Η εμβληματική φυσιογνωμία του αναφερόμενου πολιτικού και η συμβολή του στη διαμόρφωση της νεώτερης ελληνικής ιστορίας μας είναι αδιαμφισβήτητη καθώς λατρεύτηκε από τους Έλληνες όσο λίγοι.
Με αφορμή την παρουσίαση του νέου βιβλίου Μίμη Ανδρουλάκη στο Ρέθυμνο την 12 Φεβρουαρίου θα ήθελα να εκφράσω τις σκέψεις μου που δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω.
Η πολιτική είναι η «τέχνη του εφικτού», κρίνεται εκ του αποτελέσματος και έχει ένα πανίσχυρο αντίπαλο, «την ίδια την πραγματικότητα», η οποία κάθε τόσο τη διαψεύδει.
Στην προκειμένη περίπτωση ο «θεοποιημένος πολιτικός» υπέρμαχος της δημοκρατίας ήταν αυτός που δημιούργησε το «ιδιώνυμο» (ειδικό) αδίκημα όπως περιγράφεται στον νόμο N. 4229/24 Ιουλίου 1929 (ΦΕΚ 245/Τεύχος Πρώτον/25 Ιουλίου 1929) μετά από πρόταση του.
Ο τίτλος του νόμου ήταν «Περί των μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Ο στόχος του ήταν η ποινικοποίηση των «ανατρεπτικών» ιδεών, ιδιαίτερα η δίωξη κομμουνιστών, αναρχικών και η καταστολή των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων.
Πέραν τούτου το οποίο κατ’ ουσία ήταν η κοιτίδα του φασισμού, στέρησε τη χώρα από μια πρόσθετη επιλογή και μια ελεύθερη πνευματική και κοινωνική ανάπτυξη.
Η πρόταση του το 1911 στο γλωσσικό ζήτημα με την ανακήρυξη της καθαρεύουσας ως επίσημη ομιλουμένη της Ελλάδας ήταν μια «υποδούλωση» των ελλήνων σε ένα ύπουλο ιδιόμορφο καθεστώς «καλαμαράδων» που εκμεταλλεύονταν τη λαϊκή αγνότητα.
Όμως τίποτα δεν μπορεί να μειώσει τη διεθνή αναγνώριση και εύρος του καθώς αναγνωρίζεται ως ένας πολιτικός όπως εύστοχα παράθεσε ο Μίμης Ανδρουλάκης «ταύτισε τον εσωτερικό του παλμό με τον παλμό της ίδιας της ανθρώπινης ιστορίας».
Το πρώτο ερώτημα που έθεσα ήταν τι θα απαντούσε ο Βενιζέλος στο μυθιστόρημα του σε μια φτωχή ρωμιά από την Πόλη σαν θα του έλεγε: «Αχ…τι μας έκανες…όλη η Μικρά Ασία κι ο πόντος κι η Πόλη ήταν δικά μας..». Ο κ. Ανδρουλάκης θεώρησε ότι απλά ήταν η αυταπάτη των φαναριωτών και της ελληνικής ελίτ ότι θα είχαν τα προνόμια τους για πάντα.
Το δεύτερο ερώτημα ήταν μια έμμεση επίθεση προς τους σημερινούς πολιτικούς: «Την εποχή που έζησε ο Βενιζέλος ο κόσμος δεν γνώριζε γράμματα, ως εκ τούτου είχε ανάγκη από ηγέτες να τον καθοδηγήσουν, σήμερα με πολύ υψηλό ποσοστό ελλήνων επιστημόνων χρειάζεται ηγέτες η’ απλά πολιτικούς να παράγουν έργο;».
Βεβαίως για το δεύτερο ερώτημα δεν έλαβα απάντηση κι όταν ο κ. Ανδρουλάκης είπε ότι το αίτιο της ελληνικής κρίσης είναι…η «φούσκα» που δημιουργήθηκε με την επίπλαστη ευημερία δεν άντεξα και προκλητικά ειλικρινά και με αγανάκτηση, φώναξα: «η πολιτική αυθαιρεσία είναι το αίτιο»…
Η πάγια θέση μου είναι ότι η ελληνική πολιτική είναι ένα «θηρίο που καταβροχθίζει» το μέλλον του τόπου με την ασυδοσία, αμετροέπεια κι έλλειψη θεσμών και διαφάνειας.
Ο Ν.1266/82 που ενδεχομένως ψήφισε κι ο κ. Ανδρουλάκης ενώ έγραφε τα μυθιστορήματα του, ήταν το βασικό αίτιο της δημοσιονομικής μας υπερχρέωσης γιατί καθ’ υπέρβαση του συντάγματος που ορίζει δημόσιο δανεισμό μόνο για έργα υποδομών και παραγωγικούς σκοπούς, επιτράπηκε κι ο δανεισμός λόγω δημόσιων καταναλωτικών σκοπών.
Θα κλείσω με μια φράση που λένε ότι ειπώθηκε από ένα σφακιανό καπετάνιο στον Καλλικράτη απευθυνόμενος στον Βενιζέλο: «Καπετάν Λευτέρη…η καπετανιά είναι βαρύ γομάρι! (φορτίο)», ενώ λέγεται «ότι ύστερα από τη μικρασιατική καταστροφή βρέθηκε ο Βενιζέλος με τον Ατατούρκ στο ίδιο τραπέζι κι ο Βενιζέλος ως ηττημένος τραγούδησε το ριζίτικο τάβλας: «τον αντρειωμένο μην τον κλαίς όσο κι αστοχήσει..».
…Αυτός ο υπέροχος κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ, όλο δολοπλοκίες, πάθος εξουσίας μα στο τέλος πάντα η προσμονή της κοινωνίας για επιστροφή στην αγνότητα με το φως της αναγέννησης και των υπέρτατων θεμελιωτικών αξιών της ανθρώπινης ύπαρξης.