Σημαντική ανάκαμψη καταγράφει την τελευταία τριετία η οικοδομική δραστηριότητα στον νομό Ρεθύμνου, η οποία αφορά αποκλειστικά και μόνο την κατασκευή ή και ανακαίνιση κατοικιών προκειμένου αυτά να αξιοποιηθούν για τουριστικούς σκοπούς. Το ενδιαφέρον επενδύσεων από ξένους τόσο στο νότιο όσο και στο βόρειο τμήμα του νομού είναι ζωηρό τα τελευταία χρόνια από ανθρώπους που θέλουν να αποκτήσουν μια εξοχική κατοικία στον τόπο μας ή ακόμα και να μετεγκατασταθούν εδώ. Την ίδια στιγμή οι ντόπιοι που έχουν ακίνητα τα κατασκευάζουν ή τα ανακατασκευάζουν ή τα ανακαινίζουν, ώστε να τα μισθώσουν σε τουρίστες μέσα από τις γνωστές πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης. Το κέρδος είναι τεράστιο και είναι και ο μοναδικός τρόπος για να «πάρουν πίσω» σε απλά λαϊκά τα χρήματα που επένδυσαν κατά την κατασκευή τους. Όπως εξηγεί μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ο πρόεδρος της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΤΕΕ Ρεθύμνου, Σπύρος Καλησπεράκης, το κόστος κατασκευής έχει εκτοξευθεί στα ύψη, με αποτέλεσμα η μίσθωση σε τουρίστες να είναι ο μοναδικός τρόπος να έχει κέρδος ο ιδιοκτήτης του ακινήτου και αυτό, όπως εξηγεί, οφείλεται στο γεγονός ότι το κόστος κατασκευής μιας κατοικίας είναι δυσανάλογα υψηλό από τους σημερινούς μισθούς με αποτέλεσμα οι οικογένειες να μην μπορούν να ανταποκριθούν στα υψηλά ενοίκια. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ιδιοκτήτες αξιοποιούν τα ακίνητά τους για να προσελκύουν επισκέπτες και ανθρώπους εκτός Ελλάδας, που το διαθέσιμο εισόδημά τους είναι πολύ μεγαλύτερο.
Όπως χαρακτηριστικά λέει μιλώντας στα «Ρ.Ν.»: «Η οικοδομική δραστηριότητα από πέρυσι είναι σε ισχυρή ανάκαμψη και παραμένει και φέτος στην ίδια κατάσταση, χωρίς άλλη αύξηση όμως, μόνο λόγω του τουρισμού. Στην κατοικία δυστυχώς δεν βγαίνει οικονομικά η κατασκευή, με αποτέλεσμα να μην γίνονται επενδύσεις.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι υπήρχε μια μεγάλη αύξηση των αλουμινίων κ.λπ. που δεν έχει πέσει παρά μόνο λίγο. Το κυριότερο είναι ότι εάν αγοράσει κάποιος αυτήν τη στιγμή και βάλει στο ενοίκιο μια κατοικία δεν κάνει την απόσβεση ποτέ. Το ενοίκιο που χρειάζεται δεν θα μπορούν να το πληρώσουν οι άνθρωποι. Υπάρχει ένα πρόβλημα, μια δυσαρμονία με το κόστος κατασκευής και τους μισθούς».
Τα στοιχεία από την πολεοδομία Ρεθύμνου είναι ελάχιστα διαφοροποιημένα από την περσινή χρονιά και καταδεικνύουν 1.200 περίπου οικοδομικές άδειες χωρίς όμως να είναι σαφές πόσες από αυτές είναι νέες οικοδομές και πόσες ανακαινίσεις.
Πάντως αυτό που αποτυπώνεται τα τελευταία χρόνια πέρα από την σημαντική αύξηση του κόστους κατασκευής, που οφείλεται στις μεγάλες ανατιμήσεις βασικών οικοδομικών υλικών είναι και η έλλειψη τεχνικού προσωπικού, που αποτελεί μεγάλο τροχοπέδη, καθώς δημιουργεί καθυστερήσεις στην εξέλιξη των έργων:
«Συνεχίζει να υπάρχει ενδιαφέρον, γιατί ήδη από την προηγούμενη χρονιά είχε ενδιαφέρον, το οποίο στρέφεται στην τουριστική κατοικία κατά βάση. Είμαστε τώρα στο άλλο άκρο όπου υπάρχει δυσκολία στην κατασκευή, δηλαδή έλλειψη τεχνικού προσωπικού. Αυτό είναι το μεγάλο θέμα αυτήν τη στιγμή. Η στροφή στην τουριστική κατοικία αποσκοπεί στο κέρδος. Η έλλειψη προσωπικού οφείλεται στο γεγονός ότι μετά την κρίση στην Ελλάδα έφυγαν οι αλλοδαποί, γιατί μεγάλο κομμάτι στην οικοδομή ήταν αλλοδαποί. Έφυγαν, πήγαν σε άλλη χώρα και δεν ξαναήρθαν οι άνθρωποι. Ένα έλλειμμά μας είναι εκεί. Και το δεύτερο είναι ότι τα νέα παιδιά δεν πάνε σε αυτά τα επαγγέλματα. Οπότε, μετά τον κορονοϊό υπάρχει ένα μεγάλο έλλειμμα σε ανθρώπους στα τεχνικά επαγγέλματα».
Σύμφωνα με τον κ. Καλησπεράκη τα βιοκλιματικά υλικά, τα οποία είναι υποχρεωτικά βάσει νόμου στις νέες κατασκευές, δεν είναι αυτά που επιβαρύνουν το κόστος: «Οι κανονισμοί πλέον επιβάλλουν τα υλικά που είναι φιλικά προς το περιβάλλον, δεν υπάρχει επιλογή. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο.
Τα βιοκλιματικά υλικά δεν επιβαρύνουν πολύ το κόστος κατασκευής, δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Το κόστος κατασκευής έχει επιβαρυνθεί από τα συμβατικά υλικά, δηλαδή από τα μέταλλα, αλουμίνιο, σίδερο κ.λπ. Έχει επιβαρυνθεί από τη νομοθεσία. Είναι πολύ πιο περίπλοκη μια κατασκευή σήμερα νομικά και αδειοδοτικά σε σχέση με το παρελθόν. Και σίγουρα έχει επηρεαστεί και από τα εργατικά, καθώς η έλλειψη εργατικού δυναμικού αυξάνει το κόστος. Από εκεί και πέρα όμως, δυστυχώς, δεν έχουν αυξηθεί ανάλογα τα εισοδήματα των ανθρώπων και έτσι υπάρχει μια δυσαναλογία, που δεν υπάρχει όταν οι πελάτες μας είναι ξένοι, γιατί αυτοί αμείβονται διαφορετικά. Γι’ αυτό ό,τι χτίζεται πάει στον τουριστικό τομέα. Δεν είναι το πρόβλημα το κόστος της κατασκευής, υπάρχει μια αύξηση αλλά δεν είναι από εκεί».
Όπως σημείωσε, εκτιμά ότι η ανάκαμψη στην οικοδομή από τουριστικές δραστηριότητες θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, καθώς όπως είπε: «Η Κρήτη έχει ακόμα χώρο για να συνεχιστεί η κατασκευή τουριστικών καταλυμάτων». Ωστόσο ανέφερε πως η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά την κινητοποίηση για την μονάδα στον Παλίγκρεμνο βάζει φρένο στις οικοδομές στην νότια Κρήτη: «υπάρχει μια δυσκολία στον νότο, που υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον. Εκεί έχει υπάρξει μια δυσκολία στις εκδόσεις αδειών λόγω της απόφασης του συμβουλίου της επικρατείας σχετικά με την ύπαρξη δρόμου. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον Παλίγκρεμνο έχει επιφέρει μια αλυσιδωτή αντίδραση στο ότι δεν μπορούν να χτιστούν κάποια οικόπεδα, που ήταν σε προχωρημένη κατάσταση για να χτιστούν, γιατί δεν έχουν την απαραίτητη πρόσοψη σε δρόμο. Στον νότο υπάρχει μεγάλη πίεση, υπάρχει πολύ ενδιαφέρον γιατί έχει τη θέα κλπ., οπότε υπάρχει μεγάλη ζήτηση για τουριστικά ακίνητα, όμως, η απόφαση του ΣτΕ έβαλε φρένο».
Ωστόσο η οικοδομική δραστηριότητα σε ό,τι αφορά τις κατοικίες δεν φαίνεται να ξεμπλοκάρει παρά μόνο με την επέκταση του σχεδίου πόλεως όπως πρόσθεσε:
«Για την αμιγή κατοικία δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα. Ίσως να έχουμε μια άποψη εάν προχωρήσει το σχέδιο πόλης που θα απελευθερώσει φθηνότερη οικία. Αλλά μέχρι τότε εγώ δεν βλέπω πως θα βελτιωθεί η κατάσταση. Είναι δέκα χρόνια καθηλωμένη γιατί δεν υπάρχει ισορροπία προσφοράς-ζήτησης. Το κόστος κατασκευής είναι τέτοιο που μετά δεν μπορεί κανείς να βγάλει τα χρήματα αυτά. Γι’ αυτό έχουν στραφεί όλα στα τουριστικά».
Στα ύψη οι τιμές ενοικίασης
Εν τω μεταξύ, στα ύψη παραμένουν οι τιμές ενοικίασης ακινήτων στο νομό Ρεθύμνου που καθιστούν δυσεύρετη μια κατοικία τόσο για φοιτητές, ζευγάρια και οικογένειες. Το πρόβλημα είναι οξύ και δείχνει να επιδεινώνεται χρόνο με το χρόνο μιας και η πλειοψηφία των ακινήτων αξιοποιείται για τουριστικούς σκοπούς, ενώ όσα παραμένουν ως αμιγή κατοικία μισθώνονται σε τιμές που καθιστούν δυσβάστακτο το κόστος για το μέσο μισθό της χώρας.
Χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Ν.Ε. του ΤΕΕ Ρεθύμνου Σπ. Καλησπεράκης, είπε: «Υπάρχουν δύο τρόποι για να εξηγήσει κανείς τις υψηλές τιμές των ενοικίων στις κατοικίες στο Ρέθυμνο. Η μια εξήγηση είναι, για παράδειγμα, εάν έχει κάποιος ένα παλιό ακίνητο και το έχει δώσει για τουριστική χρήση ή για φοιτητές και άρα δεν το δίνεις πια σε μια οικογένεια, με αποτέλεσμα αυτό να δημιουργήσει στην αγορά την ανάγκη να φτιαχτούν νέα ακίνητα για να μισθωθούν σε οικογένειες. Όμως δυστυχώς δεν φτιάχνονται, γιατί δεν μπορούν να νοικιαστούν μετά και να γίνει απόσβεση. Το κόστος για να φτιαχτεί ένα ακίνητο είναι τέτοιο που δεν θα το πάρει ποτέ πίσω ο ιδιοκτήτης. Δεν μπορείς να ζητάς από μια οικογένεια 1.000 ευρώ ενοίκιο γιατί δεν είναι οι μισθοί τέτοιοι στη χώρα μας. Εάν το έχεις στα χέρια σου πρέπει να το δώσεις, είτε να το ανακαινίσεις και να το μισθώσεις σε πλατφόρμες τύπου airbnb που είναι μια συνεχής τάση, είτε θα αναγκαστείς να το δίνεις σε μια τιμή που να μπορείς να βρεις ενοικιαστές. Αλλά ούτε ανακαίνιση θα κάνεις για να το δώσεις σε μια οικογένεια, καθώς όλες οι ανακαινίσεις που γίνονται είναι για να πάνε για τουριστική χρήση, ούτε θα χτίσεις κάτι καινούργιο να το δώσεις σε μια οικογένεια, γιατί δεν θα μπορεί να σε πληρώσει. Οι μισθοί στην Ελλάδα δεν συμβαδίζουν με το κόστος κατασκευής, αυτό είναι το βασικό πρόβλημα».