Οι Ρώσοι έγραψαν σελίδες πολιτισμού στη γνωστή εκκλησία που τους είχε παραχωρηθεί
Πέρα από την ευσέβεια που κορυφώνεται πάντα κάθε 4 του Δεκέμβρη, η μεγαλομάρτυς Αγία Βαρβάρα αφυπνίζει και ιστορικές μνήμες.
Εκτός από πολιούχος της πόλης, η ίδρυση του ναού της στον γνωστό χώρο, πλαισιώνεται από πολλούς θρύλους. Και η λειτουργία της συνδέεται με πολλά γεγονότα και κορυφαίες στιγμές της πολιτιστικής ζωής του τόπου.
Ας ξεφυλλίσουμε λοιπόν σελίδες ειδικών αφιερωμάτων γυρίζοντας τον χρόνο για να γνωρίσουμε καλύτερα την ιστορία ενός από τα πιο γνωστά και εμβληματικά σημεία της πόλης μας.
Για την ιστορία να θυμίσουμε ότι η Αγία Βαρβάρα έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Μαξιμιανού (286-305 μ.Χ.) και ήταν κόρη του ειδωλολάτρη Διοσκόρου, ο οποίος ήταν από τους πιο πλούσιους ειδωλολάτρες της Ηλιουπόλεως.
Ο πατέρας της λόγω της σωματικής ωραιότητας της Αγίας, τη φύλαγε κλεισμένη εντός πύργου. Δεν γνωρίζουμε που διδάχθηκε τις χριστιανικές αλήθειες, καθώς ο πατέρας της ήταν φανατικός ειδωλολάτρης, λόγος για τον οποίο άλλωστε προσπάθησε να κρατήσει κρυφή την πίστη της στον Τριαδικό Θεό. Ένα τυχαίο περιστατικό, όμως, την πρόδωσε. Ο πατέρας της πληροφορήθηκε από τεχνίτες ότι η Αγία ζήτησε να τις ανοίξουν τρία παράθυρα στον πύργο όπου ήταν έγκλειστη, στο όνομα της Αγίας Τριάδος και, έτσι, βεβαιώθηκε ότι η κόρη του είχε γίνει Χριστιανή.
Εξοργίσθηκε τόσο που την κυνήγησε εντός του πύργου με το ξίφος του για να τη φονεύσει. Η Αγία κατέφυγε στα όρη, αλλά ο πατέρας της την συνέλαβε και την παρέδωσε στον τοπικό άρχοντα, Μαρκιανό, κατηγορώντας την για την πίστη της. Όταν ανακρίθηκε, ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Χριστό και καθύβρισε τα είδωλα. Μετά από φρικτά βασανιστήρια, διεπομπέφθη γυμνή στην πόλη και τέλος σφαγιάσθηκε από τον ίδιο τον πατέρα της. Την στιγμή όμως που είχε αποτελειώσει το έγκλημά του, έπεσε νεκρός χτυπημένος από κεραυνό κατά θεία δίκη.
Τα Λείψανα της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας διαφυλάχθηκαν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι τον 11ο αιώνα μ.Χ., οπότε ένα μέρος τους μεταφέρθηκε στη Βενετία, όταν Δόγης ήταν ο Πέτρος Β’ Orseol (991-1009 μ.Χ.) Στη Βενετία τα Λείψανα της Μεγαλομάρτυρος κατατέθηκαν στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μάρκου.
Δεν είναι γνωστό πότε και κάτω από ποιες συνθήκες η Κάρα της Αγίας μεταφέρθηκε στο Μοντεκοτίνι της Ιταλίας, όπου σήμερα φυλάσσεται, όπως και το μέρος των Λειψάνων που φυλάσσεται στο Ρωμαιοκαθολικό Ναό του Ριέτι.
Επίσης, κατά το 12ο αιώνα μ.Χ., μέρος υπολοίπων λειψάνων της Αγίας μεταφέρθηκαν από την Κωνσταντινούπολη στο Μοναστήρι του Αγίου Μιχαήλ με τους Χρυσούς Τρούλους στο Κίεβο, όπου παρέμειναν ως το 1930 μ.Χ., όταν μεταφέρθηκαν εκ νέου στον Καθεδρικό Ναό του Αγ. Βλαδίμηρου στην ίδια πόλη.
Η Αγία Βαρβάρα θεωρείται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σ’ άλλες χώρες Αγία προστάτις πυροβολικού. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε ως προστάτις του όπλου αυτού το 1828 μ.Χ., όπου και αναφέρεται η πρώτη σχετική τελετή με δοξολογία και παράθεση στη συνέχεια γεύματος όπου έλαβαν μέρος αξιωματικοί και οπλίτες πυροβολητές.
Στη Ορθόδοξη εικονογραφία η Αγία Βαρβάρα ζωγραφίζεται πολλές φορές μ’ ένα ποτήριο στο χέρι όντας προστάτιδα ενάντια στον αιφνίδιο θάνατο και μη θέλοντας να στερηθούν οι ετοιμοθάνατοι τη θεία κοινωνία.
Ο προμαχώνας της Αγίας Βαρβάρας και η ιστορία του
Για την Αγία Βαρβάρα στο Ρέθυμνο μας έχουν δώσει επιφανείς λόγιοι του τόπου μας ενδιαφέρονται στοιχεία.
Ο κ. Νίκος Δερεδάκης όμως έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον ομώνυμο προμαχώνα με πολύμοχθη έρευνα και αναφέρει σχετικά μεταξύ άλλων, στην ιστοσελίδα του:
«Το τείχος του Ρεθύμνου άρχισε να κατασκευάζεται το 1540 και η κατασκευή του ξεκίνησε από τον προμαχώνα της Αγίας Βαρβάρας, στο ανατολικότερο σημείο του τείχους. Μάλιστα, σε έγγραφα της εποχής αναφέρεται: «…τον Απρίλιο του 1540, στις 8 του μήνα, στις δύο η ώρα, τοποθετήθηκε στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού η πρώτη πέτρα στην Αγία Βαρβάρα και ψάλθηκε μια επίσημη λειτουργία». Ο προμαχώνας αυτός ήταν ο μόνος που στηρίχτηκε πάνω στα σχέδια του Sanmicheli, γι’ αυτό και ήταν άρτιος κατασκευαστικά.
Όσον αφορά το όνομα του προμαχώνα υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία, πιο επικρατούσα, αναφέρει ότι στην περιοχή υπήρχε μοναστήρι Φραγκισκανών μοναχών, αφιερωμένο στην Αγία Βαρβάρα. Πιθανότατα, στη θέση της μονής χτίστηκε επί τουρκοκρατίας το τζαμί του Καρά Μουσά Πασά.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, σε συνέχεια του προμαχώνα της Αγίας Βαρβάρας και προς τη μεριά της θάλασσας, κατασκευάστηκε νέος προμαχώνας. Ακριβής ημερομηνία για την κατασκευή του δεν υπάρχει, φαίνεται όμως ότι κατασκευάστηκε τμηματικά».
Θρύλοι και παραδόσεις για τον ναό
Μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει ο ναός της Αγίας Βαρβάρας.
Για τον ναό επειδή δεν έχει διασωθεί η κτητορική επιγραφή εικάζεται πως οικοδομήθηκε το 1885 στη θέση παλαιότερου ναού. Εμφανίζεται όμως στους ενετικούς χάρτες από το 1613.
Επί Τουρκοκρατίας είχε στην περιοχή περιουσίες ένας Τούρκος ο Αλή Εφέντης Τσιτσεκάκις. Έτυχε να έχει αγοράσει και τον χώρο που βρισκόταν η παλιά κατεστραμμένη εκκλησία από το Τουρκικό Εφκαφείο. Εκεί λειτουργούσε χαμάμ που ήταν μια επικερδής επιχείρηση για την εποχή που η ατομική καθαριότητα ήταν είδος πολυτελείας.
Τον Φεβρουάριο του 1885, ο Αλή Τσιτσεκάκις αποφάσισε να γκρεμίσει το εναπομείναν κτίριο και στη θέση του να χτίσει οικία. Μόλις οι χριστιανοί της πόλης έμαθαν τις προθέσεις του, έσπευσαν και τον εμπόδισαν να προβεί στην κατεδάφιση. Άρχισαν σκληρά παζάρια με τον Τσιτσεκάκι που αποδείχτηκε σκληρός διαπραγματευτής.
Είχε καταλάβει το ενδιαφέρον των χριστιανών και έπαιζε το παιχνίδι του ανάλογα με τα «φεγγάρια» του.
Και οι πιο ψύχραιμοι από την επιτροπή της διαπραγμάτευσης είχαν πια απελπιστεί, μα πριν εγκαταλείψουν τον αγώνα και παραιτηθούν από τον ιερό τους σκοπό, έβαλε το χέρι Της η θαυματουργή αγία.
Στα καλά καθούμενα έπεσε στην πόλη επιδημία ευλογιάς. Ο κόσμος είχε πανικοβληθεί. Ο θάνατος χτυπούσε πολλές πόρτες. Κατά παράδοξο τρόπο η αρρώστια επισκεπτόταν μόνο οθωμανικές οικογένειες.
Όσο για τους χριστιανούς ζητούσαν το έλεος της Αγίας Βαρβάρας με προσευχές και λιτανείες περιφέροντας τη θαυματουργή εικόνα της στους ώμους.
Κάποιοι Τούρκοι στην απελπισία τους άρχισαν κι εκείνοι να ικετεύουν την αγία να τους σπλαχνιστεί και να τους απαλλάξει από την τρομερή αρρώστια. Συνόδευαν μάλιστα και τις προσευχές τους με τάματα προσφέροντας χρήματα, πολύτιμα κειμήλια και ασκιά με λάδι. Κι όλα έφεραν αποτέλεσμα.
Τότε κατάλαβαν οι Τούρκοι ότι η Αγία Βαρβάρα τιμωρούσε την οθωμανική κοινότητα εξαιτίας του Τσιτσεκάκι κι άρχισαν να τον πιέζουν να δεχθεί τους όρους των Χριστιανών και να παραχωρήσει το οικόπεδο σ’ αυτούς.
Μπροστά σε τόση επιμονή ο Τσιτσεκάκις υπεχώρησε γιατί φοβήθηκε τα χειρότερα, αφού είχαν εξαγριωθεί μαζί τους τόσοι ομοεθνείς του. Δέχτηκε τα 500 εικοσόφραγκα που του έδιναν οι Χριστιανοί και παραχώρησε το κτήριο. Το ποσόν δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητο. Όπως σημειώνει ο κ. Γιάννης Παπιομύτογλου ένα εικοσόφραγκο αντιστοιχούσε σε 107 γρόσια και μια οκά αλεύρι κόστιζε δύο γρόσια.
Και «Αι μούσαι» έσωσαν την κατάσταση
Πώς όμως να προχωρήσουν στην ανέγερση νέου ναού οι Ρεθεμνιώτες, αφού το ταμείο τους είχε αδειάσει;
Τότε έδωσε τη λύση η τέχνη και για την ακρίβεια ένας πολιτιστικός σύλλογος.
Μας ενημερώνει σχετικά ο κ. Γιάννης Παπιομύτογλου.
«Πριν από τον Φιλεκπαιδευτικό σύλλογο Ρεθύμνης, που ιδρύθηκε το 1887, έδρασε στο Ρέθυμνο στην περίοδο 1884-1886 ένας άλλος σύλλογος για τον οποίο ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Η επωνυμία του ήταν Θεατρικός σύλλογος Ρεθύμνης «Αι Μούσαι».
Η ακριβής ημερομηνία ίδρυσης δεν μας είναι γνωστή.
Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο (Εφορεία) του συλλόγου απαρτίσθηκε από τους Ν. Παλιεράκη, Ν. Καφάτο, Γ. Καφάτο, Α. Σταυριδάκη και Ι. Καυγαλάκη.
Στην περίπτωση της Αγίας Βαρβάρας ανταποκρίθηκαν άμεσα, αφού ήταν μέσα στους καταστατικούς στόχους τους η υλική υποστήριξις κοινωφελών έργων δια των εκ θεατρικών παραστάσεων εισπραττομένων χρημάτων, ας θα δίδη ο σύλλογος».
Για τις ανάγκες της ανέγερσης του ναού ο σύλλογος έδωσε στις 5 Δεκεμβρίου 1885 μια παράσταση με το έργο «Κρήτης και Ενετοί» και ένα από τα μέλη του συλλόγου ο Δημήτριος Κασσιμάτης, προσέφερε έναν ζωγραφικό πίνακα για λαχειοφόρο αγορά. Λαχνοί ήταν τα εισιτήρια της παράστασης. Έτσι συγκεντρώθηκαν χρήματα και το έργο της ανοικοδόμησης ανέλαβε ο πρωτομάστορας Αντώνιος Γυπαράκης από τα Σελλιά Αγ. Βασιλείου. Ο Γυπαράκης, μάλιστα, βλέποντας τα πενιχρά οικονομικά των Ρεθυμνιωτών αφ’ ενός και την αγωνία τους να τελειώσει το συντομότερο ο ναός αφ’ ετέρου, διέθεσε υπέρ του ναού 7.000 γρόσια από τα 17.500 που ήταν η αμοιβή του.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1885, ανήμερα της γιορτής της Αγίας Βαρβάρας, τελέστηκε μεγάλη αρχιερατική λειτουργία, παρόλο που οι εργασίες κατασκευής δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί. Στην πρώτη αυτή θεία λειτουργία χοροστάτησε ο τότε επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Ιερόθεος Μπραουδάκης. Το έργα αποπεράτωσης του ναού ολοκληρώθηκαν το 1886, οπότε έγιναν και τα εγκαίνιά του, στις 25 Μαΐου του ίδιου χρόνου.
Το θείο άκουσμα της χορωδίας
Από το 1898 έως το 1907, περίοδο της ρωσικής κατοχής για το Ρέθυμνο, ο ναός παραχωρήθηκε απ’ τον Επίσκοπο Διονύσιο Καστρινογιαννάκη στους ομόθρησκους Ρώσους στρατιώτες για να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Αυτοί, μάλιστα, αφιέρωσαν στο ναό το μεσαίο πολυέλαιο, ο οποίος είναι ρώσικης κατασκευής, σαν ελάχιστο ενθύμιο αιώνιας φιλίας ανάμεσα στους δύο ομόδοξους λαούς.
Είναι εξαιρετικές οι περιγραφές σε δημοσιεύματα εποχής για το θείο άκουσμα από τη χορωδία που έψαλε σε κάθε λειτουργία των Ρώσων. Και από τον πυρήνα αυτό δημιουργείται η πρώτη εκκλησιαστική χορωδία.
Αναφέρει σχετικά σε δημοσίευμά του ο παπά Χρύσανθος Βιτζικουνάκης (Κρητική Επιθεώρηση 1959):
«Η εκκλησ. Χορωδία μας, κατηρτίσθη τετράφωνος κατα μέλος και σύνθεσιν της Ρωσσ. Χορωδίας. Κατά την Θείαν Λειτουργίαν ήτις ετελείτο κατά τας Κυριακάς και Μεγάλας εορτάς, τον μεν όρθρον έψαλλεν με Βυζαντινήν Μουσική μέχρι της Δοξολογίας, κατά δε την έναρξην της Θείας Λειτουργίας εγίνετο συγχώνευσις όλου του εκκλησιαστικού χορού, ψάλλοντος με τετραφωνίαν, μέχρι τέλους της Δοξολογίας, κατά δε την έναρξιν της Θείας Λειτουργίας εγίνετο συγχώνευσις όλου του εκκλησιαστικού χορού, ψάλλοντος με τετραφωνίαν, μέχρι τέλους της Θείας Λειτουργίας. Κατά την περίοδον εκείνην υπηρετεί ως ιεροδιάκονος ο μακαρίτης Τίτος Σταυρακάκης, χρηματίσας μετέπειτα Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, με μουσικήν κατάρτισιν, όστις και έψαλλε Ρωσσίστί, όλον το μέρος του Διακόνου, κατά την λειτουργίαν, εφ’ οσον εκκλησιάζετο και ο Ρωσσικός στρατός και ετελείτο μικτή η λειτουργία. Αι δε εκφωνήσεις των ιερέων εγένοντο Ρωσιστί και Ελληνιστί.
Όταν όμως κατηρτίσθη τελείως, η εντόπιος χορωδία μας οι Ρώσσοι εζήτησαν και τους παρεχωρήθη ο Ιερός Ναός της Αγίας Βαρβάρας και εκεί ετέλουν μόνοι τους τη Θείαν Λειτουργίαν με Ρώσσον εφημέριον και με τον ιδικόν των εκκλησ. Χορόν, πλην του Αρχιμουσικού Λέον Σίριγκο, όστις εξηκολούθη να διευθύνει την ιδικήν μας εκκλ. Χορωδίαν επί πολύ ακόμη.
Κατά τα μεγάλας όμως εορτάς, ήτοι των Χριστουγέννων, των Θεοφανείων και του Πάσχα εγίνετο εις τον ΚαθεδρικόνΝαόν των Εισοδίων μικτή λειτουργία, όπου έψαλλον και οι και οι δύο εκκλ. Χοροί εναλλάξ, Ρωσσιστί και Ελληνιστί.
Ο δε αείμνηστος Επίσκοπος Ρεθύμνης Διονύσιος Καστρινογιάννης λειτουργών έλεγε τα εκφωνήσεις εκ του Ιερού Βήματος και Ρωσσιστί και Ελληνιστί. Η Χορωδία μας αύτη εξηκολούθη να ψάλει μέχρι μέχρι της αναχωρήσεως του Ρωσσικού στρατού εκ Ρεθύμνης, ότε έφυγε κι ο αρχιμ. Λέων Σιρίγκο, οπότε ο εκκλησ. Χορός μας διελύθη και έσχηματίσθηπάλιν ο Βυζαντινός υπο την διεύθυνσιν του Ιεροψάλτου Ιωάννου Παπαδάκη με την σύμπραξιν όλων των μικρών μαθητών εκ της διαλυθείσης τετραφώνου χορωδίας».
Η επιβλητική μορφή του Παντοκράτορα
Κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον για το ναό βρίσκουμε στο βιβλίο του Παντελή Πρεβελάκη «Το Χρονικό μιας Πολιτείας». Αναφέρεται στην τιτάνια προσπάθεια του επισκόπου Ιερόθεου να αγιογραφήσει τον τρούλο του ναού και σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Ο δεσπότης ο Ιερόθεος, ο μέγας ιεράρχης, πριν να πιάσει να ζωγραφίζει τον Παντοκράτορα στον θόλο της Αγίας Βαρβάρας, νήστεψε δυο βδομάδες και προετοιμάστηκε σα να ‘χε να μεταλάβει. Στην Τρίτη βδομάδα, ανέβηκε πάνω στη σκαλωσιά, με τις μπογιές και τα κοντύλια του κι έβαλε αρχή. Να στοχαστείς ένα θεόρατο καυκί, μ’ άνοιγμα φαρδύτερο από δυο οργιές κι εκεί από κάτω τον εξηντάρη δεσπότη κι αγιογράφο ξαπλωμένο ανάσκελα τη σκαλωσιά, δώδεκα μπόγια πάνω από τη γης, να στορίζει τη φοβερή μορφή του Παντοκράτορα». Στον ίδιο αγιογράφο ανήκουν και οι περισσότερες τοιχογραφίες του ναού.
Να σημειωθεί ότι ο Επίσκοπος αυτός που άφησε έντονα ίχνη στη Μητρόπολη ανήκει στις βασανισμένες μορφές
Ο Ιερόθεος Πραουδάκης ή Μπραγουδάκης γεννήθηκε το 1836 στη Μήλο από γονείς καταγομένους από τα Σφακιά. Το 1854 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Επίσκοπο Νάξου Παρθένιο. Σπούδασε τη Θεολογία στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Μόναχο της Γερμανίας. Υπηρέτησε ως Εφημέριος στην Πετρούπολη, την Τύνιδα και από το 1877 μέχρι το 1881 στο Μόναχο. Στις 25 Μαρτίου 1881 χειροτονήθηκε στο Ηράκλειο Επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Κρήτης Μελέτιος, συμπαραστατούμενος από τους Επισκόπους Χερρονήσου Τιμόθεο και Ρεθύμνης Διονύσιο. Η εκλογή του συνάντησε σθεναρή αντίσταση εκ μέρους ισχυρής μερίδας κατοίκων των Χανίων, οι οποίοι προωθούσαν την υποψηφιότητα του Αρχιμανδρίτη Νικάνδρου Ζανουβίου. Τελικά ύστερα από αρκετές αποτυχημένες απόπειρες να εγκατασταθεί στη Επαρχία του εξελέγη Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου στις 20 Δεκεμβρίου 1882. Εκοιμήθη τον Φεβρουάριο του 1896.
Λέγεται ότι ήταν από τις εκκλησιαστικές μορφές με βαθειά πνευματικότητα. Και δεν ξεκινούσε κανένα έργο χωρίς σχετική προετοιμασία με νηστεία και προσευχή.
Από τα αξιοθέατα του ναού είναι βεβαίως η εικόνα της Αγίας Βαρβάρας η οποία βρίσκεται στο πρώτο δεξιά προσκυνητάρι του ναού, είναι έργο του μεγάλου αγιογράφου Αντωνίου Βεβελάκη, του ίδιου που αγιογράφησε και το τέμπλο του μητροπολιτικού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Σύμφωνα με τον κ. Γιάννη Παπιομύτογλου ο Αντώνιος Βεβελάκης ήταν ίσως ο σημαντικότερος αγιογράφος του Ρεθύμνου του 19ου αιώνα, ο οποίος όμως δεν ακολούθησε την Κρητική Σχολή όσον αφορά στην τεχνοτροπία, αλλά επηρεάστηκε από τη ζωγραφική της Δύσης και διαμόρφωσε ένα αξιοπρόσεκτο προσωπικό ύφος. Ο π. Χαράλαμπος Καμηλάκης τον ανέσυρε από τη λήθη με δύο σημαντικά βιβλία το ένα εκ των οποίων μάλιστα είναι διδακτορική διατριβή.
Την περίοδο του 2ου παγκοσμίου πολέμου, ο ναός σώθηκε από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς με μικρές μόνο ζημιές, παρόλο που τα γειτονικά κτίσματα ισοπεδώθηκαν.
Αξίζει για τους νεότερους να σημειώσουμε πως για τον ναό της Αγίας Βαρβάρας θα βρουν πολλά στοιχεία σε εργασίες των π. Καμηλάκη Χαράλαμπου, Παπιομύτογλου Γιάννη, Δερεδάκη Νίκου, Αετουδάκη Δημήτρη, Μακρυγιαννάκη Χρυσόστομου, Παπαδάκη Χαρίδημου, Τρούλη Μιχάλη, Αλεξάνδρου Χατζηγάκη και Μάρκου Γιουμπάκη.
Επίσης για τη λιτανεία της Αγίας Βαρβάρας ο μεγάλος μας συνθέτης Μπάμπης Πραματευτάκης έχει συνθέσει εμβατήριο που ακούμε από τη Δημοτική Φιλαρμονική όταν λιτανεύεται η θαυματουργή εικόνα την ημέρα της εορτής.
Προστάτις των παντοπωλών
Και μια ακόμα ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια. Τον καιρό εκείνο που είχαν τα μπακάλικα της γειτονιάς την ευθύνη του επισιτισμού, έβλεπες σε κάθε ένα από αυτά και την εικόνα της Αγίας Βαρβάρας. Ήταν μάλιστα έθιμο να κρατούν οι παντοπώλες κατά την περιφορά την ημέρα της γιορτής της την εικόνα. Ήταν επίσης συνήθεια να λαμβάνει την εικόνα εκ περιτροπής κάθε μέλος του σωματείου παντοπωλών για ένα χρόνο στο σπίτι του ως ευλογία. Και τον επόμενο χρόνο την επέστρεφε για να δοθεί σε άλλον.
Και δεν θα πρέπει να κλείσει το οδοιπορικό μας αυτό χωρίς μια νοσταλγική αναφορά στη γωνιά του Κανακάκη στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων που κάθε γιορτή της Αγίας Βαρβάρας ευωδίαζαν περισσότερο λόγω υπερπαραγωγής ένεκα της ζήτησης, οι φρεσκοψημένοι λουκουμάδες πριν χαθούν στην παχύρρευστη νιρβάνα του μελιού. Σύμφωνα με το έθιμο την ημέρα της Αγίας Βαρβάρας οι λουκουμάδες κυριαρχούσαν στο τραπέζι για να «είναι μέλι γάλα η στράτα της». Στο έθιμο αυτό επέμεναν οι Μικρασιάτες που σέβονταν ιδιαίτερα την Αγία Βαρβάρα. Τι μνήμες κι αυτές ανεξίτηλες στον χρόνο.