Μια πτυχή της βεντέτας που είναι γνωστή στους περισσότερους κρητικούς αλλά ενδεχομένως δεν έχει φωτιστεί αρκετά, είναι ο ρόλος των γυναικών σε αυτές. Σε πολλές από τις «προβληματικές» περιοχές της Κρήτης, οι κοινωνίες είναι μητριαρχικές. Εντός σπιτιού ο λόγος της μητέρας είχε βαρύνουσα σημασία. Ως εκ τούτου, μπορούσε και ενδεχομένως μπορεί ακόμα να υποδαυλίσει ή να κατευνάσει τα πάθη. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου ακριβώς εξαιτίας του πόνου τους, ορισμένες γυναίκες ζήτησαν να κλείσει ο κύκλος του αίματος. Και αν δεν τα κατάφεραν, πέτυχαν τουλάχιστον προσωρινές και μακροχρόνιες ανακωχές. Συχνότερα όμως συνέβαινε το αντίθετο. Οι χαροκαμένες μανάδες ζητούσαν από τους συζύγους τους να εκδικηθούν, οι χήρες μεγάλωναν τα κοπέλια τους ποτίζοντας τον σπόρο της εκδίκησης μέσα τους. Έψαχναν μέσω των άλλων να νιώσουν μια κάποια λύτρωση που προφανώς δεν υπάρχει στα αντίποινα μα άντε να τους εξηγήσεις. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν είναι καν βέβαιο αν πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο «βεντέτα». Οι βεντέτες, μέσα στην δομική τους παράνοια, είχαν κανόνες απαράβατους. Οι γυναίκες για παράδειγμα, βρισκόταν στο απυρόβλητο, ποτέ κανείς δεν θα σκότωνε γυναίκα στο πλαίσιο βεντέτας. Και ουδείς θα άνοιγε πυρ μέρα μεσημέρι, στο κέντρο του χωριού, με ανυποψίαστο κόσμο να περνά ή να κάθεται στο καφενείο και όποιον πάρει ο χάρος.
Αυτό που έγινε στα Βορίζια και έχει γίνει σε μικρότερη έκταση και σε άλλες περιοχές έμοιαζε περισσότερο με ξεκαθάρισμα λογαριασμών στο Σικάγο της ποτοαπαγόρευσης ή με σκηνή από τον «Νονό» του Κόπολα. Και είναι ενδεικτικό πόσο έχει βαθύνει το πρόβλημα και πόσο η παραβατικότητα στην Κρήτη έχει ξεφύγει από κάθε έννοια παράδοσης, έστω και στρεβλής και έχει φτάσει στην επικράτεια των μαφιόζικων πρακτικών.
Εντούτοις, μέσα στις κατάρες που ακούστηκαν στις κηδείες αλλά και ορισμένες δημόσιες δηλώσεις, μπορεί να εντοπιστεί ο ρόλος των γυναικών και στην προκειμένη περίπτωση.
Και δυστυχώς, δεν δείχνει να είναι κατευναστικός.
Την ώρα του νωπού πόνου, δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση ή κριτική. Ωστόσο οι ενδείξεις για το μέλλον αυτής της υπόθεσης είναι δυσοίωνες. Διότι η αστυνομία κάποια στιγμή θα φύγει από το χωριό.
Και θα μείνει το μίσος. Και τα όπλα φυσικά.








