Εντυπωσιακός πάντα ο εορτασμός των Θεοφανίων
Ο Αγιασμός των Υδάτων, που έφερε στο προσκήνιο το γραφικό λιμανάκι μας, επιτρέπει μια αναδρομή σε αφηγήσεις που το αφορούν και μας παρουσιάζουν μια ακόμα σελίδα της τοπικής μας ιστορίας άγνωστης στους περισσότερους.
Οδηγοί μας σε αυτό το οδοιπορικό μνήμης άνθρωποι του πνεύματος που κράτησαν με τη χαρισματική γραφίδα τους εκείνο το παρελθόν αλώβητο από τον χρόνο. Όσο σκέπτομαι πως αν έλειπαν Θεμιστοκλής Βαλαρής και Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις τι θα ξέραμε από το Ρέθυμνο περασμένων χρόνων.
Βεβαίως οφείλουμε χάρη στους αγαπητούς Γιάννη Παπιομύτογλου, Χάρη Στρατιδάκη, Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, +Μανόλη Κούνουπα, +Νικόλαο Λυράκη, Χάρη Παπαδάκη (Νταραμανελίτη), Γιάννη Δογάνη, +Γιάννη Σπανδάγο για τις μοναδικές μελέτες τους γύρω από το παλιό Ρέθυμνο απλά οι Παπαδάκης και Βαλαρής συγκέντρωσαν αυτές τις μνήμες κατά τρόπο που έχουμε μια συνέχεια σε κεφάλαια καθημερινότητας κι είναι σαν να ζούμε το παλιό Ρέθυμνο μέρα με την ημέρα.
Ιδιαίτερα στο βιβλίο του Θεμιστοκλή Βαλαρή «Μια πόλη Αναμνήσεις».
Ο μικρόκοσμος του λιμανιού
Επειδή όμως οι άνθρωποι γράφουν ιστορία πριν αρχίσουμε την περιήγηση στο παλιό λιμάνι, να σταθούμε στο ανθρώπινο δυναμικό του, όπως μας το δίνει ο Μιχαήλ Παπαδάκης, αναφερόμενος στα γεγονότα της πρώτης εικοσαετίας, του 1900.
Σύμφωνα με τα γραφόμενά του, λοιπόν, ήταν μεγάλη υπόθεση να προσεγγίσει πλοίο στο λιμανάκι μας. Ήταν χαρά μεγάλη γιατί και κάποιοι λιμενεργάτες θα έβγαζαν επιτέλους μεροκάματο και θα είχε ο κόσμος με κάτι να χαζέψει. Να δει ποιος φεύγει ποιος έρχεται. Να έχει να κουβεντιάζει κοντολογίς στη βεγγέρα.
Από νωρίς το πρωί οι βαρκάρηδες ετοιμάζονταν για το ξεφόρτωμα, όταν θα ερχόταν η ώρα και μετά μοιράζονταν στα καφενεία, αφού δεν είχαν που αλλού να πάνε, μέχρι να φανεί το πλοίο και να πιάσουν δουλειά.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καν υποδομή για τη διαδικασία αυτή. Ήταν όμως καλοί θαλασσομάχοι οι εργάτες του λιμανιού και σαν χαρακτήρες ένας κι ένας. Οι περισσότεροι βέβαια είχαν κι ένα παρατσούκλι που τους ταίριαζε γάντι αν έδινες προσοχή στα σουσούμια τους. Οι πιο γνωστοί ήταν η Μουρμούρα, η Τουρτούρα, η Σκαμπίλα, ο Πίτσουλας, ο Χουρσίτης, ο Ντερβίσης, ο Αλέκος, ο Χούσος, το Χασανάκι και η Ρουχάλα. Οι μόνοι που δεν σήκωναν παρατσούκλι ήταν ο Χουρσίτης, ο Χούρσος και ο Αλέκος. Αυτοί απαιτούσαν να ακούγονται με το όνομά τους. Και αλίμονο σε όποιον θα έκανε απόπειρα να τους σπάσει τη «μαγκιά».
Ο Ντερβίσης, (Νίκος Καλαϊτζιδάκης) δεν είχε κανένα λόγο να διαφωνεί με το παρατσούκλι που του κόλλησαν. Όπως και να γινόταν ήταν ο άρχοντας του λιμανιού. Και η παρέα τον σεβόταν θέλοντας και μη. Όσο για το Χασανάκι δεν πολυσκοτιζόταν για το πώς τον φώναζε καθένας. Αυτός είχε να το λέει για τις σχέσεις του με τα μεγάλα ονόματα της πόλης όπως ήταν ο Σεφτέρ μπέης Κλαψαράκης, ο Αλή Βαφή Σελιανάκης, ο Αλή εφέντης Βακογλάκης που ήταν και δήμαρχος, ο Τριφύλλης και άλλοι.
Αυτόν τον έκανε ο Ντερβίσης και φούσκωνε σαν γάλος όταν τον έβλεπε να κατεβαίνει στο λιμάνι. Τον προκαλούσε να αναφερθεί στις συναντήσεις του και βλέποντας η γαλαρία το καμάρι του Τούρκου που τον καταδέχονταν τέτοιες προσωπικότητες έπιανε τα πλευρά από τα γέλια.
Η Ρουχάλα έκανε και καφενείο που ήθελε κουράγιο να το πλησιάσεις. Σαν θέλανε μάλιστα οι Ρεθεμνιώτες να παραδειγματίσουν μιλώντας για κάτι ιδιαίτερα βρώμικο έλεγαν «Σαν της Ρουχάλας τον καφενέ».
Ήταν όμως όλοι τους σπουδαίοι θαλασσινοί. Είχαν πάρει μάλιστα κι ένα μεγάλο βραβείο χάρις σε μια ηρωική τους πράξη. Ήταν στις 6 του Σεπτέμβρη 1898 που κινδύνεψε να πνιγεί το πλήρωμα του πολεμικού «Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος». Έπεσαν τότε όλοι αυτοί οι λεβέντες του λιμανιού που προαναφέραμε στη μανιασμένη θάλασσα και κατάφεραν να γλιτώσουν αρκετούς Ρώσους.
Η πράξη τους αυτή ξεπέρασε τα σύνορα του νησιού κι έφτασε μέχρι τη Ρωσία. Για τη γενναία τους αυτή πράξη παρασημοφορήθηκαν από τον Τσάρο με αργυρούν μετάλλιο και την ταινία του Αγίου Στανισλάου, στην πλατεία της Σοχώρας στις 4 Απριλίου 1899.
Θέση φαροφύλακα για παλιούς πολεμιστές
Από τα χαρακτηριστικά σημεία του λιμανιού μας ο Φάρος για τον οποίο έχει μελετήσει και γράψει ο Χαρίδημος Παπαδάκης.
Όπως μας ενημερώνει ο Θεμιστοκλής Βαλαρής: Στην αρχή του βραχίονα ήταν κτισμένο ένα μικροσκοπικό σπιτάκι που διανυκτέρευε ο φαροφύλακας.
Ο φάρος αυτός είχε δυο λάμπες που κάθε μια είχε από δυο φυτίλια. Ο φαροφύλακας τον άναβε όταν έδυε ο ήλιος μέχρι την ανατολή του.
Από τις εμβληματικές μορφές στο καθήκον αυτό ήταν ο καπετάν Τζουριός ένας άνδρας που έμοιαζε γίγαντας με τις πλάτες παλαιστή που διέθετε και το επιβλητικό μπόι που ξεπερνούσε το 1.90. Είχε κερδίσει τη θέση του σαν ανταπόδοση των υπηρεσιών που είχε προσφέρει στην Κρήτη όταν ήταν υποδουλωμένη στους Τούρκους κουβαλώντας με καΐκι κι αργότερα με βαποράκι πολεμοφόδια στους αντάρτες στην πίσω μεριά της Κρήτης. Δυο φορές τον βούλιαξαν οι Τούρκοι και τις δυο φορές σώθηκε κολυμπώντας.
Όταν συνταξιοδοτήθηκε τον διαδέχτηκε ο Καυκαλάς με επίσης σημαντική πολεμική δράση.
Στο πάνω μέρος προς τη μεριά του σημερινού λιμεναρχείου νοίκιαζε και λειτουργούσε καφενείο ο «Κόκκινος» (Εμμανουήλ Χαμαράκης) από την Πηγή, ο περίφημος «Μινχάουζεν» του Ρεθύμνου.
Στο καφενείο του που λειτουργούσε και τη νύχτα εύρισκε καταφύγιο η νεολαία του τόπου που δεν είχε και πολλές επιλογές για να περάσει την ώρα της εκείνες τις εποχές.
Το καλοκαίρι άδειαζε η λεκάνη του λιμανιού αφού υπήρχε κίνηση και γέμιζε ο τόπος κεφαλόπουλα. Τώρα υπήρχε άφθονος χώρος για τους ερασιτέχνες ψαράδες που καθισμένοι στα σκαμνάκια τους γέμιζαν τον μώλο.
Στο λιμάνι είχαν τον χώρο δουλειάς τους οι βαρελάδες που κατασκεύαζαν χιλιάδες βαρέλια ξύλινα για να βάζουν τα κίτρα.
Από την ασχολία αυτή αποζούσαν πολλές οικογένειες καθώς τα βαρέλια ήταν απαραίτητα για κίτρα και λάδια που απορροφούσαν όλη την παραγωγή. Γι’ αυτό κι ήταν γεμάτη πάντα η προκυμαία βαρέλια που έφθαναν μέχρι το παλιό Δελφινι, κέντρο πολύ μεταγενέστερο, που δεν υπάρχει κι αυτό πλέον.
Μνήμες Μανόλη Κούνουπα
Έχουμε όμως και σύγχρονες αναφορές από τον μεσοπόλεμο και μετά χάρις σε ένα σχετικό δημοσίευμα του αείμνηστου Μανόλη Κούνουπα που αναφέρει σχετικά για την κίνηση του λιμανιού: «Τα βαπόρια μετά το ολονύκτιο ταξίδι έφταναν στο Ηράκλειο ή στη Σούδα και αφού επιβίβαζαν και αποβίβαζαν επιβάτες εκεί και φόρτωναν και ξεφόρτωναν εμπορεύματα, έφταναν μεσημέρι στο Ρέθυμνο και αγκυροβολούσαν αρόδο δηλαδή στα ανοιχτά. Την ίδια ώρα και στιγμή ξεκινούσε από το λιμάνι ένα ρυμουλκό σκάφος το «Εωσφόρος», το οποίο έσερνε δύο ή τρεις φορτηγίδες (σκάφη χωρίς κατάστρωμα) τις λεγόμενες μαούνες, κατάλληλες για τη μεταφορά εμπορευμάτων. Οι Ρεθεμνιώτες του έδωσαν το προσωνύμιο «βαποράκι». Εμείς τα παιδιά πηγαίναμε στο ακρομόλιο – κυματοθραύστη καθόμαστε κάτω από τον Φάρο και χαζεύαμε το… καταπληκτικό θέαμα, τον Εωσφόρο που σαν αρρενοπρεπής άντρας να πλέει και να προπορεύεται καμαρωτά τραβώντας τις μαούνες, που ακολουθούσαν υποχρεωτικά όπως εκείνες οι πειθήνιες γυναίκες, οι χανούμισσες, που βάδιζαν η μια πίσω από την άλλη με τον Τσαούση του χαρεμιού επικεφαλής.
Τότε δε λογάριαζαν τον καιρό. Το δελτίο και τα μποφόρ ήταν άγνωστα, έτσι βλέπαμε το βαποράκι με τις μαούνες, να παλεύουν και να ανεβοκατεβαίνουν πάνω στα τεράστια, άγρια κύματα και να διακινδυνεύουν ένα ναυάγιο, μιαν ολοκληρωτική απώλεια από τη μια στιγμή στην άλλη. Από κοντά στον «Εωσφόρο» με τις μαούνες να σκαμπανεβάζουν σαν καρυδότσουφλα μέσα στα πελώρια κύματα βρίσκονταν και οι βάρκες με τους επιβάτες καθισμένους πρύμνα να σταυροκοπιούνται και πρώρα τις αποσκευές τους μαζί με τα κοτόπουλα.
Τέσσερις κωπηλάτες έλαμναν τη βάρκα αγκομαχώντας. Παρ’ όλα αυτά όλα εκείνα τα χρόνια ποτέ δεν ακούστηκε και ποτέ δεν συνέβη κάποιο ατυχές, θλιβερό επεισόδιο. Οι βάρκες σίμωναν το βαπόρι κι ένας λεμβούχος παρέδιδε τον επιβάτη στον άλλο που στεκόταν στην ανεμόσκαλα. Υπήρχαν και άλλα καΐκια και βάρκες αραγμένα, που εκτός της μεταφοράς επιβατών είχαν και αλιευτικές χρησιμότητες. Αλλά και τα αλιευτικά σκάφη πάλι είχαν την αποκλειστικότητα άλλων και διαφορετικών εργασιών με σκοπό κάποιο εισόδημα.
Οι τράτες ήταν τα καΐκια που έσερναν αλιευτικούς δικτυωτούς σάκους που έβγαιναν στα ανοιχτά και ξεπάστρευαν όπως και σήμερα όλα τα ψάρια του βυθού. Για τις τράτες υπάρχει σχετική νομοθεσία αλιείας τόπου και χρόνου.
Το παραγάδι είναι αλιευτικό όργανο σε σχήμα μακριού νήματος (χονδρή πετονιά μέχρι 200 μέτρα) από το οποίο κρέμονται, σε σταθερές αποστάσεις, άλλα μικρότερα νήματα με δολωμένα αγκίστρια με καλαμάρι ή γαρίδες στο άκρο τους. Το όλο σύστημα βυθίζεται στο νερό με βαρίδια. Η μακριά, χονδρή πετονιά κρέμεται ψηλά από τον βυθό από δύο σημαδούρες εκατέρωθεν. Οι σημαδούρες είναι πλωτά, υδατοστεγή σώματα από διάφορα υλικά, που επιπλέουν στο νερό και συγκρατούν την πετονιά. Οι σημαδούρες εξάλλου επισημαίνουν και τη θέση του παραγαδιού στη θάλασσα, ήμερα και νύχτα, καθώς είναι εφοδιασμένες με φωτιστικά, ακουστικά μέσα είτε ακόμα και ραδιοηλεκτρικά. Μερικές φορές για να γίνονται εμφανείς σε μεγάλες αποστάσεις είναι εφοδιασμένες με ένα καλάμι που επιπλέει καθέτως και εξέχει από την επιφάνεια ενάμισι ή δύο μέτρα με μια σημαιούλα στην κορυφή. (ψάρεμα ξιφία). Οι σημαδούρες εντοπίζονται καμιά φορά και από πομπό, που διαθέτουν, αφού τα μεγάλα ψάρια μπορούν να τραβούν τα παραγάδια για πολλά μίλια ακόμα μέσα στην ανοιχτή θάλασσα.
Τα «διχτυάρικα» είναι βάρκες διασκευασμένες για ψάρεμα με δίχτυ και εφοδιασμένα με κατάστρωμα που χρησιμεύει τόσο για προστασία από τα κύματα, όσο και για την τοποθέτηση και εύκολη χρήση των διχτύων και των παραγαδιών.
Το «γρι-γρι» είναι πετρελαιοκίνητο γρήγορα σκάφος (τρεχαντίρι), που σέρνει πίσω του μικρές βάρκες με πυροφάνι, δεμένες τη μια πίσω από την άλλη. Αυτό το σμήνος ανοίγεται στο πέλαγος σαν την κλώσα να την ακολουθούν τα κλωσόπουλα.
Το γρι-γρι συνοδεύεται και από δεύτερο καΐκι δεμένο πίσω του ως βοηθητικό και είναι φορτωμένο με μεγάλο κυκλικό δίχτυ. Οι βάρκες σαν φτάσουν στον ψαρότοπο, τοποθετούνται κυκλικά όπως και το δίχτυ, το οποίο κλείνει στο κάτω μέρος σχηματίζοντας έναν σάκο, εντός του οποίου παγιδεύονται τα ψάρια, συνήθως σαρδέλες. Θυμάμαι ότι παλαιότερα τα γρι-γρι, ψάρευαν και έφερναν στην προκυμαία τόνους σαρδέλες σε σωρούς, οι οποίες πουλιόντουσαν όσο-όσο με το φτυάρι, όπως θυμάμαι και το συναρπαστικό θέαμα τη νύχτα από την προκυμαία με τις βαρκούλες και τον άτονο φωτισμό τους από το πυροφάνι.
Αδιάκοπη η κίνηση στο λιμάνι μεγάλων φορτηγών καϊκιών και πάντοτε αισθητή η παρουσία ενώπιον του Κουτήφαρη που έφερνε τσικάλια από τη Σίφνο.
Το παλαιό λιμάνι διέθετε και ναυπηγοεπισκευαστική και πολύ παλαιότερα κατασκευαστική μονάδα κάθε είδους ξύλινου σκάφους στην υπάρχουσα και σήμερα επικλινή προβλήτα μετά το τελωνείο.
Οι παλαιότερες ταβέρνες του λιμανιού είχαν ένα χρώμα ξεχωριστό και οικείο, ατμόσφαιρα λαϊκή, παραδοσιακή, κρασί βαρελιού και ψάρια της ώρας. Η κακαβιά του Μανόλη του Λιοδάκη ήταν περιζήτητη και όλες οι άλλες στη σειρά προσέλκυαν τον πελάτη γιατί μιλούσαν από μόνες τους. Δεν είχαν ανάγκη κανενός κράχτη για να μαζέψουν πελάτες. Πού είναι σήμερα ο Μανόλης κι όλοι αυτοί οι ευσυνείδητοι επαγγελματίες που γνώριζαν και καλωσόριζαν τον πελάτη τους με το μικρό του όνομα και τον υποδεχόταν εγκάρδια και ένθερμα. Πού είναι ο Αχιλλέας, ο Κουμιώτης, ο Βενιζέλος;».
Πως γιόρταζαν τα Θεοφάνια στο παλιό Ρέθυμνο
Σ’ αυτό το λιμανάκι γιόρταζαν πάντα με μεγαλοπρέπεια οι Ρεθεμνιώτες τη γιορτή των Φώτων, αναφέρει ο Αντώνης Στεφανάκης απόδημος συμπολίτης από τη γνωστή ιστορική οικογένεια.
«Παραμονή των Φώτων, ενώ στις εκκλησίες ακούγαμε τη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και τον Μικρό Αγιασμό την ίδια ώρα, παιδιά της γειτονιάς ή από άλλες γειτονιές και τα γύρω χωριά χτυπούσαν την πόρτα μας αξημέρωτα και ζητούσαν «να μας τα πουν».
Τέσσερα καλλίφωνα αδέλφια από ένα γειτονικό χωριό έδιναν πρώτα το παρόν κάθε χρόνο. Χτυπούσαν την εξώπορτα πρωί – πρωί. Ήξεραν τον δρόμο. Ανέβαιναν την υπαίθρια σκάλα της αυλής, στέκονταν στην πόρτα του διαδρόμου και μας τα «έλεγαν». Δεν τα είδα ποτέ αυτά τα παιδιά. Με εύρισκαν πάντα στο κρεβάτι. Οι φωνές τους όμως ήταν χαρακτηριστικές και έχουν καταγραφεί στη μνήμη μου. Τραγουδούσαν με δικό τους πρωτότυπο τρόπο και τόνο σταθερό, που έπειθε ότι ήθελαν να ολοκληρώσουν «το έργο τους».
Σήμερον είναι τω Φωτώ, π’ αγιάζουν οι παπάδες
και μεσ’ στα σπίτια μπαίνουνε και λεν το εν Ιορδάνη … και κατέληγαν…
Εφάγαμε τον πετεινό, εφάγαμε την κότα
Δοσ’ μας και μας τον κόπο μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
Έτρωγαν το μελομακάρουνό τους έπαιρναν τον οβολό τους και έφευγαν για να εμφανιστούν πάλι μετά ένα χρόνο την ίδια μέρα και ώρα…
Στην Εκκλησία, μετά από τη μυσταγωγική λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και τον Αγιασμό, οι ιερείς φορούσαν το πετραχήλι τους, έριχναν Αγίασμα σε ένα κρεμαστό ανοιχτό δοχείο, το έδιναν να το κρατεί ένα αγόρι, κρατούσαν το σταυρό με ένα ματσάκι βασιλικό στο χέρι και με βήμα ταχύ ξεκινούσαν για να αγιάσουν τα σπίτια. Οι ιερείς, όχι μόνο και της ενορίας μας, αλλά όλων των εκκλησιών της μικρής τότε πόλης ήταν σε όλους γνωστοί. Οι πόρτες έμεναν ανοικτές όλη την ημέρα. Ο ιερέας προχωρούσε ψάλλοντας το «εν – Ιορδάνη», ραντίζοντας με τον εμβαπτισμένο στο Αγίασμα βασιλικό, όλους τους εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους. Πρόβαλλε το σταυρό στους παρευρισκόμενους, που τον προσκυνούσαν ευλαβικά, ενώ τους «άγιαζε» με τον βασιλικό στο μέτωπο, χαιρετούσε τελευταία τη σπιτονοικοκυρά, έβαζε κάτω από το ράσο του το ρεγάλο, που εκείνη του έβαζε με προσοχή στο χέρι και ψάλλοντας αδιάκοπα και ραντίζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις προχωρούσε προς την έξοδο και τη διπλανή πόρτα. Οι νοικοκυρές ήταν εξοικειωμένες. Είχαν όλες τον ιερέα τους. Κάθε πρώτη του μήνα πήγαινε και τους έκανε τον αγιασμό.
Οι ιερείς φρόντιζαν να περάσουν, ει δυνατόν από όλα τα σπίτια. Το έργο τους αυτό κρατούσε πολλές φορές ως τη δύση του Ηλίου.
Η επομένη ημέρα ξεκινούσε με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες. Μετά τη λειτουργία ακολουθούσε η μετάβαση εν πομπή στο Ενετικό λιμάνι για τον Αγιασμό και ων υδάτων της θάλασσας.
Ο Δεσπότης με τα άμφια του, τη μήτρα και την ποιμενική του ράβδο προηγούνταν και κοντά του ο νομάρχης, ο δήμαρχος, το Ιερατείο και οι αρχές της πόλης, πλαισιωμένοι από στρατιωτικό άγημα και προσκόπους. Τα εξαπτέρυγα και τα λάβαρα της εκκλησίας προχωρούσαν σε ρυθμό λιτανείας. Προηγούνταν η φιλαρμονική του δήμου που έδινε τον ρυθμό και η πομπή έκλεινε με θρησκευόμενο πλήθος του Ρεθυμνιακού κόσμου. Πολλά σκάφη του μικρού λιμανιού με ανοικτές τις μηχανές τους έπλεαν από νωρίς κοντά στην είσοδο και στον γύρω χώρο, ενώ πολλοί Ρεθυμνιώτες με κάποιο αντίτιμο είχαν τη δυνατότητα να απολαύσουν την τελετή πάνω από ένα μικρό σκάφος ή μια βάρκα.
Σε λίγο η πομπή έφθανε στο λιμάνι. Εκεί ο Δεσπότης ψάλλοντας το «εν Ιορδάνη» έριχνε το σταυρό στη θάλασσα.
Η στιγμή αυτή ήταν φαντασμαγορική. Οι χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες από τα καμπαναριά των εκκλησιών της πόλης, οι σειρήνες όλων των σκαφών που βρίσκονταν στο λιμάνι, οι ψάλτες εν χορώ επαναλάμβαναν το εν Ιορδάνη, η μπάντα επαιάνιζε χαρμόσυνα και τολμηροί κολυμβητές με το μπανιερό τους αψηφώντας το κρύο βουτούσαν από τα γύρω πλεούμενα, βάρκες και καΐκια, στη θάλασσα και συναγωνίζονταν ποιός θα φτάσει πρώτος τον σταυρό. Ο πρώτος που θα τον φτάσει θα τον παραδώσει στο Δεσπότη και θα πάρει την ευλογία του. Η εκκωφαντική βοή για αρκετή ώρα θα καλύπτει όλη την παραλία και τις γύρω περιοχές και θα κάνει το χειμωνιάτικο κλίμα συγκλονιστικό.
Ακολουθούσε ο περίπατος και μετά η επίσκεψη στους εορτάζοντες που ήταν αρκετοί. Μας κερνούσαν το λικεράκι και το γλυκό μας. Κάποιοι συνήθιζαν το βράδυ να οργανώνουν και πάρτι. Η γιορτή θα κρατήσει με τραγούδια και χορό ως τα μεσάνυχτα…».
Εδώ τελειώνει το οδοιπορικό μνήμης στο παλιό λιμανάκι και στον εορτασμό των Θεοφανίων όπως μας τα διέσωσαν λόγιοι του τόπου μας, φωτίζοντας έτσι ένα ακόμα κεφάλαιο της τοπικής μας ιστορίας.