Του ΜΙΧΑΛΗ Γ. ΒΟΣΚΑΚΗ
Με την πεποίθηση ότι μια μυσταγωγία κρητικής μουσικής ολοκληρώνεται – κατά κάποιο τρόπο – με τον παραδοσιακό κρητικό χορό, οι παρακάτω στίχοι αποτελούν τη λογική και εν πολλοίς προβλέψιμη συνέχεια, των πολύ πρόσφατα δημοσιευμένων από το βήμα αυτό στίχων μου, με τον κύριο τίτλο: «Ο Λυράρης».
Ο Λυράρης, με την έννοια του οργανοπαίχτη εν γένει της κρητικής μουσικής, αλλά και του τραγουδιστή και του μαντιναδολόγου, που συχνά συγκεντρώνονται ως ιδιότητες στο πρόσωπό του, καθώς και ο χορευτής (ο οποιοσδήποτε χορευτής ανεξαρτήτως χορευτικής δεινότητας), αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, σε ένα κορυφαίο δρώμενο, αυτό του κρητικού γλεντιού/πανηγυριού…
Εις τον παλιό τον καφενέ, στα γλέντια τα μεγάλα,
από μικιός τα μελετά τω χορευτώ τα ζάλα·
που παίζουν πήδους βγαίνουνε σάμε τα μεσοδόκια,
στον ουρανό ανεβαίνουνε, τση λεβεντιάς αποτόκια·
κι ύστερα προσγειώνουνται στην τάβλα απού τρίζει,
με τα στιβάνια κάνουνε βρούχος που ξεχωρίζει.
Σα μεγαλώνει μιαολιά ντακαίρνει Πεντοζάλη,
απού κεντά ντου η γλυκειά λύρα Νουκομιχάλη.
Ρέγεται τη μελαχρινή, που να! χορεύγει πάλι!
με ζεβλωμένους τσ’ άγκωνες Κουρουθιανό Τριζάλη.
Μα ‘νησυχεί αρά και που στα γλέντια τα ωραία,
που γίνουνται συχνά-πυκνά, εκειά, εις την πλατέα·
να μην προκάμει άλλος κιανείς στην πίστα να σηκώσει,
για Σούστα τη μελαχρινή, το κάλεσμα να δώσει.
Ω Θέ μου πόση μέθεξη, μεγάλη περηφάνεια,
Ψυχής αντάρα φοβερή, ανήκουστη λαχτάρα·
να μην τελειώσει ογλήγορα η λύρα να μαγεύγει,
εις το χορό που ο χορευτής την κοπελιά αγκαζεύγει.
Η μοίρα ντου τον οδηγεί σ’ Ανωγειανό παρεάκι,
που ‘τονε δάσκαλοι καλοί, με έγνοια και μεράκι.
Σαράντα χρόνια πάνε μπλιο μα οι θύμησες βαστούνε,
κι όλο και δυναμώνουνε αντίς για να σβηστούνε·
που έξε η ώρα το πρωί εις το Παλιό Κονάκι
χορεύγανε εις την αυλή με το Σηφογιωργάκη·
εκειά αναγυρίζουνε, τα πάσα ντου μετρούνε,
κάτω απ’ τον ξάστερο ουρανό χορούς να ξαναϊδούνε.
Ήντα κι αν εξημέρωσε, η φλόγα ντου δε σβήνει,
από φωθιά ‘ναι μαγική, πλια αναπνιά του δίνει.
Κρατεί στο στήθος ντου βαθειά του μερακλή η γι-αντάρα,
κι άλλο χορό ‘ναι που ζητά μ’ ακόρεστη λαχτάρα.
Κι όντε στσι μύτες των ποδιώ η-το συρτό αρχινίζει,
μπελί πως είναι μερακλής γίνεται, το γνωρίζει.
Και στο καπάκι ο λυρατζής «κερνά» Μαλεβιζώτη,
Η κρητική παράδοση δεν είναι ότι κι ότι.
Κι όντεν τελειώσει ο χορός, η φλέγα έχει φουσκώσει,
εις το λαιμό μα τη χαρά ατόφια έχει νιώσει.
Στετός, κυπαρισσόκορμος, το μπέτη αναντρανίζει,
η περηφάνεια η αγνή τα στήθη πλημμυρίζει.
Σπολάτη ντου του χορευτή κι ανε γ-κακοκαιρίζει,
τση Κρήτης η παράδοση κι ο τόπος τον ορίζει.
Γιατί το σώμα κι α(ν) γερνά, κι απ’ το «άτι» ξεπεζεύγει,
μεν’ η ψυχή ντου αζωντανή και νοερά χορεύγει.