Η φορολογία που εφαρμόζεται ήδη στην Ελλάδα είναι εξόχως αντιλαϊκή. Παρότι θεωρείται, τουλάχιστον στα εγχειρίδια, εργαλείο αναδιανομής πλούτου, στη χώρα μας και κατ’ εξαίρεση των όσων συνέβαιναν στην Δυτική Ευρώπη οι μισθωτοί ήταν τα μόνιμα υποζύγια, με τα μεσαία στρώματα να φοροδιαφεύγουν εκ παραδόσεως και τα υψηλά λόγω χαμηλών φορολογικών συντελεστών, θεσμοθετημένα δηλαδή. Αυτή η κατάσταση εντάθηκε μετά το 2009, ενώ από φέτος οδηγείται σε παροξυσμό. Αφορμή είναι η κατάργηση του αφορολόγητου ορίου των 5.000 ευρώ και πολλών φοροαπαλλαγών και η επιβολή φόρου 26% από το πρώτο ευρώ του ετήσιου εισοδήματος.
Αν πρέπει να γίνει ένα σχόλιο για την φορολογία στην Ελλάδα, αυτό οφείλει να σχετίζεται με την αντιλαϊκότητα του φορολογικού συστήματος κι όχι την ανάγκη αύξησής της. Τα στατιστικά στοιχεία που υπάρχουν για την Ελλάδα το επιβεβαιώνουν πλήρως.
Όπως αναφέρεται στην ετήσια έκδοση της Eurostat, Taxation Trends in the European Union (2013 edition) τα φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα ανερχόμενα για το 2011 στο 32,4% του ΑΕΠ όντως υπολείπονται του αριθμητικού μέσου όρου των 17 κρατών μελών της ευρωζώνης, που φτάνει το 36,7%. Δεδομένης ωστόσο της απόκλισης, που ξεκινάει από 26% του ΑΕΠ στη Λετονία και φτάνει στο 47,7% στη Δανία, η απόσταση των ελληνικών επιδόσεων από τις μέσες τιμές της ευρωζώνης δεν είναι σημαντική. Σημαντικές αντίθετα είναι άλλες διαφορές που παρατηρούνται όταν συγκρίνουμε την ελληνική φορολογία με την ευρωπαϊκή, γιατί όλες οι αποκλίσεις υπογραμμίζουν τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της. Για παράδειγμα, ενώ η έμμεση φορολογία αντιπροσωπεύει το 33% στο σύνολο των φόρων στην ευρωζώνη, στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 40,1%. Διαφορά που εν μέρει εξηγείται από τον αυξημένο βασικό συντελεστή ΦΠΑ που έχει η Ελλάδα (23%) σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. (21,3%). Είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι οι φόροι στην κατανάλωση (ΦΠΑ, καύσιμα, τσιγάρα) είναι αντιστρόφως προοδευτικοί, καθώς πλήττουν ομοιόμορφα όλα τα εισοδήματα, ενώ αν ο φόρος που αναλογεί σε ένα βιβλίο ή πακέτο τσιγάρο εξεταστεί ως ποσοστό στο εισόδημα ενός άνεργου κι ενός βιομήχανου, ο δεύτερος φαίνεται ως ο πιο ευνοημένος. Γι’ αυτό τον λόγο υψηλή έμμεση φορολογία δηλώνει, κατά τεκμήριο, αντιλαϊκή φορολογία, ενώ η υψηλή άμεση φορολογία, τις περισσότερες φορές ή με μια πρώτη ματιά, δηλώνει φιλολαϊκή φορολογία. Δεν εκπλήσσει έτσι που το μερίδιο της άμεσης φορολογίας στο σύνολο των φόρων στην Ελλάδα (27,1%) είναι κάτω του μέσου όρου της ευρωζώνης (30,9%) με αποτέλεσμα η Ελλάδα να προσεγγίζει περισσότερο τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπου παρατηρούνται τα αρνητικά ρεκόρ στην άμεση φορολογία (Λιθουανία 17%, Ουγγαρία 18,7%, Βουλγαρία 18,9%, Σλοβακία 19,1%, Εσθονία 20%, Τσεχία 21,1%, Ρουμανία 21,2%, Σλοβενία 21,2%, Πολωνία 21,7%, Λετονία 26,8% και Γαλλία 26,9%). Αυτές ακριβώς οι χώρες που έχουν το χαμηλότερο ποσοστό άμεσης φορολογίας στην συνολική, προφανώς, έχουν το υψηλότερο ποσοστό έμμεσης φορολογίας στην συνολική φορολογία. Πολλές από τις χώρες με χαμηλή άμεση φορολογία (Λιθουανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σλοβακία) έχουν ήδη επιβάλλει τον ενιαίο φορολογικό συντελεστή, που έχει υποσχεθεί ότι θα εφαρμόσει κι ο Α. Σαμαράς. Πρόκειται για την επιτομή του αντιλαϊκού φόρου, καθώς από το μικρομάγαζο μέχρι την πολυεθνική, κι από τον άνεργο μέχρι τον ζάπλουτο φορολογούνται με τον ίδιο συντελεστή, στο όνομα της απλούστευσης. Το ζητούμενο φυσικά, μιλώντας για τα νομικά πρόσωπα, είναι να ευνοηθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις και να βγουν από τη μέση οι μικρές…
Μισθωτοί και συνταξιούχοι, οι… προνομιούχοι
Ο αντιλαϊκός χαρακτήρας του ελληνικού φορολογικού συστήματος φαίνεται επίσης από την αυξημένη, στο πέρασμα του χρόνου, συμμετοχή των μισθωτών και συνταξιούχων στο σύνολο των φόρων και τη συρρίκνωση του μεριδίου των νομικών προσώπων. Όπως προκύπτει από τα ετήσια Στατιστικά Δελτία Φορολογικών Δεδομένων, που εκδίδει η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι το 2006 κατέβαλαν το 48,26% των συνολικών φόρων, το 2007 το 50,09%, το 2009 το 52,59% και το 2011 (τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) το 55,09%. Περιττό να ειπωθεί δε πως σε αυτή την περίοδο που η συμμετοχή μισθωτών και συνταξιούχων στα φορολογικά βάρη αυξάνει, η θέση τους στο προϊόν περιορίζεται. Με βάση ευρωπαϊκές μετρήσεις (Statistical Annex of European Economy, autumn 2012), το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ την προαναφερόμενη περίοδο (2006-2011) μειώθηκε από 60,7% σε 60,3%, ενώ μισθοί και συντάξεις έχουν καταγράψει ελεύθερη πτώση.
Με βάση τα παραπάνω αν κάτι χρειάζεται το φορολογικό σύστημα είναι μια εκ θεμελίων αναμόρφωση στην κατεύθυνση ελάφρυνσης των μισθωτών και των λαϊκών στρωμάτων, γενικά. Ως πρώτο βήμα δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει την ακύρωση όλων των φορολογικών αλλαγών των τελευταίων ετών. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να επανέλθει κατ’ αρχάς το αφορολόγητο όριο των 5.000 ευρώ, ως ένα μέτρο που θα ελαφρύνει τα πιο φτωχά στρώματα που δοκιμάζονται, να μειωθεί ο ΦΠΑ, στα προ κρίσης επίπεδα και φυσικά να αυξηθούν οι συντελεστές φορολόγησης των μεγάλων επιχειρήσεων. Όλα τα υπόλοιπα αποτελούν, επί της ουσίας, συνέχιση της πολιτικής των μνημονίων!
* O Σταύρος Βουρβαχάκης είναι οικονομολόγος, υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με τον συνδυασμό «Ρέθυμνο-Αλληλεγγύη-Ανατροπή»