Του ΦΟΙΒΟΥ ΙΩΣΗΦ
Από την μπαλκονόπορτα του δωματίου έβλεπα μπροστά μου ένα κεραμοσκεπές λιθόκτιστο σπίτι. Έβλεπα και πάνω από αυτό που στη μέσα μεριά του υπήρχε ένας μεγάλος κήπος με ένα θεόρατο κυπαρίσσι.
Ήταν το έμβλημα της γειτονιάς. Εκεί κατοικούσε μια μεσόκοπη γυναίκα. Ήταν πάντα εκνευρισμένη και επιθετική, σχεδόν μονόχνοτη που δεν τα είχε καλά με κανέναν στη γειτονιά. Εμείς παίζαμε συνήθως μπάλα τα απογεύματα κι αυτό πολλές φορές την έκανε εκτός εαυτού, έβριζε έφτυνε, απειλούσε. Αν η μπάλα έπεφτε από καμιά απροσεξία στον κήπο της πολύ δύσκολα την παίρναμε πίσω με χίλιες γαλιφιές. Ήταν η Ευλαλία, ένας αποκομμένος άνθρωπος από την κοινωνία. Εμένα, για έναν ανεξήγητο λόγο με φώναζε Γερμανό, ίσως γιατί ήμουν ξανθός, δεν μπορούσα να δώσω άλλη εξήγηση. Όλα τα παιδιά αποκαλούσαμε αυτή τη γυναίκα τρελή, το λέγαμε και τελειώναμε. Κανένας δεν έμπαινε στον κόπο να εξετάσει τους λόγους της συμπεριφοράς της απόκοσμης Ευλαλίας. Δεν μας στενοχωρούσε η συμπεριφορά της, μόνο μας φόβιζε και μας απωθούσε, κάποια περισσότερη περιέργεια ή απορία δεν μας δημιουργούσε. Εμάς τότε μας ενδιέφερε ο Σιδέρης και ο Λινοξυλάκης. Η δυστυχία των ανθρώπων δεν αφορούσε κανέναν από τη νεαρή ομάδα, θεωρούσαμε πως η ευτυχία ήταν ο μόνος φυσικός και συνταγματικά κατοχυρωμένος τρόπος ζωής.
Στο σπίτι που βρισκόταν στο πλάι της μπαλκονόπορτας υπήρχε ένα ψηλό και μακρύ μπαλκόνι. Το ύψος του ήταν μεγαλύτερο από το μπαλκόνι της δικής μου κρεβατοκάμαρας ίσως και δύο μέτρα. Είχε πλάτος περίπου ένα μέτρο και κει πάνω έτρεχε ο Αποστολάκης. Ενα παιδί άτυχο από την πρώτη στιγμή που είδε το φως της ζωής. Η έξοδος από τον κόλπο ήταν δύσκολη και ο γιατρός αναγκάσθηκε να χρησιμοποιήσει εμβρυουλκό. Χτύπησε το παιδί στο κεφάλι αφήνοντας πάνω μια μεγάλη ουλή στο ίδιο και μια μεγαλύτερη δυστυχία στους γονείς του. Ο Αποστολάκης όλη την ημέρα έτρεχε από τη μια άκρη του μπαλκονιού στην άλλη με έναν βηματισμό σαν αυτόν της βάρκας που είναι δεμένη στο μουράγιο και ταλαιπωρείται από έναν αέρα φουσκοθαλασσιάς γέρνοντας μια φορά δεξιά και την άλλη αριστερά. Τα χέρια του κάνανε κοφτές κινήσεις χωρίς νόημα και σκοπό, σπάθιζαν πότε τον ουρανό και πότε προσπαθούσαν να δείξουν ένα υπερπέραν μακριά από τη λογική. Το δεξί του χέρι συνήθως ήταν παράλληλο με το σώμα τεντωμένο όμως με την παλάμη προς τα έξω. Έδειχνε καλοπροαίρετος, αλλά ποτέ δεν κατέβηκε να παίξει μαζί μας στον στενό δρόμο. Η φωνή του ήταν γεμάτη καλοσύνη, αλλά εν πολλοίς άναρθρη στην προσπάθειά του να συνεννοηθεί μαζί μας. Κάποιο απόγευμα εκεί που κλοτσούσαμε με χαρά την μπάλα ακούσαμε έναν απαίσιο γδούπο από τη μεριά του σπιτιού του Αποστολάκη. Ο νεαρός δυστυχισμένος ανάπηρος είχε πέσει στον δρόμο από ύψος τουλάχιστον έξι μέτρων και μόλις άρχιζε να συνειδητοποιεί την κατάστασή του και να βγάζει τα πρώτα γοερά δάκρυα. Η μητέρα του σαν σαΐτα κατάλαβε το πέσιμο του παιδιού της και κατέβηκε για να το περιθάλψει. Ω του θαύματος, ο Αποστολάκης είχε πέσει με τα οπίσθια και δεν είχε πάθει τίποτα απολύτως. Ένα σούσουρο έγινε κι όλα τελείωσαν μέσα σε πέντε λεπτά. Τα άτυχο αυτό παιδί έφθασε περίπου δεκαπέντε χρονών για να εγκαταλείψει τον μάταιο και απροστάτευτο τούτο κόσμο, έναν κόσμο αφημένο στην τύχη του από ευτυχείς Θεούς και απερίσκεπτους ανθρώπους.
Τριάντα μέτρα πριν φθάσουμε στο σπίτι του Αποστολάκη υπήρχε στον πρώτο όροφο μιας άλλης μονοκατοικίας ένα μικρό μπαλκόνι πάνω στο οποίο κάθε μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ έμενε καρφωμένη μια άλλη τυραννισμένη ύπαρξη. Εκεί, σε ένα αναπηρικό καροτσάκι βρισκόταν καθισμένος όλες τις ώρες ο μυριοδύστυχος Κώστας. Δεν έμαθα ποτέ από τι έπαθε την ολική παράλυση και ήταν ακίνητο ένα αντρικό ανθρώπινο ράκος που από το στόμα έβγαζε μόνον ακατανόητες ιαχές. Ποτέ μίσους για τη δική μας υγεία, αλλά προσπάθειας επαφής και συνεννόησης. Ο Κώστας δεν ήταν χαζός, ήταν άτυχος και αυτός και η κεραυνοβολημένη μάνα του και τα ευυπόληπτα αδέρφια του. Τον έβλεπα στο αναπηρικό καροτσάκι την ώρα που έφευγα για το σχολείο και πάλι την ώρα που γύριζα. Πολλές φορές, εγώ ο αδίστακτος, δεν τον χαιρετούσα απορροφημένος από τις δικές μου «σοβαρές» απασχολήσεις μέχρι τη στιγμή που άκουγα την αλλόκοτη φωνή του στην προσπάθειά του να με χαιρετήσει. Κουνούσε τα χέρια του ακατανόητα και εξωπραγματικά στην προσπάθεια να μου απευθύνει έναν χαιρετισμό, να εισπράξει έναν πολυπόθητο χαιρετισμό. Οι απολαύσεις της ζωής για κείνον περιορίζονταν στην εικόνα ενός κουνήματος του χεριού, στο άκουσμα έστω ενός άχρωμου «γεια». Το χρώμα στον δικό μου χαιρετισμό μπορούσε να το φαντασθεί από μόνη της η αγωνιώδης και πάλλουσα ψυχή του. Φαινόταν πως είχε μέσα του έναν επιδέξιο ζωγράφο με μία παλέτα άπειρων χρωμάτων. Ένα νεύμα χαιρετισμού ήταν ικανό και γι’ αυτόν και για τον Αποστολάκη να μετατραπεί σε έναν πίνακα του Γκόγια, σε ένα συγγραφικό αριστούργημα του Σοφοκλή.
Απέναντι από το μπαλκόνι του Κώστα σηκωνόταν ένας ψηλός τοίχος που σε κάθε γωνία του υπήρχε και ένας ένοπλος χωροφύλακας. Ακριβώς εκεί από μέσα στερούνταν της ελευθερίας τους καμιά εκατοστή άνθρωποι. Ήταν οι φυλακές της πόλης. Ο κάθε ένας και μια θλιβερή πάσχουσα ιστορία. Από αυτές τις φυλακές φόρτωναν οι Γερμανοί τους μελλοθάνατους στην περίοδο της κατοχής.
Όλοι ψάχνουμε άσκοπα τον μεγαλόκοσμο του πλούτου και της αναγνώρισης για να βρεθούμε ασυνείδητα τόσο μακριά από τις απαλές αποχρώσεις της ικανοποίησης ενός χαιρετισμού, μιας φευγαλέας τρυφερής ματιάς. Ίσως, ενός τελευταίου αντίο πάνω από το γερμανικό αυτοκίνητο λίγο πριν την εκτέλεση.
Ο μεγαλόκοσμος δεν βρίσκεται εκεί έξω, αλλά μέσα από το στέρνο, στον πιο φωτεινό χώρο του σύμπαντος.
Έζησα ανύποπτα μέσα σε έναν στενό κύκλο άμετρης δυστυχίας που η νεότητά μου την είχε μεταφράσει σε μια ειρηνική συγκυρία. Παιδική άγνοια. Υπάρχει σε κάποια βίβλο καταγεγραμμένη η συγχώρεση της άγνοιας;