίας και του Αριστείδη Δαφέρμου γεννήθηκε το 1898 στην Αξό του Μυλοποτάμου στην Κρήτη. Μετά τη φοίτησή του στο δημοτικό σχολείο της γενέτειράς του εγκαταστάθηκε με άλλους συμμαθητές του στο Ηράκλειο όπου φοίτησε στο γυμνάσιο της πόλης. Για λόγους καθαρά βιοποριστικούς κατατάχθηκε σε ηλικία 18 ετών (5 Οκτωβρίου 1916) στο σώμα της Χωροφυλακής. Το 1917 μετατέθηκε στη Θεσσαλία και τοποθετήθηκε στην υποδιεύθυνση Χωροφυλακής της Αγυιάς. Ο ζήλος που επέδειξε κατά τη συστηματική καταδίωξη και εξόντωση των ληστοσυμμοριών υπήρξε ο λόγος που «προήγετο πάντοτε επ’ ανδραγαθία» . Την 1η Αυγούστου 1918 προήχθη σε υπενωμοτάρχη, ενώ την 1η Απριλίου 1924 σε ενωμοτάρχη. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου (1878-1952) αποτάχθηκε από το Σώμα ως υποστηρικτής του Νικολάου Πλαστήρα (1883-1953). Το διάστημα αυτό εργάστηκε ως επιστάτης στα κτήματα των αδελφών Καρανίκα στη Λάρισα. Μετά την πτώση του Πάγκαλου και την επάνοδο του Βενιζέλου ο ευπατρίδης βουλευτής και ευεργέτης της Αγυιάς Δημήτριος Ηρακλείδης (1880-1956) μεσολάβησε ώστε να επανέλθει στην Χωροφυλακή. Στις 28 Οκτωβρίου 1928 τοποθετήθηκε διοικητής του καταδιωκτικού αποσπάσματος της Θεσσαλικής κωμόπολης, ενώ στις 6 Φεβρουαρίου 1929 προήχθη σε ανθυπασπιστή.
Στις 23 Μαρτίου 1930 το καταδιωκτικό απόσπασμα του Δαφέρμου ενεπλάκη σε μάχη με τη συμμορία του επικηρυγμένου Δημητρίου (Μήτρου) Τζατζά (1888-1930) στη θέση «Παλιοκαρυά» του Μικρού Κεσερλή (Ελάτεια) της Λάρισας. Κατά την ανταλλαγή των πυρών φονεύθηκαν ο Τζατζάς και οι δύο συνεργάτες του (Καραντώνης και Ζαμπούρας), ενώ τραυματίστηκαν θανάσιμα ο Ιωάννης Δαφέρμος και ο χωροφύλακας Σπύρος Τσιάμης, πατέρας τεσσάρων ανηλίκων τέκνων.
Την ίδια ημέρα τα σώματα των Δαφέρμου και Τσιάμη καθώς και οι κεφαλές των τριών ληστών με τα ακέφαλα σώματά τους μεταφέρθηκαν στη Λάρισα. «Η σημειωθείσα κοσμοσυρροή ήτο πρωτοφανής. Εις 10.000 τουλάχιστον ανήλθον οι συγκεντρωθέντες προ της Διοικήσεως Χωροφυλακής αίτινες πατείς με πατώσι προσεπάθουν να πλησιάσουν προς τας κεφαλάς των ληστών, αίτινες ήσαν ανηρτημέναι εις τα κάγκελλα του περιβόλου της Διοικήσεως. Ο πανζουρλισμός του πλήθους δεν περιγράφεται. Έμπλεων ενθουσιασμού εχειροκρότει και εζητωκραύγαζε την Χωροφυλακήν διά το κατόρθωμά της».
Τα σώματα των δύο νεκρών αξιωματικών μεταφέρθηκαν στο Δημοτικό Νοσοκομείο της πόλης, ενώ το απόγευμα της ίδιας ημέρας πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη η κηδεία τους από τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου, χοροστατούντος του μητροπολίτη Λαρίσης Αρσενίου Αφεντούλη. Παρευρέθηκαν οι δημοτικές, στρατιωτικές, αστυνομικές και δικαστικές αρχές της πόλης, όλοι σχεδόν οι δήμαρχοι και κοινοτάρχες της Θεσσαλίας, σύσσωμος ο Δικηγορικός και Εμπορικός Σύλλογος της Λάρισας, ο σύλλογος Κρητών και δεκάδες σύλλογοι και σωματεία της πόλης. Κατατέθηκαν δεκάδες στεφάνια, ενώ τους επικήδειους λόγους εκφώνησαν: Ο συνταγματάρχης και μετέπειτα Αρχηγός της Χωροφυλακής Βασίλειος Μπαρμπάτσης, ο δήμαρχος της Λάρισας Μιχαήλ Σάπκας (1873-1956), ο διοικητής του Β΄ Σώματος Στρατού στρατηγός Κωνσταντίνος Μανέτας (1879-1960) και ο νομάρχης της Λάρισας Σπυρίδων Πλατσαίος. Μετά το πέρας της εξόδιας ακολουθίας η νεκρική πομπή διέσχισε τους κατάμεστους από χιλιάδες πολίτες δρόμους της Λάρισας και κατευθύνθηκε προς το Παλαιό Νεκροταφείο όπου ο δήμος της Λάρισας είχε παραχωρήσει δωρεάν δύο τάφους. Την ίδια ημέρα προήχθη «τιμής ένεκεν» σε υπομοίραρχο.
Το 1931 ο φημισμένος γλύπτης της Λάρισας Στέφανος Σκούταρης (1880-1942) φιλοτέχνησε το ταφικό μνημείο πάνω στο οποίο χαράχθηκε η παρακάτω επιγραφή: «Ενθάδε κείται ο απαλλάξας του ληστρικού ζυγού την Θεσσαλίαν Υπομοίραρχος Χωροφυλακής Ιωάννης Α. Δαφέρμος Κρής την καταγωγήν ετών 32 έπεσε ηρωικώς μαχόμενος κατά την εξόντωσιν της ληστοσυμμορίας Τζατζά τη 23 Μαρτίου 1930».
Ο Ιωάννης Δαφέρμος κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Αγυιά νυμφεύθηκε την Άννα Πανανού με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Αριστείδη, την Ειρήνη, τον Νικηφόρο και τον Θεόδωρο. Από αυτά μόνον ο Θεόδωρος (γεν. 1926) βρίσκεται ακόμα εν ζωή.
Στις 29 Ιουλίου 2011 με πρωτοβουλία του αντισμηνάρχου ε.α. Γεωργίου Μ. Δαφέρμου (ανεψιού του Ιωάννη Δαφέρμου), πραγματοποιήθηκαν στην Αξό Μυλοποτάμου τα αποκαλυπτήρια της προτομής του θείου του, παρουσία των Αρχών και πλήθους κόσμου. Ο Ιωάννης Α. Δαφέρμος προσπέρασε πια τα σύνορα της ιστοριογραφίας και άρχισε πλέον να βαδίζει στα δυσπρόσιτα μονοπάτια του μύθου.
Αναφέρει για τον ήρωα σε μια ενδιαφέρουσα εργασία του ο κ. Γιάννης Κουνδουράκης πρώην πρόεδρος των Αστυνομικών Υπαλλήλων
«Ξημέρωμα Κυριακής 23 του Μάρτη του 1930. Ο τηλέγραφος του υπουργείου Εσωτερικών άρχισε να χτυπά και πάλι. Ο υπουργός Σίδερης και μερικοί άλλοι, με αγωνία κουλουριάστηκαν πάνω του. Αποστολέας των τηλεγραφημάτων ο νομάρχης Λάρισας: «Αναφέρω ότι συμμορία Τζατζά περικυκλωθείσα από νυκτός εις την θέσιν Παλαιοκαρυά παρά το χωρίον Μικρό Κεσερλή, υπό δυνάμεως δέκα πέντε αποσπασμάτων εξοντώθει κατόπιν διώρου συμπλοκής εν μέσω απόκρημνων βράχων. Εφονεύθη ο λήσταρχος Τζατζάς και ο ληστής Καραντώνης. Του Ζάμπουρα τραυματισθέντος ασφαλώς επίκειται η εξόντωσης. Κατά τη συμπλοκή εφονεύθη ο Ανθυπασπιστής Δαφέρμος και εις Χωροφύλακας. Έτερος δε χωρ/κας ετραυματίσθη σοβαρώς».
Η μάχη για την εξόντωση του λήσταρχου Τζατζά, ήταν η ταφόπλακα της ληστοκρατίας στην Ελλάδα. Εκατό χρόνια πέρασαν από την ανεξαρτησία του Ελληνικού κράτους και οι λήσταρχοι εξακολουθούσαν να λυμαίνονται και να τρομοκρατούν την ύπαιθρο. Ήταν οι «Βασιλείς των Ορέων» όπως αρέσκονταν να αυτοαποκαλούνται και να υπογράφουν στις απειλητικές επιστολές τους. Οι απαγωγές για λύτρα, οι δολοφονίες, οι ληστείες ήταν συχνά φαινόμενα.
Το ελληνικό κράτος αδυνατούσε όλα αυτά τα χρόνια να πατάξει αποτελεσματικά τα φαινόμενα αυτά. Όμως μέσα από τις αδυναμίες αυτές δόθηκε η ευκαιρία να φανεί η προσωπική ανδρεία και το θάρρος μερικών από τους άνδρες των καταδιωκτικών αποσπασμάτων και τα ονόματα τους έγιναν θρύλοι και τραγούδια και προφέρονται με σεβασμό ακόμη και σήμερα. Ανάμεσα στην πρώτη σειρά των ανδρών αυτών φιγουράρει το όνομα του ανθυπασπιστή Ιωάννη Δαφέρμου.
Η φήμη του έκαμε φτερά, ξέφυγε από τα στενά όρια της Λάρισας όπου υπηρετούσε και πέταξε σε όλη την ορεινή Ελλάδα, ενώ η παρουσία του σκορπούσε αισθήματα εμπιστοσύνης και ασφάλειας στους τρομοκρατημένους κατοίκους. Το όνομα του έγινε συνώνυμο με τον ανδρισμό και την παλικαριά και έχαιρε σεβασμού και εκτίμησης ακόμη και από ληστές. Το παρατσούκλι του ήταν «Ληστοφάγος» γιατί κατάφερε να διαλύσει μερικές από τις πιο σκληρές συμμορίες, να σκοτώσει και να συλλάβει αρκετούς διαβόητους ληστές.
Ήταν όμορφος νέος, πολύ ψηλός, χειροδύναμος, τίμιος και πάντα ειλικρινής. Οι εφημερίδες του αφιερώνουν πρωτοσέλιδα και τότε του αποδίδουν το «Ληστοφάγος». Η αγάπη και η εκτίμηση του απλού κόσμου στο πρόσωπο του είναι πρωτοφανής. Όπου βρεθεί γίνεται αντικείμενο θερμών εκδηλώσεων. Λίγες μέρες αργότερα, 6 του Φλεβάρη του 1929, προάγεται σε ανθυπασπιστή. Tην Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου οι ληστές θα καταφέρουν και πάλι να κόψουν την ανάσα των Ελλήνων.
Ο διαβόητος λήσταρχος Τζατζάς θα ακινητοποιήσει με τη συμμορία του και θα ληστέψει εκατόν είκοσι περίπου άτομα παραθεριστές που επιστρέφουν από το πανέμορφο Περτούλι στα ορεινά Τρίκαλα. Στόχος του η απαγωγή των παιδιών των πάμπλουτων οικογενειών του Αναστάσιου Αβέρωφ (ένα από τα δύο ήταν ο κατοπινός αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Ευάγγελος έφηβος τότε), καθώς και τα παιδιά των Ραπταίων που είχε στο παρελθόν απαγάγει ο Γιαγκούλας και ήταν αυτά η αφορμή να σκοτωθεί στον Όλυμπο. Θα σταθεί όμως άτυχος, γιατί ενώ η πληροφόρηση του είναι σωστή, από καθαρή σύμπτωση δεν θα είναι εκεί, ούτε οι μεν, ούτε οι δε. Θα πιάσει όμως πέντε ομήρους και μεταξύ αυτών ένα Ενωμοτάρχη ένα γιατρό και τον βουλευτή Σωτήρη Χατζηγάκη (παππού του πρώην υπουργού Γεωργίας) και θα ζητήσει λύτρα 5.000.000. Ολόκληρη η Ελλάδα συγκλονίζεται. Το κράτος αδύναμο, διασύρεται για άλλη μια φορά και το Υπουργικό συμβούλιο συνεδριάζει εκτάκτως. Τις επόμενες μέρες χωροφύλακες, στρατιώτες, εύζωνοι ακόμη και ιππικό εξαπολύονται στο κυνήγι του Τζατζά. Ύστερα από εννιά μέρες οι όμηροι θα αφεθούν ελεύθεροι χωρίς να καταβληθούν τα λύτρα.
Το κυνήγι των ληστών θα διαρκέσει ως το Μάρτη. Τότε τα αποσπάσματα του Δαφέρμου, του Βαρδουλάκη και άλλα θα τους κυκλώσουν στο Μικρό Κεσερλή και θα τους εξοντώσουν. Το τίμημα όμως θα είναι βαρύ. Η απώλεια του Ληστοφάγου Δαφέρμου συγκλονίζει το πανελλήνιο. Εκτός των άλλων άφησε τέσσερα μικρά ορφανά. Στη Λάρισα το πένθος είναι βαρύ.
Ο Νικόλαος Ορφανουδάκης και ο Ιωάννης Δαφέρμος ήταν δυο ακόμα Ρεθεμνιώτες που τίμησαν τον τόπο τους υπερασπιζόμενοι αθώες ψυχές. Και επάξια πέρασαν στην αθανασία με τον απαράμιλλο ηρωισμό με την ευγνωμοσύνη όσων ευεργέτησαν.