Αρκετές οδηγήθηκαν με αβέβαιη μοίρα στις φυλακές της Φορτέτζας
Κάποτε πήγαινα «συστημένη» στα καμένα χωριά του νομού, για να συμπληρώσω αφιερώματα εν όψει επετείου -καλή ώρα.Ήξερα πως με περιμένουν φίλες πια, να θυμηθούμε μαζί τα γεγονότα. Κάποιες τα είχαν ζήσει στο «πετσί» τους, όπως η Αθηνά Μαρνιέρου.
Από το Γερακάρι ήταν η σπουδαία αυτή γυναίκα και μάλιστα καταγόταν από ιστορική οικογένεια.
Τον Αύγουστο του 44, μπαίνουν στις 22 το πρωί οι ναζί στο σπίτι και θέλουν να της πάρουν τον 16χρονο γιο της τον Γιώργη της.
Μάταια μέχρι εκείνη την ώρα τον παρακαλούσε να φορέσει τα ρούχα της γιαγιάς για να ξεγελάσει τους διώκτες του.
Ίντα λες μάνα, την αποπήρε. Εγώ δεν ξεγιβεντίζομαι,είπε και ακολούθησε με ψηλά το κεφάλι τους δημίους του.
Η εκτέλεση αυτή στοίχειωσε την υπόλοιπη ζωή της Αθηνάς, που έφυγε σε πολύ βαθειά γεράματα. Και έδωσε το κίνητρο στον άλλο της γιο τον Σπύρο να ασχοληθεί με την έρευνα των ολοκαυτωμάτων στα χωριά του Κέντρους.
Η Ζαχαρένια Μαυρογιαννάκη μια αεικίνητη γυναίκα με μια σπάνια εκφραστικότητα στις κινήσεις και στην έκφραση του προσώπου της, θυμόταν λεπτομερώς τα γεγονότα.
Νέα κοπέλα ήταν όταν μπήκαν οι ναζί στο Καρδάκι και πριν καλά-καλά να καταλάβει τί συμβαίνει βρέθηκε με ένα βουργιάλι στα χέρια και την εντολή να καταστρέψει το περιεχόμενο χωρίς να το καταλάβει κανείς.
«Κάποιοι από τους Γερμανούς με πήραν είδηση, μου είχε πει μεταξύ άλλων. Κατάλαβαν ότι κάτι γίνεται. Προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Κάποιος με ρώτησε άγρια τί με έλεγαν εκείνοι που με πλησίασαν. Εγώ έκανα την ανήξερη. Μ’ έσπρωξε βίαια. Αλλά δεν τα’ χασα. Συνέχισα να μη δίνω σημασία.
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Κάποια στιγμή κατάφερα να ξεφύγω απαρατήρητη. Έφτασα σ’ ένα φούρνο που ήταν εκεί κοντά και με μύριες προφυλάξεις έβγαζα από τη βούργια χαρτί-χαρτί και το έκαιγα. Έπειτα, όπως μου είχαν πει, περνούσα το χέρι μου από τη στάχτη έτσι ώστε να διαλυθεί καλά. Ούτε ξέρω πότε έφτασα στο τελευταίο χαρτί. Είχα τελειώσει. Πρέπει να σας πω ότι μέσα στην έγνοια μου ήταν να μη φανεί ο καπνός και με προδώσει. Όλα πήγαιναν καλά. Και τα επικίνδυνα χαρτιά κάηκαν μέχρι το τελευταίο».
Μνήμες αιωνόβιας
Η Δέσποινα Ριτσάτου ήταν από τις υπεραιωνόβιες που έζησαν τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος στο Γερακάρι. Μια σπουδαία γυναίκα που είχαμε τη χαρά να συναντήσουμε όταν πατούσε τα 100 και να έχουμε μια εξαιρετική μαρτυρία για τα γεγονότα με ακρίβεια και απόλυτη αντικειμενικότητα, όπως συνήθιζε να εκφράζεται η γιαγιά Δέσποινα.
Όταν την συναντήσαμε ήταν ακόμα αρκετά καλά στην υγεία της και επικοινωνούσε θαυμάσια με το περιβάλλον.
Εκείνη την αποφράδα Τρίτη 22 Αυγούστου 1944 που κυκλώσανε οι Γερμανοί το Γερακάρι η Δέσποινα ήταν επτά μηνών έγκυος στην πρώτη της κόρη, τη Σοφία της. Ξεσηκώθηκαν οικογενειακώς εκείνο το πρωί από τον ήχο πυροβολισμού. Οι Γερμανοί, που είχαν έρθει άλλοι από το Σπήλι κι άλλοι από τους Ποταμούς, είχαν ζώσει και το Γερακάρι. Αυτός που σκότωσαν ήταν ένας γέρος γείτονας που είχε πάει να ποτίσει. Μάλλον πως δεν άκουσε που του φώναξαν να παραδοθεί και τον σκότωσαν. Η Δέσποινα έτρεξε αμέσως να ειδοποιήσει τον άνδρα της που βρήκε καταφύγιο στον αχυρώνα. Ευτυχώς ήταν η εποχή που το σπίτι είχε πολλά εφόδια, καθώς είχαν τελειώσει οι συγκομιδές των καρπών. Κι ο αχυρώνας πρόσφερε καλή κρυψώνα.
Όπως την οδήγησε ο άνδρας της, γύρισε η Δέσποινα μέσα στο σπίτι που ήταν ο γέρο πεθερός της κι ένα φαμεγιάκι που τους έβοσκε μερικά πρόβατα.
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί, την έκοψε τρομάρα, όπως τους είδε οπλισμένους. Προσπάθησε όμως να κρατήσει την ψυχραιμία της. Εξήγησε πως ήταν πλάι στον άρρωστο πεθερό της. Εκείνοι τη διέταξαν να σηκωθεί και να βγει από το σπίτι. Ευτυχώς επέτρεψαν στον γέροντα να φορέσει τα στιβάνια του. Είδε πολλά και τρομερά μέχρι να αποσώσει στην πλατεία, εκεί που ήταν το «Δημαρχείο» του χωριού.
Μέχρι να μαζευτούν όλοι έγινε κατανοητό ότι το χωριό είχε προδοθεί για τη δράση του αλλά και για την απαγωγή του Κράιπε. Απόδειξη ότι γύρευαν κυρίως Κουτελιδάκηδες και Κοκονάδες. Όταν πια μαζεύτηκαν όλοι, βγήκε στη μέση κάποιος και σε καλά Ελληνικά ρώτησε αν ξέρουν γιατί τους μάζεψαν. Απάντησαν δια βοής αρνητικά. Εκείνος τότε άρχισε να λέει για το πέρασμα του Κράιπε από το χωριό και για τη φιλοξενία του εκεί. Κάποια στιγμή ρώτησε ποια είναι η Χρυσή Κουτελιδάκη. Αμέσως τότε η ηρωική αυτή γυναίκα, πριν προλάβει να μιλήσει κανένας, φώναξε: «Δεν είναι εδώ. Δεν ξέρουμε που πήγε».
Κατάλαβαν οι άλλοι και δεν μίλησε κανείς. Αφού διάλεξαν τους άνδρες που θα εκτελούσαν και τους άλλους που έστειλαν στο Ρέθυμνο «στα σύρματα» (Φορτέτζα) έδιωξαν τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους και κατάστρεψαν από τα θεμέλια το χωριό.
Η Δέσποινα απόσωσε στο Μέρωνα, όπου για καλή της τύχη βρέθηκε μια ξαδέλφη της που της πρόσφερε τη φροντίδα της μέχρι που ήρθε ο αδελφός της και την πήρε στην Παντάνασσα. Εκεί τον Οκτώβρη η Δέσποινα έφερε στον κόσμο τη Σοφία της, μετά από μια δύσκολη γέννα. Ευτυχώς που πρόλαβαν κι έφεραν τη μαμή από τον Μέρωνα…
Από τις πιο γλαφυρές αφηγήσεις
Από τις πιο γλαφυρές αφηγήσεις θεωρούμε αυτή της Μαρίας χήρας Μιχ. Κοκονά, μητέρας του πρέσβη κ. Πολύδωρου Κοκονά και την παραθέτουμε αυτολεξεί, γιατί μας δίνει πληρέστατη περιγραφή των γεγονότων στο Γερακάρι και όσα ακολούθησαν.
«Το πρωί στις 22 Αυγούστου του 44 μας ξύπνησαν ο θόρυβος από τις μπότες των Γερμανών και οι φωνές τους, που μας καλούσαν να βγούμε στην πλατεία του χωριού. Ο Γερακάρης είχε κυκλωθεί από τα μαύρα χαράματα και ελάχιστοι κατάφεραν να ξεφύγουν υπό το στενό μπλόκο.
Φθάσαμε στην πλατεία που ήταν στημένα σειρά τα πολυβόλα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε συμβεί τέτοια κινητοποίηση των κατακτητών, που συνήθως όταν κύκλωναν το χωριό ήθελαν να πάρουν άνδρες για να δουλέψουν σε καταναγκαστικά έργα κυρίως σε στρατιωτικά εργοτάξια, στα οποία είχαν υποχρεώσει να εργαστεί και τον πατέρα μου. Εκεί μας είπαν ότι θα καταστρέψουν το χωριό γιατί το πέρασμα των απαγωγέων κομάντος με τον στρατηγό Κράιπε βεβαίωνε τη συνεργασία μας με την αντίσταση. Μας υπέδειξαν να επιστρέψουμε στο σπίτια, να βγάλουμε έπιπλα και γεννήματα στους δρόμους και βαστώντας ότι μπορούμε στο χέρι να συγκεντρωθούμε όλοι στην πλατεία του χωριού το αργότερο ως τις δώδεκα το μεσημέρι.
Μα αυτά που συνέβησαν το πρωινό της 22ας Αυγούστου ξεπερνούσαν τα συνηθισμένα και αυτό μας δημιουργούσε ιδιαίτερη ανησυχία και ένα φόβο που φώλιαζε στα φυλλοκάρδια μας. Και δεν είχαμε άδικο διότι μετά από λίγο έσυραν εκεί μπροστά μας δύο δεκαεξάχρονα παλικάρια τον Μανώλη Κων. Γιανακουδάκη και τον Στρατή Εμμ. Στρατιδάκη και τους εκτέλεσαν επί τόπου. Τα άτυχα παιδιά είχαν ένα πιστόλι, και πήγαν να το πετάξουν στους βάτους προς την πέρα βρύση, αριστερά από το σπίτι του δασκάλου Αλεξάνδρου Κοκονά. Μα το πιστόλι πέφτοντας χτύπησε σε πέτρες και οι Γερμανοί που ήταν κοντά άκουσαν τον θόρυβο, βρήκαν το πειστήριο του εγκλήματος και εκεί μπροστά στα μάτια όλων μας τους εκτέλεσαν με μια πιστολιά στο κεφάλι. Αυτή την τύχη θα είχαν, λίγες ώρες αργότερα, οι πατεράδες και τ’ αδέλφια μας.
Μετά μας οδήγησαν στο αλώνι του Τίτο. Εκεί μας ξεχώρισαν άνδρες, γυναίκες με παιδιά έως δέκα πέντε χρονών και πιο πέρα οι κοπέλες από την κάτω μεριά τ’ αλωνιού για μην μπορούμε να αναμειχθούμε με τις μεγαλύτερες γυναίκες. Θυμούμαι τις σκηνές που ξετυλίχθηκαν όταν ξεχώριζαν τους άνδρες και ανάμεσά τους επήραν τον πρώτο μου εξάδελφο Γεώργιο Αγγελάκη, δάσκαλο. Την ίδια στιγμή ο θείος μου παπα-Κωστής Αγγελάκης απευθύνθηκε στους Γερμανούς ζητώντας ν’ αφήσουν τον δάσκαλο και να πάρουν στη θέση του τον ίδιο. Μάταια όμως. Λίγο πιο πέρα ανάμεσα στους απομονωμένους άνδρες σιγόκλαιγε ο δεκαεπτάχρονος Γιάννης του θείου μου Νικολή Κουτελιδάκη, αδελφού της μητέρας, και την ίδια ώρα από δίπλα του τον ενθάρρυνε ο μικρός μου αδελφός Φραγκιάς λέγοντάς του «Γιάννη, δε κλαίνε μωρέ οι άντρες». Όλα αυτά γινόντουσαν σε μικρή απόσταση και μέσα στην νεκρική σιωπή της εκφώνησης των ονομάτων των προγραμμένων και όσων επέλεγαν συμπληρωματικά για να ικανοποιήσουν την αχόρταγη εκδικητικότητά τους για την απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε που τον πέρασαν από οι απαγωγείς από τις ορεινές περιοχές του χωριού και μετά τον οδήγησαν στα νότια παράλια του νησιού με τελικό προορισμό την Αίγυπτο.
Αβέβαιη η τύχη μας
Το μεσημέρι προχωρούσε και θα ήταν γύρω στη μία ώρα όταν μας ανέβασαν στα φορτηγά. Μπορεί να ήμασταν 25 έως 30 νέες από το χωριό από δεκαπέντε έως είκοσι πέντε χρονών, δηλαδή όσες δεν κρατάγαμε μωρά στην αγκαλιά. Καταλαβαίναμε ότι εμάς θα μας πήγαιναν φυλακή, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι θα ακολουθούσε και ότι το χωριό και η ζωή μας δεν θα ήταν ποτέ όπως το τελευταία βράδυ, ούτε μπορούσε ο νους μας να βάλει τι θα γινόταν με μας ή τους γονείς και τ’ αδέλφια που αφήναμε πίσω μας.
Με τα φορτηγά περνώντας από Αποστόλους, Πρασσές, Περβόλια φθάσαμε στη Χώρα τ’ απόγευμα της ίδιας μέρας και μας οδήγησαν στη Φορτέτζα, όπου θα ζούσαμε φυλακισμένες για άγνωστο χρόνο.
Την άλλη μέρα οι Γερμανοί μας έντυσαν με τα ρούχα της φυλακής δηλαδή μια μπλε ρόμπα και έδωσαν στην κάθε μια μας ένα πιρούνι και ένα πήλινο πιατάκι για να βάζουμε το συσσίτιο που μας μοίραζαν. Δύο μέρες μετά με επισκέφθηκε στη φυλακή ο αδελφός μου Γεώργιος Αγγελάκης που υπηρετούσε ως Ενωμοτάρχης στην Διεύθυνση Χωροφυλακής Ρεθύμνης. Μου έφερε δυο κουβέρτες και δύο μαξιλάρια που τα έδωσε με κοφτά λόγια και το πηλίκο του κατεβασμένο έτσι που να μη βλέπω τα μάτια του και έφυγε αμέσως συνοδευόμενος από το φρουρό.
Νέα δεν είχαμε για την τύχη των δικών μας και ψηλά από τα παραθύρια τις Φορτέτζας βλέπαμε κάτω στον δρόμο κάπου-κάπου συγγενείς ή γνωστούς που τους χαιρετούσαμε με τα χέρια και αυτοί χωρίς να μας αναγνωρίζουν φώναζαν γενικώς «καλά είναι όλοι», θέλοντας να παρηγορήσουν τη δυστυχία μας με ένα συμβατικό ψέμα.
Οι μέρες περνούσαν και οι μάχες που γινόντουσαν στα διάφορα μέτωπα είχαν αλλάξει πλέον την πορεία τον πολέμου και είναι δύσκολο να μάθει κανείς τι οδήγησε τους Γερμανούς στην απόφαση να μας απελευθερώνουν. Ίσως και να μην μπορούσαν να μας μεταφέρουν πλέον στην Γερμανία. Έτσι μετά από εγκλεισμό δύο εβδομάδων και κάτω από άγνωστες συνθήκες, οι Γερμανοί άρχισαν να μας ελευθερώνουν λίγες-λίγες. Εγώ θυμάμαι πως διάβηκα την πόρτα της Φορτέτζας στις 11 Σεπτεμβρίου βαδίζοντας προς την ελευθερία και τη δυστυχία. Μα τι ελευθερία, που το νησί ήταν ακόμα γεμάτο από στρατεύματα των κατακτητών. Σέρνοντας τα βήματά μου έξω από τη φυλακή λίγο πιο πέρα συνάντησα τη γυναίκα ενός συγχωριανού μου του Γιάννη Κοκονά, που άρχισα να τη ρωτάω επίμονα τι έγιναν τα αδέλφια μου και αυτή μου είπε με σφιγμένη τη καρδιά «καλύτερα να τα μάθεις από άλλους». Αυτό μου ήταν αρκετό, άρχισα να τρέμω σύγκορμη και να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Την ίδια ώρα η επιτροπή που κατευθυνόταν στη Φορτέτζα με παρέλαβε και σταματήσαμε σε ένα καφενείο όπου μου προσέφεραν καφέ. Από την ταραχή μου κρατούσα το φλιτζάνι του καφέ με τα δυο μου χέρια και ήπια δυο γουλιές χωρίς γεύση.
Μετά πήρα τον δρόμο και πήγα στο σπίτι της θείας μου Μαρίας Νενεδάκη. Εκεί συνάντησα τη μητέρα μου και την αδελφή μού Βασιλική όπου είχαν φθάσει στο Ρέθυμνο από ημέρες, κάνοντας τη διαδρομή με τα πόδια, μαζί με άλλες χαροκαμένες μανάδες με τα παιδιά και τους ανήμπορους γερόντους, που ζητούσαν καταφύγιο σε συγγενικές οικογένειες. Στης θείας μου το σπίτι έμαθα όλη την πικρή αλήθεια της καταστροφής του χωριού και της εκτέλεσης των αδελφών μου Νίκου και Φραγκίσκου και όλων των συγγενών που είχαν ξεχωρίσει οι Γερμανοί.
Αγωνία για τους δικούς μας
Η αγάπη και φιλοξενία των συγγενών μας στο Αμάρι δεν μπορούσε όμως να σβήσει την αγωνία μας για το τι απέγιναν οι σκοτωμένοι μας. Έτσι ξεκινήσαμε ένα πρωινό η μητέρα μου, εγώ και με παρέα την Πόπη Γεωργουλάκη και τη Νίκη Φωτάκη, κόρη του Κωστή του Μπέη φύγαμε με τα πόδια για το χωριό ακολουθώντας τον δρόμο από την Ελενιανή χαλέπα. Όσο πλησιάζαμε στο χωριό η καρδιά μας σφιγγόταν πιο πολύ και όταν φθάσαμε στο έμπα του χωριού συναντήσαμε τον θείο μου Σταυράκι Κουτελιδάκι, πρώτο εξάδελφο της μητέρας μας, που της είπε «μη πας κακομοίρα μου, επήγα και εγώ φώναξα τα παιδιά μου Γιάννη, Βασίλη, Παναγιώτη μα δεν επήρα απάντηση». Μα η μάνα μου δεν κρατιόταν. Επήγαμε κατ’ ευθείαν στον τόπο όπου εκτέλεσαν τα αδέλφια μας και τους θείους μας. Το σπίτι του Σιραγαντώνη, που μέσα σ’ αυτό τους εκτελούσαν, ήταν καμένο και ανατιναγμένο και κάτω από τα χαλάσματά του βρίσκονταν τα άψυχα κορμιά των αγαπημένων μας. Μπροστά στο θέαμα αυτό η μάνα μας δεν άντεξε και έβγαλε κραυγή μεγάλη μέσα από τα βάθη της ματωμένης καρδιάς της και αποκαμωμένη σωριάστηκε κατά γης. Σαν συνήλθε σηκώθηκε, στάθηκε μπροστά στο κατεστραμμένο σπίτι που είχε γίνει ο τάφος των δικών μας και εκεί απευθυνόμενη στα νεκρά παιδιά της τους είπε «χαλάλι για την πατρίδα σκοτωθήκατε τιμημένοι». Ύστερα, πριν μπει το απόγευμα η ίδια σιωπηλή συνοδεία άφησε το κατεστραμμένο χωριό και πήρε τον δρόμο του γυρισμού στο Αμάρι.
Στον φιλόξενο Μέρωνα μας βρήκε ο καιρός του σαρανταημέρου. Το μνημόσυνο διαβάστηκε στην Μονή Ασωμάτων όπου συγκεντρωθήκαμε όλοι οι χωριανοί και ο μπαρμπα-Σταυράκης κρατούσε τη σημαία του χωριού. Τον λόγο του μνημόσυνου εκφώνησε από στήθους ο αδελφός μου Γιώργης Αγγελάκης. Εύκολα μπορεί να φαντασθεί κανείς την ατμόσφαιρα εκείνης της ημέρας. Μετά το μνημόσυνο τα απομεινάρια της κάθε οικογένειας πήραμε τον δρόμο της επιστροφής στα γύρω χωριά, που είχαν ξεφύγει από την καταστροφική μανία των ναζιστών, όπου μας προσφερόταν φιλοξενία και συμπαράσταση από συγγενείς και φίλους. Σ’ αυτά τα σπίτια συνεχίσαμε τις φθινοπωρινές δουλειές, πάτημα σταφυλιών που τα φέρναμε από τις Κεφάλες, μεταφέραμε τις ελιές και βγάλαμε το λάδι της ορφανεμένης χρονιάς.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά την καταστροφή γυρίσαμε, όπως και οι άλλοι συγχωριανοί μας, στον τόπο μας. Εκεί πάνω στα χαλάσματα προσπαθήσαμε και ξαναρχίσαμε τη ζωή γιατί έπρεπε να ζήσουμε και να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη των νεκρών μας».
Η σπάνια αυτή μαρτυρία καταγράφηκε εξήντα χρόνια μετά τα γεγονότα.
Είναι κι άλλες ενδιαφέρουσες μαρτυρίες που θα αναφέρουμε σε επόμενα αφιερώματά μας.