«Περαστικά, φίλε Nobel» είχε τίτλο το άρθρο μου στις τοπικές εφημερίδες του Ρεθύμνου, πριν από 9 και κάτι χρόνια. Το επαναλαμβάνω σήμερα που η είδηση του θανάτου σου έφτασε στα αυτιά μου, χωρίς να προσθέσω ή να αφαιρέσω τίποτα, με τη σύμφωνη γνώμη των φιλόξενων ρεθεμνιώτικων εφημερίδων.
Ο Nobel Armand βρίσκεται στο Νοσοκομείο εδώ και 7 εβδομάδες. Έκανε μια σοβαρή εγχείρηση διάρκειας 8 ωρών και τώρα αναρρώνει με ταχείς ρυθμούς, έχοντας μάλιστα ξαναβρεί το τυπικό του χιούμορ.
Ο Nobel γεννήθηκε πριν από 60 περίπου χρόνια στην Προβηγκία και φοίτησε στην πόλη Βενς στο σχολείο του Σελεστέν Φρενέ. Για όσους είμαστε εκπαιδευτικοί, το «Σχολείο του Λαού», στο οποίο η μητέρα του υπήρξε διευθύντρια, έχει περάσει στο επίπεδο του μύθου, αν και η βιβλιογραφία στα ελληνικά είναι ελάχιστη (μία έκδοση από τον «Οδυσσέα», το 1977). Στο σχολείο αυτό ο Nobel έμαθε να τρώει υγιεινά και να μην βάζει στο στόμα του το κρέας, να κοιμάται με ανοιχτά παράθυρα και να μπαίνει αξημέρωτα το πρωί σε κρύο νερό. Είναι αυτές ακριβώς οι συνήθειες που τον κάνουν σήμερα να αντέχει αγόγγυστα την ταλαιπωρία που υφίσταται, χωρίς μάλιστα ούτε στιγμή να έχει χάσει την απίστευτη γαλατική του ευγένεια.
Ο Nobel είναι άνθρωπος του κόσμου. Έχει σπουδάσει ούτε λίγο ούτε πολύ τέσσερις τομείς της επιστήμης και του πολιτισμού (ψυχολογία, κοινωνιολογία, φιλοσοφία και μουσική), στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ελβετία και τις ΗΠΑ (Βοστώνη). Από μουσική έχει σπουδάσει βιολί, κρουστά και διεύθυνση ορχήστρας και έχει παρακολουθήσει μεταπτυχιακά μαθήματα στο Μπαϊρόιτ και στη Σιένα. Κατά τη δεκαετία του 1970 ασχολήθηκε με τη δημιουργία πανεπιστημιακών συμφωνικών ορχηστρών στην πατρίδα του, στη Γερμανία και στις ΗΠΑ. Να προσθέσουμε ότι ο Nobel είναι πολύγλωσσος και διπλωματούχος καθηγητής ναυαγοσωστικής και υποβρύχιας κολύμβησης.
Από το 1984 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Υπήρξε σύμβουλος του τότε υπουργείου Νέας Γενιάς, ειδικός σύμβουλος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας – Τηλεόρασης και, για τέσσερα χρόνια, υπεύθυνος πολιτιστικών προγραμμάτων και διεθνών σχέσεων του Δήμου Αθηναίων.
Μετά από όλα αυτά βρέθηκε στο Ρέθυμνο, υπεύθυνος για τα ευρωπαϊκά προγράμματα του Δήμου. Καλά να πάθει, θα λέγαμε! Δεν ήξερε, τουλάχιστον δε ρώταγε; Αν τον ρωτήσετε λέει ότι δεν το μετανιώνει. Σε μια συνέντευξη, μάλιστα, είχε δηλώσει ότι «… στην Ελλάδα μπορώ να πετύχω άνετα πράγματα, που θα ήταν ανέφικτα αλλού. Τόση είναι η καλή διάθεση και η προσαρμοστικότητα των υπευθύνων».
Για να μην τα πολυλογούμε, αυτή η καλή του διάθεση (η δική του, όχι των υπευθύνων!) είναι που έχει φέρει στην πόλη μας αρκετά κονδύλια από τα ευρωπαϊκά ταμεία, είτε για βιολογικούς καθαρισμούς και ΧΥΤΑ (που στην ελληνική πραγματικότητα μετατράπηκαν σε χωματερές), είτε για τα έργα της παλιάς πόλης και τα αντιπλημμυρικά. Δεν πιστεύω να υπάρχει κανένας γνώστης των πραγμάτων, σοβαρός άνθρωπος που να πιστεύει ότι ο Ζακ Σαντέρ θα είχε ποτέ περάσει από το Ρέθυμνο, αν εδώ δεν κατοικούσε και δραστηριοποιούνταν ένας επιφανής συμπατριώτης του, ο οποίος μάλιστα έχει την τάση, ως κλασικός και αθεράπευτος φιλέλληνας, να τα βλέπει και να τα παρουσιάζει όλα θαυμάσια.
Προσωπικά, μπορεί να μην έχω καλή εικόνα για τους «υπεύθυνους» και πιο πολύ για τον προϊστάμενό του, αλλά μπορώ να ξεχωρίσω τον Nobel από τον κ. Αρχοντάκη. Πιστεύω ότι κατά βάθος και ο Nobel θα ‘χει τις απογοητεύσεις του αλλά μπορεί και ξεφεύγει από αυτές εξαιτίας ακριβώς της κουλτούρας του. Γιατί, παράλληλα με τα καθήκοντά του, τα οποία εξασκεί με ζήλο (πονούσε εδώ και 2 χρόνια αλλά δεν έμπαινε σε ιατρική διαδικασία για να μην χαθεί χρόνος από την υποβολή της πρότασης των έργων της παλιάς πόλης!), εξακολουθεί να είναι ενεργός παράγοντας του ευρωπαϊκού πολιτισμού, κατέχοντας σημαντικές θέσεις: είναι μέλος της εκτελεστικής επιτροπής τόσο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Μουσικής όσο και της Παγκόσμιας Φιλαρμονικής Ορχήστρας, συμμετέχει σε επιτροπές του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ΟΗΕ κτλ. Αν μου ζητούσατε να σας κάνω πλήρη αναφορά θα αδυνατούσα, μιας και τα παραπάνω τα έχω μάθει κατά τύχη, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, στις λίγες φορές που έχουμε γευματίσει μαζί. Δεν πρέπει, βέβαια, να παραλείψω εδώ και το παράπονό μου: το περασμένο καλοκαίρι, που επισκέφθηκε την Ιορδανία ως εκπρόσωπος του ΟΗΕ για τη δημιουργία εκεί ενός νοσοκομείου, του είχα ζητήσει να φιλήσει εκ μέρους μου την ομορφούλα βασίλισσα, παράκληση που δεν εισάκουσε…
Ο Nobel Armand πάνω από όλα είναι σεμνός και αθόρυβος. Ερχόμενος στο Ρέθυμνο αντιμετωπίστηκε ουδέτερα έως εχθρικά και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά: είναι ο πιο μορφωμένος κάτοικος της πόλης μας. Πίστευα ότι την ίδια αντιμετώπιση θα είχε και στην πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του και χάρηκα ιδιαίτερα όταν διαψεύστηκα. Το δωμάτιό του ήταν γεμάτο από φίλους, ακόμη και τις ημέρες της οικογενειακής θαλπωρής των γιορτών, οι πάγκοι του ήταν πλήρεις από πορτοκαλάδες και γλυκά (κι ας μην μπορούσε να τα φάει) και στους τοίχους του δωματίου του ήταν κολλημένες πολλές παιδικές ζωγραφιές. Η πόλη μας έδειξε για μια ακόμη φορά ότι μπορεί να ξεπερνάει τις μικρότητες, ότι μπορεί να εκτιμήσει την ανωτερότητα του άλλου, ότι δεν είναι δα και τόσο ξενοφοβική και ότι γνωρίζει τι θα πει πόνος.
Περαστικά σου, Nobel! Να γίνεις γρήγορα καλά, να παραμείνεις πολίτης του Ρεθύμνου και του κόσμου και στο επόμενο ταξίδι σου να μην παραλείψεις να μου φιλήσεις την πριγκίπισσα Ράνια!»
Αυτά έγραφα τότε και πραγματικά οικτίρω τον εαυτό μου που ποτέ δεν απέκτησα το θάρρος να του δώσω να τα διαβάσει, όταν ανέρρωσε. Γιατί ο Nobel έζησε 9 ολόκληρα χρόνια, ζωντανός και ακούραστος, με το χαμόγελο πάντα στο στόμα, όπως θέλουμε όσοι τον γνωρίσαμε να τον θυμόμαστε. Όντας με άπειρους ορούς στο σώμα, πολλούς από τους οποίους χημειοθεραπειών, παρακάλεσε με θέρμη τον «σωτήρα» του γιατρό, όπως τον αποκαλούσε, κύριο Κριτόλαο Δασκαλάκη, να τον αφήσει να πάει στο Ταλίν της Εσθονίας, για να αντιπροσωπεύσει όπως είχε υποσχεθεί την Unesco. Και ο καλός γιατρός του το επέτρεψε, με τον όρο να ξαναγυρίσει στο Νοσοκομείο, στο οποίο και παρέμεινε σε πλήρη νηστεία μερικούς ακόμη μήνες. Να σημειώσω ότι ο Nobel ευγνωμονούσε τρεις ακόμη ανθρώπους: τον γιατρό Γιάννη Φανουργάκη που τον είχε οδηγήσει σχεδόν με το ζόρι στο Νοσοκομείο και τον έσωσε, και τους Θεοχάρη Προβατάκη (σημαντικό άνθρωπο του κρητικού πολιτισμού) και Σπύρο Μερκούρη (τον αδελφό της Μελίνας) που τον είχαν κοντά τους στα τελευταία του χρόνια και περιέθαλπταν. Γιατί, πρέπει να το γράψουμε εδώ, η χώρα που αγάπησε περισσότερο και από τη δική του, η Ελλάδα, και οι πόλεις που αγάπησε περισσότερο από τη μητρόπολη, η Αθήνα και το Ρέθυμνο, τον είχαν τελικά ξεζουμίσει (οι Δήμοι τους), έχοντάς τον ανασφάλιστο!
Ο Nobel Armand πέθανε με χαρακτηριστική αξιοπρέπεια, χωρίς ποτέ να πάρει σύνταξη, φτωχός αλλά πάντα δοτικός, αναπτύσσοντας τις πολιτιστικές σχέσεις της Ελλάδας με την Κίνα. Δεν είχε χρήματα για να καταφύγει σε γιατρούς και η ολική επέκταση του καρκίνου διαπιστώθηκε τυχαία, μόνο όταν επισκέφθηκε τον Θ. Προβατάκη στο νοσοκομείο και εκεί οι γιατροί που τον είδαν τον εισήγαγαν επιτόπου για εξετάσεις.
Φίλε Nobel, όσοι σε γνωρίσαμε από κοντά θα σε θυμόμαστε πάντα ευθυτενή, γλυκόλογο, ευγενή, πανεπιστήμονα, αθλητικό, γόη των γυναικών, σεμνό, με απέραντο χιούμορ αλλά, πάνω απ’ όλα αξιοπρεπή, απέραντα αξιοπρεπή. Είμαστε σίγουροι ότι το χώμα του Τρίτου Νεκροταφείου της Αθήνας που θα σε σκεπάσει σήμερα θα σε κάνει λουλούδι, ένα κρητικό λουλούδι, μανουσάκι, που τόσο αγαπούσες. Ένα μανουσάκι που θα το προσφέρει ένα παιδί, που τόσο ήθελες αλλά δεν μπόρεσες να αποκτήσεις.