Ο κυρ-Παντελής ζούσε περίπου ρουτινιάρικα. Όλη μέρα δουλειά, κοίταζε την οικογένειά του, πώς να τα φέρει βόλτα, δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δεν ήταν σπάταλος, τίποτα από ασωτίες ή άλλου είδους κραιπάλες! Όλη μέρα δουλειά, το βράδυ ένα ζεστό μπάνιο, λίγη τηλεόραση – κατά προτίμηση ΣΚΑΪ – και μετά έπεφτε στον ύπνο του δικαίου! Κοιμόταν βαθιά και βαριά, αλλά χρόνια τώρα καταλάβαινε πως κάποιος «κλέφτης» έμπαινε σπίτι του και του έπαιρνε ότι ο ίδιος μάζευε με πολύ κόπο όλη μέρα, κάθε μέρα. Ο κυρ-Παντελής καμιά στιγμή δεν σκέφτηκε να σηκωθεί από το κρεβάτι του να δει αν όντως ο κλέφτης τον λήστευε, γιατί φοβόταν! Σκεφτόταν πως ως «κλέφτης» θα οπλοφορούσε σίγουρα και καλύτερα να μην εμπλακεί μαζί του! Καλύτερα να τον «κλέβει» εν γνώσει του, παρά να τον σκοτώσει!
Όταν το πρωί που ξυπνούσε έβλεπε ότι ο «κλέφτης» δεν του είχε αφήσει απολύτως τίποτα από το βιος του, οργιζόταν και τον έπιανε το παράπονο: «Τι του έχω κάνει του συγκεκριμένου κλέφτη;» αναρωτιόταν. «Δουλεύω όλη μέρα να ζήσω αξιοπρεπώς εγώ κι η οικογένειά μου και μόλις καταλάβει ότι έχω μαζέψει ένα μικρό κομπόδεμα έρχεται στον ύπνο μου και μου το κλέβει ο απατεώνας! Αλλά και τι μπορώ να κάνω; Να αντισταθώ; Είναι επικίνδυνο για μένα. Να διαμαρτυρηθώ; Πάλι δεν θα βγάλω τίποτα! Θα περιμένω μήπως με «ξεχάσει» και με παρατήσει στην ησυχία μου».
Αλλά ο «κλέφτης» δεν τον ξεχνούσε τον κυρ-Παντελή, κάθε τρεις και λίγο μπούκαρε όταν κοιμόταν ο κυρ-Παντελής και τον έκλεβε! Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, ο κυρ-Παντελής άρχισε να παίρνει ανάποδες κανονικά! «δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό επ’ άπειρον» σκεφτόταν. Δεκαετίες τώρα τα ίδια και τα ίδια.
Βρήκε λοιπόν το κουράγιο κι αποφάσισε να αναμετρηθεί μαζί του. Ένα βράδυ που άκουσε τον «κλέφτη» κι ενώ υποψιαζόταν ήδη ποιος ήταν ο κυρ-Παντελής σηκώνεται και με την οργή που είχε μαζέψει αρπάζει τον κουκουλοφόρο «ληστή» την ώρα πάλι που του έπαιρνε τα λιγοστά χρήματά του! με μια απότομη κίνηση του βγάζει τη μάσκα και αντικρίζει μια γνωστή «μορφή». Ναι, ήταν η ίδια μορφή που εκθείαζε το κανάλι που παρακολουθούσε λίγο πριν κοιμηθεί! Τον πιάνει από το λαιμό, τον αφοπλίζει και τον κολλά στον τοίχο.
«Τι σου έχω κάνει ρε παλιοτόμαρο και με κλέβεις; Μόλις μαζέψω λίγα χρήματα για μένα και την οικογένειά μου, έρχεσαι και μου τα αρπάζεις…».
«Κυρ-Παντελή, μην εκνευρίζεσαι! Εσύ είσαι φίλος μου. Με ξέρεις και σε ξέρω!».
«Δεν σε ξέρω κι ούτε θέλω να σε ξέρω!».
«Μα κυρ-Παντελή μου, δεν με βλέπεις στο κανάλι κάθε βράδυ; Σίγουρα με ξέρεις. Με χειροκροτείς και ενίοτε με ψηφίζεις κιόλας!».
«Ούτε σε ξέρω, ούτε σε ψηφίζω!».
«Νομίζεις, αλλά εσύ μου έχεις δώσει το «αντικλείδι», για να μπαίνω σπίτι σου να αφαιμάσσω το βιός σου!».
«Καλά, δεν ντρέπεσαι; Τι είναι αυτά που λες; Εγώ σου δίνω αντικλείδια του σπιτιού μου για να με κλέβεις;».
«Ακριβώς, έτσι είναι γι’ αυτό ηρέμησε».
«Καλά, δεν βαρέθηκες να με κλέβεις; Δεν το έκανες μια, δύο, τρεις φορές. Δεκαπέντε τώρα χρόνια, με κλέβεις συνέχεια. Μόλις μαζέψω λίγα χρήματα από την εργασία και τον κόπο μου έρχεσαι και τα κλέβεις! Δεν χόρτασες πια; Τι τα κάνεις τόσα κλοπιμαία; Γιατί μου φαίνεται πως δεν κλέβεις μόνο εμένα, αλλά όλους εδώ γύρω».
«Κυρ-Παντελή, τι να κάνω κι εγώ; Χρωστάω παντού, πού θα βρω να πληρώσω;».
«Πού χρωστάς ρε παλιοκλέφτη; Κι εμένα βρήκες για να πληρώσεις τα χρέη σου;».
«Κυρ-Παντελή, σου ορκίζομαι δεν κλέβω μόνο εσένα. Έντεκα εκατομμύρια Έλληνες κλέβω, γιατί δεν «βγαίνω», πώς να στο εξηγήσω. Ξέρεις πόσα χρωστάω; Σε καναλάρχες χρωστάω, σε εφοπλιστές χρωστάω, σε εργολάβους χρωστάω, σε μανατζαραίους χρωστάω, σε τραπεζίτες χρωστάω, σε φαρμακευτικές εταιρείες χρωστάω, σε τεχνοκράτες, σε κομματόσκυλα, σε διαφημιστές, παντού χρωστάω».
«Κι εγώ ρε παλιοκλέφτη, θα πληρώσω όλους αυτούς που χρωστάς εσύ;».
«Κυρ-Παντελή μου, έπρεπε να το συνηθίσεις τόσο καιρό. Τώρα τι σου ήρθε και σηκώθηκες απ’ το κρεβάτι σου; Πήγαινε ξανά για ύπνο κι εγώ αύριο θα δεις ότι μετά το αγαπημένο σου δελτίο ειδήσεων θα σου έχω κι ένα καλό αφιέρωμα για τον … πιλότο και την Πισπιρίγκου!».
Είδε κι αποείδε ο κυρ-Παντελής, τον έπεισε ο αρχικλέφτης και πήγε πάλι να κοιμηθεί τον ύπνο του …αδίκου πλέον!
Και ζήσαν αυτοί τέλεια κι εμείς χείριστα!
Υγ. οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή πράγματα είναι εντελώς συμπτωματική…