Ποσό 52,3 δισ. ευρώ συνεισέφερε άμεσα ο τουρισμός, ένας από τους 4 δυναμικότερους τομείς της ελληνικής οικονομίας, κατά την περίοδο 2009-2016 στα έσοδα του κράτους.
Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) με τίτλο «Η συμβολή του ιδιωτικού τομέα του τουρισμού στην οικονομία και τα φορολογικά έσοδα – Η περίπτωση της Ελλάδας, 2010-2016».
Η μελέτη διερευνά την άμεση επίδραση των επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται εν όλω ή εν μέρει στο τουριστικό πεδίο, στην οικονομία και τα φορολογικά έσοδα, στα οποία περιλαμβάνονται και οι ασφαλιστικές εισφορές. Στη μελέτη δεν περιλαμβάνονται οι έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις, τόσο στην οικονομική δραστηριότητα, όσο και στα φορολογικά έσοδα, ούτε και οι εισπράξεις του δημοσίου από μη φορολογικές επιβαρύνσεις.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το 2016 τα φορολογικά έσοδα από τον τουριστικό τομέα αποτελούσαν το 10,5% των συνολικών φορολογικών εσόδων, ποσοστό υψηλότερο από το 8,3% της άμεσης συνεισφοράς του στην οικονομία. Τα ποσοστά αυτά είναι ακόμη μεγαλύτερα, αν ληφθούν υπ’ όψη οι έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις του τουρισμού. Επίσης, για την περίοδο 2009-2016, ο τουρισμός παρήγαγε περισσότερα από 105 δισ. ευρώ ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ) και 92 δισ. ευρώ εισοδημάτων.
Κατά την περίοδο 2008-2016, τα άμεσα φορολογικά έσοδα από τον τουρισμό (ως ποσοστό της οικονομικής δραστηριότητας του τουριστικού τομέα) αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα από το αντίστοιχο μέγεθος του συνόλου της οικονομίας (από 40,8% σε 60,8% για τον τουρισμό και από 36,7% σε 48,1% για την οικονομία συνολικά). Αυτή η αυξημένη φορολογική απόδοση του ιδιωτικού τουριστικού κλάδου προκαλεί ερωτήματα για την ανθεκτικότητα του τομέα στον διεθνή ανταγωνισμό.
Ειδικότερα, η μελέτη αναφέρεται σε επιχειρήσεις, που το σύνολο ή μέρος της δραστηριότητάς τους καλύπτει τουριστική ζήτηση και ανήκουν στους εξής γενικούς κλάδους (όπως ορίζονται σύμφωνα με την επίσημη Ευρωπαϊκή μεθοδολογία):
■ Καταλύματα
■ Μεταφορές
■ Εμπόριο
■ Εστίαση
■ Διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες
Η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) του τουρισμού
Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, το 2016 ο ιδιωτικός τομέας του τουρισμού δημιούργησε 12,7 δισ. ευρώ ΑΠΑ (το 8,3% του συνόλου της οικονομίας), ενώ συνολικά την περίοδο 2009-2012 προσέθεσε στην οικονομία 105,5 δισ. ευρώ.
Στην πρώτη περίοδο της κρίσης (2009-2012), ο τουριστικός τομέας παρουσίασε σημαντικές απώλειες ΑΠΑ της τάξης του 25%, δηλαδή, περισσότερο από την υπόλοιπη οικονομία (-20%), μειώνοντας έτσι το μερίδιό του σε αυτήν από 7,2% σε 6,7%.
Όμως, στη συνέχεια και έως το 2015 ενισχύθηκε κατά 21%, ενώ η οικονομία εξακολούθησε να έχει καθοδική πορεία της (-8%), αυξάνοντας το μερίδιό του σε 8,8%.
H ελαφρά κάμψη του 2016 ανατράπηκε το 2017, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, οι εισπράξεις του εισερχόμενου τουρισμού αυξήθηκαν κατά 10,5% σε σχέση με
το 2016.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το 2016 και τα φορολογικά έσοδα από τον τουριστικό τομέα αποτελούσαν το 10,5% των συνολικών φορολογικών εσόδων, ποσοστό υψηλότερο από το 8,3% της άμεσης συνεισφοράς του στην οικονομία.
Τα ποσοστά αυτά, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, είναι ακόμη μεγαλύτερα, αν ληφθούν υπ’ όψη οι έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις του τουρισμού.
Επίσης, για την περίοδο 2009 – 2016, ο τουρισμός παρήγαγε περισσότερα από 105 δισ. ευρώ Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) και 92 δισ. ευρώ εισοδημάτων.
Κατά την περίοδο 2008-2016, τα άμεσα φορολογικά έσοδα από τον τουρισμό (ως ποσοστό της οικονομικής δραστηριότητας του τουριστικού τομέα) αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα από το αντίστοιχο μέγεθος του συνόλου της οικονομίας (από 40,8% σε 60,8% για τον τουρισμό και από 36,7% σε 48,1% για την οικονομία συνολικά). Αυτή η αυξημένη φορολογική απόδοση του ιδιωτικού τουριστικού κλάδου προκαλεί ερωτήματα για την ανθεκτικότητα του τομέα στον διεθνή ανταγωνισμό, υπογραμμίζει το ΙΝΣΕΤΕ.
Συνεχίζεται και τον Οκτώβριο η αύξηση των τουριστικών αφίξεων
Εν τω μεταξύ επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και τον Οκτώβριο δείχνουν τα πρώτα στοιχεία για τις κρατήσεις. Ειδικότερα διαπιστώνεται αύξηση των προγραμματισμένων θέσεων στις πτήσεις από το εξωτερικό για Ελλάδα τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο κατά 13,2% μετά και το +13,4% της περιόδου Ιανουαρίου – Αυγούστου.
Αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία της Εθνικής Αρχής Συντονισμού Πτήσεων, που επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Τουριστικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, InSETE Intelligence.
Στη σχετική μηναία έκθεση επισημαίνεται και η αύξηση της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης (ΜΚΔ) των τουριστών φέτος, όπως αποτυπώνεται στην αύξηση των ταξιδιωτικών εισπράξεων στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου η οποία είναι υψηλότερη από το ποσοστό αύξησης των αφίξεων (+14,6% οι αφίξεις και +17% οι εισπράξεις).
Ακόμα προκύπτει πως τον Αύγουστο οι τιμές των ελληνικών ξενοδοχείων, παρά τις ανοδικές τάσεις, και σύμφωνα με τα στοιχεία της trivago, κινήθηκαν σε ανταγωνιστικά επίπεδα σε σύγκριση με τις τιμές των ξενοδοχειακών μονάδων αντίστοιχων προορισμών του εξωτερικού. Και αυτό, παρά τις υψηλότερες φορολογικές και άλλες επιβαρύνσεις που έχει η ελληνική ξενοδοχειακή βιομηχανία. Ομως στη Μύκονο και στη Σαντορίνη, που αποτελούν πλέον εδραιωμένους προορισμούς ταξιδιωτών υψηλής κατά κεφαλήν δαπάνης και εισοδηματικής τάξης, οι τιμές παραμένουν στην κορυφή των αντίστοιχων μεσογειακών προορισμών (Μαγιόρκα, Ίμπιζα).
Οι βασικότερες αγορές της Ελλάδα παραμένουν η Γερμανία, η Βρετανία και η Ιταλία, ενώ οι κύριοι προορισμοί είναι η Αθήνα, η Μύκονος και η Σαντορίνη.
Τον Αύγουστο του 2018, η Αθήνα και η Κωνσταντινούπολη παρουσίασαν αύξηση τιμών σε όλες τις κατηγορίες ξενοδοχείων, σε αντίθεση με τη Βαρκελώνη που παρουσίασε μείωση. Παρότι η Βαρκελώνη παρουσίασε μείωση, παραμένει η ακριβότερη από τις 4 υπό ανάλυση πόλεις. Στη Ρώμη παρατηρήθηκε μείωση στις κατηγορίες 5 και 4 αστέρων και αύξηση στις κατηγορίες 3 και 1-2 αστέρων.
Την υψηλότερη τιμή κράτησης στα ξενοδοχεία 5 αστέρων κατέχει η Βαρκελώνη με 330 ευρώ ενώ στη Ρώμη η τιμή ανέρχεται στα 266 ευρώ και στην Αθήνα στα 201 ευρώ.