Κάθε περιήγηση στον νομό μας είναι μοναδική εμπειρία. Είναι όμως περίεργο ότι περιοριζόμαστε στις φυσικές καλλονές, στις γευστικές απολαύσεις και στη φιλική παρέα αγνοώντας όσα περίεργα δημιουργούν καινούργια ενδιαφέροντα για κάθε περιοχή.
Και ευτυχώς που γίνονται τα συνέδρια για να γνωρίζουμε σε βάθος κάθε περιοχή. Άξιο κάθε τιμής και αναφοράς το Διεθνές Συνέδριο που είχε γίνει στον δήμο Αγίου Βασιλείου το 2008. Τα πρακτικά αυτά που εκδόθηκαν στη Γραφοτεχνική αποτελούν μια μνημειώδη έκδοση που όσο περνούν τα χρόνια τόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει όσο η νεότερη γενιά ενδιαφέρεται να γνωρίσει καλύτερα τον τόπο της.
Η ονομασία της Αγίας Γαλήνης
Ξέρουμε τόσα για την Αγία Γαλήνη με τόσα τουριστικά αξιοθέατα. Στο συνέδριο όμως η κ. Ιωάννα Ραμουτσάκη, παρουσιάζοντας το χωριό είχε αναφέρει και τα εξής:
Το σημερινό όνομα του χωριού, «Αγία Γαλήνη», συνδέεται με τους Βυζαντινούς χρόνους και συγκεκριμένα με τις αρχές του 5ου αι. μ.Χ., όταν η ζήλια και οι δολοπλοκίες της Πουλχερίας, αδελφής του Θεοδοσίου του Β’, εξορίζουν τη νεαρή αυτοκράτειρα και γυναίκα του αδελφού της, Ευδοκία, στους Αγίους Τόπους (κατά την προφορική παράδοση, στην Αφρική). Το πλοίο που μετέφερε την Ευδοκία στα Ιεροσόλυμα, καθώς περνούσε από τα νότια παράλια της Κρήτης, κοντά στην περιοχή της Σουλίας, αντιμετώπισε φοβερή θαλασσοταραχή, η οποία έφερε το πλήρωμα σε απόγνωση. Η Ευδοκία, χωρίς να χάσει το θάρρος της, προσευχήθηκε στην Υπεραγία Θεοτόκο, παρακαλώντας την να γαληνεύσει τα νερά κι εκείνη ως ανταπόδοση θα έκτιζε μια εκκλησία αφιερωμένη στη χάρη Της. Έτσι, υπέδειξε στο πλήρωμα να πλησιάσει κοντύτερα στη στεριά. Εκεί, όλοι μαζί έκαμαν δέηση στην Παναγία και, ω του θαύματος! Τα νερά γαλήνεψαν, προμηνύοντας ένα καλό ταξίδι. Η Ευδοκία άρχισε, αμέσως, με έγκριση του τοπικού άρχοντα, να χτίζει την εκκλησία, στη βόρεια πλευρά του σημερινού χωριού, με την ονομασία «Παναγία-Αγία Γαλήνη», εις ανάμνησιν του θαύματος, καθώς η Παναγία γαλήνεψε με τη χάρη Της τα νερά. Θα τελείωνε την εκκλησία η Ευδοκία και μετά θα αναχωρούσε, αν ο ξαφνικός θάνατος του Θεοδοσίου δεν την ανάγκαζε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, για να αναλάβει τα καθήκοντά της. Άφησε τα απαραίτητα χρήματα για την αποπεράτωση του ναού κι έφυγε… Από τότε η ιστορική παράδοση μάς μεταφέρει στο 640 μ.Χ., όταν οι Σαρακηνοί πειρατές αφάνισαν με μια επιδρομή τους τη Σουλία και μαζί κατέστρεψαν το νεόδμητο ναό της Παναγίας. Έμειναν μόνο το ιερό, οι θαυμάσιες αγιογραφίες κι ένα μικρό σπάραγμα επιγραφής, για να θυμίζουν την ίδρυση του ναού από τη βυζαντινή αυτοκράτειρα.
Τοπικές παραδόσεις και θρύλοι που συνδέονται με την Αγία Γαλήνη είναι οι εξής:
α) Η μυθολογική παράδοση, σύμφωνα με την οποία, ο ∆αίδαλος και ο Ίκαρος πέταξαν από την περιοχή του χωριού.
β) Από προφορική μαρτυρία αντλούμε τον εξής θρύλο για τα Παξιμάδια, το μικρό νησάκι που βρίσκεται στη νότια πλευρά του χωριού: Ήταν κάποτε, σύμφωνα με τον θρύλο αυτό, δύο δράκοι που πάλευαν εκεί κι ο ένας προσπαθούσε να φάει τον άλλο. Τότε έπεσε από τον ουρανό κεραυνός και φάνηκε πάνω τους το σημείο του Σταυρού. Έκτοτε οι δράκοντες πέτρωσαν και αποτέλεσαν τη νήσο Παξιμάδια, σκληροί βράχοι, σαν τα παξιμάδια. Ο θρύλος αυτός σχετίζεται με τη φαντασία του λαού να σχηματοποιεί ό,τι έβλεπε στη φύση να μοιάζει με κάτι που γνώριζε και να του δίνει μια γνώριμη γι’ αυτόν μορφή ή ένα όνομα που σηματοδοτούσε την ιδιαίτερη φύση του. Πάντως, αν κοιτάξει κανείς τα Παξιμάδια απ’ την Αγία Γαλήνη, μπορεί με τη φαντασία του να διακρίνει σχηματικά την κεφαλή ενός δράκοντα που προσπαθεί να φάει έναν άλλο. Ταυτόχρονα, όμως, ο θρύλος αυτός μαρτυρεί και τη δύση αρχέγονων παγανιστικών θρησκευτικών αντιλήψεων και τη νίκη του Χριστιανισμού και του καλού στοιχείου (εξ ου και το σημείο του Σταυρού) έναντι του κακού (που πιθανότατα αντιπροσώπευαν οι δράκοντες και η άγρια πάλη τους).
Το οδοιπορικό του Σταύρου Κελαϊδή
Για την Αγία Γαλήνη όμως έχουμε ένα θαυμάσιο οδοιπορικό του Σταύρου Κελαϊδή που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Βήμα» (3 και 4-1-1958). Στο πρώτο μέρος αναφέρει για το χωριό και την προϊστορία του και στο δεύτερο κάποιες ενδιαφέρουσες γνωριμίες που έκανε στην περιοχή κι αυτό το δεύτερο μέρος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αναφέρει σχετικά για γνωριμίες που έκανε το 1908:
«Πάνε πολλά χρόνια περισσότερο από πενήντα όταν για πρώτη φορά άκουσα το όνομα του χωριού αυτού, κάτω από τις εξής συνθήκες:
Στα Χανιά ζούσε ακόμη ο Γερο – Σήφης Μανουσογιαννάκης, γιος του Στρατάρχη Κρήτης Μανουσαναγνώστη.
Κι άλλη φορά είπα του Γερο – Σήφη, ότι ήταν αυτοδίδακτος, ότι έγραφε, κι ότι ήταν και ποιητής. Στα ποιήματά του, μετριόφρονος έλεγε πως ήταν «από τη Νίμπρο των Σφίνων το Ψωροχωριουδάκι». Και υπέγραφε ως «Ασπρομιάδαρος» λογοπαίζων, πως ήταν από τις «Άσπρες Μαδάρες» τα Λευκά Όρη, μα και ότι τα μαλλιά της κεφαλής του ήταν άσπρά.
Αυτός λοιπόν ο Γέρωντας, μια μέρα μου συνέστησε ένα άλλο Γέροντα ο οποίος είχε «μπαρμπέτες» παραγναφάδες.
Για τους νέους που δεν θα είδαν ποτέ παρά στον κινηματογράφο εξηγώ οτι «Μπαρμπέτες» ήταν όσοι ξύριζαν το πηγούνι ένα γύρο κι άφηναν τα γένια στα μάγουλα. Αυτήν ήταν η μόδα. Τέτοιες είχε και ο δολοφονημένος πρωθυπουργός της Ελλάδος Θεόδωρος Δηληγιάννης.
Ο άλλος γέρος που μου συνέστησε ότι ο Νικόλαος Φωτάκης, που λεγόταν και Καπετανάκης, γιατί ο πατέρας του ήταν ένας από τους καλούς καπετάνιους της Κρήτης. Αυτός έλεγε ότι ήταν από τις Μέλαμπες, μα μένει στην Αγία Γαλήνη, η οποία είναι αποικία των Μελάμπων του οποίου η πρωτεύουσα ορισθεί η Αγία Γαλήνη, να περιλαμβάνει και τις επαρχίες Αγ. Βασιλείου, Αμαρίου, και τη Δυτική Μεσσαρά.
Ο Γέρο – Σήφης του έκανε ένα τραγουδάκι και του έγραφε:
«Φίλε κ. Φωτάκη
απου στρίβεις το μουστάκι
και χαϊδεύεις τη μπαρμπέττα
κι ουλα πασιν ισια ντρέτα
κι απού θέλεις στη Αγιά Γαλήνη
Νομαρχία να σου γίνει»
Δε θυμάμαι το υπόλοιπο μα με τον ίδιο τόνο του΄ λεγε πως ονειρευόταν, γιατί δεν θα γίνει, αφού εκείνος ήταν ο καταλληλότερος για νομάρχης.
Όταν πήγα προχθές συζήτησα με ένα γέρο.
Τύχη αγαθή που γνώρισα τον κ. Μανόλη Μαμαλάκη. Είναι ο παλαιότερος του χωριού. Γιατί είναι 83 ετών μα δεν είναι καθόλου γέρος. Έχει διαύγεια πνεύματος «το ρολόι του εν τάξει» μνήμη απέραντη και η αφηγηματικότητα εξαιρετική. Φανταστείτε πως δεν του λείπει κανένα δόντι.
Μου είπε λοιπόν περί του Φωτάκη – Καπετανάκη ότι είχε δίπλωμα νομικής δεν το ξεδίπλωσε όμως ποτέ. Ότι όταν πήγε εκεί ο Πρίγκηπας Γεώργιος, ως αρμοστής, αυτός τον προσφώνησε και του ανέπτυξε τη θεωρία περί Νομαρχίας.
Του είπε ότι κατά την αρχαιότητα ήταν σπουδαίο κέντρο ότι είχε πυκνή επικοινωνία με την Αίγυπτο, του έδειξε και το σπήλαιο του «Δαιδάλου». Τον πήρε και τον φιλοξένησε στο σπίτι του, αυτό που σήμερα είναι το ξενοδοχείο του κ. Μανόλη Ρακιωτάκη κλπ.
Φαίνεται όμως πως δεν θα τον έπεισε . Ο Κύριος Μαμαλάκης θυμάται ότι πρώτο σπίτι που κτίστηκε ήταν κατά το έτος 1884.
Κατά ο παρελθόν ήταν σοβαρό «παράσκαλο» σήμερα όμως με την ανάπτυξη της συγκοινωνίας τα εισοδήματα, λάδι και χαρούπι, μεταφέρονται με αυτοκίνητα σε άλλα κέντρα.
Το μόνο που έχει είναι ελαιουργία και πυρηνεργαστάσιο. Γιατί με τις Μέλαμπες και κάτω, σε απόσταση 13 χλμ. οι πλαγιές είναι γεμάτες από ελαιόδεντρα και χαρουπιές.
Το χωριό είναι κρυμμένο μέσα σ’ ένα ρυάκι. Έχει 500 περίπου κατοίκους. Το κλίμα είναι θερμό, ιδανικό για χειμερινή διαμονή. Σε απόσταση 11 χιλιομέτρων φαίνεται το αεροδρόμιο για χατίρι του οποίου έχει γίνει εδώ και λιμενοβραχίονας.
Ψάρια;
Τα ψαριά είναι τα νοστιμότερα που μπορεί να φανταστεί κανείς.
Υπάρχουν κάθε μέρα ζωντανά, άφθονα κι εκλεκτά, τα περίφημα «γιαλίτικα» γιατί η αλιεία είναι συστηματοποιημένη. Όσο κι αν είναι ενοχλητική η περιπέτεια, τα ψάρια ικανοποιούν και τον αυστηρότερο εκδρομέα. Όσοι δεν πήγατε σας το συνιστώ».
Η καμπάνα του Αγίου Παντελεήμονα
Για το χωριό Άγιος Ιωάννης Αγίου Βασιλείου, είχε κάνει μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση η κα Δήμητρα Κατσουλάκη – Κουρμουλάκη. Για θρύλους της περιοχής είχε αναφέρει σχετικά:
« 1. Λέγεται ότι η καμπάνα του Αγίου Παντελεήμονα ακουγόταν από το Σπήλι. Για να μην την πάρουν οι Τούρκοι, οι κάτοικοι την πέταξαν μέσα σ’ ένα βαθύ πηγάδι. Αλλά κατά μία άλλη εκδοχή η καμπάνα που βρέθηκε στο πηγάδι, ήταν από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Επειδή θεωρήθηκε στοιχειωμένη, κανείς δεν τόλμησε να πάει να τη βγάλει. Τότε ο Στυλιανός Ζαμπετάκης πούλησε μία αγελάδα κι έφτιαξε μία άλλη καμπάνα μαζί με άλλους κατοίκους.
- Στους Αγίους Θεοδώρους, στον οικισμό Μεσονήσι, την εποχή της Τουρκοκρατίας, ζούσε μία κοπέλα με τον παππού της. Ύφαινε η κοπέλα και ο θόρυβος που έκανε ο αργαλειός την προειδοποιούσε για τον κίνδυνο των Τούρκων που ερχόταν. Δεν πρόλαβαν όμως να φύγουν, έσφαξαν οι Τούρκοι τον παππού και άρπαξαν την κόρη.
- Στον Άγιο Αντώνιο, στην κορφή του κάθετου βράχου, υπήρχε ένα μελίσσι. Ένας κάτοικος του χωριού παρακάλεσε τον Άγιο να τον βοηθήσει ν’ ανεβεί να πάρει το μέλι και θα του δώσει το μισό. Αθέτησε όμως την υπόσχεσή του και όταν επέστρεψε για να πάρει το μαχαίρι που ξέχασε, έπεσε και σκοτώθηκε.
- Ένας νέος 15 ετών, ονόματι Κακομανωλιός, έβοσκε τα πρόβατα του στο φαράγγι του Κοτσυφού. Καθώς αγνάντευε, σταμάτησε το βλέμμα του σ’ ένα ψοφίμι που το έτρωγαν οι σκάρες. Σκέφτηκε λοιπόν να πιάσει μια σκάρα, να βγάλει τα φτερά της και να τα πουλήσει στους λαουτιέρηδες. Αφού βρήκε την ευκαιρία, άρπαξε δύο σκάρες από τα πόδια, αυτές τρομαγμένες σηκώθηκαν στον αέρα παίρνοντας και το Μανωλιό μαζί τους σε απόσταση 700 περίπου μέτρων. Αφού λοιπόν κατάφερε να σωθεί, χαρακτηρίστηκε ως ο πρώτος άνδρας μετά τον Ίκαρο που πέταξε πάνω από τη γη.
- Στο Σαλβαράδω έξω από την εκκλησία έθαβαν τα αβάπτιστα παιδιά. Λέγεται, λοιπόν, πως εκεί εμφανίζονται φαντάσματα, που καθώς τ’ αντικρίζεις, χάνονται προς τον ουρανό. Υπάρχουν μαρτυρίες γερόντων που έζησαν οι ίδιοι μια τέτοια εμπειρία».
Ιστορίες τ’ Αγαλλιανού
Δυο ωραίες ιστορικές παραδόσεις του Αγαλλιανού μας μεταφέρει ο κ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης. Μια από αυτές σώζεται γραμμένη από τον ίδιο τον αγιογράφο της Γαβριήλ Πάγκαλο – πάνω στην εικόνα του αγίου Σπυρίδωνος, που κοσμεί το καλλιτεχνικότατο τέμπλο του ομώνυμου ναού στον Αγαλλιανό.
Ο Αγαλλιανός, λέγει, δεν είχε εκκλησία και αποφάσισαν, με την ευλογία του δεσπότη τους, Ευμενίου Ξηρουδάκη, να κτίσουν μια σε οικόπεδο που παραχώρησε για τον σκοπό αυτόν ο ευσεβής Αγαλλιανός Γιάννης Σηφομιχελάκης. Το είχε μάλιστα ονειρευτεί πριν από χρόνια πως σε εκείνο το χωράφι του θα κτιζόταν μια μέρα εκκλησία. Προβληματισμός, όμως, τους κατέλαβε όλους όταν κάποιος ρώτησε ποιος θα ήταν ο Άγιος στο όνομα του οποίου θα χτίζανε τη νέα εκκλησία. Έγινε θόρυβος πολύς, γιατί – όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο ιστορικό τής εικόνας – «οι μεν ήθελαν τον μεν, οι δε τον δε άγιο».
Ο Μιχαλιός Πετυχάκης ήταν ένας κοσμογυρισμένος ναυτικός από τον Αγαλλιανό, που, σαν γύρισε όλον τον κόσμο ως λοστρόμος στα καράβια, θυμήθηκε, στο τέλος, και πάλι το χωριό του και ξαναγύρισε σε αυτό, γέρος πια γεμάτος ωριμότητα και πλούσιες εμπειρίες. Αυτό συνέβη την ώρα που οι χωριανοί του, ο παπα-Μανόλης από τον Βάτο και ο ∆εσπότης, προσπαθούσαν να βρουν τον Άγιο, στο όνομα του οποίου θα έχτιζαν τη νέα εκκλησία. Μπήκε, λοιπόν, και ο Μιχαλιός στη συζήτηση και, κοσμογυρισμένος όπως ήταν, πρότεινε η νέα εκκλησία να πάρει το όνομα του αγίου Σπυρίδωνα, ενός εντελώς άγνωστου μέχρι τότε στους κατοίκους του μικρού χωριού Αγίου, που, όμως, εκείνος τον είχε ακούσει στα μακρινά ταξίδια που είχε κάνει και είχε, ακόμα, ακούσει πολλά για τον βίο και τα πολυάριθμα θαύματά του. Η συζήτηση τώρα είχε ανάψει για τα καλά και με τη νέα πρόταση που έκανε ο Μιχαλιός οδηγήθηκε σε πλήρες αδιέξοδο. Τότε ο προύχοντας του χωριού Γιώργης Παπαδομιχελάκης έδωσε στο ζήτημα την πιο δίκαιη και δημοκρατική λύση, πρότεινε να ρίξουν κλήρο! Έγραψε, λοιπόν, ο ∆εσπότης τα ονόματα όλων των Αγίων που είχαν προταθεί σε κλήρους, έριξε τους κλήρους σε ένα μικρό σακουλάκι, το πήρε στα χέρια του και, αφού το κούνησε καλά-καλά, κάλεσε τον Μιχαλιό να τραβήξει έναν από αυτούς, όποιου Αγίου το όνομα θα έβγαινε, σε αυτόν τον Άγιο θα οικοδομούνταν ο ναός. Ο Μιχαλιός έκανε τρεις φορές το σημείο του σταυρού και είπε δυνατά εις επήκοον όλων: «Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Άγιε μου Σπυρίδωνα απού ’σαι απ’ τσι Κορφούς βοήθησέ μας ούλους μεγάλους και μικρούς». Ύστερα τράβηξε τον κλήρο και βγήκε το όνομα του Αγίου Σπυρίδωνα. Έτσι, αποφασίστηκε από όλους στην εκκλησία να δοθεί το όνομα του αγίου Σπυρίδωνα. Με την όμορφη αυτήν παράδοση – που αναγράφεται, όπως είπαμε, στη μεγάλη εικόνα του Αγίου, στο τέμπλο του ναού, από το χέρι του αγιογράφου της Γαβριήλ Παγκάλου – έχει συνδεθεί η ανέγερση στον Αγαλλιανό αυτής της πραγματικά όμορφης εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα, που συγκινούσε, έκτοτε, με τον κουκουλοφόρο Άγιό της, όλους τους κατοίκους του μικρού χωριού, μικρούς και μεγάλους. Και ό,τι ο Άγιος αυτός αγαπήθηκε ιδιαίτερα φαίνεται και από το γεγονός ότι το όνομά του δόθηκε, στη συνέχεια, σε πολλά παιδιά του χωριού, ώστε σήμερα το βαφτιστικό «Σπύρος» να δεσπόζει στον Αγαλλιανό και την περιοχή του Κεραμέ γενικότερα. Άλλη όμορφη παράδοση μιλά για πειρατές που επιτέθηκαν πριν από αιώνες στις Λίγκρες και αιχμαλώτισαν τους κατοίκους του χωριού. Αμέσως κάτω από το μικρό χωριό σχηματίζεται μικρός ορμίσκος όπου σε παλιότερες εποχές έδεναν μικρές βάρκες για ψάρεμα. Εδώ, σύμφωνα με την παράδοση, έδεσαν οι πειρατές τις βάρκες τους, προκειμένου να φορτώσουν τους αιχμαλώτους και μαζί με αυτούς – σύμφωνα με άλλη ωραία τοπική παράδοση -και «τον Κωσταντή από τις Λίγκρες» – για να τους μεταφέρουν στα μεγαλύτερα σκάφη που περίμεναν στα ανοιχτά του πελάγους και από εκεί στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Μια Παγκρήτια Υπερκρατική Τράπεζα
Σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη του για τα Αγκουσελιανά ο κ. Στέλιος Παπαδάκης αναφέρει κάτι πρωτόγνωρο για μια τράπεζα εποχής. Αναφέρει σχετικά:
«Δυτικά του οικισμού Αγκουσελιανών υπάρχουν ίχνη οικισμού Ελληνιστικών χρόνων και στην συνείδηση των κατοίκων μία από τις εκατό πόλεις της Κρήτης. Πρόκειται για το τοπωνύμιο Μαρκαρίνα που φέρεται να λειτουργεί νομισματοκοπείο ολόκληρης της Κρήτης. Κάθε πόλη είχε το δικό της νόμισμα (χρυσό-ασημί-χάλκινο). Ήταν ένα είδος Παγκρήτιας Υπερκρατικής Τράπεζας. Δεν έχει καταγραφεί καμιά εχθροπραξία με άλλες πόλεις, ούτε η παράδοση διέσωσε τέτοια. Σαν πόλη νομισματοκοπείο δεν την πείραξαν. Φημισμένοι χαράκτες – καλλιτέχνες εκτελούσαν τις παραγγελίες. Ένα βράδυ, παραμονή της παραλαβής – παραγγελίας η πόλη κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ. Ακούστηκε βοή τρομακτική και ένα τράνταγμα που η πόλη σύμψυχη πήγε στ’ άπατα βάθη. Χάθηκαν όλοι: Άνθρωποι – σπίτια και ο θησαυρός. Το ξημέρωμα στη θέση της πόλης ήταν κάμπος με θάμνους και αγριόχορτα. Αργότερα οι κάτοικοι έκτισαν εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου να προστατεύει την περιοχή. Ο Άγιος, για να δείξει την αγάπη του παρουσιάζεται κατά καιρούς σε κατοίκους του χωριού και φανερώνει πού είναι ο θησαυρός. Στη μνήμη των κατοίκων έχουν αποτυπωθεί πολλές περιπτώσεις».
Πηγές:
Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου επαρχίας Αγίου Βασιλείου.