Και σκοτώθηκε στον εμφύλιο σπαραγμό
Μετά το αφιέρωμα για τον Νείλο Θεοδωράκη, δέχτηκα μια παράκληση να αναφερθούμε σε έναν άλλο σπουδαίο Θεοδωράκη, τον Εμμανουήλ το όνομα του οποίου έχει δοθεί στο γνωστό μας στρατόπεδο.
Αν και για τον ήρωα έχω κάνει δυο αφιερώματα, όπως διαπιστώνω από το αρχείο μου, πριν από πέντε χρόνια, περίπου, ευχαρίστως να θυμίσω μερικές από τις σημαντικές στιγμές στη ζωή του ήρωα αυτού, σημαντικότερου από πολλού άλλους αλλά άγνωστου όπως συμβαίνει συχνά με τις πραγματικές ανθρώπινες αξίες.
Ο Εμμανουήλ Ι. Θεοδωράκης γεννήθηκε στου Γάλλου το 1916. Ως υπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού, έλαβε μέρος με το 44ο Σύνταγμα Πεζικού, ως σημαιοφόρος του, στις επιχειρήσεις κατά των Ιταλών στην Αλβανία όπου και τραυματίστηκε στην Κλεισούρα.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ένα ρεπορτάζ του Σάββα Γενεράλη, στην «Κρητική Επιθεώρηση» (11/1/41) για την υποδοχή των πρώτων τραυματιών του μετώπου στην Αλβανία ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Εμμανουήλ Θεοδωράκης. Το παραθέτουμε επειδή μας δίνει την ατμόσφαιρα της εποχής και πως ένοιωθε η τοπική κοινωνία για τους στρατιώτες μας που πολεμούσαν στο μέτωπο. Αναφέρει σχετικά ο Σάββας Γενεράλης: «Έπρεπε να γίνει πόλεμος για να νιώσω τη συγκίνηση πού ένοιωσα προχθές τ’ απομεσήμερο όταν φθάσανε οι πρώτοι τραυματίες. Κι όλο το Ρέθυμνο που είχε μαζευτεί στη «Μεγάλη Πόρτα» ένοιωθε την ίδια βαθειά κι αξέχαστη λαχτάρα.
Μόλις έφθασε το πρώτο αυτοκίνητο που τους έπαιρνε τους τιμημένους λαβωμένους, όλο το μάζεμα κι ο αέρας όλος αντιλάλησε από το χειροκρότημα του κόσμου. Μόλις παρουσιάστηκε ο πρώτος «κεφαλοδεμένος» στρατιώτης, το χειροκρότημα δυναμώθηκε με τα «ζήτω». Τον πρώτο ακολούθησε δεύτερος, τρίτος, ύστερα ένας αξιωματικός, ύστερα ένας αεροπόρος, τα μυριόστομα «ζήτω» και τα χειροκροτήματα, δυνάμωναν σε κάθε νέα εμφάνιση λαβωμένου.
Τρεις ώρες από τη μία, μέχρι τις τέσσερις ο κόσμος ήταν στριμωγμένος, δεξιά κι αριστερά, πίσω από την παράταξη του Φρουραρχείου, τη συγκινητική υποδοχή του Φρουράρχου που έκλαιγε από χαρά, του δημάρχου το ίδιο, του Νομάρχου και των Περιφερειακών Διοικητών αρρένων και θηλέων με τα δώρα και τα αναψυκτικά που τους έφεραν και μαζί μ’ αυτούς ο κόσμος όλος σας λέω – άλλο να τους βλέπατε με τα μάτια σας – παρακολουθούσε το συγκινητικό θέαμα να τους βγάζουν από τα αυτοκίνητα και να τους φιλούν σαν τα παιδιά τους κι ας ήταν οι περισσότεροι από την ανατολική Κρήτη, για να τους ακουμπήσουν να τους ρωτήσουν για τον αγώνα πως πάει.
– Ζήτω η Ελλάδα!
– Τους φάγαμε!
– Ζήτω τα παλικάρια μας!
– Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός!
Ζήτω ο Στρατός των μετόπισθεν! (εννοούσαν τη νεολαία).
Τέτοιες ήταν οι κραυγές που ξεσπούσαν από όλο εκείνο το πλήθος.
Όλων τα μάτια είχαν βουρκώσει. Αλλά γιατί δεν κλαίγανε φανερά; Ο Πρίαμος απαγόρευε τους βαρβάρους. Τρώες να κλαίνε, γιατί φοβότανε μη και δεν γίνουν καλοί στρατιώτες, ο Αγαμέμνων, άφηνε τους Έλληνες, γιατί οι Έλληνες, ήτανε πολιτισμένοι. Καλώς τους δεχτήκαμε…».
Μαζί με τον Εμμανουήλ Θεοδωράκη είχαν έρθει με διάφορα τραύματα ο καθένας, ο Θεόδωρος Πρινιωτάκης (Ορθέ Αγίου Βασιλείου), Κωνσταντίνος Εφεντάκης (Δουμαεργιό Αγίου Βασιλείου), Χρίστος Μαρκαντώνης (Ελένες Αμαρίου), Λεμονάκης (Άνω Μέρος Αμαρίου), Γεώργιος Μαρκάκης (Μουρνέ), Εμμανουήλ Χαλκιαδάκης, Παπαδάκης Χαράλαμπος (Σπήλι), Εμμ. Μουντριανάκης, Κωνσταντίνος Καλλέργης, Εμμανουήλ Φοβάκης, Εμμανουήλ Πετράκης και Εμμανουήλ Αλεβυζάκης.
Ο τραυματισμός του αυτός δίνει στον Θεοδωράκη και το πρώτο του εύσημο.
Στη Μάχη της Κρήτης
Κι έρχεται η Μάχη της Κρήτης. Ο Θεοδωράκης, αν και τραυματίας, τρέχει από τους πρώτους να υπερασπιστεί το νησί του. Αψηφά τις εντολές ανωτέρων και πολεμά με ομάδα ιδιωτών στις περιοχές Αποθαμένου και Καστελλάκια. Με τον άριστο χειρισμό ενός πολυβόλου, το μοναδικό που διέθεταν οι αγωνιστές μας, προκαλεί μεγάλες ζημιές στον εχθρό. Και στη διάρκεια της συγκλονιστικής αυτής μάχης θα τραυματιστεί ξανά. Αλλά αδιαφορεί για τα τραύματα και τους πόνους. Μόλις βρήκε την ευκαιρία εντάσσεται στην Αντίσταση και μάλιστα αποκτά τη δική του ομάδα. Συνεργάζεται στενά με Βρετανούς πράκτορες που δρουν στην περιοχή και αναλαμβάνει τις πιο κρίσιμες αποστολές.
Έρχεται η Απελευθέρωση και βρίσκει τον Θεοδωράκη να υπηρετεί στην Εθνοφυλακή.
Νεκρός από φίλια πυρά
Με το ξέσπασμα του εμφυλίου ως αξιωματικός του Ελληνικού στρατού κλήθηκε να πολεμήσει στα βουνά της Μακεδονίας τον Δημοκρατικό στρατό. Τι κι αν γλίτωσε από τόσα εχθρικά βόλια, μοιραία έπεσε από φίλια πυρά στο Πλατύδρομο των Πιερίων. Ήταν 12 Μάρτη του 1948 και ο Θεοδωράκης ήταν μόλις 32 ετών. Σκοτώθηκε φωνάζοντας «Ζήτω η Ελλάς».
Έτσι έπεσε ο γενναίος ένα από τα παλληκάρια του 592 τάγματος που υπηρετούσε.
Η κηδεία του ήρωα έγινε στου Γάλλου μέσα σε βαθιά συγκίνηση χωρίς όμως το σώμα του νεκρού να είναι παρόν. Αντί αυτού υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφία του.
Αντίθετα το 9ήμερο μνημόσυνό του τελέστηκε με επισημότητα. Παρέστησαν μεταξύ άλλων ο τότε βουλευτής Ρεθύμνου Ευάγγελος Δασκαλάκης, ο τέως γενικός διοικητής Κρήτης Χρίστος Τζιφάκης και άλλοι επίσημοι.
Επικηδείους εκφώνησαν ο γιατρός Νικόλαος Λυράκης, ο διδάσκαλος Εμμ. Φραϊδάκης, ο Ιωάννης Κουτσουράκης, ο ιερεύς του χωριού Γάλλου Νικόλαος Δασκαλάκης και η Ευαγγελία Μαραγκουδάκη.
Αποχαιρετώντας τον με συγκίνηση ο παλιός του συναγωνιστής Γιάννης Κουτσουράκης είπε μεταξύ άλλων:
«Πολυαγαπημένε μας Μανώλη.
Καμάρι του νομού μας. Αθάνατε νεκρέ. Έρχομαι εκ μέρους των συναδέλφων Σου και εκ μέρους των του Ηρωικού μας Τάγματος, που ψηλά κρατούν τη σημαίαν του, εκ μέρους εκείνων που σ’ ηγάπησαν, σαν εξαιρετικό φίλο, πατέρα και αγνό πατριώτη, μ’ ευλάβεια να κλίνω το γόνυ και με δάκρυα για τον χαμό σου να δώσω θερμά συλλυπητήρια στον αξιοσέβαστο. Οι οικογένειά Σου και στους αγαπητούς χωριανούς Σου.
Είναι αδύνατον το να βρει κανείς λέξεις για να σου φτιάξη το χρυσό στεφάνι που Σου ανήκει.
Για μας αγαπητέ Μανώλη δεν έσβησες, όπως πάντα υπήρξες η φλόγα που δεν έσβηνε μέσα στις δύσκολες καμπές της Ιστορίας μας, έτσι θα μένεις πάντα, λαμπερό αστέρι που θα καθοδηγείς κάθε Έλληνα, κάθε πολιτισμένο από γενιά σε γενιά, στο υψηλό καθήκον της θυσίας για τα υψηλά ιδεώδη.
Υπήρξες σημαιοφόρος του Ηρωικού 44 Συντάγματος στην Εποποιία της Αλβανίας και πάντα υπερήφανα ξάπλωνες το Άγιο αυτό Σύμβολο, ακλόνητος πάνω στα υψώματα που κρύβουν τον θαυμασμόν τους για το Ηρωικό αίμα και κόκαλα που δέχθηκαν, γράφοντας ούτω, τις μεγάλες σελίδες της Ιστορίας μας.
Υπήρξες πρώτος που πολέμησες μ’ αυτοθυσία, καίτοι τραυματίας τους όλους όταν έπεσαν στο νησί μας. Ήλθε η καταιγίς τέλος του κατακτητού, η Πατριωτική Σου ψυχή δεν μπορούσε να καμφθή μπροστά στις απειλές και εγκλήματα των Ούνων. Πρώτος, δυνατός, λεβέντης, με καθαρά την σκέψι προς την Πατρίδα, οργάνωσες και έφτιαξες τμήμα που ήταν καμάρι σαν το δημιουργό του στον Νομό μας. Υπήρξες παντού πρώτος Αθάνατε Ήρωα.
Το 1946 φύγαμε μαζί με το Ηρωικό 592 Τάγμα, όλοι μας σ’ είχαμε καμάρι, γιατί ήσουνα η συνισταμένη της ψυχικής ανωτερότητος. Υπήρξες κορωνίς τόσο ως μέλος της κοινωνίας μας όσον και στην στρατιωτική οικογένεια. Κανείς δεν σ’ εγνώρισε και να μην σ’ αγαπήση. Πάντα πρώτος άφηνες το γραφείο Σου για να μας ακολουθήσης πάνω στις ψηλές και χιονισμένες κορφές. Εκεί πάνω τις δύσκολες στιγμές, πρώτος με υπερηφάνεια ξάπλωνες τα στήθια Σου για να υποστηρίξης την προχώρησιν των παιδιών Σου, που κι αυτά κοντά Σου γίνονταν αετοί για να πετάξουν πάνω στις πιο απόκρημνες κορφές. Ποτέ δεν θα λησμονήσω τα λόγια Σου «Δεν μπορώ κουμπάρε να ζήσω στους κονδυλοφόρους» και τέλος η επιθυμία Σου εξεπληρώθη, έφυγες από το γραφείο και παρέλαβες την Δ/σιν του Ηρωικού λόγου Δ/σεως. Με το παράδειγμά Σου, με το θάρρος Σου με τον υπερπατριωτισμόν Σου, έφτιαξες ένα τμήμα που ήταν το διαμάντι του Στρατού μας. Κοντά Σου ξυπνούσαν, πετούσαν οι στρατιώτες μας, τίποτε δεν ήταν γι’ αυτούς εμπόδιο, διότι εγνώριζαν ότι τα βλήματά των όλμων Σου ήταν προπαρασκευή για την Νίκη. Πόσοι δεν σε καμάρωσαν πόσοι δεν σε υμνησασέ χίλιες μάχες αθάνατε Μανώλη…».
Κα πρόσθεσε με τη σειρά του ο Νικόλαος Λυράκης: «Ποιος από τους υπηρετήσαντας στο 44ο Σ.Π. δεν ενθυμείται τον τότε υπαξιωματικό και σημαιοφόρο μήδη ανθυπολοχαγό, του οποίου ηγγέλθη ο θάνατος; Ποιος λησμονεί το λεβεντόσωμο παλικάρι, το σεμνό, το σοβαρό, τον πρόθυμο και υποχρεωτικό νέο που υπηρετούσε στα γραφεία του Συντάγματος, μέχρι να φθάσουμε στο μέτωπο;
Νέος, ορμητικός, υπερήφανος, αγαπών την πατρίδα, είχε θέσει στη διάθεσή της όλη του τη δραστηριότητα. Μόλις φθάσαμε τότε στο Μέτωπο, αφήκε την πένα και το χαρτί και μόλις το Σύνταγμα, μπήκε στη μάχη, συνόδευσε το Διοικητή του Συντάγματος, στην πρώτη γραμμή και εκεί στο Μπούντα Νορ, ετραυματίσθη υπό εχθρικών όλμων αμέτρητα τραύματα και διασωθείς ως εκ θαύματος.
Η πτώσις των αλεξιπτωτιστών τον βρήκε εδώ αναρρωνύοντα. Όμως εκ των πρώτων ως διοικητής πολυβόλων πολέμησε μέχρι της κατακτήσεως.
Κατά την κατοχή παρέμεινε εις το χωριό του Γάλλου αναμιχθείς ενεργώς εις την οργάνωση ομάδος αντιστάσεως…».
Και ο αείμνηστος γιατρός έκλεινε την συγκινητική του νεκρολογία με τα παρακάτω λόγια: «Δια του θανάτου του η μεν πατρίς χάνει έναν άριστον πολεμιστήν, οι φίλοι του έναν εξαιρετικό φίλο, οι δε γονείς και η οικογένειά του έναν εξαιρετικόν προστάτην.
Η θυσία του δια την πατρίδα και το ευγενές παράδειγμά του ας είναι διαυτήν Παρηγορία».
Τα οστά του ήρωα δεν φιλοξενήθηκαν για πολύ στη φιλόξενη μακεδονική γη.
Μετά από λίγα χρόνια, μεταφέρθηκαν από την Κατερίνη στον Γάλλο τη γενέτειρά του, όπου και αναπαύεται, απόλυτα ήσυχος και ικανοποιημένος, διότι επιτέλεσε το μεγάλο του καθήκον, προσφέροντας και τη ζωή του ολοκαύτωμα στον βωμό της πατρίδας.
Μετά θάνατον, του απονεμήθηκε ο βαθμός του υπολοχαγού.
Τιμήθηκε με το χρυσούν αριστείο ανδρείας και το όνομά του δόθηκε στο Στρατόπεδο του 547 Τάγματος Πεζικού, όπου υπάρχει και το μνημείο των πεσόντων του 44ου Συντάγματος Πεζικού.
Επίσης το όνομά του φέρει σήμερα και ο κεντρικός δρόμος της μεσοχωριάς του Γάλλου.
Για τον ήρωα έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα ο κ. Γρηγόρης Παπαδοπετράκης.
Είχα όμως την ευκαιρία να γνωρίσω τις θυγατέρες του ήρωα Ελευθερία και Στέλλα με τις οποίες με συνδέει πλέον μια ζεστή φιλία και από συζητήσεις μας έμαθα κι άλλα για την ηρωική δράση του πατέρα τους.
«Ο πατέρας μας ο καπετάν «Θεοδωρομανώλης», μου είπαν, ήταν ο μόνος που ήξερε να δέσει πολυβόλο. Με ένα μικρό πολυβόλο λοιπόν στη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης κατάφερε μόνος του να ρίξει ένα στούκας στη θάλασσα.
Με λίγους άνδρες και ελάχιστους χωροφύλακες από τη Σχολή πολέμησε και αιχμαλώτισε 30-50 εχθρούς στα Μισσίρια, φυλακίζοντάς τους σε μια εκκλησία, ώσπου παρουσιάστηκαν Γερμανοί από το Μάλεμε με τανκς και τους ελευθέρωσαν.
Με το ίδιο πολυβόλο προσπάθησε να εμποδίσει τους Γερμανούς στη θέση Κουμπέ να μπουν στην πόλη αλλά ήταν μόνος του. Πώς να το καταφέρει;
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στο Ρέθυμνο κρέμασαν τη Γερμανική σημαία στο φρούριο. Ο πατέρας μας δεν το άντεξε. Πήγε κρυφά και τη κατέβασε. Δεν άργησε να συλληφθεί αλλά ο ανώτερος Γερμανός θαύμασε την τόλμη του και τον άφησε ελεύθερο προειδοποιώντας τον ότι θα τον σκοτώσουν αν επαναλάβει αυτές τις πράξεις.
Επειδή η Κρήτη δεν είχε πολεμοφόδια ο πατέρας μας μάζευε τα παιδιά και τα καθοδηγούσε πώς να πλησιάσουν αυτοκίνητα των εχθρών, να κάνουν δήθεν πως επαιτούν φαγητό και να κλέβουν στο μεταξύ ό,τι από τα όλα εύρισκαν. Δεν δίσταζε τα πολεμοφόδια που του έφερναν να τα κρύβει ανάμεσα στις γλάστρες κρύβοντάς τα με τα λουλούδια. Αν τα εύρισκαν οι Γερμανοί σίγουρα περίμενε όλη την οικογένεια το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο πατέρας μας όμως έβαζε την πατρίδα πάνω από όλα…
Έρχεται η Απελευθέρωση και βρίσκει τον Θεοδωράκη να υπηρετεί στην Εθνοφυλακή.
Με το ξέσπασμα του εμφυλίου ως αξιωματικός του Ελληνικού στρατού κλήθηκε να πολεμήσει στα βουνά της Μακεδονίας το Δημοκρατικό στρατό. Τι κι αν γλίτωσε από τόσα εχθρικά βόλια, μοιραία έπεσε από φίλια πυρά στο Πλατύδρομο των Πιερίων. Ήταν 12 Μάρτη του 1948 και ο Θεοδωράκης ήταν μόλις 32 ετών. Σκοτώθηκε φωνάζοντας «Ζήτω η Ελλάς».
– Ο πατέρας μας ήταν αξιωματικός, μας λένε οι αδελφές Θεοδωράκη, οι κόρες του ήρωα. Αναγκάστηκε να πολεμήσει στον ανταρτοπόλεμο, γιατί φορούσε στολή και δεν μπορούσε να παραβεί διαταγές ανωτέρων. Είχε όμως φίλους αριστερούς και μάλιστα σε μια δύσκολη στιγμή στο χωριό, βοήθησε μια οικογένεια αριστερών να κρυφτεί, επειδή τους κυνηγούσαν οι δεξιοί.
Έτσι έπεσε ο γενναίος αυτός, ένα από τα παλληκάρια του 592 τάγματος που υπηρετούσε».
Πικρή ζωή για την ορφανεμένη οικογένεια
«Ήταν τραγικά τα χρόνια που ακολούθησαν για την οικογένειά του. Μας λέει σχετικά η κόρη του ήρωα Ελευθερία Θεοδωράκη – Κανακάκη.
– Εγώ σαν μεγαλύτερη θυμάμαι ακόμα την ημέρα του θανάτου του πατέρα μου. Ήμουν ανεβασμένη στη σκάλα. Άκουγα τα ουρλιαχτά κι έβλεπα τι γινόταν. Μαύρο αγκάθι στη μνήμη μου Αρχαία τραγωδία.
Η μητέρα μας Ελένη ήταν μόλις 25 χρόνων όταν έμεινε χήρα. Εγώ ήμουν τριών χρόνων και η αδελφή μου Στέλλα μόλις ενός έτους. Θα μου επιτρέψετε να προσθέσω ότι εμένα με βάπτισε Ελευθερία επειδή στο μεταξύ είχαμε απελευθερωθεί. Αν γεννιόμουν νωρίτερα έμαθα πως ήθελε να με ονομάσει Νίκη. Η πατρίδα ήταν τα πάντα γι’ αυτόν.
«Για χάρη της πατρίδας του που τόσο αγαπούσε
«Ελευθερία» φώναξε όταν εξεψυχούσε…».
Ακολούθησαν χρόνια σκληρά. Η μητέρα μας το γένος Τσουπάκη, προσπάθησε με μια πενιχρή σύνταξη να μας μεγαλώσει. Η οικονομική μας κατάσταση ήταν δύσκολη γιατί η οικογένειά της δεν ήταν γεωργική. Ηρωίδα πραγματική μας μεγάλωσε κάνοντας εξαιρετικό κουμάντο και βέβαια με τη συμπαράσταση της οικογένειάς της. Τα αδέλφια της μάνας μας που μας συμπαραστάθηκαν με θέρμη τίμησαν έτσι τη φιλία με τον πατέρα μας. Γιατί μεγάλη φιλία τους είχε συνδέσει από παλιά.
Ο ένας αδελφός ήταν ηγούμενος στο Αρσάνι και μάλιστα από τη στενοχώρια του έπαθε ζαχαροδιαβήτη. Οι άλλοι δυο ο Στάθης και ο Στέλιος ήταν σπουδαίοι μαραγκοί και επίσης σπουδαίοι οικογενειάρχες. Σίγουρα οι παλιοί Ρεθεμνιώτες θα θυμούνται το θείο μας Στέλιο που ήταν επί 40 χρόνια δεξιός ψάλτης στη Μητρόπολη Ρεθύμνης».
Πέρασε μεγάλες δυσκολίες η οκογένειά του. Η γυναίκα του Ελένη δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα. Ακόμα και τα παιδιά της μαυροφόρεσε μέχρι τα πέντε τους χρόνια. Ποτέ δεν θέλησε να επιστρέψει στις χαρές της ζωής. Κρατούσε βαρύ πένθος στο σπίτι μια ζωή. Ακόμα και οι κουρτίνες και τα τραπεζομάνδιλα είχαν μαύρο χρώμα.
Νωρίτερα πάντρεψε την κόρη της Ελευθερία αν και το κορίτσι ήθελε να σπουδάσει. Η άλλη κόρη της Στέλλα κατάφερε να σπουδάσει ηλεκτρονικός και εργάστηκε 40 χρόνια στη Δημόσια Τηλεόραση.
Έτσι η Ελένη Θεοδωράκη έφυγε ήσυχη από τη ζωή σε ηλικία 78 χρόνων πάντα με το όνομα του ήρωα συζύγου της στα χείλη.
Και οι δυο θυγατέρες του ήρωα έκαναν επιτυχημένους γάμους και σήμερα ζουν στην Αθήνα, χήρες δυστυχώς, αλλά ευτυχισμένες κοντά στα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.