Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ι. ΡΗΓΙΝΙΩΤΗ*
Γιατί κάνουμε Θρησκευτικά στο σχολείο; Το ερώτημα αυτό τίθεται από ολοένα και περισσότερους μαθητές, αλλά και γονείς, καθώς οι συνθήκες ζωής της σύγχρονης εποχής έχουν θέσει σε αμφιβολία πεποιθήσεις, που μέχρι χθες θεωρούνταν βεβαιότητες, αλλά και έχουν απομακρύνει τον άνθρωπο της εποχής μας από τη γνώση της ιστορίας και την πολιτισμική ταυτότητα των προγόνων του.
Το μάθημα των Θρησκευτικών εντάχθηκε στο σχολείο ήδη από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, το 1831, επειδή η πολιτεία (δηλαδή το κράτος) θεώρησε απαραίτητο στοιχείο για τη ζωή και την κοινωνία των πολιτών της τη γνώση και κατανόηση της θρησκευτικής τους παράδοσης και κληρονομιάς. Εδώ, με τη λέξη «παράδοση» εννοούμε τις πεποιθήσεις, τις αξίες, τα έθιμα, τις πρακτικές και συνολικά τον τρόπο ζωής που μεταφέρεται μέσω της θρησκείας ανά τους αιώνες και «παραδίδεται» από γενιά σε γενιά – ή αλλιώς, μεταφορικά, κληροδοτείται από γενιά σε γενιά, γι’ αυτό χαρακτηρίζεται και «κληρονομιά».
Και, επειδή η θρησκευτική παράδοση του ελληνικού λαού, εδώ και σχεδόν είκοσι αιώνες, είναι η Ορθοδοξία, το μάθημα των Θρησκευτικών αυτήν παρουσιάζει κατά κύριο λόγο. Γίνεται όμως και παρουσίαση άλλων θρησκευμάτων, καθώς και του φαινομένου της αθεΐας, αλλά και πλήθους κοινωνικών και άλλων θεμάτων (όπως το ζήτημα της βιοηθικής, της προστασίας του περιβάλλοντος, των εργασιακών σχέσεων, των κοινωνικών ανισοτήτων, της εξουσίας, της ειρήνης κ.π.ά.), στα Θρησκευτικά διαφόρων τάξεων.
Στην πραγματικότητα, κάθε άνθρωπος γνωρίζει τη θρησκευτική παράδοση του τόπου του και του λαού του, όχι θεωρητικά στο σχολείο, αλλά έμπρακτα στη ζωή, καθώς συμμετέχει στις θρησκευτικές πρακτικές και κοινωνικοποιείται στις αξίες και τον τρόπο ζωής του πολιτισμού του από την οικογένειά του. Όμως αυτή η έμπρακτη γνώση δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε και κατανόηση του νοήματος και του βαθύτερου περιεχομένου ή των μηνυμάτων που περιλαμβάνονται στα διάφορα στοιχεία αυτής της παράδοσης. Γι’ αυτό η πολιτεία θεώρησε απαραίτητη τη γνώση αυτών των ζητημάτων μέσω του σχολείου – και αυτή είναι η αιτία της ύπαρξης του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Παρόμοια, για παράδειγμα, κάθε άνθρωπος μαθαίνει να χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα από τη νηπιακή του ηλικία, στο οικογενειακό του περιβάλλον· παρόλα αυτά, κρίθηκε απαραίτητο να προσφέρει το σχολείο και μάθημα Νεοελληνικής Γλώσσας, ώστε το σημερινό παιδί και αυριανός πολίτης να γνωρίσει ευρύτερα και να κατανοήσει πληρέστερα την ίδια τη μητρική του γλώσσα, πράγμα που θα συμβάλει καθοριστικά στη μόρφωση και την καλλιέργειά του, δηλαδή στην ποιότητα της ζωής του, αλλά και της ζωής των γύρω του και της κοινωνίας ολόκληρης, μέσα στην οποία ζει και δραστηριοποιείται.
Στον τόπο μας βέβαια δεν ζουν μόνον Έλληνες, αλλά και άνθρωποι που προέρχονται από πολλές χώρες και πολιτισμούς. Ωστόσο, όλοι οι μαθητές του ελληνικού σχολείου διδάσκονται το μάθημα της Ελληνικής Γλώσσας, της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, των Αρχαίων Ελληνικών, καθώς και της Ελληνικής Ιστορίας, γιατί η ελληνική πολιτεία θεώρησε τη γνώση και κατανόηση αυτών των θεμάτων απαραίτητο εφόδιο για τη ζωή των συνανθρώπων μας που κατοικούν στη χώρα μας, από όπου κι αν προέρχονται. Παρόμοια, η γνώση της θρησκευτικής παράδοσης του ελληνικού λαού, δηλαδή της Ορθοδοξίας, είναι απαραίτητο εφόδιο για όλους τους κατοίκους αυτού του τόπου, ανεξάρτητα από τις προσωπικές θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, οι οποίες δεν θίγονται από την προσφορά αυτής της γνώσης.
Ας επισημάνουμε ότι οι συνθήκες ζωής της εποχής μας έχουν απομακρύνει σχεδόν ολοκληρωτικά τα σημερινά παιδιά και τους σημερινούς εφήβους από τη θρησκευτική παράδοση των προγόνων τους, πράγμα που καθιστά απαραίτητη την παροχή πληροφοριών, μέσω του μαθήματος των Θρησκευτικών, ακόμη και για τα απλά στοιχεία που αυτή η παράδοση περιλαμβάνει, ώστε στη συνέχεια να καταστεί δυνατή η εμβάθυνση στο νόημα και στα μηνύματα που περιέχει. Δηλαδή, ακόμη και πληροφορίες που κάποτε οι άνθρωποι γνώριζαν στην πράξη, όπως σχετικά με τις γιορτές, τις νηστείες, τα ιερά βιβλία, τον Ιησού Χριστό, τους αγίους κ.τ.λ., σήμερα είναι εντελώς άγνωστες και συχνά οι άνθρωποι ούτε καν υποψιάζονται την ύπαρξή τους· αυτό κάνει διπλά απαραίτητη την ύπαρξη του μαθήματος των Θρησκευτικών, δεδομένου ότι ο πολιτισμός που μεταφέρει η θρησκεία από γενιά σε γενιά είναι ένας πολιτισμός σχέσεων, που η συμμετοχή σε αυτόν μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ποιότητα της ζωής των ανθρώπων και της κοινωνίας.
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι η Ορθοδοξία δεν είναι μόνο των Ελλήνων η θρησκευτική παράδοση, αλλά και άλλων λαών της Βαλκανικής, γειτονικών προς τους Έλληνες, όπως οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι, οι Ρουμάνοι, οι Μαυροβούνιοι, εν μέρει και οι Αλβανοί κ.ά., καθώς και λαών της Ανατολικής Ευρώπης, όπως οι Ουκρανοί, οι Ρώσοι, οι Λευκορώσοι, οι Λιθουανοί κ.λ.π., ενώ και μεγάλο μέρος του αραβικού κόσμου και πολυμελείς αφρικανικοί πληθυσμοί αναγνωρίζουν την Ορθοδοξία ως πνευματική τους κληρονομιά. Και οι ίδιοι οι χριστιανοί του δυτικού κόσμου σε αυτήν έχουν ρίζες, αν εξετάσουμε την ιστορία τους από τον καιρό της αδιαίρετης Εκκλησίας της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας. Συνεπώς, η Ορθοδοξία συνιστά γέφυρα που ενώνει όλους αυτούς τους λαούς στις κοινές ιστορικές και πολιτισμικές ρίζες τους και η γνώση της συντελεί στην κατανόησή τους και φυσικά στη συνύπαρξή τους.
Να υπογραμμίσουμε βέβαια ότι για τους χριστιανούς η γνώση της θρησκευτικής κληρονομιάς των προγόνων τους δεν είναι μόνο στοιχείο του πολιτισμού τους, αλλά προπαντός η αφετηρία του δρόμου που οδηγεί τον άνθρωπο στην ένωσή του με τον Θεό μέσω του Ιησού Χριστού, ένωση που τον μεταμορφώνει πνευματικά και τον αναδεικνύει σε ένθεο πρόσωπο, δηλαδή άγιο, αρχίζοντας από τη ζωή σε αυτόν τον κόσμο και συνεχίζοντας στην αιωνιότητα.
Μέχρι χθες η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας μας ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί, συνεπώς η Ορθοδοξία ήταν η δική τους θρησκευτική κληρονομιά και ήταν αυτονόητα απαραίτητη η γνώση και κατανόησή της· σήμερα, πάρα πολλοί συνάνθρωποί μας δεν αισθάνονται χριστιανοί, ενώ η γενιά των παιδιών και των εφήβων αμφιβάλλει και αναζητεί. Αυτό που αναζητεί είναι η ποιότητα ζωής, που συνδέεται αδιάρρηκτα με την αγάπη, τη χαρά, την ελευθερία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπεια. Όλα αυτά είναι βασικά στοιχεία της Ορθοδοξίας, δηλαδή της ίδιας της πνευματικής παράδοσης του λαού μας, και η γνώση και κατανόησή τους στην πραγματικότητα ανταποκρίνεται σε ένα αίτημα του σύγχρονου ανθρώπου, ακόμη κι αν ο ίδιος δεν το έχει συνειδητοποιήσει.
* Ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης είναι θεολόγος