Την άνοιξη τη νοσταλγώ,
μα… και τα χελιδόνια,
που στήναν τις φωλίτσες τους
στου κόσμου… τα μπαλκόνια!
Κι’ αρχίζανε τρελό χορό,
βουΐζαν τα μελίσσια,
νυφούλες οι αμυγδαλιές…
κι’ όλα ήτανε… «ίσια»!
Τώρα… πάλι μας έρχονται!
Όμως το καλοκαίρι,
γιατί ’φυγε η άνοιξη
και πήγε σ’ άλλα μέρη!
Μα… νοσταλγώ φθινόπωρο
που πέφτανε τα «φύλλα»
και κάνανε τρελό χορό
στ’ ανέμου τα παιχνίδια!
Σεπτέμβριος σαν έρχονταν
κι’ ο τρύγος εγινόταν,
κέφι, τραγούδι και χαρά,
«φύση» παραδινόταν!
Όλα φαντάζουν γύρω μου
αλλιώτικα στη φύση,
όλα τα βλέπω μ’ αλλαγές,
γι’ αυτό με πιάνει θλίψη!
Κι ήταν οι πόρτες ανοιχτές,
χωρίς κλειδιά και σύρτη
κι άνοιγες πόρτα κι έμπαινες
στου φίλου σου το σπίτι!
Και δεν φοβόσουν για κλοπές,
ούτε και για ληστεία,
ούτε και για απαγωγές,
αυτά; Ούτε γι’ αστεία!
Μα… νοσταλγώ και τα παιδιά,
που παίζαν στην πλατεία,
ανέμελα, χαρούμενα
και κάνανε κι’ αστεία…
Τότε που κοιταζόμασταν
άνθρωποι κάθε μέρα
κι’ ήταν τα μάτια «καθαρά»
κι’ έλεγαν «καλημέρα»!
Ήταν τα χρόνια πιο φτωχά,
μα… η ψυχή γεμάτη
κι’ όλα τα μίση του ντουνιά
εμπαίναν εις την άκρη!
Τούτα τα χρόνια νοσταλγώ
που την ψυχή γεμίζαν,
σαν τα λουλούδια τσ’ άνοιξης
χαμόγελα… «ανθίζαν»!