Και ο άδικος θάνατος του 8χρονου Στεφανή
Από χρόνια υποκλινόμαστε στη μεθοδική προσπάθεια από πλευράς των Ανωγειανών να μεταδώσουν στις επόμενες γενιές ανόθευτο από μεθοδευμένες προσπάθειες υποβάθμισης, το χρονικό του 3ου Ολοκαυτώματος.
Ο εξαίρετος σκηνοθέτης κ. Λευτέρης Χαρωνίτης έδωσε κάθε πτυχή του ματωμένου χρονικού μέσα από την τέχνη και ακολούθησαν μελέτες ιστορικών και λογίων.
Ξεχωρίζουν βέβαια αυτές του πρώην δημάρχου Ανωγείων, λαογράφου και συγγραφέα κ. Γιώργη Σμπώκου που μέσα από βιωματικές εμπειρίες αναφέρεται στα γεγονότα.
Σε μια συγκλονιστική του αφήγηση αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Την ημέρα που έφυγαν οι Γερμανοί από τα Ανώγεια, μετά την ολοκληρωτική καταστροφή, η οικογένειά μου βρισκόταν στο χωριό Θεοδώρα απέναντι από το Γενί Γκαβέ, τη σημερινή Δροσιά. Εκεί οι άνθρωποι, πρέπει να πω και να το τονίσω, έκοβαν το ψωμί από το στόμα τους και μας το έδιναν. Αλλά όσο να ‘τανε, έπρεπε από κάπου και εμείς να βοηθήσουμε αυτήν την κατάσταση για να κρατήσουμε εμάς τα παιδιά στη ζωή. Η κατάσταση ήταν πάρα πολύ δύσκολη.
Στις 5 του Σεπτέμβρη 1944, λοιπόν, βρισκόμαστε στη Θοδώρα μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο τέσσερις οικογένειες. Ζοριζόμαστε από κάθε άποψη. Μια στιγμή η μάνα μου η συγχωρεμένη βγάζει την αδερφή μου έξω, ακολουθώ και εγώ, και μας ελέει θα πάτε στο περβόλι και αν βρείτε ό,τι βρείτε, ό,τι είναι να τα κόψετε και να τα φέρετε. Αλλά, μας λέει, προσέχετε γιατί οι Γερμανοί οτιδήποτε κινείτε γύρω από το χωριό το σκοτώνουν, θα πηγαίνετε κατσουλιστά να μη σας εδούνε. Εξεκινήσαμε από εκεί εγώ και η αδερφή μου, πήραμε και ένα τσουβαλάκι. Κατεβαίνουμε στη Δροσιά, φτάνουμε στο Χώνος, παίρνουμε το μονοπάτι τον παλιό δρόμο και φτάνουμε στα Ποριά, εκεί που έγινε η μάχη στο Σφακάκι. Όταν φτάναμε εκεί, εβλέπαμε και το χωριό απέναντι που ήμασταν στην απάνω μεριά, ακούμε μια φωνή από την απέναντι κορυφή «Εφύγανε οι Γερμανοί!». Εμείς κατεβήκαμε επήραμε κάτω να κατεβούμε τον ποταμό του Μάκρη, δεν τον πιστέψαμε και τόσο. Αλλά μόλις κατεβαίνουμε κάτω, ακούμε και από τη μεριά των Σισάρχων την ίδια φωνή «Εφύγαν οι Γερμανοί!»
Αυτό που συναντήσαμε πηγαίνοντας στο χωριό δεν περιγράφεται.
Ήταν η πρώτη μέρα που οι Γερμανοί δεν επήγαν στα Ανώγεια, υπήρχε δε απόλυτη ησυχία. Δεν συναντήσαμε κανέναν εκεί τριγύρω. Πήγαιναν και κάνανε επιδρομές, αλλά τις έκαναν συνήθως τη νύχτα. Είδαμε ένα σωρό από ερείπια. Ζώα σκοτωμένα εδώ και εκεί να μυρίζουνε. Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ανοιχτές οι πόρτες και μέσα κοπρές, εκεί κουβαλούσαν τα πάντα, ό,τι είχανε για να τα φορτώνουν στα ζώα και να τα κουβαλούν στα Σίσαρχα. Εκοιτάξαμε να βρούμε κάτι το οικιακό, γιατί δεν είχαμε ούτε πιρούνι, ούτε κουτάλι, ούτε τίποτα. Όλα μας ήταν λειψά και τα βρίσκαμε από τα χωριά τριγύρω. Δεν βρήκαμε. Εφύγαν από εκεί και όλα έμειναν στο χωριό, όλα είχαν καταστραφεί. Εγώ πήγαινα αλλού και αλλού έψαχνε η αδερφή μου.
Θυμάμαι αξέχαστα, σε έναν τοίχο μισοκαμμένο εκρέμοταν μια ωραιότατη φλιτζάνα, αλλά δεν την έφτανα. Και βάζω πέτρες, βάζω πέτρες για να βγω πάνω και να φτάσω τη φλιτζάνα να την πάρω. Την ώρα που έφταξα τη φλιτζάνα απάνω στις πέτρες, την ώρα που την έπιασα χαλάει ο σορός με τις πέτρες, γκρεμίζομαι και εγώ, σπάει και η φλιτζάνα και ο μεγάλος μου πόνος ήταν ότι έσπασα τη φλιτζάνα και την έχασα.
Συνεχίσαμε να κινούμαστε στο χωριό. Ακόμη και πόδι ανθρώπινο ξεχωρίσαμε στον Άι Γιώργη απέναντι. Είχε σκοτωθεί μέσα στο σπίτι της μια γυναίκα, και μαζί με αυτή ήταν και πολλά άλλα πτώματα πιο κάτω. Εμείς προχωρήσαμε μέχρι την κεντρική πλατεία του Αρμί. Κοιτάζαμε να βρούμε τίποτα, δεν βρήκαμε. Μετά πήραμε τον δρόμο, κατεβήκαμε στο περιβόλι που το βρήκαμε πλούσιο, δεν το είχε πειράξει κανείς. Κόψαμε από όλα, πήραμε και φύγαμε
Αυτή είναι από τις πιο σκληρές αναμνήσεις που μου διαφύλαξε σε εμένα η κατοχή, γιατί την έζησα από όλες τις πλευρές. Και τα τέσσερα χρόνια ανεβοκατέβαινα στους δρόμους του Ψηλορείτη, που ήταν απαγορευμένη ζώνη. Στους κλοιούς που έκαναν οι Γερμανοί, όσους έπιασαν, όλους τους εκτέλεσαν. Ήταν φοβερά δύσκολα και οδυνηρά εκείνα χρόνια. Εζήσαμε μια πάρα πάρα πολύ δύσκολη ζωή όλοι μας. Αλλά μετά ήρθε γρήγορα η απελευθέρωση και αρχίσαμε τον αγώνα της ανοικοδόμησης, ολομόναχοι στην αρχή, μην ακούτε τι λένε. Περάσανε μήνες πολλοί για να μας δώσουν μερικές στάμνες κ.λπ. Από τα ερείπια βρίσκαμε ξύλα, πέτρες και φτιάξαμε τα πρώτα σπίτια για να καθίσουμε περίπου το ’45. Για εμάς δε τα παιδιά, είχαν την πρόβλεψη την καλή, και μας μας είχαν μαζέψει στο 1ο δημοτικό σχολείο Ηρακλείου, το οποίο μετέτρεψαν σε οικοτροφείο. …».
Μια τραγική μάνα
Από αφιέρωμα τιμής στα Ανώγεια με την ευκαιρία της σημερινής μεγάλης επετείου δεν μπορεί να παραληφθεί μια τραγική μητέρα η Ζαφειρένια Ξυλούρη (Μπαμπακιούδαινα).
Τόσο στη συνέντευξη που έδωσε στο δρα Γεώργιο Καλογεράκη όσο και μιλώντας στο ντοκιμαντέρ του Λευτέρη Χαρωνίτη είναι συγκλονιστική.
Όπως είπε χαρακτηριστικά στον κ. Καλογεράκη:
«…το πρωί όταν ξημέρωσε η μέρα ήρθανε και είπανε να πάνε απάνω όλα τα γυναικόπεδα. Το διατάξανε οι Γερμανοί. Ο άντρας μου ήτανε αντάρτης στο βουνό. Άντρες στο χωριό δεν υπήρχανε. Όλοι ήτανε αντάρτες. Οι Γερμανοί εβρήκανε πολλά γυναικόπεδα στο χωριό. Αν ήθελα δε βρούνε τόσα πολλά γυναικόπεδα οι Γερμανοί στο χωριό ήθελα μας εσκοτώσουνε. Άμα επήγαμε στο σχολείο μας είπανε να πάμε να πάρομε από το σπίτι μας κάτι ότι ήθελα μπορούμε να σηκώνομε. Πως ήθελα μας εφύγουνε δεν το ξέραμε βέβαια. Ήρθαμε μεις, ήρθενε και το παιδί μου, αυτό μου κλούθανε αυτό ήτονε εννιά χρονών. Τον λέγαμε Στεφανή. Τότε εγώ είχα τρία παιδιά. Το άλλο βράδυ είχαμε φύγει πάλι από τα σπίτια μας και είχαμε πάει απέναντι και εξομείναμε έξω. Επεριμέναμε να έρθουνε οι Γερμανοί. Τα παιδιά ενομίζανε ότι ήθελα να πάμε πάλι έξω από το χωριό να ξομείνομε. Εγώ ήμουνε μέσα στο σπίτι και έγκυος οχτώ μηνών. Γύρευγα να πάρω ρούχα για την γέννα μου. Μπαίνει ο Στεφανής και μου λέει:
– Μάνα, ήντα να πάρω;
Είχαμε δυο γειτονάκια, τον Μιχάλη και το αδερφάκι του τον Γιώργη το Μπροκάκη. Του φωνιάζανε του Στεφανή. Το παιδί εγώ δεν τ’ άκουσα που φώναζε του δικού μου. Είπα του Στεφανή μου:
– Πάρε παιδί μου το πάπλωμα και πήγαινε.
Δεν εκατάλαβα πως τα παιδιά δεν ήθελα γιαγύρουνε στο σχολειό μόνο να πάρουνε απάνω προς το βουνό. Το παιδί επήρε το πάπλωμα και εγώ στο σπίτι μέσα εγύρευγα τα ρούχα που μου χρειάζουνται. Τα βάνω ς’ ένα τσουβάλι. Γρικώ τον πυροβολισμό κι ήμουνε μες στο σπίτι. Το παιδί μου ήτονε στον γύρο του δρόμου, στην καμάρα, εκεί που είναι ο Άγιος Νεκτάριος. Εγώ δεν άκουσα πως τους φώναξε ο Γερμανός.
Το γειτονάκι μας επήρε τον Στεφανή και πηγαίνανε προς τα πάνω να βγούνε έξω από το χωριό. Εγώ έβαλα το τσουβάλι τα ρούχα στον ώμο, το σηκώνω και εβγήκα και προχώρησα προς την μεριά της καμάρας. Εκεί που πήγαινα μου λέει του Μίχαλου η μάνα, η Ελένη Σκουλά:
-Έ καημένη, εσκοτώσα το.
Εγώ εξαφνιάστηκα, δεν εκατάλαβα και επήγαινα. Πάω και το βρίσκω πεσμένο στον δρόμο. Ήτανε πηγεμένες μερικές γυναίκες, πολλά παιδιά εστέκανε από πάνω του. Ο Γερμανός είδε τα παιδιά ότι δεν επηγαίνανε προς το σχολειό, τους εφώναξε αλλά αυτά δεν εδώκανε σημασία και επυροβόλισε. Η σφαίρα εβρήκε το δικό μου παιδί, τον Στεφανή μου.
Επήγα και το βάνω στα γόνατά μου. Η σφαίρα τον βρήκε στον λαιμό. Ο Στεφανής μου άνοιξε το στόμα του και ετελείωσε. Έρχεται ο Γερμανός με το όπλο. Μου λέει να φύγω. Εγώ δεν έφευγα και τον έξύβριζα. Αυτός το καταλάβαινε πως τον έβριζα. Μου λέει ο Γερμανός ότι κι εγώ καπούτ. Εγώ δεν έφευγα μόνο έκλαιγα. Επήρα το πρόσωπο του Στεφανή μου και το καθάριζα από τα χώματα και εμοιρολογούμουνε. Του ‘πλυνα το πρόσωπο με τα δάκρυά μου. Ύστερα δεν μ’ αφήκανε οι γυναίκες μόνο με πήρανε και φύγαμε. Το παιδί μου έμεινε εκεί πεσμένο. Έμεινε ξοπίσω η πεθερά μου και δυο τρεις άλλες γυναίκες. Εμείς οι υπόλοιπες επήγαμε στο Αρμί στο σχολειό. Οι Γερμανοί δεν εφήνανε να πάρουνε το παιδί από κια. Η πεθερά μου η Μαγδαληνή Ξυλούρη εβρήκε μια τση ανιψιά Κατερίνη Γιαννιούδαινα τη λέγανε και πήγανε στους Γερμανούς και τους λένε να πάρουνε το παιδί. Ελέγανε των Γερμανών να πάρουνε το παιδί να το πάνε στην εκκλησία. Οι Γερμανοί δεν αφήνανε μόνο τση στείλανε στο φυλάκιο και τον έδωκε χαρτί ο υπεύθυνος και έτσι το πήρανε. Το πήγανε μες στην εκκλησία. Και έκαμενε έξε μερόνυχτα μες στην εκκλησία άθαφτο. Άμα το πήρανε το παιδί και το πήγανε στην εκκλησιά η πεθερά μου ήρθε κι αυτή στο σχολειό. Μας επήγανε οι Γερμανοί στο Γενή Γκαβέ. Εκεί εξωμείναμε. Το πρωί μας εβάνουνε στον αμαξωτό, μας επροπατούσανε και επήγαμε στο Πέραμα. Όλα τα γυναικόπαιδα του χωριού. Εκεί μας εφήκανε ς’ ένα λιόφυτο. Ήτανε σπερνό τση Παναγίας. Μας εφέρανε οι ανθρώποι ελιές ψωμί, πατάτες ότι είχανε. Μετά μας επήρανε οι Μυλοποταμίτες στα σπίτια ντως. Κάθε οικογένεια έπαιρνε και μια από τις δικές μας, μας το κάνανε πολύ καλά. Εγώ δεν επήγα στο Πέραμα. Ήρθε ένας και τονε λέγανε Σαρή και γνώριζε τον αδερφό μου τον παπά – Γιάννη.
Μας επήρε και μας επήγε ς’ ένα δικό του σπίτι στο Μελιδόνι. Του άντρα μου δεν του λέγανε την αλήθεια πως εσκοτώσανε οι Γερμανοί τον Στεφανή μας. Μόνο του λέγανε άλλα. Μια μέρα του λέει η Λακιώταινα:
– Έ καημένε Μανόλη, παίζουσί σε. Το κοπέλι σου σκοτώσανε οι Γερμανοί.
Ο άντρας μου εγύρευγε τότε να με βρει. Δεν εκάτεχε ούτε εγώ που ήμουνε ούτε τα παιδιά. Το κοπέλι ήταν ακόμη μες στην εκκλησία της Παναγίας εδώ στα Ανώγεια στο Περαχώρι. Το χωριό έρημο. Μόνο τρεις γυναίκες ηλικιωμένες ερχόντανε κάθε μέρα και επαίρνανε τρόφιμα από τα δικά ντως σπίτια. Η Κρυστάλλη η Σταυρακάκη, η θειά μου η Μαριόρα και η Πατάραινα. Και εκεί που είναι τώρα το κατηχητικό ήτανε νεκροταφείο παλιό. Ήρθενε ο άντρας μου στο Μελιδόνι και με βρήκε. Έμαθε που ήμουνε. Εγώ έκλαιγα. Εκεί μου ‘πε ότι θα ‘ρθει στα Ανώγεια να θάψει το κοπέλι. Οι Γερμανοί κάθε πρωί ήρχουντανε στο χωριό εγκρεμίζανε και εκαίγανε τα σπίτια και κάθε βράδυ επηγαίνανε στα Σίσαρχα. Ο άντρας μου ήρθε και ήτανε εδώ στην γειτονιά μια κοπελιά Χρυσαυγή την λένε και επήγανε μες στην εκκλησία να πάρουνε το παιδί. Το λάδι του ήτονε χυμένο μες στην εκκλησία. Και το παιδί ήτονε μαύρο κατάμαυρο. Καλλιά που δεν το’δα μου ‘λεγε μετά η Χρυσαυγή. Ο άντρας μου είπε στη Χρυσαυγή να τονε βοηθήσει να το πάνε στο νεκροταφείο. Εβοήθησέ ντονε η Χρυσαυγή Ξυλούρη. Ήρθε επαδέ στο σπίτι μου να βρει ένα ρούχο να του βάλει και δεν έβρισκε. Όλα τα ‘χανε παρμένα. Σκέψου δα που είχα όλη την προίκα μου εδώ. Δεν εβρήκε ρούχο μόνο ένα παλιό γαμπά. Το πήγανε στο νεκροταφείο. Και μόλις εφτάξανε έπιασε ο άντρας μου να βγάλει μια πλάκα και να το θάψει. Εκεί ήτανε και οι τρεις γυναίκες η Κρυστάλλη, η Μαριόρα και η Πατάραινα. Και μόλις έπιασε να σηκώσει την πλάκα να βάλει το παιδί ο άντρας μου φωνιάζει μια γυναίκα απέναντι:
– Γερμανοί μόνο φύγετε!
Μόλις το’ πε από πάνω από τον δρόμο σ’ ένα πρινάρι ήτονε οι Γερμανοί προβαρμένοι. Αφήνει ο άντρας μου το παιδί άταφο και φεύγει. Και παίρνει κάτω. Στου Σμπρουλογιώργη τα σπίτια εμέρδεψαν τα πόδια του κι εγανάχτησε να τα ξεμπερδέψει.
Και όντεν επέρνανε την εκκλησία τση Παναγίας του βάνανε με το πολυβόλο οι Γερμανοί και επήρε τση σφαίρες ο ρούκουνας τση εκκλησιάς. Ο ρούκουνας τση Παναγίας εσκότωσε τση σφαίρες. Και το παιδί το θάψανε οι τρεις γυναίκες και η Χρυσαυγή. Στο παλιό νεκροταφείο…».
Αυτά διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε το σπαραγμό που κρύβει το μοιρολόι.
«Ω, Παναγιά μου Ανωγειανή
που `σουν αυτή την ώρα
όταν εβάλαν τη φωτιά
στα πονεμένα Ανώγεια ….».