-
Σήμερα στη θέση του δεσπόζει μια πολυκατοικία
Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο κέρδισε την προσοχή μoυ τελευταία, φυλλομετρώντας τον τοπικό τύπο της δεκαετίας του ’50.
Έχει την υπογραφή του Γεωργίου Κουρταλιώτη, ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε τα άρθρα του ο Γεώργιος Ι. Τσουδερός. Ο ανάργυρος γιατρός, ο έντιμος πολιτικός ο μεγάλος φιλάνθρωπος.
Να θυμίσουμε με στοιχεία από προηγούμενο εκτενές αφιέρωμα, που έχουμε κάνει, ότι γεννήθηκε το 1896 στα Χανιά, όπου βρισκόταν τότε η οικογένειά του.Ο πατέρας του ήταν επίσης ιατρός και χρημάτισε γενικός αρχηγός της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου, βουλευτής της Κρητικής Πολιτείας και σύμβουλος του Πρίγκηπος Γεωργίου.
Μετά το πέρας των γυμνασιακών σπουδών του, ο Γεώργιος γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Κοντά στο πτυχίο άρχισαν οι περιπέτειες της Ελλάδας στα μέτωπα. Το χρέος αυτό γινόταν στόχος ζωής για κάθε νέο πατριώτη.Έτσι και ο Γεώργιος Τσουδερός μόλις πήρε πτυχίο, κατατάχτηκε στον στρατό και υπηρέτησε ως ανθυπίατρος στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Το 1924 με το απολυτήριο στην τσέπη έφυγε και πήγε στο Παρίσι με στόχο την ειδίκευση στην Παθολογία και την Μικροβιολογία. Γύρισε το 1926 και εγκαταστάθηκε πια μόνιμα στο Ρέθυμνο.
Όπως κάθε ενεργός πολίτης ο Τσουδερός δεν έμενε αδιάφορος στα κοινά. Έτσι το 1932 ο ένθερμος ζήλος του για την προώθηση των τοπικών ζητημάτων τον οδηγεί στη πολιτική όπου μαζί με τον Ανδρέα Παπαδάκη και τον Νικόλαο Ανδρουλιδάκη σχηματίζει τον Ανεξάρτητο συνδυασμό Νέων του κόμματος των Φιλελευθέρων.Σε κείνη την εκλογική αναμέτρηση έχασε για λίγες μόλις ψήφους την έδρα. Κατάφερε να επιβληθεί όμως στον αείμνηστο Ελευθέριο Βενιζέλο, ώστε να τον περιλάβει το 1933 στον επίσημο συνδυασμό του όπου και εκλέγεται ο πρώτος βουλευτής.
Το 1946 εκλέγεται βουλευτής του κόμματος των Φιλελεύθερων, αλλά και κατά τις εκλογές του 1950 και 1951.
Το 1951 η βουλή των Ελλήνων τον ανακηρύσσει Α’ αντιπρόεδρό της.Το 1956 και 1958 συνεργάζεται με τον ΕΡΕ.
Πρώτος ανακίνησε τα ζητήματα του Κουρταλιώτη και του χαρουποεργοστασίου και ως πρόεδρος της Λιμενικής Επιτροπής προώθησε το ζήτημα της κατασκευής του λιμένος Ρεθύμνης.
Δημοσίευσε πλήθος μελετών και άρθρων στις τοπικές εφημερίδες όπου με αντικειμενικότητα και ρεαλισμό ανέπτυσσε ριζοσπαστικές απόψεις για την επίλυση των τοπικών ζητημάτων και δημιουργία έργων πνευματικής, οικονομικής πολιτιστικής και τουριστικής ανάπτυξης του νομού μας.
Πολλές φορές ανατρέχω σ’ αυτά γιατί με μοναδικό τρόπο θίγουν τα κακώς κείμενα στην πόλη του περασμένου αιώνα.
Και συνηθισμένη στη δυναμική αυτή γραφή με ξάφνιασε ευχάριστα ένα δημοσίευμα του σε συνέχειες στην εφημερίδα Βήμα Ρεθύμνου τον Φεβρουάριο του 1952. Ήταν η περιγραφή του σπιτιού της γιαγιάς του στης Άμμος την Πόρτα.
Είναι τόσο τρυφερό το κείμενο αυτό, ίσως επειδή περιγράφει το σπίτι της γιαγιάς του, που πρέπει να ήταν στην αρχή της Χορτάτζη.
Και μια που αναφερόμαστε τελευταία στο περιβάλλον του Ρεθύμνου άλλων εποχών, τολμήσαμε μια μικρή διασκευή με απόλυτο σεβασμό στο πνεύμα του αρθρογράφου, επειδή μας δίνει την εικόνα των σπιτιών μιας άλλης εποχής στο Ρέθυμνο που μπορεί να μην είχαν τις σημερινές ανέσεις, ήταν όμως γεμάτα από αναμνήσεις και κυρίως υπήρχε παντού σε αυτά το ενδιαφέρον και η ζεστή φροντίδα της νοικοκυράς.
Ας γνωρίσουμε λοιπόν κι εμείς το σπίτι αυτής της γιαγιάς μέσα από την γλαφυρή περιγραφή του εγγονού.
Όταν η θάλασσα ακουμπούσε στα σπίτια
Βρισκόμαστε στα 1860, στο μαχαλά της Άμμο Πόρτας (περιοχή σήμερα Άγνωστου Στρατιώτη). Μπροστά από την πόρτα περνούσε το καλντερίμι της λαδαγοράς και ανατολικά της άμμου ήτανε η αυλή του. Έτσι ήταν φυσικό σε ώρα τρικυμίας να κτυπά αλύπητα η φουρτουνιασμένη θάλασσα τους τοίχους του.
Τότε, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γεώργιος Τσουδερός, η σημερινή προκυμαία δεν υπήρχε και τα Ρεθεμνιώτικα σπίτια της Ανατολικής πλευράς ήσαν κτισμένα, σαν Ισπανικοί Πύργοι, πάνω στην άμμο…
«Στο σπίτι αυτό, η γιαγιά ανάθρεψε εννιά κόρες. Γέλια και παιδικές φωνές, γέμιζαν το μακρύστενο σπίτι της, τότε.
Σιγά-σιγά, όμως, οι κόρες μεγάλωσαν και παντρεύτηκαν όλες. Και η γιαγιά, στα 1895 έμεινε μόνη και χήρα στα 60 της χρόνια με μοναδική της συντροφιά την αφοσιωμένη της Κυριακώ».
Ο εγγονός την περιγράφει τρυφερά καθισμένη στον καναπέ, με πλεκτό φακιόλι στο κεφάλι, να ξεκουράζεται, από τους κόπους του μακρινού ταξιδιού της ζωής της. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή μια γυναίκα 60 χρόνων εθεωρείτο σχεδόν υπερήλικη:
«Καθόταν η γιαγιά και αναπολούσε τα χρόνια που το σπίτι της ήταν γεμάτο ζωή.
Παντρεύτηκε στα 20 της χρόνια και της άρεσε να δέχεται κόσμο και να κάνει τις περίφημες εκείνες Ρεθεμνιώτικες βεγγέρες».
Αφήνουμε όμως τις γλαφυρές περιγραφές που κάνει ο Γεώργιος Τσουδερός για τα νεανικά χρόνια της γιαγιάς του και στεκόμαστε στην περιγραφή, που ακολουθεί του σπιτιού, ξεκινώντας από την κουζίνα το βασίλειο της νοικοκυράς.
«Στη μια παρασιά, έχουν βάλει πάνω στη σκάρα ένα κομμάτι ξερό κλαδί, πασπαλισμένο με λίγο θειάφι.
Από πάνω είναι τα ξυλοκάρβουνα. Με το πυροβόλο ανάβουν την ίσκα και μ’ αυτή από κάτω την αγκάθα. Η αγκάθα και το θειάφι κεντούν. Μια φλόγα πετάχτηκε, και πυκνός καπνός μαζί. Η πλατιά καμινάδα που είναι πάνω από το τζάκι ρουφά τον καπνό.
Ωστόσο όμως η κουζίνα γεμίζει καπνούς, και οι άτυχοι που βρίσκονται εκείνη την ώρα εκεί βήχουν και τα μάτια τους τρέχουν δάκρυα.
Τα κάρβουνα σιγοανάβουν. Τότε σκεπάζουν την παρασιά μ’ ένα μικρό τενεκεδένιο φουγάρο, για να φεύγει όλος ο καπνός προς την καμινάδα και συμπαίνουν τη φωτιά από την πόρτα της παρασιάς με μια τεβλιέρα. Οι δύο άλλες παρασιές του τζακιού κι η άλλη ως μεγαλύτερη για το μπουγαδοκάζανο, δεν εργάζονται.
Δίπλα στο τζάκι, δυο πέτρινες γούρνες είναι γεμάτες από νερό, τραβηγμένο με τη σβίγα από το πηγάδι του σπιτιού.
Δύο πλάκες πράσινο σαπούνι Ρεθεμνιώτικο, ο κόπανος η βαρεκίνα, άθος και το λουλάκι, είναι έτοιμα, για βδομαδιάτικη μπουγάδα.
Την υπηρέτρια, στη δουλειά της, φωτίζει ο κατσιδόλυχνος,τσιτωμένος στον καντιλιέρη. Είναι ένας τενεκεδένιος λύχνος με ένα μπαμπακερό φυτίλι. Καίει με λάδι. Κάθε λίγο η κοπέλα, τον ξεφτιλίζει με μια φουρκέτα, βγάζοντας την καρβουνίδα της κεφαλής του.
Κι εκείνος χαρούμενος αναπετά μεγαλύτερη φλόγα. Κάνει την περισσότερη δουλειά στο σπίτι ο κατσιδόλυχνος. Κι όμως λόγω της πενιχράς τουαλέτας του, δεν τον παρουσιάζουν έξω από την κουζίνα.
Ας προχωρήσουμε στα άλλα δωμάτια.
Στην τραπεζαρία θέση έχει μόνο ο κομψός χάλκινος λίχνος με τα τέσσερα φώτα η αριστοκράτης Λουτσέρνα γυαλισμένη αυτή πετά φλόγες μεγάλες. Έχει ψηλή πλατιά βάση με τέσσερα πόδια λεονταριού. Κι από τη μέση της πηδά ψηλά ένα μπρούτζινο κοντάρι που βαστά τέσσερις αλυσίδες με τσιμπιδάκι στο άκρο. Όλα χάλκινα.
Μ’ αυτά ξεφτιλίζουν τον αριστοκράτη λίχνο της τραπεζαρίας. Τη Λουτσέρνα».
– Να λοιπόν που υπάρχουν, και εις τους λύχνους κοινωνικές, τάξεις σχολιάζει χαριτολογώντας ο γιατρός και συνεχίζει:.
«Κάτω από το φως του λύχνου της κουζίνας, τα γυαλισμένα μπακιρένια τσικάλια και τεψιά, το χαβάνι, το μαγκάλι, ο μύλος του καφέ φαίνονται σαν πυρωμένα, καθώς είναι τοποθετημένα μπούμπουρα, στο περβάζι της καμινάδες.
Μα και το ξύλινο αλατσερό, για το ψιλοκοσκινισμένο αλάτι, και το φλασκένιο για το χονδρό, κι η ξύλινη πιατοθήκη με τις πολλές αλλεπάλληλες θήκες με τα πήλινα και τα μελί πιάτα και χρηγιές της δίδουν ξωτικές σκιές, κάτω από το φως του λύχνου.
Η Κυριακώ, βγάζοντας από το συρτάρι του τραπεζιού της κουζίνας, τα ατσαλένια μαχαιροπίρουνα και τα ξύλινα κουτάλια αρχίζει να ετοιμάζει το στρώσιμο του τραπεζιού. Από τη ντουλάπα βγάζει το ψωμί. Ψωμί που το ζυμώνει η ίδια στο σπίτι, με το στάρινο αλεύρι, και το ψήνει στο μικρό φούρνο του σπιτιού.
Τα πιάτα, τα μαχαιροπήρουνα, τη φαγιάτζα την κουτάλα, η Κυριακώ, τα ξεβγάζει στο νεροχύτη με λίγο κρύο νερό, που το παίρνει μ’ ένα τενεκεδάκι, από το πήλινο κιούπι, κι ύστερα σκουπίζει καλά.
Και η Κυριακώ, αρχίζει το ψήσιμο…».
Εδώ ο γιατρός έχει φροντίσει να μεταφέρει σπουδαίες πληροφορίες γύρω από τα φαγητά και την προετοιμασία τους που θα μας απασχολήσουν όμως σε επόμενο αφιέρωμα.
Μοναχικές βραδιές
«Βραδιές χωρίς βεγγεριστάδες καθόταν η γιαγιά στον καναπέ με το κεφάλι τυλιγμένο στο μάλλινο πλεκτό μποξαδάκι και τον θώρακα τυλιγμένο στο ζεστό μποξά της και άκουγε τη λαλίστατη Κυριακώ να διηγείται ιστορίες του χωριού της.
Η Κυριακώ κάθεται σ’ ένα χαμηλό σκαμνί, φθιαγμένο από αρτίκους.
Πλέκει με τέσσερα βελόνια μια κάλτσα από μαύρο μπαμπάκι. Στη μέση της τραπεζαρίας, το μπρούτζινο ψηλό μαγκάλι ζεσταίνει και τους δύο, με τα ολοκόκκινα κάρβουνά του.
Μια λεμονόκουπα απάνω στα κάρβουνα του μαγκαλιού, καθώς καίεται εξουδετερώνει με τη μυρωδιά του, τη δυσοσμία των κάρβουνων. Σωστό έπιπλο το μπρούτζινο μαγκάλι. Έχει ένα πλατύ μπρούτζινο δίσκο για βάση. Κι επάνω σ’ αυτό τοποθετείται το μαγκάλι με την ψηλή φαρδιά βάση του. Σφιγμένη με φουσκωτά δαχτυλίδια. Πλαταίνει ύστερα πολύ, αφήνοντας στη μέση πλατύ και βαθύ χώρο για τα κάρβουνα.
Δυο χάλκινα μακρουλά χέρια πλουμιστά κρέμονται από τις δύο μεριές, του μαγκαλιού θυμίζοντας αράπικα σκουλαρίκια.
Το σκέπασμά του, είναι κουμπελίδικο με πολλές τρύπες, χάλκινο, και μ’ ένα πουλί για χέρι στην κορυφή. Το όλο θυμίζει την εικόνα κάποιου μαυσωλείου. Το γυαλίζουν τακτικά με λεμονόφλουδα και ψιλή άμμο. Η ώρα προχωρεί. και τα φώτα του λίχνου τώρα σβήνουν ένα-ένα.
Άμα σβήσουν τρία, και πάμε για τέταρτο, η βεγγέρα τελειώνει.
Έτσι ο λύχνος, γίνεται η κλεψύδρα της βραδιάς.
Προνοητικά πριν σοσβύσει ο λύχνος, η Κυριακώ ανάβει το σαμπτάνι το μπρούτζινο με το ένα σπαρματσέτο. Για τ’ άναμμά του, χρησιμοποιεί σπίρτα, από κόκκινο φώσφορο, και θειάφι. Το σπίρτο το ανάβει, τρίβοντάς το, στη χοντρουλή άμμο, που είναι κολλημένη απ’ έξω στο σπιρτόκουτο. Η γιαγιά κρατώντας τώρα το σαμουντάνι, πάει για το υπνοδωμάτιό της. Και η Κυριακώ πάει το μαγκάλι στην κουζίνα, κι ύστερα μεταφέρει στην κάμερα της γιαγιάς ένα ψηλό πήλινο δοχείο, που θυμίζει ψηλό διπλωματικό καπέλο. Είναι το δοχείο της νυκτός, πρόπάππους της σημερινής πορσελένιας λεκάνης.
Ας περάσουμε τώρα στην κρεβατοκάμαρα.
Η γιαγιά στο υπνοδωμάτιο, ανάβει το καντήλι της. Είναι ένα κρασοπότηρο, με νερό και λιόλαδο, μολυβήθρα, και φυτίλι ένας μικρός ξερός ανθός, ενός χόρτου, που κοινώς το’ λεγαν φυτιλάκι. Το τοποθετεί στον τοίχο, απάνω σε ξύλινο άρθρο. Το σαμουντάνι, βάζει απάνω στο σκρίνιο. Ήταν αυτό η σημερινή σιφονιέρα. Η γιαγιά φρεσκάρεται λίγο στο λαβομάνο, ρίχνοντας στο πρόσωπό και στα χέρια της λίγο ανθόνερο.
Το λαβομάνο ήταν ο νιπτήρας. Είχε καθρέπτη μεγάλο με κορνίζα από καρυδιά. Μάρμαρο το επάνω μέρος είχε μαρμάρινες θέσεις, για τα είδη καλλωπισμού και για την πορσελένια λεκάνη του νερού. Εκεί η γιαγιά έχει λεβάντα μόσχο, ανθόνερο, πούντρα, μοσκοσάπουνο, οδοντότριμα από καρβουνόσκονη, τσατσάρα, ψιλό χτένι, αλοιφή.
Είχε συρτάρια και ντουλαπάκι. Το λαβομάνο. Το κομοδίνο κοντά στο κρεβάτι, είχε την ίδια με σήμερο χρήση. Στο ντουλάπι του τοίχου, η γιαγιά τοποθετούσε το καλοκαίρι τις μπατανίες, και τα παπλώματα του χειμώνα. Και σε μια καρυδένια ντουλάπα βιδωτή έβαζε τις τουαλέτες της, και γενικά τα εξώρουχά της.
Εξαιρετικό ήταν το κρεβάτι της.. σιδερένιο βαμμένο σε βυσσινί χρώμα.
Με χαλκομανίες, άνθη πλουμισμένο, στο κεφάλι, και τα πόδια γαρνιρισμένα τα δύο σιδερένια διάμεσά του, σε λεπτά σίδερα, σε διάφορες πλοκές.
Τα πόδια του και τα τέσσερα είχαν ύψος δυόμιση μέτρα και κρατούσαν απάνω τους, μεταξωτό βαθύ ροζ, θόλο που λεγόταν ουρανός. Από κάθε γωνιά του θόλου, κατέβαινε νταντελένιο φαρδύ ύφασμα δεμένο στο ύψος του κεφαλιού του κρεβατιού με πλατιά ροζ κορδέλα σε κάθε πόδι του κρεβατιού.
Η σάλα, έχει σειρά στην περιγραφή μας Εκεί δεσπόζει ο πολυέλαιος που κρέμεται στη μέση από ένα χονδρό χαλκά πάνω στο ταβάνι.
Η προσοχή μας τώρα εστιάζεται στην κονσόλα Είναι ένα ωραίο έπιπλο με δυο πολύ κυρτά πόδια. Όλο το σώμα τους είναι γεμάτο από ανάγλυφα τριαντάφυλλα.
Έχει ένα συρτάρι που πιάνει από το ένα έως το άλλο άκρο, ανάγλυφο κι αυτό με ρόδα. Ημικυκλική καθώς είναι η κονσόλα και με δύο πόδια, είναι στηριγμένη με δύο μεγάλα καρφιά στον τοίχο.
Έχει μάρμαρο άσπρο-μαύρο απάνω. Στη κονσόλα στηρίζεται ένας μεγάλος καθρέφτης ένα και μισό μέτρο ύψος, και περισσότερο από μισό πλάτος.
Η κορνίζα είναι γύψινη.
Στη μέση της κονσόλας βρίσκεται ένα ωραίο χρυσό ρολόι με τουρκικούς αριθμούς. Το σκεπάζει ένας ωραίος κρυστάλλινος κώδων.
Και στα δύο άκρα της είναι τοποθετημένα δύο ασημένια αργυρά σαμντάνια ανάγλυφα, με πόδια από παχύ πολυεδρικό πολύχρωμο μάρμαρο. Ο καναπές και οι έξι καρέκλες είναι σε κάθισμα στρογγυλό ψάθινο πλεκτό τρυπητό. Και ξύλινο μαύρο σκελετό.
Οι πολυθρόνες ίδιας φόρμας έχουν πόδια ημικυκλικά, ώστε όταν κάθεσαι αν θέλεις μπορείς να κουνιέσαι σαν να κάθεσαι σε κούνια.
Στη μέση ένα μεγάλο ωοειδές τραπέζι με άσπρο – μαύρο μάρμαρο και πόδια Βιενέζικα.
Το ρολόι Κωνσταντινουπολίτικο. Τότε τα έπιπλα ήρχοντο από τη Βιέννη. Τα χρυσαφικά, από τη Σμύρνη και τη Κωνσταντινούπολη.
Επιπλοποιία εδώ δεν υπήρχε. Για χαλί στη σάλα η γιαγιά είχε δυο μεγάλα κιλίμια ένα Σητειακό κι ένα Σφακιανό, πλεγμένα σε κρητικό τελάρο.
Το πρώτο ήταν σε σχέδιο κουμπέ το δεύτερο σε σχέδιο καθαρό οι κουρτίνες ήταν το μισό φύλλο από νταντέλα και τ’ άλλο από κρητικό φαντό κόκκινο βαθύ, με ρίγες πλατιές κίτρινες, και σκούρο μπλε. Για δεσιά είχαν χοντρό μεταξωτό κορδόνι με τα Ελληνικά χρώματα και πλούσιες φούμπες.
Στους τοίχους κρέμονται ελαιογραφίες, και λίγες φωτογραφίες.
Πάνω από τον καναπέ,ένας μεγάλος φιόγκος φιγουράρει. Είναι μεταξωτός τζεβρές κεντημένος με χρυσή χονδρή κλωστή. Δια τραπεζάκια με τσιγαροθήκες γύψινες κίτρινες με μπλε ανάγλυφα και σταχτοδοχεία συμπληρώνουν την επίπλωση.
Από τα πιο χρήσιμα δωμάτια και το κελάρι, το κελέρι όπως το αναφέρει ο γιατρός Χίλια δύο πράγματα είναι εκεί μέσα. Μικρά και μεγάλα. Άλλα στο πάτωμα. Άλλα στον τοίχο κρεμασμένα.
Όλα τακτοποιημένα, μα καθώς είναι πολλά και ποικίλα, το κελέρι φαίνεται σαν ψιλικατζίδικο ή παλαιοπωλείο.
Έχει και μια μικρή μεσόπορτα Είναι δίπλα ένα μικρό δωμάτιο.
Εκεί μέσα είναι το τελάρο, στελειωμένο ακόμα. Μια ρόκα, μια ανέμη, ένα αδράχτι, ένας άρδαχτος, εάν τυλιγάδι, ένα θρομύλι μαζί κρατούν το τελάρο συντροφιά. Κι ας δούμε τα πράγματα του κελεριού.
Στο κελέρι πρώτα, πρώτα, φιγουράρει ο χειρόμυλος. Άλεθαν μ’ αυτόν χοντροκομμένο στάρι κι έκαναν τον ξυνόχοντρο και τον γαλόχοντρο. Μ’ αυτόν έτριβαν και το αλάτι, και το ρύζι, κι έκαναν και αλεύρι στάρινο.
Σε μια γωνία είναι στιβγιασμένα πόδια τραπεζιών, κομμάτια κρεβατιού, παλιά ρούχα, μια σπασμένη λάμπα και πολλά άλλα κομμάτια πραγμάτων.
Διπλά στα κάθε λογής κούρκουτα, δυο ντενεκέδες, είναι γεμάτοι βούτυρο Ντέρνας.
Σ’ ένα σακί, αλεύρι άσπρο της Βραϊλας, Σ’ άλλο σακούλι, μαστίχι Χίου, που οι Τούρκοι το λέγαν σακίζι.
Σε γυάλινα βάζα είναι γλυκά του κουταλιού. Πελτές, μαστίχα, βύσσινο, νερατζανθός, κεράσι και νεράτζι. Σε βουργιάλια είναι διάφορα όσπρια.
Κουκιά Αρμενιώτικα. Φακή από το Βρύσινα. Φάβα κουκιά μισιργιώτικα.
Λαθούρι. Ροβύθια. Ξενικές φασόλες. Και σ’ ένα κουρούπι μεγάλο και χαλοσκεπασμένο εκλεκτό λάδι φαγητού, από το Μαρουλά».
Όλα ’γιναν παρελθόν
Όταν πέθανε η γιαγιά το σπίτι πουλήθηκε, τα έπιπλα σκόρπισαν. Τίποτε δεν έμεινε.
Μια πολυκατοικία πήρε τη θέση του σπιτιού που δεσπόζει εκεί στο Κολωνάκι πάνω από ένα σούπερ μάρκετ.
Από το σπίτι της γιαγιάς έμειναν μόνο αναμνήσεις.
Αιώνια η μνήμη του γιατρού. Πάντα κάτι από τα πνευματικά του κληροδοτήματα, μας δίνει αφορμή να γράψουμε γι’ αυτόν. Αλλά η περιγραφή του σπιτιού της γιαγιάς αποτελεί και μια σπουδαία πηγή πληροφοριών για τον τρόπο ζωής της κοινωνίας μας κάποτε. Κι είπαμε να αδράξουμε την ευκαιρία αυτή για έναν ακόμα νοσταλγικό περίπατο στο χθες που δεν υπάρχει πια.