Με αφορμή τη φετινή επέτειο από τη «μαύρη κηλίδα» της 21ης Απριλίου 1967 και ενθυμούμενοι τους αέναους αγώνες των Ελλήνων για δημοκρατία και ελευθερία, καλό θα είναι να ανατρέξει η μνήμη μας και στους αρχαίους ημών προγόνους. Τα έργα των προπατόρων μας και οι θυσίες τους για τα πανανθρώπινης αξίας αγαθά, όπως η ελευθερία και η ισονομία των πολιτών, η δικαιοσύνη, οι κληροδοτημένες από τις αλλοτινές γενιές αρχές και ιδέες και η δημοκρατία, τούς έχουν χαρίσει ξεχωριστή θέση στο πάνθεον της παγκόσμιας ιστορίας, αν και εμείς, οι νεότερες αυτών γενιές, τείνουμε παρασυρμένοι από κάθε λογής «σειρήνες» να τους λησμονούμε – φευ!
Στη μνήμη, λοιπόν, των διαχρονικών ηρώων της δημοκρατίας και της ελευθερίας και των πατροπαράδοτων αξιών και αρχών στον πολυβασανισμένο από εξωγενείς, αλλά και όμαιμους «κινδύνους» τόπο μας ας αφιερώσουμε τρία αποσπάσματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Θα ξεκινήσουμε με όσα πιστεύει ο πατέρας της Ιστορίας, ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσέας (5ος αι. π.Χ.), τα οποία και βάζει στο στόμα του Πέρση Οτάνη ως ιδανικό πολίτευμα για τις ανθρώπινες κοινωνίες: «[…] Η λαϊκή εξουσία πρώτα – πρώτα έχει το καλύτερο όνομα: ισονομία, κι έπειτα δεν κάνει τίποτε απ᾽ όσα κάνει ο μονάρχης· τα αξιώματά της απονέμονται με κλήρο, έχει υπεύθυνη κυβέρνηση, και τις αποφάσεις όλες τις παρουσιάζει μπροστά στο λαό. Κάνω λοιπόν την πρόταση ν᾽ αφήσουμε κατά μέρος τη μοναρχία και ν᾽ αναθέσουμε την εξουσία στον λαό – γιατί στον λαό βρίσκεται το παν» (Ηρόδοτος, «Θάλεια», 80, μετάφραση: Ηλίας Σπυρόπουλος).
Στη συνέχεια, ας πάρει τη γραφίδα του ο γνωστός Αθηναίος ρητοροδιδάσκαλος του 4ου αι. π.Χ. Ισοκράτης: «Όμως σωστό δεν είναι να ξεχνούμε και εκείνους που έζησαν πριν από αυτόν τον πόλεμο και είχαν στα χέρια τους την τύχη τόσο της μιας όσο και της άλλης πολιτείας: Εκείνοι είναι που άσκησαν τους μεταγενέστερους, έδειξαν στο λαό το δρόμο για την αρετή […]. Και αυτό γιατί δεν έδειχναν αδιαφορία για τα δημόσια πράγματα […]. Αντίθετα τα νοιάζονταν με την καρδιά τους, σαν να ήταν δικό τους χτήμα, μα απομάκρυναν κάθε προσωπικό συμφέρον από αυτά, όπως είναι σωστό να γίνεται πάντα για πράγματα που δεν μας ανήκουν. Ούτε και μετρούσαν την ευτυχία με βάση τη χρηματική περιουσία του καθενός· πλούτη σπουδαία και άξια πίστευαν πως έχει αυτός μονάχα που κάνει όσα είναι για να του εξασφαλίσουν το πιο έντιμο όνομα και για να αφήσει στα παιδιά του κληρονομιά την πιο μεγάλη δόξα» (Ισοκράτης, «Πανηγυρικός», 75 – 76, μετάφραση: Στέλλα Μπαζάκου-Μαραγκουδάκη).
Να κλείσουμε, λοιπόν, με τον πολιτικό και ρήτορα της Αθήνας των ύστερων ετών του 4ου αι. π.Χ., Υπερείδη. «Και τέλος, αν όπως θέλουμε να πιστεύουμε, οι νεκροί έχουν στον Άδη τη δική τους ζωή, αν η θεότητα τους φροντίσει, τότε είναι φυσικό ότι ιδιαίτερη αγάπη θα δείξει σ᾽ αυτούς που υπερασπίστηκαν τις τιμές των θεών όταν κινδύνευαν να καταργηθούν» (Υπερείδης, «Επιτάφιος», 43 μετάφραση: Μ. Ζ. Κοπιδάκης).
Και κατόπιν όλων τούτων, ο νοών νοείτω…