Του ΠΕΤΡΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ*
Εποχή σκληρών, αδυσώπητων αγώνων επιβίωσης. Αγώνων ματαιόπονης αγωνίας. Καθημερινή μάχη για την αποφυγή ασύμμετρης απειλής απώλειας του δικού τους υποθηκευμένου σώματος ως αντίτιμου λύτρου δανειακών αναγκών.
Η εποχή που με αδρές επισημάνσεις επιχειρώ να σκιαγραφήσω (7ος – 6ος αιώνας π.Χ.), δε μοιάζει να διαφέρει και πολύ από τη ζωή τεσσάρων τουλάχιστον εκατομμυρίων Ελλήνων πολιτών στην Ελλάδα, σήμερα. Αυτό που διαφέρει είναι οι κοινωνικές προϋποθέσεις, το νομικό αντίτιμο της υποθήκευσης, όχι όμως και οι πολιτικές πρακτικές που την επιβάλλουν. Πολιτικές που, κάποτε, συνιστούσαν την παραλογία άσκησης εξουσίας στο ολιγαρχικό πολίτευμα της αρχαϊκής εποχής, επιβιώνουν, ωστόσο, με μεταμοντέρνο μανδύα, ηλεκτρονικά και με τον ίδιο αδίστακτο κυνισμό, στη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία της ελληνικής μεταπολίτευσης. (Και όχι μόνο). Πώς γίνεται και προκύπτει ένα τέτοιο πολιτικό παράδοξο; Ολιγαρχίες να εξορκίζουν το πνεύμα της δημοκρατίας; Να συνιστούν το νομοθετικό και οικονομικό ιστό της λειτουργίας της;
Ας θυμηθούμε: στην πόλη της Παλλάδας Αθηνάς, το πολίτευμα της δημοκρατίας (6ος αιώνας π.Χ.) φαίνεται να εγκυμονείται ως ιστορικό γεγονός μιας γιγάντιας και επώδυνης ρήξης: της σύγκρουσης μεταξύ της κοινωνίας του «δήμου» (των ανθρώπων της υπαίθρου και των αγρών, αυτών που δάμαζαν τη γη – ο δήμος προέρχεται από το δαμάζω -) και της αριστοκρατικής ολιγαρχίας γης και χρήματος. Η ένταση μεταξύ του πρωτογονισμού των εξουσιαστικών ενστίκτων επικυριαρχίας των πολλών από τους λίγους και της «πείνας» και «δίψας» του δήμου για ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία (και παγκόσμια αδελφοσύνη στη μετά Χριστόν εποχή), στιγμάτιζε, αιώνες, την εφιαλτική καθημερινότητα των πολιτών. Ολιγαρχική βία και ασίγαστη συλλογική επιθυμία του κοινού συμφέροντος αντανακλούσαν την παθογένεια δομικής οργάνωσης της κοινωνίας. Η απουσία θεσμικών παρεμβάσεων ικανών να περιορίσουν ή και να μηδενίσουν τον οίστρο άπληστου χρηματισμού των δανειστών σε βάρος των δημοτικών δανειοληπτών, εξωθούσε την κοινωνία, τότε και σήμερα, στον αυτοκατακερματισμό της, στην πρόκληση παραλυτικών κοινωνικών αποκλεισμών και αιματηρών επαναστάσεων.
Πριν η δημοκρατία εκφυλιστεί σε ένα θεσμικό αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης (18ος αιώνας μ.Χ.,), σε μία δημοκρατία λαοπρόβλητης(;) ολιγαρχίας συμφερόντων, αποτύπωνε μία υπαρξιακή κοινωνική αναγκαιότητα: τη ριζική κατάλυση της ανελέητης δεσποτείας των ολίγων με σκοπό τη θεσμοθέτηση δικαιοσύνης των πολλών. Γι’ αυτό και η στάση του Σόλωνα (6ος αιώνας π.Χ.) που καλείται ως «διαλλακτής» (συμφιλιωτής) των κοινωνικών διαστρωματώσεων, αριστοκρατικών και δημοτικών, δεν εμφανίζεται μεροληπτική. Η κατίσχυση του μεροληπτικού παραταξιακού λόγου ως ενεργητικού επιτελεστικού τρόπου αντίστοιχης πολιτικής δράσης, αδυνατεί να εκφράσει τόσο την καθολικότητα του κοινωνικού σώματος όσο και τις θεμελιώδεις αξιώσεις χρείας του καθέκαστον πολίτη. Η παραταξιακή λογική καταστρατηγεί την πολιτική και κοινωνική δικαιοσύνη ως ένα είναι – δι’ έτερον. Γι’ αυτό ο Σόλων μάχεται «προς εκατέρους υπέρ εκατέρων» (Αριστοτέλους, Αθηναίων Πολιτεία, VII), προς τον καθένα καθεαυτόν χωριστά υπέρ του καθενός καθεαυτόν χωριστά, δηλαδή προς το κοινόν συμφέρον δημοτικών και ολιγαρχικών. Επιρρίπτει την αιτία της επανάστασης όχι στους στασιάζοντες δημοτικούς, αλλά στην κορεσμένη με πολλά αγαθά ολιγαρχία. Αποδίδει την αιτία της έχθρας στα αρνητικά πάθη των ολιγαρχικών που παίρνουν θεσμικό χαρακτήρα. Με την ανάληψη της κυριαρχικής – θεσμικής ευθύνης (κύριος γενόμενος των πραγμάτων, στο ίδιο, VI), δρομολογεί μία σειρά νομικών (νόμους έθηκεν) και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, ικανών να παράσχουν δικαιοσύνη, δηλαδή επάρκεια ευπρεπούς βίου στο δήμο, αποφεύγοντας παράλληλα ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους ολιγαρχικούς: απαγορεύει το σωματικό δανεισμό, αποκόπτει τα χρέη, ιδιωτικά και δημόσια (σεισάχθεια), αποσείει το χρονίζον βάρος των δημοτικών, και ούτω καθεξής. Εισάγει μία επαναστατική αναδιάρθρωση όλης της κοινωνίας χωρίς, ωστόσο, να εξωθεί στον καταποντισμό τις πριν κυρίαρχες κοινωνικές διαστρωματώσεις. «Δείχνοντας από παντού τη δύναμή μου, επισημαίνει ο ίδιος, στράφηκα σαν λύκος μέσα σε πολλά σκυλιά» (Αριστοτέλους, Αθηναίων Πολιτεία, XII, 4). Το σκυλολόι, συνεπώς, επιβιώνει μέσα στη δημοκρατία (άμεση και αντιπροσωπευτική). Κατ’ ανάγκην; Όχι, βέβαια, αλλ’ ως de jure και de facto δυνητική εκδοχή της δημοκρατίας. Εξαρτάται από την εκάστοτε πρακτική των θεσμικών φορέων της εξουσίας. H δημοκρατία δεν καταργεί καμία ολιγαρχία. Μπορεί όμως να της δείξει τα όριά της. Nα βάλει νομοθετικό φραγμό στον εκφυλισμό των παρεμβάσεων και παρεκβάσεων της. Όρια στην ανερμάτιστη ιδιοτέλεια αντιδημοκρατικών διεκδικήσεων. Δεν μπορεί σε μία φιλελεύθερη Δημοκρατία, θεμελιωμένη στις εμβληματικές αρχές ισότητας, δικαιοσύνης και αδελφοσύνης, οι κερδοσκοπικές ολιγαρχικές πρακτικές των funds, τραπεζικών και ποικίλων επιχειρηματικών συμφερόντων να εμφανίζονται ως επιτελεστικοί φορείς επιταγών του ενστίκτου του θανάτου. Ο θάνατος του άλλου (οικονομικός και σωματικός) να συνιστά τον κορεσμό της ηδονής των funds. Τα τραγικά καθημερινά συμβάντα σε χιλιάδες πολίτες της χώρας, χρόνια τώρα, παραπέμπουν στην κόλαση του Δάντη. Σε έναν ευτελιστικό της προσωπικότητας του πολίτη παραλογισμό με σκοπό την επιτήδεια, δόλια θυματοποίησή του. (Το ίδιο γινόταν και στα δικαστήρια της δεκαετίας του 2010.) Κανένας επικοινωνιακός, συνεννοητικός, συναινετικός πολιτισμός στις διαδικασίες διακανονισμού των οφειλών. Οι ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης δανείων και πιστώσεων κρύβονται πίσω απ’ την ανωνυμία του ληστρικού κανιβαλισμού τους. Θυμίζουν το διαχειριστή της Ευαγγελικής παραβολής των μυρίων ταλάντων (Κατά Ματθαίον, ΙΗ, 23 – 35) που κατέπνιγε τους χρεοφειλέτες, ενώ τα δικά του χρέη τού είχαν ήδη χαριστεί.
Δεν τους ενδιαφέρει ο πολιτισμένος διακανονισμός – συμβιβασμός με τον δανειολήπτη στα όρια των δυνατών του δεσμεύσεων. Η ωμοφαγία μοιάζει πιο εύπεπτη στην οποιαδήποτε μορφή χαιρεκακίας. Δεν διερωτώνται ποιοι εξώθησαν τους δανειολήπτες στο οικονομικό τους αδιέξοδο. Τους αρκεί η εγνωσμένη συνενοχή τους με το πνεύμα των αντισυνταγματικών αποφάσεων που παρανόμως νομιμοποιούν τον ολιγαρχικό κυνισμό τους. Να το πούμε απλά: η μετακύλιση του χρεωστικού άχθους στις πλάτες χιλιάδων Ελλήνων πολιτών που οι Έλληνες πολιτικοί (όλων των αποχρώσεων) στην ανίερη συμμαχία τους με τους τραπεζίτες δημιούργησαν, δεν κατακυρώνει την επίπλαστη αθωότητά τους. Απλώς, διαιωνίζει την απληστία των πιστωτών που εξαγοράζει την «οφειλόμενη πίστωση» με την οδύνη και την ενδεχόμενη αυτοκτονία των δανειοληπτών. Το διαθρυλούμενο ανέκδοτο του συγχωρεμένου: «Όλοι μαζί τα φάγαμε» αποτελεί κραυγαλέα κατ’ ευφημισμόν προσποίηση αποφυγής προσωπικής ευθύνης. Απορώ πως οι θεσμοθέτες του ελληνικού κοινοβουλίου μπορούν ακόμα και κοιμούνται.
* Ο Πέτρος Αναστασιάδης είναι πανεπιστημιακός καθηγητής Φιλοσοφίας