Μένουν οι μαρτυρίες αγωνιστών να τους εγκαλούν στη λαϊκή συνείδηση
Όσο και να προσέχω αναπτύσσοντας θέματα τοπικής ιστορίας, δεν αποφεύγεται το μοιραίο. Και μου συνέβη σε ανύποπτο χρόνο. Είχε σχέση με μια μαρτυρία βετεράνου αντιστασιακού, που ανέβασα στο κανάλι μου στο Youtube. Η εγγραφή έγινε πριν από 25 χρόνια, που ούσα νεότερη έκρινα τότε με άλλα μέτρα και σταθμά. Ήμουν επίμονη όταν σε μια συνέντευξη αγγίζαμε «λεπτά» σημεία. Κι αυτό έγινε στην εγγραφή με τον αείμνηστο σήμερα βετεράνο. Επέμενα να μου ονοματίσει τον «Ιούδα» της περιοχής του, που έγινε αφορμή για συλλήψεις και εκτελέσεις. Κι ενώ πρόθεσή μου ήταν απλά να ξέρω για να χειρίζομαι αναλόγως παρόμοια περιστατικά μου «ξέφυγε» στο μοντάζ κι έμεινε το όνομα.
Ήταν φυσικό λοιπόν έστω και μετά από τόσα χρόνια, να το δει απόγονος του συγκεκριμένου ατόμου, που αναφέρεται στη μαρτυρία και φυσικά να μου ζητήσει εξηγήσεις.
Όπως αντιλαμβάνεστε, την ίδια ώρα που συζητούσα τηλεφωνικά με τον άνθρωπο «κατέβαζα» το θέμα, χωρίς καν να ξέρει εκείνος την κίνησή μου αυτή. Και όχι γιατί φοβήθηκα τις συνέπειες, αλλά επειδή συνειδητοποίησα ότι στην περίπτωση των δοσίλογων δεν πρέπει να πληρώνουν το τίμημα οι απόγονοι. Οφείλω πάντως να ομολογήσω μετά ότι μου δημιουργήθηκε το ερώτημα πως να αισθάνονται οι απόγονοι εκείνων που δεν γλύτωσαν τη δημόσια αναφορά λόγω και των ανομημάτων τους;
Σε μια προβολή ντοκιμαντέρ μου είχα την τύχη να γνωρίσω έναν από τους απογόνους αυτούς. Ο ίδιος μου συστήθηκε, ευχαριστώντας με που δεν είχα δώσει στο θέμα μου τις διαστάσεις που θα τον έφερναν σε δύσκολη θέση.
Με αφορμή τις δυο αυτές περιπτώσεις προβληματίστηκα και εστίασα λίγο στο θέμα εκείνων που οι πλέον ειδικοί τους χαρακτήρισαν «εθνικά αναξίους».
Τι άραγε να τους ώθησε στην ενέργειά τους αυτή;
Απάντηση μου έδωσε ένα σημείο από τη συνομιλία μας με τον απόγονο που διαμαρτυρήθηκε γιατί είχα αποκαλύψει το όνομα του προγόνου του.
«Για ελάτε στη θέση αυτού του ανθρώπου. Οι Γερμανοί τον είχαν εγκαταστήσει και κείνος υπάκουε σε διαταγές. Τι έπρεπε να κάνει;».
Ναι μια κουβέντα είναι να σε παρασύρουν τα πατριωτικά σου αισθήματα σε μια στιγμή που καλείσαι να επιλέξεις. Δεν θέλει απλά ηρωισμό η άρνηση αλλά αποκοτιά. Και πόσοι είναι έτοιμοι να υποστούν τις συνέπειες μιας πατριωτικής στάσης;
Αυτό ειλικρινά μπορώ να το καταλάβω. Από μαρτυρίες μελλοθανάτων που επέζησαν γνωρίζουμε ότι πολλοί θυσιάστηκαν για να αποφευχθεί μεγαλύτερη καταστροφή. Οι όμηροι για παράδειγμα στα γεγονότα και του Γερακαρίου και των Βρυσών (μαρτυρίες Νικολάου Τζωρτζάκη και Μανόλη Βλεπάκη αντίστοιχα) σκέφτηκαν κάποια στιγμή να αντισταθούν στους δεσμώτες τους. Η σκέψη όμως των αντιποίνων που απειλούσαν ολόκληρο το χωριό, τους σταμάτησε.
Άλλοι πάλι που υπηρετούσαν στη Κομμαντατούρ με εντολή της ομάδας τους για λήψη πληροφοριών από άμεση πηγή, όταν ερχόταν στιγμή να αποκαλύψουν κάτι, ζύγιαζαν τα γεγονότα. Κι ανάλογα απαντούσαν.
Πιστεύω πως γι’ αυτούς η ιστορία έχει αποφανθεί. Και ο χρόνος έχει σκεπάσει πολλά. Εκείνοι που είναι και θα είναι υπόλογοι εσαεί είναι οι εκούσιοι εθνικώς ανάξιοι που επωφελήθηκαν ποικιλοτρόπως από τον κατακτητή.
Κάποιοι έπεσαν κυριολεκτικά στα «μαλακά» με τις αμνηστίες που δόθηκαν αργότερα. Η μνήμη τους όμως αποτελεί ένα αποτύπωμα ντροπής στον κορμό της ιστορίας και τα μνημεία σε κάθε μαρτυρική περιοχή υπενθυμίζουν την μεγάλη τους προδοσία.
Είναι και η λαϊκή μούσα που αποτύπωσε τις πράξεις τους μέσα σε δίστιχα που κυκλοφορούσαν για πολλά χρόνια από στόμα σε στόμα κι ακόμα συζητιόνται από τους υπερήλικες σε αρκετές περιοχές. Ο Μάρκος Πολιουδάκης τα αναφέρει λεπτομερώς στο βιβλίο του για την Εθνική Αντίσταση.
Η πρώτη δίκη δοσίλογου ξεκίνησε στην πόλη μας μέσα Δεκέμβρη του ’44. Στο εδώλιο ο διαβόητος για τις προδοσίες του «Στραβός».
Το Ειδικό Δικαστήριο αποτελούσαν οι Γιάννης Γιαννουράκος, πρόεδρος, Γιάννης Σακκάς και Μανόλης Μαστρογαμβράκης, τακτικά μέλη και οι Αριστείδης Κορωνάκης και Ιωάννης Σαρρής λαϊκοί δικαστές. Ειδικός Επίτροπος παρέστη ο εισαγγελέας Πουλάκος και γραμματέας της έδρας ήταν ο Αντώνιος Δασκαλάκης, συνήγοροι Πολιτικής Αγωγής παρέστησαν οι Μανόλης Τσιριμονάκης, Μιχαήλ Παπαδάκις, Νικ. Ανδρουλιδάκης και Μίνως Καλαϊτζάκης και υπεράσπισης ο Πέτρος Μανουσάκης.
Μάρτυρες στη δίκη κατέθεσαν η διερμηνέας της Γκεστάπο Νίνα Κουκλινού, ο νομομηχανικός Χανίων Γιάννης Γενεράλης, ο Απόστολος Μαρνιέρος, ο Κων. Παλιεράκης, ο Νικ. Φυντίκης, η Μαγδαλινή Ταταράκη, ο χωροφύλακας Γεώργιος Αγγελάκης, ο Γεώργιος Βρανάς και η Αγγελική Κοκονά, χήρα του εκτελεσθέντος Νικήστρατου Κοκονά.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο μερικές από τις κατηγορίες που του απήγγειλε ο εισαγγελέας:
«Κατά το διάστημα της Κατοχής παρέσχε συστηματικώς πληροφορίες εις την Αστυνομίαν του εχθρού, περί κινήσεων ατόμων και οργανώσεων λαμβάνων διαφόρους χρηματικάς αμοιβάς, πρόβατα και τρόφιμα…
Το σοβαρότερο όμως όλων ήταν ότι κατέδωσε εγγράφως τους κατοίκους των χωριών Γερακάρι, Γουργουθών, Καρδάκι, Βρυσών, Σμιλέ, Δρυγιών, Άνω Μέρους και Κρύας Βρύσης, οίτινες συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν, τα δε χωρία των κατεστράφησαν εκ θεμελίων. Κατέδωσε ότι τα χωριά αυτά εβοήθησαν εις την σύλληψη και διαπόμπευση του Γερμανού στρατηγού Κράιπε…».
Αν και έγινε η δίκη του και καταδικάστηκε δις εις θάνατον δυστυχώς όπως και άλλοι δοσίλογοι, δεν εκτελέστηκε.
Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από την εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» που δημοσίευσε μέρος των πρακτικών με επιμέλεια του δημοσιογράφου Παύλου Κεδραίου.
«Στην κατάθεσή της η μάρτυς Μαγδαληνή Ταταράκη βεβαίωσε ενόρκως ότι ο κατηγορούμενος ήταν πράκτωρ του εχθρού και τον αποκάλεσε προδότη, αρχιδολοφόνο και δήμιο του Γερακαρίου.
Βεβαίωσε μάλιστα ότι τρεις μέρες μετά την τραγωδία ο «Στραβός» εμφανίστηκε με Γερμανική στολή επιβαίνοντας αυτοκινήτου.
Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν προέβη στις αισχρές προδοσίες του μια φορά. Απ’ ότι φαίνεται το είχε κάνει επάγγελμα έναντι αδράς αμοιβής. Και οι χωριανοί τον είχαν πάρει χαμπάρι και θέλησαν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους. Αλλά μπήκαν στη μέση ο Γεώργιος Τουρνάκης και ο Νικήστρατος Κοκκονάς που δεν ήθελαν για κανένα τρόπο να πάρει το χωριό πάνω του το κρίμα ενός προδότη. Παρά τις διαβεβαιώσεις του όμως ο «Στραβός» συνέχισε το βιολί του κι όλο αύξαινε το κοπάδι του γιατί η αμοιβή του εκτός από λίρες ήταν και πρόβατα.
Ακόμα μια φορά τον πλησίασαν οι «Νέστορες» του χωριού προσπαθώντας να τον σταματήσουν. Εκείνος αρνήθηκε ότι είχε σχέσεις με Γερμανούς. Το μόνο που παραδέχτηκε ήταν μόνο ότι συνεργαζόταν με τον νομάρχη Στυλιανό Μαρκιανό.
Ο μάρτυς κατηγορίας Γεώργιος Βρανάς κατέθεσε ένα ακόμα συγκλονιστικό στοιχείο που αποδείκνυε την αντεθνική συμπεριφορά του κατηγορουμένου.
Όπως είπε χαρακτηριστικά «Πάντοτε ήρχετο ο Κατηγορούμενος εις το Ρέθυμνον και είχεν τόσα πράγματα πολυτελείας εις το σπίτι του ώστε ούτε ο πλέον πλούσιος Ρεθύμνιος δεν μπορούσε να έχει».
Η Μάρτυς Αγγελική Κοκονά χήρα του τυφεκισθέντος Νικηστράτου Κοκονά τόνισε στην κατάθεσή της ότι «Αν και πτωχός άνθρωπος ο κατηγορούμενος κατά το διάστημα της κατοχής είχεν πολλά τρόφιμα. Όταν κατεστράφη το Γερακάρι, τον είδαν ελεύθερον επί Γερμανικού αυτοκινήτου να μεταφέρη υπάρχοντα συγχωριανών του εις Ρέθυμνον. Τον είδε μάλιστα μέσα στο χωριό να επιδεικνύει ένα χαρτί στους Γερμανούς και να μένη πάντοτε ελεύθερος».
Τη δράση του κατηγορουμένου είχε επισημάνει η Νίνα Κουκλινού και είχε ενημερώσει σχετικά τον διερμηνέα Ελευθέριο Δελήμπαση για να τον προσέχει.
Τι είπε ο κατηγορούμενος στην απολογία του;
Ζήτησε πρώτα να παραπεμφθεί για δίκη στο Διεθνές δικαστήριο δοσίλογων. Κι επειδή κατάλαβε ότι δεν πείθει κανένα άρχισε το δικό του παραμύθι προσπαθώντας να ελαφρύνει τη θέση του.
Μίλησε για ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον του και ονόμασε μάλιστα «ορκισμένους εχθρούς του» όπως η Κουκλινού και ο νομομηχανικός Χανίων Ιωάννης Γενεράλης.
Ούτε λίγο ούτε πολύ ο «Στραβός» στην απολογία του έγινε μέχρι χυδαίος σπιλώνοντας υπολείψεις μαρτύρων στην προσπάθειά του να αναστρέψει τις καταθέσεις σε βάρος του.
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν δις εις θάνατον, δήμευση της περιουσίας του κατά το ¼, ψυχική οδύνη 30.000 δραχ. σε κάθε ενάγοντα και 15.000 δρχ. για κάθε μάρτυρα».
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Κεδρινού, ο κατηγορούμενος δέχτηκε με μεγάλη ψυχραιμία την απόφαση. Το γιατί αποδεικνύουν οι μετέπειτα εξελίξεις που θα μας απασχολήσουν σε άλλο δημοσίευμα.
Ένας ακόμα Ιούδας
Φόβος και τρόμος του Κατωμεριού, σύμφωνα με τον δάσκαλο και συγγραφέα Νίκο Περακάκη ήταν ο Αλεξομανώλης. Έτσι αποκαλούσαν τον Εμμανουήλ Αλεξάκη από το Ξηρό Χωριό. Πίσω από κάθε σελίδα συμφοράς θα τον δεις να προβάλλει. Ήταν πανίσχυρος και αν θυμηθούμε τις μαρτυρίες Σακτουριανών από την πόρτα του πέρασε αρκετός κόσμος να διαπραγματευθεί την ελευθερία των ανθρώπων του, που είχαν κλειστεί στις φυλακές της Φορτέτζας μετά την καταστροφή του χωριού. Ο Αλεξομανώλης είχε τον τρόπο και άδειαζε φυλακές, αλλά με το αζημίωτο. Ενώ άλλοι όμοιοί του τηρούσαν τα προσχήματα, ο Αλεξομανώλης είχε ανοιχτά ταχθεί με το μέρος του εχθρού. Εμφανιζόταν με γερμανική στολή και μπαινόβγαινε στις γερμανικές υπηρεσίες, έχοντας δίκτυο συνεργατών σε όλο τον νομό. Δοσίλογος με τη βούλα κοντολογίς.
Ο Μάρκος Πολιουδάκης αναφέρει στο βιβλίο του «Εθνική Αντίσταση» ότι τον θυμάται να διασχίζει επιδεικτικά τη λεωφόρο της πόλης του Ρεθύμνου με το όπλο στον ώμο, σπάνια εμφάνιση για την εποχή εκείνη. Συμμετείχε ακόμα και σε μπλόκα. Συγκεκριμένα στην εξόρμηση των Γερμανών στο Μοναστήρι του Αρκαδίου, όπου συνελήφθη ο Διονύσιος Ψαρουδάκης, ένας μοναχός αναγνώρισε τον Αλεξομανώλη και πλησιάζοντάς τον του λέει: «και ‘συ είσαι εδώ;» για να τον αποπέμψει ο προδότης με ένα ηχηρότατο «Ράους».
Μετά από τόσες εγκληματικές πράξεις που διέπραξε ήταν φυσικό οι αντιστασιακές οργανώσεις να σκεφτούν τρόπους απαλλαγής από αυτόν. Κι ένας μόνο τρόπος υπήρχε. Να θανατωθεί.
Έτσι οι οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΛΑΣ ανέθεσαν τη δύσκολη, αλλά και τόσο επικίνδυνη αποστολή σ’ ένα διαλεκτό παλικάρι από τη Λούτρα τον Αναστάση Βαβαδάκη. Σύμφωνα όμως με την πλέον έγκριτη ιστορική πηγή, τον γιατρό Γιώργη Αγγελιδάκη, ναι μεν οι οργανώσεις είχαν κατά νου την τιμωρία του δοσίλογου, αλλά ο Αναστάσης, γενναίος μέχρι αποκοτιάς και παρορμητικός τύπος, ξέροντας τι ετοιμάζουν οι ομάδες, πήρε πρωτοβουλία να δράσει μόνος του κι αυτό πιστοποιείται από το γεγονός ότι μόνος του επέλεξε τον βοηθό του.
Αυτό πάλι το αντικρούει ο Ηλίας Ν. Κοπανάκης, στο βιβλίο του «Μαρουλάς Ρεθύμνου», με τον ισχυρισμό ότι τα σενάρια περί ατομικής πρωτοβουλίας είναι παιδαριώδη και ανυπόστατα. Ο «Βαβάς» με τόση εμπειρία ποτέ δεν θα έβαζε σε κίνδυνο την αποτυχία μιας ενέργειας. Εξάλλου ο Αλεξομανώλης ήταν ανέκαθεν ένας από τους κύριους στόχους του πυρήνα των ανταρτών του Ρεθύμνου. Ο κ. Κοπανάκης επιχειρηματολογεί με βάση και άλλες αξιόπιστες πηγές. Συμβαίνει όμως να έχουμε ζώντα από τα στελέχη της εποχής και μάλιστα από τα πιο σημαντικά που ήξερε και πρόσωπα και πράγματα. Για τον λόγο αυτό και υπερτονίζουμε την μαρτυρία του γιατρού Γιώργη Αγγελιδάκη που ήξερε πολύ καλά τον Αναστάσιο Βαβαδάκη.
Να σημειώσουμε μόνο για την ιστορία ότι όπως αναφέρει ο κ. Κοπανάκης στο βιβλίο του επικαλούμενος διάφορες πηγές και μαρτυρίες, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ αποφάσισαν την εξόντωση του Αλεξομανώλη στο άντρο τους στις Αραβάνες του Ψηλορείτη και το μήνυμα έδωσαν σε κάποιο παιδί, τότε, ονόματι Ζαχαράκη από τον Πρινέ Μυλοποτάμου, να το παραδώσει στον Αναστάση Βαβαδάκη.
Ο Αλεξομανώλης εν τέλει με την απελευθέρωση θα παραπεμφθεί σε δίκη, ενώ μετά από σύντομη φυλάκιση θα αφεθεί ελεύθερος και θα εγκατασταθεί εκτός της Μεγαλονήσου, διαβιώντας με οικονομική άνεση μέχρι το 1980 που θα αποβιώσει (Νίκος Περακάκης, «Εθνικό Συναξάρι»).
Ο Στυλιανός Μαρκιανός
Το όνομα αυτό πέρασε στην ιστορία με μελανά χρώματα. Μπορεί σαν δικηγόρος ο Στυλιανός Μαρκιανός να αναφέρεται ανάμεσα στην ομάδα που προσέφερε υπηρεσίες στις οικογένειες των στρατιωτών που πολεμούσαν στο μέτωπο αλλά ο διορισμός του από τους ναζί ως νομάρχης Ρεθύμνης στις 29 Μαΐου 1941 άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου.
Είναι γεγονός ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην υπόθεση με τα «αρτίδια» η κατάργηση των οποίων προκάλεσε διαδήλωση μαθητών μεσούσης της Κατοχής. Σύμφωνα με την αείμνηστη Στέλλα Ροζίτα Κωνσταντίνου, αντιπροσωπία μαθητών είχε παρουσιαστεί στο νομάρχη στις 20 Μαΐου 1944 να διαμαρτυρηθεί γιατί τα αρτουλάκια που διανέμονταν ήταν μεγάλη παρηγοριά στην πείνα που τα μάστιζε και η κατάργησή τους δημιουργούσε και πρόβλημα επιβίωσης.
Και τι έκανε ο νομάρχης; Ειδοποίησε τους ναζί. Φτερά στα πόδια έβαλε η αντιπροσωπεία για να γλιτώσει τη σύλληψη. Το γεγονός επιβεβαίωνε και ο Μάρκος Πολιουδάκης που έτυχε να είναι παρών στη συζήτηση με την αείμνηστη συγγραφέα και κοινή φίλη.
Σχετικά με το θέμα κάτι πιο σοβαρό αναγράφεται σε έντυπο της ΠΕΑΕΑ Ρεθύμνου, Εθνική Αντίσταση, σελ.29-30). Στο αίτημα των μαθητών ο Μαρκιανός απάντησε: «Τα κορίτσια, αν θέλουν ψωμί, να πάνε καθαρίστριες στους Γερμανούς που δίνουν ψωμί και δεν βρίσκουν υπηρετικό προσωπικό».
Σχετικά με τον Μαρκιανό ο Χρίστος Τζιφάκης αναφέρει (Τζιφάκης, Ημέραι, σελ. 276-277).
«Η εν γένει διοίκησίς του ως Νομάρχου δεν ικανοποίησεν τας προβλέψεις του πληθυσμού του Νομού και τελικώς από ωρισμένα περιστατικά ο λαός του Νομού τον εχαρακτήρισεν ως δοσίλογον. Ίσως τα έκδηλα φανατικά αντικομμουνιστικά του φρονήματα και η αδυναμία του να συλλάβη το νόημα του απελευθερωτικού μας αγώνος τον παρέσυραν και εις πράξεις εις βάρος του αγώνος τούτου… (Η) πεποίθησίς του περί την τελικήν Γερμανικήν Νίκην τον εξέθεσε και δι’ ασχολίας πέραν των Νομαρχικών του δικαιωμάτων και ούτω η εξορία–ομηρία–εις Γερμανίαν πολιτών απεδόθη αποκλειστικώς και μόνον εις ενεργείας του, χωρίς τούτο να αποδειχθεί»Και για το τέλος που είχε αναφέρει : «[Ε]πετεύχθη η σύλληψις του κ. Μαρκιανού, όστις οδηγήθη εν ασφαλεία εις τας ποινικάς φυλακάς Ρεθύμνης. Επηκολούθησεν η παραπομπή τούτου εις τα Νόμιμα δικαστήρια δοσιλόγων και κατεδικάσθη ούτος. Αποφυλακισθείς μετά την έκτισιν της επιβληθείσης αυτώ ποινής εφονεύθη παρ’ αγνώστου τας πρώτας ημέρας της αποφυλακίσεώς του» (Τζιφάκης, Ημέραι, σελ. 277-278).
Ο «άγνωστος» ήταν ο Μανούσος Μοράκης, ένα πραγματικό παλικάρι που θέλησε να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του αδελφού του, Γιώργου, που ήταν μέσα σε καταλόγους που είχε παραδώσει ο Μαρκιανός στους Γερμανούς. Σύμφωνα με τον Μάρκο Πολιουδάκη (Μαρτυρολόγιο, σελ. 72) τα αδέρφια Γιώργης και Μανούσος Μόρος ή Μοράκης κατάγονταν από την Αρχοντική στα δυτικά του Ρεθύμνου. Ο Γιώργης μεταφέρθηκε αρχικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ebensee και σκοτώθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1945 στο Auschwitz.
Αρκετές λεπτομέρειες για τον Νομάρχη Μαρκιανό περιέχονται στο βιβλίο των Μανόλη Παντινάκη και Αντώνη Σανουδάκη «Πόθος λευτεριάς» όπου ο αγωνιστής Γιάννης Σπιθουλάκης καταθέτει συγκλονιστικές μαρτυρίες.
Σε αρκετές περιπτώσεις η αγανάκτηση οδηγούσε σε πράξεις αυτοδικίας. Ο αείμνηστος δικηγόρος Γιάννης Φουρφουλάκης, όπως μου είχε αφηγηθεί, έτυχε ως ασκούμενος να παρίσταται στη δίκη του φρικτού εκείνου Μαγιάση, που ευθύνεται για τον θάνατο τόσων Κρητικών και να λερωθεί με το αίμα του όταν τον μαχαίρωσε δρώντας αιφνιδιαστικά ο Γιώργης Βρέντζος εκδικούμενος για το άδικο τέλος τόσων αθώων.
Ο κ. Χάρης Στρατιδάκης επίσης στο Ρέθυμνο του τρόμου αναφέρεται στο τέλος ενός άλλου δοσίλογου που οι αντάρτες τον συνέλαβαν τον ανέβασαν στην ταράτσα του κτηρίου που στέγαζε το Νοσοκομείο της πόλης και τον πέταξαν στον δρόμο, πτώση που έφερε το τέλος του.
Από τον μεγάλο μας συνθέτη Μπάμπη Πραματευτάκη έμαθα ότι σε μια έκρηξη της λαϊκής οργής όταν συνελήφθη ο παπα-Πρασανός και οδηγήθηκε σε λαϊκό δικαστήριο, να δώσει λόγο για τις επαίσχυντες πράξεις του επιχειρήθηκε λυντσάρισμα από τους πιο θερμόαιμους αντάρτες. Κάποιος μάλιστα κραδαίνοντας ένα ξυράφι όρμησε να του κόψει τα γένια. Τότε μπήκε στη μέση ο Μανούσος Πραματευτάκης που είχε άδοξο τέλος στα γεγονότα του ματωμένου Γενάρη 1945, και ζήτησε να επικρατήσει ψυχραιμία γιατί το δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί για την τύχη του ρασοφόρου που αναγράφεται στις πρώτες θέσεις των εθνικά αναξίων
Περισσότερα για τους δοσίλογους αναφέρει και ο κ. Γιώργος Σταράκης στο βιβλίο του «Οι άτακτοι στον νομό Ρεθύμνου 1941-1945».
Με τεκμηριωμένες απόψεις ο κ. Γιώργος Καλογεράκης δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων σε σχετική μου ερώτηση απάντησε πως από τις εκατοντάδες δίκες δοσίλογων στην Ελλάδα, πάνω από το 85% αυτών των υποθέσεων αρχειοθετήθηκαν Καταδικάστηκαν ελάχιστοι και άσημοι οι περισσότεροι με μικρές ποινές.
Ιδιαίτερα ο εμφύλιος πόλεμος λειτούργησε ως καθαρτήριο, για τα εγκλήματα όλων αυτών, πολλοί από τους οποίους κατέλαβαν και θέσεις ευθύνης μεταπολεμικά. Κάτι που δεν συναντάται σε άλλες χώρες. Για να γίνει και η προδοσία τελικά ένα από τα εγκλήματα χωρίς ουσιαστική τιμωρία.