Μια σπουδαία συλλογή του κοσμεί το Μουσείο Μπενάκη
Συμπληρώθηκαν αυτές τις μέρες ακριβώς 13 χρόνια από τότε που ο σπουδαίος Ρεθεμνιώτης εικαστικός, Νίκος Αλεξίου, έφυγε από την ζωή και «πέταξε» για άλλες κοσμικές διαστάσεις, όπου «απέδρα πάσα λύπη και στεναγμός». Ο θάνατός του ήταν μια μεγάλη απώλεια για τον καλλιτεχνικό χώρο, στον οποίο ο αξέχαστος συμπολίτης είχε σημειώσει αρκετές μεγάλες επιτυχίες και είχε καταξιωθεί μέσα από αυτές.
Το Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζει αυτό το διάστημα έκθεση με τίτλο «Νίκος Αλεξίου «Η Συλλογή», που περιλαμβάνει την μεγάλη συλλογή έργων που είχε δωρίσει στο Μουσείο ο Νίκος Αλεξίου. Την επιμέλεια της έκθεσης έχουν η Πολύνα Κοσμαδάκη και ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης και θα διαρκέσει έως τις 26 Μαΐου. Με αυτή την ευκαιρία, αξίζει να θυμηθούμε αυτόν τον εξαιρετικό καλλιτέχνη.
Ο Νίκος Αλεξίου γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1960. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1984). Έγινε γνωστός για τα δαντελωτά του έργα σε χαρτί, τα καλαμένια περίπτερα και τις ψηφιακές εκτυπώσεις, στις οποίες επεξεργάστηκε τα πατώματα της Μονής Ιβήρων στο Άγιο Όρος και του Αγ. Μάρκου στη Βενετία, βυζαντινής προέλευσης και τα δύο. Το 2003 κέρδισε το βραβείο του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ. Το 2005 συμμετείχε στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας και το 2007 στην Μπιενάλε της Βενετίας. Ασχολήθηκε, επίσης με τη σκηνογραφία συνεργαζόμενος με θεατρικές σκηνές.
Θυμάμαι έφηβο τον Νίκο Αλεξίου να δείχνει από τόσο νωρίς ένα σπάνιο ταλέντο που δεν ήθελε όμως να προβάλει. Ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος του καλλιτέχνη δημιουργού. Ύφος κάπως αφηρημένο, ένα χαμόγελο ταπεινού χαμομηλιού κι ένα ερευνητικό βλέμμα που έφθανε στην ψυχή σου. Σαν ένα τρομαγμένο παιδί έμοιαζε πάντα ο Νίκος και μόνο μπροστά στα έργα του αποκτούσε την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν για να τα υποστηρίξει.
Από τις μεγάλες στιγμές στη ζωή του ήταν όταν εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 23η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (2005), καθώς και στην 52η Μπιενάλε της Βενετίας (2007), με το πολυσυζητημένο έργο του The End, μια μεγάλη εγκατάσταση εμπνευσμένη από το ψηφιδωτό δάπεδο του Καθολικού της Μονής Ιβήρων. Μια περιληπτική εκδοχή του έργου, με ψηφιακά επεξεργασμένες αποτυπώσεις του ίδιου ψηφιδωτού, εκτέθηκε παράλληλα στην Αθήνα (Γκαλερί Ζουμπουλάκη, 2007) και στο Μόναχο (Françoise Heitsch / Gallery For Contemporary Art, 2007). Παράλληλα με την εικαστική του δουλειά, σκηνογράφησε πλήθος θεατρικών παραστάσεων, κυρίως στην Ελλάδα. Συνεργάστηκε με τη χοροθεατρική «Ομάδα Εδάφους» του Δημήτρη Παπαϊωάννου και με πολλούς σημαντικούς θιάσους. Υπήρξε επίσης συλλέκτης έργων σύγχρονης τέχνης. Μέχρι τον πρόωρο θάνατό του (Αθήνα, 2011), είχε παρουσιάσει το έργο του σε πάνω από 15 ατομικές εκθέσεις και σε πολλές ομαδικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Από τους στενούς συνεργάτες του Νίκου Αλεξίου ήταν ο Κωστής Καπελώνης, με τον οποίο είχαν δημιουργήσει θεατρικό σχήμα. Η ιδέα ξεκίνησε από μια συζήτηση με τον Νίκο, για το αν θα μπορούσαν να φτιάξουν κάτι μαζί, που θα ήταν κάτι σαν θέατρο, ενταγμένο μέσα σε μια εικαστική εγκατάσταση. Δηλαδή, να φτιάξει ο Αλεξίου έναν εικαστικό χώρο, μέσα στον οποίο ο Καπελώνης θα έβαζε ηθοποιούς να παίξουν μια παράσταση.
Η συνεργασία με τον Κωστή Καπελώνη
«Δεν είχαμε έργο», θα πει ο Κωστής Καπελώνης σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Περί Ου» (8 Απριλίου 2023), «δεν είχαμε ιδέα, τι θέλαμε να κάνουμε. Αυτή η μη ιδέα συγκέντρωσε άλλους επτά, (τέσσερις ηθοποιούς, έναν μουσικό, μια δικηγόρο, έναν διαφημιστή). Ονομάσαμε το σχήμα Θ όπως Θέατρο. Κατά σύμπτωση οι εταίροι ήμασταν εννιά» (Σ.Σ Τα 9 μέλη της Αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας, που έφτιαξαν το Θ όπως Θέατρο, ήσαν (με αλφαβητική σειρά): Νίκος Αλεξίου, Αλέκος Βασιλάτος, Έλενα Βόγλη, Κωστής Καπελώνης, Βαγγέλης Λιοδάκης, Ζωή Μήλιου, Στέλιος Πέρρος, Γιώργης Σηφακάκης, Σταύρος Σιόλας).
Έχει ενδιαφέρον και η ιδρυτική πράξη του θεατρικού σχήματος που έφτιαξαν με τον Νίκο Αλεξίου το 2002 γιατί περιγράφει ακριβώς το όραμα των δυο καλλιτεχνών και αναφέρει:
Να κάνουμε Τέχνη με τα όνειρα μας κι όχι εκ των ενόντων· με το περίσσευμα της ψυχής μας κι όχι με τα ελλείμματά της· με το κορμί μας και το μυαλό μας κι όχι με τους κανόνες ή τη μόδα· με τη λιτότητα μιας πλούσιας πνευματικότητας κι όχι με τη μιζέρια μιας πνευματικής φτώχειας· με το ολίγο το δικό μας κι όχι με το πολύ των άλλων.
Γι’ αυτούς που το ’χουν ανάγκη κι όχι γι’ αυτούς που θα χειροκροτήσουν· γι’ αυτούς που θα λένε ευχαριστώ κι όχι μπράβο· γι’ αυτούς που αναζητούν ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο.
Γι’ αυτούς που μας αγάπησαν· γι’ αυτούς που αγαπάμε· γι’ αυτούς που θα μας αγαπήσουν. Για να ’χουμε δυο στιγμές και τρεις ανθρώπους να θυμόμαστε στις κρύες νύχτες του απογεύματος.
Για να γίνει ο ενεστώτας χρόνος της ελπίδας. Γιατί το παρελθόν άθαφτο σαπίζει· γιατί το μέλλον είναι ήδη παρόν και ουρλιάζει· και κανείς δεν ακούει.
«Αρχίσαμε να ψάχνουμε έργο» προσθέτει μιλώντας στο «Περί Ου» ο Καπελώνης «Η πρώτη ιδέα ήταν να θεατροποιήσουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Ψάχναμε όλοι και προτείναμε απίθανα πράγματα, ώσπου ο Νίκος έφερε ένα παραμύθι, που του άρεσε πολύ.
Ήταν ένα μεταγραμμένο σε σύγχρονα ελληνικά, παραμύθι του 1900 σε δωδεκανησιακή διάλεκτο, που -κατά μια άλλη παράξενη σύμπτωση- έμοιαζε λιγάκι με το θέμα του βασιλιά Ληρ, δηλαδή πώς φροντίζει την κληρονομιά του ένας γέρος.
Έψαξα το πρωτότυπο, το βρήκα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Ένα παραδοσιακό παραμύθι από την Κω, «Οι Γονιοί ή Οι γέροι και τα καλά τος», καταγραμμένο από έναν παράξενο τύπο, αρχαιοδίφη, αρχαιοκάπηλο, τυχοδιώκτη και λογοτέχνη, τον Ιάκωβο Ε. Ζαρράφτη, κατά παραγγελία ενός Άγγλου καθηγητή, του W.H.D. Rouse, που ταξίδευε, γύρω στα 1900, στα ελληνικά νησιά και τα παράλια της Μικρασίας, και το 1950, ένας άλλος Άγγλος καθηγητής, σπουδαίος ελληνιστής, γλωσσολόγος και λαογράφος, ο R.M. Dawkins, έκανε, μια περισπούδαστη έκδοση από το χειρόγραφο, που φιλοξενούσε το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ κι έτσι έφτασε σε μας, για την πρόβα μας και έδωσε ψυχή και λόγια στο χάρτινο παραμύθι μας.
Είχαμε λοιπόν δεδομένο ένα κείμενο παραμυθιού, που δεν θέλαμε να διασκευάσουμε σε θεατρικό έργο, αλλά απλώς να το αφηγηθούμε, με κάποιον «άλλο» θεατρικό τρόπο, «άλλο» ως προς τι, δεν ξέραμε και παράλληλα είχαμε μια πρώτη ύλη σκηνικού από χρωματιστά χαρτιά, που τότε ο Αλεξίου τα χρησιμοποιούσε για να φτιάχνει τις περίφημες κουρτίνες του. Δηλαδή είχαμε ένα παραμύθι και μερικά χρωματιστά χαρτιά.
Αγνοήσαμε ακόμη και τον τίτλο του παραμυθιού και ονομάσαμε την παράσταση μας «Παραμύθι από Χαρτί».Το Χαρτί συνδέθηκε με το θεατρικό κείμενο, γι’ αυτό και η επιτροπή των κριτικών, που έδινε τα βραβεία Κάρολος Κουν, μας έδωσε το βραβείο Δραματουργίας του 2002.
Έτσι προέκυψε ένα υβρίδιο θεάτρου, που δεν καταφέραμε πότε να συνεχίσουμε.
Η αρχική εικαστική ιδέα του Αλεξίου, που ήθελε τα χαρτιά-σκηνικό σε αλλεπάλληλες κουρτίνες, άλλαξε, δυο βδομάδες πριν την παράσταση.
Τα δέκα χαρτιά έγιναν χρωματιστά ποτάμια, που έρχονταν από τον ουρανό και με έναν χειροποίητο μηχανισμό μπορούσαν να αλλάζουν ύψος και σχήματα. Μια βδομάδα πριν την παράσταση ο Αλεξίου μας έδωσε την ευχή του και έφυγε για το Όρος, για προσευχή, αφήνοντάς μας σε απόλυτη ελευθερία, να κάνουμε, ότι θέλουμε τη σκηνική του εγκατάσταση. Την κάναμε τα πάντα.
Όμως το χαρτί ήταν πολύ ευαίσθητο, σκιζόταν πολύ εύκολα στην παραμικρή απροσεξία κι έτσι μας επέβαλε μια αυστηρή δική του υποκριτική συμπεριφορά, που εξασφάλισε τους μαγικούς μετασχηματισμούς του. Η ευαισθησία του και ο ήχος του υπαγόρευαν τον τρόπο χρήσης των ήχων, των ηθοποιών, της κίνησης, της μουσικής, της εκφοράς του λόγου.
Η επόμενη παράσταση του Θ όπως Θέατρο, τηρούσε τον καταστατικό χάρτη του σχήματος, αλλά -παρά την επιτυχία της- δεν κατάφερε, να πάει πέρα από το «Παραμύθι από Χαρτί». Γιατί απλούστατα της έλειπε ο Αλεξίου».
Αυτή η απουσία όπως ακριβώς την τονίζει ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης όπως ο Κωστής Καπελώνης δείχνει και το μέγεθος της αξίας του Νίκου Αλεξίου, που θα μπορούσε να προσφέρει πολλά περισσότερα στην τέχνη αν δεν του έκοβε την δημιουργική πορεία του ο θάνατος.
Πολύτιμη η συλλογή που δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη
Το 2010, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, ο Νίκος Αλεξίου (1960-2011) δώρισε στο Μουσείο Mπενάκη μια πλούσια συλλογή νεότερης τέχνης που συνέλεγε με ιδιαίτερη προσήλωση και υπομονή, παράλληλα με το καλλιτεχνικό του έργο, που αυτή την περίοδο παρουσιάζεται σε έκθεση όπως προαναφέραμε. Η συλλογή, που περιλαμβάνει 236 έργα από ογδόντα τέσσερις καλλιτέχνες, μπορεί να κατανοηθεί και ως ένα «ανοιχτό έργο», το οποίο ο Αλεξίου αναδιέτασσε συνεχώς στους τόπους κατοικίας του, πολλαπλασιάζοντας τις συνάψεις και τις αφηγήσεις. Σύμφωνα με τους ειδικούς αναλυτές πρόκειται για ένα ιδιότυπο σύνολο έργων σύγχρονης τέχνης Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, η οποία αποτελεί μία ακόμη πτυχή ενός πολύπλευρου δημιουργού.
Είχε πει σχετικά για τη συλλογή αυτή η επιμελήτρια της έκθεσης, Πολύνα Κοσμαδάκη μιλώντας στην Αργυρώ Μποζώνη για το Lifo.
«Ο Νίκος μας εμπιστεύτηκε μια συλλογή που είναι σαν έργο. Δεν τη δείξαμε ποτέ «σπασμένη», θέλαμε πάντα να τη δείξουμε ολόκληρη από σεβασμό στον Νίκο -την παρουσιάζουμε ως ένα έργο υπογεγραμμένο από τον ίδιο. Θεωρούμε ότι δεν θα ήθελε να αναπαραγάγουμε τον τρόπο που αυτός θα έστηνε τη συλλογή μα περισσότερο να ενεργοποιήσουμε, να προτείνουμε μια νέα ερμηνεία. Είναι σαν να έχουμε έναν διαρκή διάλογο με αυτόν και το έργο του. Ο τρόπος που είδαμε την έκθεση δεν αντιγράφει τον τρόπο που έβλεπε ο Νίκος τη συλλογή του· παίρνει τις βασικές αρχές του τρόπου που συνέλεγε, οι οποίες αντιστοιχούν στις βασικές αρχές του έργου του, προκειμένου να κατανοήσει και ο επισκέπτης τη σημασία της υλικότητας, της χειρονομίας του χειρωνακτικού στοιχείου, του τοπίου, της σωματικότητας. Όλα εκείνα που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πάθος για τη δημιουργία και τη συνύφανση κόσμων.
Δώρισε τη συλλογή του ως ένα ενιαίο σύνολο. Είναι σημαντικό για το μουσείο, γιατί ήταν η πρώτη συλλογή σύγχρονης τέχνης που μας δώρισαν -μέχρι τότε το μουσείο δεν είχε μεγάλη δραστηριότητα σύγχρονης τέχνης- και γενικώς ήταν μια κίνηση που μας έκανε να σκεφτούμε τι θα κάνουμε στη συνέχεια. Το μουσείο τη δέχτηκε με μεγάλη συγκίνηση γιατί χάρη σε αυτήν σηματοδοτήθηκε η σχέση που έχουμε σήμερα με τους σύγχρονους καλλιτέχνες».
Για τη συλλογή αυτή ο συνεπιμελητής της έκθεσης, Γιώργος Τζιρτζιλάκης στο ίδιο αφιέρωμα, αναφέρει: «Δεν είναι ασυνήθιστο ένας καλλιτέχνης να διαθέτει συλλογή έργων ομοτέχνων του. Ασυνήθιστη, εντούτοις, είναι η σχεδόν φετιχιστική εμμονή που αναπτύσσει με αυτήν. Στα «μύχια της ψυχής» του καλλιτέχνη-συλλέκτη «ενοικούν πνεύματα αερικά», όπως τα αποκαλεί ο Walter Benjamin, που επενεργούν με τέτοιο τρόπο ώστε να θεωρεί πως «η κατοχή είναι η βαθύτερη όλων των σχέσεων που μπορεί να έχει κανείς με τα αντικείμενα: όχι πως αυτά θα ζωντανέψουν μέσα του· αντίθετα, αυτός κατοικεί μέσα τους Τέτοια νομίζω ότι είναι η περίπτωση του Νίκου Αλεξίου».
Πρόκειται, εξάλλου, για έργα, μέσω των οποίων, ως επί το πλείστον, μάθαμε τους καλλιτέχνες που τα δημιούργησαν. «Με τον Μανώλη Ζαχαριουδάκη λέγαμε, κάποτε, ότι γίναμε καλλιτέχνες, επειδή δεν είχαμε χρήματα για να γίνουμε συλλέκτες», έλεγε ο Νίκος Αλεξίου.
Μια μεγάλη απώλεια για την τέχνη
Αναζητώντας στοιχεία στο διαδίκτυο για το αφιέρωμα αυτό, που σκοπό έχει να τιμήσει τη μνήμη του σπουδαίου εικαστικού βρήκαμε αρκετές αναφορές από τα σημαντικότερα ονόματα στο χώρο της Τέχνης.
Το 2016, επέτειο του θανάτου του Αλεξίου, είχε γίνει εκτενής αναφορά στην εφημερίδα των Συντακτών από την Παρή Σπίνου, στην οποία τονίστηκε ότι: «Ο Νίκος Αλεξίου, πρωτοποριακός εικαστικός, από τους σημαντικότερους της γενιάς του. Από την πρώτη του κιόλας έκθεση στα μέσα της δεκαετίας του ’80 στην ιστορική γκαλερί «Δεσμός», έδωσε το ιδιαίτερο στίγμα του. Επικεντρώθηκε σε ταπεινά υλικά, δημιούργησε τα «Πρίσματα» που αναλύουν το φάσμα του λευκού φωτός, αλλά και τα «Ηλιακά Σπίτια» – λιτές αρχιτεκτονικές κατασκευές με καλάμια.
Πιο γνωστός ακόμη έγινε με τα δαντελωτά κοπτικά του μοτίβα από χαρτί, τις χάρτινες κουρτίνες, τα πλέγματα-σκελετούς από καλάμι, κ.ά. Το 1995 θα βρεθεί για πρώτη φορά στο Άγιον Όρος και η πνευματικότητα, το μυστήριο, ο ασκητισμός και η μεταφυσική επηρέασαν βαθιά το έργο του…».
Για τους «αμύητους» περί της τέχνης παραθέτουμε τις παραπάνω κρίσεις και αναλύσεις ειδικών για την πορεία και το έργο του Νίκου Αλεξίου που δημιουργούσε μεγαλειώδη έργα με τα πιο ταπεινά υλικά. Για να συνειδητοποιήσουμε πως αφήσαμε να χαθεί στη λήθη ένας τόσο σημαντικός καλλιτέχνης που τίμησε τον τόπο του όσο λίγοι «και εκτός των τειχών». Αυτό τον μοναδικό καλλιτέχνη, από τους σπάνιους μεγάλους του καιρού του το Ρέθυμνο τον ξέχασε, χωρίς καν μια τύψη. Λέγονται άραγε, εκφραστές πολιτισμού μιας πόλης, οι δημοτικοί παράγοντες που αντιμετώπισαν με τόση αδιαφορία αυτό τον καλλιτέχνη; Γιατί άραγε έμεινε αναξιοποίητη η σημαντική μελέτη του για να γίνει λειτουργικό το Σπίτι του Πολιτισμού; Γιατί έπεσε επίσης στο κενό η πρόταση του θεατρολόγου κ. Μανόλη Σειραγάκη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης, που πρότεινε τον Νοέμβριο του 2022 στο Δημοτικό Συμβούλιο να προχωρήσει το έργο με βάση τη μελέτη του Αλεξίου και τιμής ένεκεν να πάρει η αίθουσα το όνομά του;
Από όσο θυμάμαι επειδή έζησα από κοντά όλα αυτά τα γεγονότα και βίωσα όσο ζούσε τις ανησυχίες του αξέχαστου Νίκου από τον καιρό της εφηβείας του ακόμα, ο μόνος δημοτικός παράγων που έδειξε πράγματι σεβασμό στο έργο του Νίκου Αλεξίου ήταν ο Βαγγέλης Στεφανάκης από τους άξιους συνεχιστές και του Αναγεννησιακού Φεστιβάλ, όταν ο θεσμός από την τότε Νομαρχία πέρασε στο Δήμο. Αυτός ήταν που έτρεχε να βγάλει το Νίκο Αλεξίου από το κρατητήριο (κι αυτό το κάναμε στην πόλη αυτή) από μια παρεξήγηση.
Ήταν τότε που ο Νίκος θέλοντας να προστατέψει ένα σκηνικό που είχε κάνει για το Δημοτικό Θέατρο κράτησε το έργο για προστασία μέχρι την παράσταση και δέχτηκε μήνυση, επειδή ο τότε αρμόδιος παράγων του θεάτρου θεώρησε ότι δολίως έπραξε ο μεγάλος καλλιτέχνης. Κι έτσι πέρασε μια νύχτα στο κρατητήριο ο άνθρωπος που έκανε τόσο περήφανο το Ρέθυμνο στις μεγάλες διοργανώσεις που έπαιρνε μέρος.
Μήπως θα ‘πρεπε -λέω εγώ τώρα με το φτωχό μου το μυαλό- να αποφασίσει το νέο δημοτικό συμβούλιο, μια αλλαγή πλεύσης στον τομέα της αξιολόγησης του πνευματικού και καλλιτεχνικού δυναμικού μας; Να πάψει η λογική του «πας μη δημοτικός παράγων ή της δημοτικής οικογενείας «βάρβαρος» και από τον Νίκο Αλεξίου και την καταξίωσή του, όπως του αξίζει, να ξαναγίνουμε η πόλη των Γραμμάτων και κυρίως συνειδητά πνευματικών ανθρώπων; Γιατί ποιος λογίζεται πνευματικός άνθρωπος; Αυτός που τιμά κάθε μορφή τέχνης και κάθε σπουδαίο συμπολίτη, που πέρασε κι άφησε αποτύπωμα στο πολιτιστικό μας γίγνεσθαι. Γεγονός είναι ότι ποτέ δεν είναι αργά.
Ήδη από τον τάφο του Γιάννη Δαλέντζα, που επιτέλους ξεχορτάριασε κι ευπρεπίστηκε, αρχίσαμε να ελπίζουμε. Ας ελπίσουμε πως με την αποκατάσταση και του Νίκου Αλεξίου, η ελπίδα μας θα γίνει πια μια ευλογημένη βεβαιότητα. Γένοιτο. Το οφείλουμε στη μνήμη ενός σπουδαίου ανθρώπου που ποτέ δεν απασχόλησε κανένα για τον εαυτό του και τις φιλοδοξίες του. Άφηνε να μιλήσει το έργο του γεμάτο από όραμα και ιδανικά. Αυτό που τον καταξίωσε και τον κατέταξε στη χορεία των σημαντικών Ελλήνων εικαστικών.