Από τα τραγικά θύματα ο γραμματέας της ΕΠΟΝ Μανούσος Πραματευτάκης
Από την πρώτη μέρα της απελευθέρωσης η ατμόσφαιρα και στο Ρέθυμνο, μύριζε μπαρούτι. Είχε φθάσει η στιγμή να εκπληρώσει κάθε πλευρά τους ευσεβείς πόθους. Και μπορεί κάθε πλευρά να είχε αντιμετωπίσει με λεβεντιά μια υπερδύναμη όπως οι ναζί, αλλά μόλις έφυγαν τα σύννεφα, καθένας επιζητούσε την πρωτοκαθεδρία.
Η ευλογία για τον τόπο ήταν ότι σώφρονες ηγούντο των παρατάξεων. Αρκετές φορές ο κορυφαίος της αντίστασης Γιώργης Αγγελιδάκης μου είχε μιλήσει για τις προσπάθειες να λύνονται οι παρεξηγήσεις με την αντιπέρα όχθη για το καλό του τόπου και του άμαχου πληθυσμού με ήπιες διαδικασίες. Ο ίδιος μάλιστα ηγείτο σχετικής αποστολής να διευθετηθεί ένα θέμα που είχε ανακύψει και θα έπρεπε να συζητηθεί μεταξύ Αγγελιδάκη και Αντώνη Βιστάκι. Έχουμε κάνει σχετικές αναφορές στο παρελθόν. Σημειώνονται όμως έκτροπα κυρίως από τους οπλοφόρους που δρούσαν στην ενδοχώρα. Ευτυχώς την πόλη προστάτευε το σώμα του Βαρδή Χομπίτη, το πρώτο λάβαρο που μπήκε στο Ρέθυμνο με την αποχώρηση των Γερμανών.
Όπως είναι γνωστό, στις 13 Οκτωβρίου του 1944 εγκατέλειψε την πόλη το τελευταίο γερμανικό φορτηγό αυτοκίνητο για τα Χανιά, κατάφορτο με πάνοπλους στρατιώτες της Βέρμαχτ. Στο πίσω μέρος της καρότσας είχε τοποθετηθεί ένα πολυβόλο με το πρόσωπο του χειριστή προς τον δρόμο.
Από τους Τέσσερις Μάρτυρες μέχρι τον Κήπο και πέραν αυτού είχε μαζευτεί κόσμος και ντουνιάς. Οι Ρεθεμνιώτες έβλεπαν συνεπαρμένοι το απίστευτα απολαυστικό θέαμα: Να φεύγουν οι Γερμανοί!
Η φάλαγγα είχε προχωρήσει αρκετά, όταν ο συμπολίτης καφεπώλης Νικολακάκης στάθηκε στη μέση της Λεωφόρου Κουντουριώτου και άρχισε να τους μουντζώνει και να τους βρίζει: «Κατησχυμένος και ντροπιασμένος φεύγεις ξένε κατακτητά» ήταν η επωδός.
Αμέσως μετά όλοι οι παριστάμενοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και ενθουσιώδεις ζητωκραυγές. Επισφράγισμα του συγκλονιστικού αυτού γεγονότος ήταν ο κρότος της ανατίναξης της γέφυρας Ατσιποπούλου. Οι Γερμανοί προσπαθούσαν ακόμα και την τελευταία στιγμή να μην αφήσουν τίποτα όρθιο πίσω τους.
Το τεταμένο εφιαλτικό κλίμα της γερμανικής κατοχής άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Άνοιξαν οι ουρανοί. Οι Ρεθεμνιώτες βρέθηκαν σε μια κατάσταση ευδαιμονίας και ονείρου ακόμα και αλλοφροσύνης.
Άλλοι γελούσαν άλλοι έκλαιγαν κι άλλοι φιλιόντουσαν. Την άλλη μέρα μπαίνουν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ περίπου 150 με 200 άνδρες και παρελαύνουν στην πόλη. Η μπάντα του δήμου με επικεφαλής τον αλησμόνητο αρχιμουσικό αγαπητό Βορειοηπειρώτη πρόσφυγα Νίκο Γκίνο ξεκινά από την πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη και διέρχεται την Αρκαδίου, συνεχίζει ως τον Πλάτανο και δια της Εθνικής Αντιστάσεως φθάνει στη Μεγάλη Πόρτα. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής επικρατεί παράφορος ενθουσιασμός με μυριόστομες ζητωκραυγές και φρενιτιώδη χειροκροτήματα. Οι άνδρες του ΕΛΑΣ μετά από διήμερη εγκατάσταση στους παλιούς στρατώνες στη Σοχώρα, άφησαν μια μικρή δύναμη στο Ρέθυμνο και οι υπόλοιποι μετακινήθηκαν στα Χανιά.
Στο μεταξύ από τις αρχές του Οκτώβρη μέχρι την απόσυρση των Γερμανικών δυνάμεων από το Ρέθυμνο στις 13 Οκτωβρίου 1944, η προσπάθεια της ΕΟΡ επικεντρώθηκε στο ξεσήκωμα όλων των δυνάμεών της απ’ όλο τον νομό. Η εντολή ήταν προσέγγιση της πόλης του Ρεθύμνου απ’ όλα τα σημεία, με τη δημιουργία ενός κλοιού, με σκοπό την παρεμπόδιση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, από οποιαδήποτε πρωτοβουλία κατάληψης των Αρχών με το φεύγα των Γερμανών.
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ από τον Ψηλορείτη και τον Μυλοπόταμο κατέβηκαν και στρατοπέδευσαν στη περιοχή Πηγής – Αγ. Δημητρίου και από κει στα περίχωρα της πόλης.
Οι Άγγλοι και η διοίκηση της ΕΟΡ εγκατέστησαν το Αρχηγείο τους στην Κλινική Δανδόλου και στο σπίτι δοσίλογου, που ήταν στην Οδό Γιαμπουδάκη. Όρισαν φρούραρχο της πόλης τον Παύλο Γύπαρη, που εγκαταστάθηκε στα στρατιωτικά οικήματα της Στρατολογίας, ενώ εγκατέστησε παράλληλα, φυλάκια με άνδρες της ΕΟΡ σε επίκαιρα σημεία, (Άμμος Πόρτα, ΒΙΟ, δυτική πλευρά του κήπου).
Ομάδες Εθνικοφρόνων της ΕΟΡ, εξάλλου, κατέλαβαν τον λόφο Ευλυγιά.
Τμήματα του ΕΛΑΣ κατέλαβαν την περιοχή Μύλους – Χρωμοναστήρι και τον λόφο της Μεσκηνιάς. Εγκατέστησαν τη διοίκηση του 44ου Συντάγματος υπό τον Στρατή Βελουδάκη στο κτίριο της Επιστρατεύσεως στη Σοχώρα.
Πέρασαν τρεις μήνες, με παρεξηγήσεις, μικροτσακωμούς και έντονη προπαγάνδα αλληλοκατηγοριών μεταξύ των δύο οργανώσεων.
Αρχές Δεκέμβρη 1944 άρχισε ο Εμφύλιος πόλεμος στην πόλη των Αθηνών.
Τα απειλητικά σύννεφα πυκνώνουν και στο Ρέθυμνο.
Σε συνεδρίασή του το δημοτικό συμβούλιο Ρεθύμνου (13 Δεκεμβρίου 1944 ημέρα Τετάρτη και ώρα 10.30 π.μ.) υπό την προεδρία του Ευάγγελου Δρανδάκι συζητά τα έκτροπα που συνέβαιναν Αθήνα και Πειραιά, οδηγώντας σε εμφύλιο σπαραγμό και αποφασίζει να κάνει έκκληση στον στρατιωτικό διοικητή και στα μέλη της μικτής επιτροπής καθώς και στις διοικήσεις των αντάρτικων ομάδων να καταβληθεί κοινή προσπάθεια για την τήρηση της τάξης
Μάλιστα σύμβουλοι πρότειναν να γίνει και επίσκεψη επιτροπής του δήμου στους ανωτέρω για καλύτερη πειθώ.
Στον τοπικό τύπο έχει δημοσιευθεί και διαταγή του στρατιωτικού διοικητή Κρήτης Νικολάου Παπαδάκι υποστρατήγου για τη λήξη κάθε διαμάχης μεταξύ ενόπλων που δεν φαίνεται να έχει αποτέλεσμα.
Στο μεταξύ η νεολαία ασφυκτιά στο κλίμα αυτό της αβεβαιότητας Και νοιώθε την ανάγκη να διασκεδάσει. Ευκαιρία δίνουν φυσικά οι οικογενειακές συγκεντρώσεις με αφορμή τις εορτές.
Ματωμένος Γενάρης
Βραδιά γιορτής του Αγίου Αντωνίου, στις 17 του Γενάρη, μαζεύτηκε μια ομάδα νέων της εποχής στο σπίτι της Αντωνίας Δρανδάκη, δίπλα στο Δεσποτικό, να ευχηθεί στη νεαρή οικοδέσποινα. Επιτέλους και μια σύναξή τους για χαρά. Μέχρι τώρα μόνο το καθήκον στην Αντίσταση τους μάζευε με τρόπο για να πάρουν οδηγίες αναλαμβάνοντας νέες αποστολές.
Περνούσαν ξέγνοιαστα όταν ξαφνικά τα γέλια τους έκοψε «μαχαίρι» ο γνώριμος ήχος πολυβολισμών. Ο εφιάλτης άλλων ημερών επέστρεψε. Τι μπορούσε να συμβαίνει; Η ανησυχία όλων μεγάλωνε γιατί μόλις είχαν κυκλοφορήσει και μέσα από τον τύπο απαγορεύσεις για οπλοφορία και οπλοχρησία. Αυστηρές διαταγές του νέου φρούραρχου Παύλου Γύπαρη.
Πολλά λέγονταν για τον νέο φρούραρχο. Ήταν γενναίος αλλά και αμείλικτος όταν έπρεπε να επιβάλει την τάξη. Οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν και η καρδιά των νέων κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Με μια βουβή συνεννόηση σηκώθηκαν και χαιρέτισαν για να φύγουν.
Έξω γινόταν μάχη. Αυτοί θα συνέχιζαν το γλέντι τους;
Ένας 19χρονος από την παρέα, ο Μανόλης Ι. Κούνουπας ήταν πιο ανήσυχος από όλους. Ενταγμένος στην ΕΠΟΝ ήταν πάντα σε ετοιμότητα. Και αυτό το βράδυ ένα παραπάνω, καθώς περίμενε από τον γραμματέα του, τον Μανούσο Πραματευτάκη οδηγίες. Έφθασε στο σπίτι του, που ευτυχώς ήταν κοντά και πέρασε ανήσυχη νύχτα, καθώς δεν είχε νεότερα από τον Μανούσο.
Πρωί-πρωί έσπευσε στα γραφεία να τον συναντήσει. Τον πέτυχε στη μέση της σκάλας να κατεβαίνει φορτωμένος ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο. Μόλις τον είδε φωτίστηκε το πρόσωπό του σαν να τον έβγαζε από δύσκολη θέση.
Του δίνει το κιβώτιο και του λέει βιαστικά:« Πάρε το και πήγαινέ το αμέσως στο Σύνταγμα».
Σύνταγμα λέγανε το κτίριο στη Σοχώρα, όπου είχαν στρατωνιστεί οι άντρες του ΕΛΑΣ, αλλά σύμφωνα με τον Γιώργη Αγγελιδάκη, Σύνταγμα λεγόταν και το ευρισκόμενο εκεί έμψυχο και άψυχο υλικό. Βέβαια οι 150-200 άνδρες δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες ενός συντάγματος αλλά είχε δοθεί η ονομασία εις ανάμνηση και ένδειξη τιμής στο 44ο Σ.Π του τακτικού στρατού.
Ο Μανόλης χωρίς να κάνει καμιά ερώτηση, πήρε αμέσως το κιβώτιο και σχεδόν κατρακύλησε τη σκάλα για να μην καθυστερεί.
Έκπληκτος όμως είδε πίσω του τον Μανούσο που φαινόταν προβληματισμένος πολύ. Αρπάζει το κιβώτιο από τα χέρια του Μανόλη και εξαφανίζεται χωρίς καμιά εξήγηση.
Εκείνοι που γνώριζαν καλά τον Μανούσο δεν χρειάζονταν εξηγήσεις. Όποτε συνέβαινε κάτι σοβαρό εκείνος έπαιρνε το θέμα πάνω του για να μη κινδυνέψει άλλος.
Ματωμένες μνήμες
Για τα γεγονότα αυτά ο Μανόλης Κούνουπας, είχε γράψει σχετικά: «Εγώ ξέροντας ότι δεν ωφελεί να χάνεται χρόνος σε άσκοπες ερωτήσεις ανέβηκα μόλις έφυγε εκείνος τη σκάλα για να προσφέρω βοήθεια όπου αλλού θα χρειαζόταν.
Στα γραφεία διοίκησης της ΕΠΟΝ βρισκόταν τρεις-τέσσερεις γυναίκες του ΕΑΜ με την Κατίνα Μανωλεσάκη, καθώς και μερικοί Ρώσοι πρώην αιχμάλωτοι των Γερμανών από αυτούς που είχαν φέρει κατά χιλιάδες οι Γερμανοί από το Ρωσικό μέτωπο. Αρχηγός τους ήταν ένας Ρώσος ο Βλαδίμηρος, με τον οποίο είχαν δραπετεύσει και είχαν βγει στο βουνό για να πολεμήσουν με τον ΕΛΑΣ τον κατακτητή.
Η αείμνηστη Κατίνα μόλις με είδε μου ζήτησε να μεταφέρω αρχειακό υλικό της ΕΠΟΝ στα γραφεία διοίκησης του ΚΚΕ στην πρώην οικία Ανδρουλιδάκη, νυν Μπιρλιράκη στην οδό Χορτάτση.
Πήρα το χαρτοκιβώτιο και ξεκινήσαμε με τις ΕΑΜίτισσες και τους Ρώσους με τον Βλαδίμηρο.
Βαδίσαμε από την προκυμαία για λόγους ασφαλείας και όχι από την Αγορά (Αρκαδίου).
Στα γραφεία του κόμματος είδαμε αντάρτες εορίτες να τα έχουν περικυκλώσει αλλά δεν μας μίλησαν. Μέσα στα γραφεία βρήκαμε έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ μόνο και τον γραμματέα Κρήτης Γ. Σμπώκο.
Όταν ο Βλαδίμηρος τον ενημέρωσε ότι αυτός και οι σύντροφοί του θέλουν να φύγουν έγινε έξαλλος. Άρχισε να τους βρίζει και να τους διώχνει κακήν κακώς γιατί ζητούσα να εγκαταλείψουν συντρόφους σε ώρα μεγάλου κινδύνου.
Σε μένα και τις γυναίκες είπε να φύγουμε αμέσως γιατί κινδυνεύαμε. Πράγματι μόλις φθάσαμε στον Άγνωστο τρέχοντας ακούσαμε πυροβολισμούς από τη μεριά των γραφείων που μόλις είχαμε αφήσει.
Αργότερα έμαθα ότι είχε σκοτωθεί ο αντάρτης όσο για τον Σμπώκο είχε καταφέρει να διαφύγει.
Την άλλη μέρα ήρθε στο σπίτι ο θείος μου Γιώργης Κούνουπας, πατέρας της Ασπασίας και της Ευριδίκης. Έδειχνε αναστατωμένος. Μου είπε να πάρω τον Ανδρέα και να κρυφτούμε γιατί άρχισαν συλλήψεις ΕΑΜιτών και Αριστερών.
Αυτός φορούσε λευκό περιβραχιόνιο σημάδι ότι ήταν εθνικόφρων.
Είναι σαφές ότι μέσα στην αλλόφρονη αυτή κατάσταση υπήρξαν και άνθρωποι που προσπαθούσαν να βοηθήσουν και να σταματήσουν τον αλληλοσπαραγμό.
Αμέσως μετά τις δέουσες εξηγήσεις μας πήρε αμέσως με τον Ανδρέα και μας πήγε στο μισοκαταστρεμμένο από τον βομβαρδισμό σπίτι της μητέρας του, δίπλα από το σπίτι της Κοκώς και του Μίμη Λιονή.
Το δικό μας σπίτι ήταν στην καμάρα της οδού Τσαγρή στην προέκταση. Εκεί μας έκρυψε. Η Ασπασία μικρό κοριτσάκι τότε μας έφερνε φαγητό. Αργότερα ο θείος μας έφερε και συντροφιά. Ήταν ένας ακόμα κυνηγημένος ο Γιώργης Ψαρουδάκης, αργότερα προϊστάμενος της Εθνικής Τράπεζας.
Οι συνθήκες διαβίωσης βέβαια ήταν άθλιες. Κοιμόμαστε κατάχαμα.
Εκεί στο μισογκρεμισμένο καταφύγιό μας μάθαμε τα θλιβερά περιστατικά και τον θάνατο του Μανούσου Πραματευτάκη. Μέρες τραγικές που μόνο τέρατα μπορούν να προκαλέσουν».
Σύμφωνα με τον Μάρκο Πολιουδάκη: «Τα Γεναριανά του 1945 υπήρξαν μια μελανή σελίδα στην ηρωική ιστορία του Ρεθύμνου, κυρίως από μη Ρεθεμνιώτες, σε μια εποχή μεγάλων παθών και μισαλλοδοξίας.
Η μεγάλη πλειοψηφία των Νέων ήταν ενταγμένα στην ΕΠΟΝ, με 600.000 μέλη και προέρχονταν από δημοκρατικές οικογένειες, με δημοκρατικές πεποιθήσεις. Αυτοί κυνηγήθηκαν και επικράτησαν οι ολίγοι, οι οποίοι κατέλαβαν τις παντός είδους εξουσίες και θέσεις. Οι δυνάμεις του παρακράτους οργίαζαν σε βάρος των Δημοκρατικών πολιτών και οι προδότες της γερμανικής κατοχής έγιναν υπερπατριώτες και κυνηγούσαν με κάθε βάναυσο τρόπο τους Πατριώτες…».
Στις 16 Ιανουαρίου 1945 άντρες της ΕΟΡ με τον Παύλο Γύπαρη, κτύπησαν και κατέλαβαν τα γραφεία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στο Ρέθυμνο με ένα νεκρό, χωρίς να λάβουν υπόψη τους τις συμφωνίες μεταξύ των δύο παρατάξεων και τις Μικτές Επιτροπές των δύο Οργανώσεων.
Την επομένη 17 Ιανουαρίου ο Γύπαρης συγκέντρωσε αντάρτικες ομάδες από το δυτικό Ρέθυμνο και κτύπησαν τη διοίκηση του ΕΛΑΣ στο κτίριο της Επιστρατεύσεως με πολυβόλα από τις γύρω ταράτσες.
Επιτέθηκαν και εναντίον του τμήματος του ΕΛΑΣ που κρατούσε τον λόφο του Τιμίου Σταυρού στα γερμανικά ορύγματα, με τους ΕΟΡίτες του Ευλυγιά και ανάγκασαν τους άνδρες του ΕΛΑΣ να αποσυρθούν προς τρία Μοναστήρια. Είχαν τρεις νεκρούς και η ΕΟΡ ένα νεκρό και τρεις τραυματίες.
Οι ευρισκόμενοι στο κτίριο της Επιστρατεύσεως κυρίως νεαροί και νεαρές της ΕΠΟΝ μόλις βράδιασε και τα πυρά αραίωσαν, κατόρθωσαν και διασκορπίστηκαν.
Εκεί στα Τρία Μοναστήρια
Οι αρχηγοί του ΕΛΑΣ Στρατής Βελουδάκης και Νίκος Παπαδάκης (καπετάν Λεμονιάς) συγκέντρωσαν μια δύναμη 80 περίπου ανταρτών και ανέλαβαν αμυντικές θέσεις στα Τρία Μοναστήρια.
Ο Μανούσος Πραματευτάκης άφησε την ομάδα που θα ένιωθε περισσότερο ασφαλής κι έτρεξε να ενωθεί με τους αντάρτες στα Τρία Μοναστήρια. Δεν μπορούσε να νιώθει ότι άλλοι αγωνίζονται γι’ αυτόν κι εκείνος παρακολουθεί εκ του ασφαλούς. Ήθελε να είναι πάντα στην πρώτη γραμμή έστω και σαν απλός στρατιώτης.
Η μοιραία μέρα
Εκείνη τη μοιραία μέρα όμως της 17ης Ιανουαρίου 1945, βρέθηκαν περικυκλωμένοι απ’ όλες τις πλευρές από τις δυνάμεις της ΕΟΡ, ανατράπηκαν και διέφυγαν προς διάφορες κατευθύνσεις.
Η ομάδα που είχε αρχικά ακολουθήσει και ο Μανούσος, κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται την απουσία του.
Ο επιστήθιος φίλος του Νίκος αποφασίζει να τον αναζητήσει.Οι πληροφορίες τον παγώνουν.Οι απώλειες του ΕΛΑΣ ήσαν οκτώ νεκροί. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι ανάμεσά τους ήταν και ο υπεύθυνος της ΕΠΟΝ ο Μανούσος. Δεν ήθελε να το πιστέψει.
Η αγωνία έβαλε φτερά στα πόδια του. Έπρεπε να πλησιάσει να μάθει.
Ξάφνου είδε τα άψυχα κορμιά των παλικαριών διάσπαρτα στο υγρό χώμα.Ανάμεσά τους κι ο Μανούσος.Από μακριά σχεδόν τον αναγνώρισε. Ήταν πεσμένος μπρούμυτα κάτω από ένα δέντρο.
Πλησίασε τον φίλο του. Με τα δάκρυα να τρέχουν χωρίς να μπορεί να τα συγκρατήσει έβγαλε το πουκάμισό του και τον σκέπασε.
Σε λίγο μαζί με άλλους συναγωνιστές μετέφεραν τους νεκρούς στη Μεσαμπελίτισσα.
Το γελαστό παιδί
Ο θάνατος του Μανούσου είχε προκαλέσει μεγάλη συγκίνηση στους συντρόφους του. Γιατί ήταν ξεχωριστός.Είχε τη Σφακιανή λεβεντιά από τον πατέρα του, τον Μιχάλη Πραματευτάκη, που του έμοιαζε κιόλας στο παράστημα και την απέραντη γλυκύτητα και πραότητα της μάνας του Σοφίας, από την ιστορική γενιά των Σπηλιανών Μαρκογιάννηδων με τη σπουδαία μουσική παράδοση.
Αυτή η ευαισθησία τον έκανε να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο, με περισσότερη ισονομία και κοινωνική δικαιοσύνη. Μάλλον πως τον είχε επηρεάσει ο θείος του Θανάσης Μαρκογιαννάκης, από τα στελέχη του ΕΑΜ, που είχε βρει ηρωικό θάνατο σε μια επικίνδυνη αποστολή, κατά την περίοδο της Αντίστασης, λίγο πριν την απελευθέρωση.
Αυτό το περιστατικό το είχαμε αναφέρει σε άλλο αφιέρωμα με αφήγηση του κορυφαίου αντιστασιακού Γιώργη Αγγελιδάκη που έζησε το γεγονός.
Γαλουχήθηκε ο Μανούσος με την αίσθηση της ευθύνης και του καθήκοντος. Μεγάλο παιδί ήταν όταν έγινε μάρτυρας της εμμονής του πατέρα του Μιχάλη Πραματευτάκη – ήταν υπάλληλος της Εφορίας – να μείνει στο γραφείο για να προστατεύσει το αρχείο της υπηρεσίας, ενώ το Ρέθυμνο βομβαρδιζόταν ανελέητα από τους εισβολείς κατά τη Μάχη της Κρήτης.
Χωρίς να του το ζητήσει κανένας έμεινε να υπερασπιστεί τη δημόσια περιουσία.
Στο σχολείο ο Μανούσος ήταν από τους φιλότιμους μαθητές. Κι όταν τέλειωνε τα μαθήματα έτρεχε αμέσως να συναντήσει συντρόφους του. Η ιδεολογία του τον είχε απορροφήσει τόσο όσο να μη σκέπτεται ούτε κινδύνους ούτε απειλές από τον σκληρό κατακτητή.
Οργανώθηκε από τους πρώτους στην αντίσταση και δήλωνε πάντα πρόθυμος για κάθε αποστολή, χωρίς να υπολογίζει τον κίνδυνο.
Αν και λίγο ήθελε να αποχαιρετήσει την εφηβεία, έχαιρε του σεβασμού των μικρότερων σε ηλικία φίλων και γειτόνων του όπου κι αν ανήκαν, για το θάρρος και τη συνέπειά του.
Όλοι καμάρωναν το καλό παιδί. Έτσι τον άκουγες από τους πάντες.
Ακόμα και οι απέναντι από την ιδεολογία του τον εκτιμούσαν βαθύτατα και το έδειχναν με κάθε τρόπο.
Ο Μανούσος έμελε δυστυχώς να είναι ένα από τα θύματα του Εμφυλίου στο Ρέθυμνο, εκείνες τις φρικτές μέρες του Γενάρη 1945.
Σήμερα που έχουν καταλαγιάσει τα πάθη και όλα κρίνονται με τις εμπειρίες από την απομυθοποίηση πολλών ωραιοποιημένων καταστάσεων, αποδεικνύεται πόσο άδικα χάθηκαν άνθρωποι όπως ο Μανούσος Πραματευτάκης, που δεν ήθελε τίποτα περισσότερο παρά να βλέπει γύρω του ευημερία και προκοπή.
Πόσο δίκιο είχε ο κορυφαίος της Αντίστασης κ. Γιώργος Αγγελιδάκης, που κρίνοντας αντικειμενικά κατέκρινε σε κάθε του αναφορά τα λάθη των ιθυνόντων, που από κακούς χειρισμούς ακολουθώντας σκοτεινές παραινέσεις και ικανοποιώντας πολιτικές σκοπιμότητες πήραν στον λαιμό τους τόσους αθώους…