Του ΓΙΩΡΓΗ ΕΜΜ. ΜΑΥΡΟΤΣΟΥΠΑΚΗ
Καθώς κινούμαστε στην επαρχιακή οδό Ρεθύμνου – Αγίας Γαλήνης, λίγο πριν φτάσομε στη Νέα Κρύα Βρύση, στην περιοχή με το γνωστό σε όλη την περιοχή όνομα «του Ληστή ο τρόχαλος», στη δεξιά πλευρά, συναντούμε μια μικρή καινουργιοχτισμένη εκκλησία μέσα σε ένα περιποιημένο αλσύλλιο. Ένα σχετικά πρόσφατα δενδροφυτευμένο μέρος με κυπαρίσσια, κέδρους, ασφάκες και άλλα φυτά.
Είναι ο Άγιος Εμμανουήλ ο εκ Σφακίων, που εορτάζεται κανονικά στις 15 Μαρτίου και κατά συνθήκη την πρώτη Κυριακή μετά τον Δεκαπενταύγουστο. Τοπικός άγιος, από εκείνους με τους οποίους η Εκκλησία εμπλουτίζει το αγιολόγιό της και προβάλλει το παράδειγμα της ζωής και της δράσης τους, επιζητώντας να τονώσει το φρόνημα των πιστών.
Ο σκοπός όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι να γίνει περισσότερη αναφορά στον συγκεκριμένο άγιο ή σε εκκλησιαστικά και λατρευτικά ήθη. Άλλος είναι ο λόγος της αναφοράς.
Παρατηρώντας γύρω από τον Άγιο Εμμανουήλ και τον δενδρόφυτο καλλωπισμένο χώρο του, διαπιστώνομε ότι μοιάζει με όαση μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό φυσικό περιβάλλον. Μια μικρή όαση στους πρόποδες του Κέδρους, μέσα σε ένα ευρύτερο τοπίο άδενδρο, πετρώδες, άγονο, με χαμηλή θαμνώδη βλάστηση, με θύμους, αγκαραθές και αγκουτσάκια. Τη βλάστηση εκείνη που δημιουργεί την αίσθηση της τραχύτητας του τόπου με τα ερημικά χαρακτηριστικά, της «αγριάδας» που λέμε, αν, μάλιστα, ληφθούν υπόψη και οι τακτικές «επελάσεις» του «στοιχειού» της περιοχής, του πολλών λογιών απειλητικού «βορέ».
Εκεί, λοιπόν, σε αυτό το «σκληρό» τοπίο υπάρχει αυτή η μικρή όαση, σαν μια ευφρόσυνη παραφωνία πρασινάδας μέσα στο γκρίζο της πέτρας και στο θαμνώδες αγκαθερό. Σαν ένας απρόσμενος γλυκασμός στην αίσθηση της στυφής και της αψιάς γεύσης.
Όλο αυτό, βέβαια, δεν έγινε από μόνο του, δεν προέκυψε ξαφνικά ή τυχαία. Είναι αποτέλεσμα επιμελημένης αλλά και επίπονης προσπάθειας δυο ανθρώπων, που κίνητρό τους υπήρξε η οδύνη από αδόκητη μοίρα, αλλά και μαζί η επιθυμία να διατηρηθεί αιώνια η μνήμη και να διατρανωθεί η παντοτινή αγάπη για ό,τι πολυτιμότερο μπορεί να αποκτήσει, αλλά και να χάσει ένας άνθρωπος: Το παιδί του. Και όταν μάλιστα είναι το μονάκριβο, τότε τα συναισθήματα που αναβλύζουν από την έντονη εσωτερική ανάγκη, δεν έχουν μετρημό, δεν λογαριάζουν δυσκολίες, αλλά προσθέτουν επιπλέον δυνάμεις.
Εκεί, λοιπόν, ο Γιώργης και η Μαρία Λαμπάκη από την Κρύα Βρύση δημιούργησαν στη μνήμη του μοναχογιού τους Μανόλη, που τόσο απρόσμενα και άδικα «έφυγε» πριν από μερικά χρόνια, έναν δεητικό βωμό θύμησης, έναν ειδυλλιακό χώρο παντοτινής προσευχής και θυμιάματος για εκείνον που τόσο τους λείπει. Εκεί κατέθεσαν και καταθέτουν αγώνα προσωπικό, επίμονο και επίπονο, με μόχθο πολύ και οικονομική δαπάνη σημαντική, με φροντίδα, με έγνοια και μεράκι. Και έτσι εκεί, «του Ληστή ο τρόχαλος» (ή «ο Τσεβδογιάννης»), η τοποθεσία σημείο αναφοράς παλαιότερα για όλη την ευρύτερη περιοχή, που κόντευε πια να ξεχαστεί το όνομά της, αναβαπτίζεται σε «Άγιο Εμμανουήλ», δίνοντας άλλη όψη και άλλο χρώμα στον περιβαλλοντικό περίγυρο, όψη ευφραντική και αισιόδοξη, και ας προέκυψε από αιτία θλίψης και οδυρμού.
Εκεί ο Γιώργης και η Μαρία οικοδόμησαν τον ναό του Αγίου Εμμανουήλ στη μνήμη του ομώνυμου γιου τους, καλλώπισαν τον περίγυρο, φύτεψαν δέντρα και φυτά, ημέρωσαν έναν τόπο «αγριοσύστατο», πρασίνισαν το ξηρό και άνυδρο γκριζοκίτρινο, «καλλιέργησαν» την ελπίδα με έναν βωμό παντοτινής ικεσίας και δέησης.
Έτσι, για να τονίσουν ότι ακόμη και μετά από το οδυνηρότερο πλήγμα ο άνθρωπος μπορεί να σταθεί όρθιος και από αυτό αφορμώμενος να δράσει δημιουργικά, να εκφράσει με έργο όσα μέσα του νιώθει και που είναι αδύνατον να εκφραστούν στο μέγεθός τους αλλιώς. Κι ακόμη για να δείξουν ότι η θέληση, η προσπάθεια, η επιμονή και η υπομονή μπορούν ακόμη και την τραχιά γη να ημερέψουν, ειδικά όταν υπηρετείται ένας υψηλός ενδόμυχος στόχος.
Εκεί, λοιπόν, διαβάτη ή ταξιδευτή, στον Άγιο Εμμανουήλ, λίγο πριν από την Κρύα Βρύση, στρέψε το βλέμμα σου, κάθισε για λίγο στη σκιά των μεγαλωμένων κυπαρισσιών και των κέδρων, κάμε τον σταυρό σου, δεήσου για εκείνον που στη μνήμη του έγινε αυτό το δημιούργημα, μνημόνευσε και τους δικούς σου «απελθόντας», αναλογίσου πως το τέλος μιας ζωής μπορεί να εμπνεύσει την αρχή μιας άλλης δημιουργίας, να κινητοποιήσει τις εσωτερικές δυνάμεις του ανθρώπου, ώστε να προκύψουν αφιερώματα της καρδιάς και της ψυχής, και τέλος, βέβαια, επιβράβευσε – νοερά έστω – τους εμπνευστές, αφιερωτές, κοπιάσαντες και κοπιώντες για το έργο αυτό. Τους αξίζει ο έπαινος.