Σημαντική και η προσφορά στην τοπική ηθογραφία του Νίκου Ορφανού
Η αναβίωση του Κλήδονα από το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου, την κιβωτό Κρητικής Παράδοσης που μας έχει μείνει, έφερε πάλι στο νου, τον τόσο σπουδαίο αλλά συνάμα και περίσσια σεμνό Νίκο Ορφανό.
Δεν ξέρω πόσοι τον θυμούνται πια. Κι εγώ τον γνώρισα όταν είχε αφυπηρετήσεις από την εκπαίδευση και μου τηλεφωνούσε από την Αθήνα, που είχε μετοικίσει, για να μάθει νέα του Ρεθύμνου.
Αν μου έλειπε μάλιστα η καλή φίλη Βαρβάρα Σκαρβέλη, που μέσα από την πολυσήμαντη κοινωνική της προσφορά, πολλά μαθαίνω από εκείνη την άγνωστη εποχή, ούτε θα γνώριζα το έργο του σπουδαίου αυτού ηθογράφου.
Ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος ο Νίκος Ορφανός. Ακτινοβολούσε ολόκληρος, Ρεθεμνιώτικη Αρχοντιά. Κι όταν τον επαινούσες για τη γραφή του προσπαθούσε να σου εξηγήσει πως απλά «περνούσε την ώρα του μουτζουρώνοντας χαρτιά».
Ο μέγιστος αυτός συγγραφέας έργων Κρητικής Ηθογραφίας, γεννήθηκε στα Πλευριανά Μυλοποτάμου το 1924. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Λαγκά, χωριό της μάνας του, που εκεί υπηρετούσε δάσκαλος και ο πατέρας του. Μετά πήγε μερικές τάξεις στα Πλευριανά και την τελευταία τάξη έβγαλε στο Ρέθυμνο, όπου τέλειωσε και το Γυμνάσιο. Ήταν τα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής.
Ο Νίκος, με τη γνωστή επιμέλεια που τον διέκρινε, προχώρησε αμέσως τις σπουδές του στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου. Σαν να ήξερε πόσο θα τον ταλαιπωρούσε ο στρατός και βιαζόταν να ξεμπερδέψει με το πτυχίο του.
Μετά από μια μακρά, λόγω συνθηκών, στρατιωτική θητεία, γεμάτη οδυνηρές αναμνήσεις, διορίστηκε δάσκαλος στους Κούμους. Όπως το λουλούδι μόλις αισθανθεί το νερό ζωηρεύει, έτσι και ο Ορφανός μόλις βρέθηκε ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους, αφοσιωμένους στις παραδόσεις του τόπου, άρχισε να θεριεύει πνευματικά, έχοντας τα πρώτα ερεθίσματα για να γράψει. Με προσοχή μελετούσε λέξεις, φράσεις και συμπεριφορές του ανθρώπου που ζει σε μια ορεινή περιοχή, τα ήθη και τα έθιμα της μικρής του κοινωνίας.
Με αυτό τον ερευνητικό πλούτο από τον λαϊκό μας πολιτισμό, όταν διορίστηκε σε σχολείο της πόλης, άρχισε να γράφει στον τοπικό τύπο και στα κρητικά περιοδικά ηθογραφικά διηγήματα, που είχε καθένα πλήθος λαογραφικών στοιχείων από τη ζωή των κατοίκων της ορεινής Κρήτης.
Αργότερα, θα γράψει ο ίδιος στον πρόλογο βιβλίου του: «Βρήκα πολλά στοιχεία, κατάλοιπα από την αρχαιότητα και πολλές λέξεις, που όσο κι αν έχουν παραλλαχθεί από το πέρασμα του χρόνου είναι καθαρά αρχαίες ελληνικές.
Καμάρωσα στα γλέντια τη λεβεντιά ανακατεμένη με τη σεμνότητα. Θαύμασα το πόσο ψηλά έχουν τοποθετήσει τα αισθήματα της αγάπης, της αλληλεγγύης, του έρωτα, της τιμής και της ηθικής. Έμεινα πολλές φορές με το στόμα ανοικτό μπροστά στη θυμοσοφία του απλού χωρικού.
Διασκέδασα συχνά με το πηγαίο χιούμορ και τις διάφορες νοήσεις των χωρατατζήδων και των φαρσαδόρων, για να σκορπίσουν το γέλιο και την ευθυμία, που στο χωριό, τον τόπο αυτό που στερείται από κάθε ψυχαγωγία είναι τόσο απαραίτητο όσο και το ψωμί…».
Η μεγάλη του στιγμή
Κι έρχεται η περίοδος προετοιμασίας των μεγάλων εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου. Το Ρέθυμνο ζει τις μεγάλες στιγμές να ασχολείται ο ίδιος ο Παντελής Πρεβελάκης με το θέμα, ανταποκρινόμενος στο αίτημα του δημάρχου Βαγγέλη Δασκαλάκη και του Γιάννη Χαλκιαδάκη, που είχε επίσης θεσμικό ρόλο στο Δημοτικό Συμβούλιο. Ανεβαίνει το «Ηφαίστειο» με τεράστια επιτυχία, το καλοκαίρι του 1966, στην αυλή του Τούρκικου Σχολείου, αλλά τι θα μπορούσε να παρουσιαστεί το Νοέμβριο στο πλαίσιο της επετείου. Κι όταν μάλιστα το Ρέθυμνο είχε ζήσει κορυφαίες καλλιτεχνικές στιγμές με τους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου, που είχαν ερμηνεύσει τους βασικούς ρόλους.
Ο παραγωγικός νους του Μανόλη Βογιατζάκη θριάμβευσε για μια ακόμα φορά. Σκέφτηκε και πολύ σωστά, ότι μια επέτειος, που σημάδεψαν με τη θυσία τους απλοί άνθρωποι του λαού μας, θα χρειαζόταν ίσως μια ηθογραφία. Τι καλύτερη σπονδή στα αφιερώματα τιμής σε κείνους τους ήρωες…
Αμέσως η σκέψη του πήγε στον Νίκο Ορφανό, γιατί εκτός των άλλων ο δάσκαλος είχε κι ένα μεγάλο προτέρημα. Σεμνός από τη φύση του, επιδίωκε πάντα να κάνει το καλύτερο δυνατόν, από αυτό που του ζητούσαν και απέφευγε κάθε εγωκεντρική παρέμβαση και κάθε προσπάθεια επίδειξης γνώσεων ή θεατρικής κατάρτισης.
Μόλις λοιπόν του εξήγησε ο Βογιατζάκης τι θέλει, αμέσως εκείνος σκέφτηκε μια θαυμάσια ηθογραφία, όπως ήταν τελικά τα «Καλά Ξέτελα».
Βέβαια δεν παρέλειψε να εκφράσει στον φίλο του καθηγητή, τους ενδοιασμούς του, επειδή ήταν και η πρώτη φορά που θα έγραφε για θέατρο. Εκείνος όμως με τον μοναδικό του τρόπο τον έπεισε και θα λέγαμε πως τον ενέπνευσε κιόλας, αν κρίνουμε από το τόσο μεστό και ζωντανό είναι το κείμενο που ευωδιάζει παράδοση.
Πολλές οι κριτικές
Ακόμα κι ένα μήνα μετά την παράσταση διαβάζουμε στον τοπικό τύπο αναφορές για αυτήν. Ανάμεσά τους προσέξαμε μια κριτική του κ. Μιχάλη Τζεκάκη, πρώην διευθυντή της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου μας που έχει μεγάλο ενδιαφέρον και αξίζει να σας δώσουμε κάποια αποσπάσματα.
Έγραφε μεταξύ των άλλων ο κ. Μιχάλης Τζεκάκης:
«Ο φετινός χρόνος ήταν γεμάτος εκδηλώσεις αλλά η ηθογραφία του κ. Νίκου Ορφανού, που ανέβηκε αυτές τις μέρες από την Ερασιτεχνική Σκηνή του Ωδείου Ρεθύμνης, κέρδισε, από την πρώτη στιγμή, την αγάπη και το ενδιαφέρον του κοινού. Τα πράγματα στην περίπτωση αυτή αλλάζουν. Αυτός που το ‘γραψε είναι Ρεθεμνιώτης, που κάθε μέρα περνά από τους ίδιους δρόμους που περνάμε κι εμείς, αυτοί που το παίζουν είναι συνάδελφοί μας, γνωστοί μας, συγγενείς μας. Οι ρόλοι που υποδύονται είναι πολύ κοντά μας. Ο καθένας μας στους ρόλους αυτούς έχει ζωντανέψει ένα δικό του πρόσωπο, τον πατέρα του, τη μάνα του, ένα θείο του ή ένα συγχωριανό του. Όλ’ αυτά σε αφοπλίζουν από την αρχή, σου αφαιρούν κάθε κριτική διάθεση και σε προδιαθέτουν, ώστε να ρουφάς κυριολεκτικά κάθε φράση ή υπαινιγμό, κάθε κίνηση από το έργο. Έτσι και μόνο το στοιχείο αυτό να μας πρόσφερε η προσπάθεια αυτή, ήταν ικανή για να δικαιώσει την παρουσία της …».
Με το γνωστό του εύστοχο τρόπο ο κ. Τζεκάκης αναλύει, πιστεύουμε, τα στοιχεία που έδωσαν στα «Καλά Ξέτελα» την μεγάλη επιβράβευση της κλασικής δημιουργίας.
Και κάτι σπουδαιότερο για ένα έργο. Μια διαχρονικότητα που αποκτά κάθε ηθογραφία, γιατί κλείνει την πολιτιστική ταυτότητα ενός τόπου.
Λαμπρή η συνέχεια
Ακολούθησαν αργότερα τα «Σηκωματάρικα», επίσης, απολαυστική ηθογραφία.
Και τα δύο έργα παίχτηκαν σε όλη την Κρήτη αμέτρητες φορές από θεατρικές ομάδες. Τα «Καλά Ξέτελα» παίχτηκαν ακόμα στα Χανιά και στον Πειραιά με τεράστια επιτυχία.
Ακολούθησαν τα βιβλία του: «Οι κύκλοι του Δρυγιά». 12 Κρητικά Διηγήματα και φυσικά τα θεατρικά του.
Μεγάλοι λογοτέχνες εκφράστηκαν με θέρμη για τα διηγήματα του Νίκου Ορφανού.
«Ο Νίκος Ορφανός κατέχει και στο θέατρο και στο αφήγημα να στήνει ζωντανούς τύπους, παρμένους ως αναμνήσεις ή ως σύγχρονες οντότητες, από την Κρητική Κοινότητα και πλαισιωμένους από τις παραδόσεις και τις συνήθειες του νησιού του Μίνωα», Τάκης Δόξας, συγγραφέας.
«Θυμούμαι πάντα την ωραία παράσταση. Να γράφεις Νίκο, να συνεχίσεις να γράφεις. Ήταν ένα τέλειο θεατρικό έργο…», Παντελής Πρεβελάκης.
«Εμείς τα παιδιά της Κρήτης, πετούμε ως τα μεσούρανα, κάνουμε κουλουμούντρες από τη χαρά μας, σαν γνωρίσουμε τη φωνή, το ντέρτι, την ψυχή της. Μια τέτοια συγκίνηση μου ‘φερε το καλό αυτό συναπάντημα «Κρητικά Διηγήματα» τα τόσο χαριτωμένα, που με γέμισαν θαυμασμό με τη μαστοριά τους…», Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, ποιήτρια.
«Τα «Καλά Ξέτελα» αξίζει να κινηματογραφηθεί και να τύχει διεθνούς προβολής. Γιατί αυτά είναι τα πραγματικά ήθη και τας έθιμα της Κρήτης και όχι η σκύλευσις των υπαρχόντων της μαντάμ Ορντάνς, που μας έκανε ρεντίκουλο στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης, και μας παρουσίασε για ημιάγριους, συκοφαντώντας μας …», Μαρίκα Τζεράκη – Βλασοπούλου, δημοσιογράφος.
«Ανεπιφύλακτα γράφω για τον Νίκο Ορφανό ότι είναι ένας καλλιτέχνης αξιόλογος με την κύρια σημασία του όρου, κι ένας επίσης πολύτιμος αποθησαυριστής των λαϊκών εκείνων στοιχείων, που θα ξεχαστούν μια μέρα, μα που έχουν ανυπολόγιστη αξία, για την ιστορική πορεία του λαού μας στους αιώνες. Ο Νίκος Ορφανός κάνει το μεγάλο του καθήκον, σαν Έλληνας, σαν επιστήμονας, σαν πνευματικός άνθρωπος. Αν υπάρχει ακόμα αγάπη κι ενδιαφέρον γι’ αυτό τον τόπο, ας προσέξει το έργο του η Ακαδημία και οι οποιοιδήποτε άλλοι αρμόδιοι…», Δημοσθένης Ζαδές, συγγραφέας – Κριτικός Περιοδικό «Κρητική Εστία».
Κι όμως ο Νίκος Ορφανός έμεινε απλά στην ιστορία, αρκετά ξεχασμένος στις μέρες μας, χωρίς να γίνεται αναφορά στο έργο του. Εξαίρεση φωτεινή παραμένει το Λύκειο Ελληνίδων μας, αυτή η κοιτίδα πολιτισμού και παράδοσης. Κάθε χρόνο με κείμενο του Νίκου Ορφανού αναβιώνει το έθιμο του Κλήδονα που σημειώνει τόσο μεγάλη επιτυχία.
Ο εκλεκτός αυτός άνθρωπος κάποια στιγμή μετοίκισε στην Αθήνα, όπου συνέχισε, με την άνεση χρόνου που του παρείχε η συνταξιοδότηση να συνεχίσει τη συγγραφή. Εντύπωση προξενούσε πάντα η φρέσκια έμπνευση, η αποτύπωση συναισθημάτων και η μυθοπλασία πάνω σε νέα θέματα χωρίς πλατειασμούς κι επαναλήψεις.
Ποτέ δεν επιδίωξε την προβολή. Απέφευγε με ευγένεια πάντα κάθε δημοσιότητα. Όταν άλλοι έκαναν τα πάντα για μια αναφορά στην εφημερίδα εκείνος πλησίαζε το κατώφλι της μόνο για ένα χαιρετισμό αγάπης. Αρνείτο κάθε πρόταση για αφιερωματική σ’ αυτόν βραδιά. Ερχόταν τα καλοκαίρια και μας έδινε χαρά με την σεμνή παρουσία του. Συνήθιζε να κάνει τον περίπατό του εκεί στην παλιά πόλη και να θυμάται τα μεγαλεία που γνώρισαν τα έργα του εκεί στη Σκηνή του Ωδείου. Πάντα νομίζει ο νοσταλγός εκείνων των ημερών ότι ακούει το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού που αποθεώνει το συγγραφέα, τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς. Ο Νίκος Ορφανός έφυγε τόσο αθόρυβα, τόσο διακριτικά χωρίς ποτέ να μας δώσει το περιθώριο να του επαναλάβουμε πόσο περήφανα θα πρέπει να είναι τα Κρητικά Γράμματα, που πλούτισε με το ανόθευτο από ξένα στοιχεία έργο του και πόσο το Ρέθυμνο τον ανέβασε ψηλά εκεί που του άξιζε. Στη θέση των μεγάλων δημιουργών του.
Το άγνωστο έργο του Εμμ. Φραγκεδάκη
Με την ευκαιρία που αναφερόμαστε στο Νίκο Ορφανό, τολμώ ακόμα μια φορά να θυμίσω πόσο ολέθριο είναι για τα Κρητικά Γράμματα να μην έχουμε στα χέρια μας το σύνολο του λαογραφικού έργου ενός ακόμα λάτρη της παράδοσης, του αείμνηστου γιατρού Εμμανουήλ Φραγκεδάκη από τις Βρύσσες Αγίου Βασιλείου.
Ήταν πέντε χρονών όταν πρωτοπήγε σχολείο στα Ακούμια, γιατί στο χωριό του δεν υπήρχε ούτε σχολείο ούτε δάσκαλος. Τον μετέφερε, στην πλάτη του, ένα χωριανάκι του, από τη χαρά του που θα είχε και παρέα στο σχολείο. Έλεγαν κι εκείνο το παιδί Μανόλη. Πέθανε αργότερα στην Αμερική, όπου είχε πάει μετανάστης.
Μυθιστορηματική η ζωή του αξέχαστου γιατρού που αναπτύσσουμε στο ειδικό αφιέρωμα που του είχαμε κάνει και αρκετές φορές το αναδημοσιεύουμε με προσθήκη όλων των νεότερων στοιχείων που έχουμε συγκεντρώσει.
Αυτό που μας ενδιαφέρει να μην ξεχνιέται είναι πως ο Εμμανουήλ Φραγκεδάκης, αφού επί μια διετία δημοσίευσε ενημερωτικά σημειώματα εκλαϊκευμένης ιατρικής ξεκίνησε στη συνέχεια να γράφει μαντινάδες, κρητικά παραμύθια, τραγούδια και μια ενδιαφέρουσα σειρά για τη ζωή στο χωριό. Έπειτα εξέδωσε στην Κρητική διάλεκτο τα βιβλία:
«Η παντρειά στην Κρήτη»
«Το Μανωλιό στη Γαύδο»
«Η κρητική βράκα»
«Όξω φτώχεια»
«Κρητικές Μαντινάδες».
Αργότερα (5-5-1972) τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη συλλογή 14.000 κρητικών λέξεων.
Έγραψε επίσης:
«Τα πάντα στην Κρήτη και από την Κρήτη τα πάντα»
«Το Μανωλιό στη στραθιά»
«Το Μανωλιό στη συνεπαρσιά»
«Το Μανωλιό μιλεί με τσ’ αποθαμένους»
Έναν ακόμα έπαινο έλαβε από την Ακαδημία με χρηματικό βραβείο για το έργο του «Πίσω μου σ’ έχω σατανά».
Έγραψε επίσης:
Τετρακόσια ριζίτικα τραγούδια
Τριακόσια παραμύθια κρητικά
Χίλια λαογραφικά κρητικά γνωμικά
Δέκα έξι χιλιάδες μαντινάδες
Εκατόν πενήντα μοιρολόγια και τρία τούρκικα
Εκατό χιλιάδες κρητικές λέξεις για τη σύνταξη κρητικού λεξικού στο Ρέθυμνο.
Όλη αυτή η μεγάλη λαογραφική συλλογή παρέμεινε στο αρχείο των παιδιών του, που από σεμνότητα μάλλον δεν θέλησαν να την προωθήσουν. Κι εδώ το λόγο έχουν οι επιστήμονες να συζητήσουν με τους απογόνους, που είναι εκλεκτοί συμπολίτες, για την τύχη αυτού του σπουδαίου υλικού.
Ευάγγελος Φωτάκης (Ανεζηνιώ)
Ακόμα ένας σπουδαίος λαογράφος που κανένας δεν θυμάται πια και ο Ευάγγελος Φωτάκης από τα Ακτούντα, ο περίφημος για την εποχή του που με το ψευδώνυμο «Ανεζηνιώ» ανάσταινε τις παραδόσεις του τόπου μας με τα περίφημα νάκλια του.
Γι’ αυτόν έχουν εκφραστεί με τα πιο θερμά λόγια επιφανείς κρητολόγοι και άλλοι λόγιοι του τόπου μας.
Ο Γιώργος Εκκεκάκης αναφερόμενος σε δημοσίευμα του στο έργο του Φωτάκη «Κρητικές κουβέντες του Ανεζηνιού» έδωσε την αφορμή στον Δημήτρη Αρχοντάκη να γράψει και ο ίδιος ένα άρθρο αναφέροντας μεταξύ άλλων:
«Το κείμενο αυτό (εννοεί του Εκκεκάκη) είναι ταυτόχρονα έκφραση λύπης για την «εξαφάνιση» αυτού του βιβλίου, που αποτελεί πιστή αποτύπωση ευρύτερα του κρητικού γλωσσικού ιδιώματος και ειδικότερα της αγιοβασιλιώτικης εκδοχής του. Και πολύ σωστά ο κ. Εκκεκάκης συνδέει τις «Κρητικές Κουβέντες του Ανεζηνιού» με τις «Παλαιϊνές Κρητικές Κουβέντες» της κας Ευγενίας Ζαμπετάκη, που δημοσιεύει το «Ρέθεμνος», πολύ αξιόλογη προσφορά στον τομέα αυτό.
Κατά τη γνώμη μου, τα κείμενα αυτά, και ασφαλώς και άλλα που δεν είναι του παρόντος να αναφέρω, δεν είναι μόνο γλωσσικά μνημεία, αλλά και μνημεία πολιτισμού με την ευρεία έννοια του όρου. Μπήκαμε σε μια εποχή που τα ΜΜΕ σαρώνουν ορμητικά όχι μόνο γλωσσικά ιδιώματα, αλλά και ατομικές και συλλογικές διαφοροποιήσεις και αξιακά συστήματα και ομογενοποιούν τεράστιους ανομοιογενείς πληθυσμούς ανθρώπων υπάγοντάς τους αθροιστικά στη νέα μορφή του ανθρώπινου πολιτισμού, του πολιτισμού των εικόνων, της μαζοποίησης, της κατευθυνόμενης σκέψης και των προγραμματισμένων συναισθημάτων.
Κάτω από αυτές τις παντοδύναμες συνθήκες, είναι πολύτιμη η αποτύπωση και διάσωση τόσο της γλώσσας του παρελθόντος όσο, και κυρίως, μορφών ζωής, σκέψης, ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς και ήθους όχι βέβαια με την προσδοκία της αναβίωσής τους, που θα ήταν μάταιη, αλλά ως βασικών πνευματικών στοιχείων, που μαζί με πολλά άλλα συνθέτουν την πολιτισμική ταυτότητα αυτού του τόπου και καθενός τόπου. Ίσως μάλιστα το πολιτισμικό αυτό απόθεμα να μπορεί να εκπέμψει και κάποιες ανθρωπιστικές ανταύγειες στη σύγχρονη ζωή, που τείνει να θεωρεί τον ανθρωπισμό αδυναμία και ζημία, εκτός αν τον εκμεταλλεύεται εμπορευματικά.
Σχετικά τώρα με τα «Ανεζηνιώ» θα ήθελα να προσθέσω ότι έχω στο Αρχείο μου πολύ μεγάλο αριθμό από φύλλα εφημερίδων με «Κρητικές Κουβέντες» του Ευάγγελου Φωτάκη, συγγενή της γιαγιάς μου, που ήταν «Φουθιανή», όπως λεγόταν παλιότερα οι Φωτάκηδες.
Αυτό που πρέπει να γίνει είναι μια επανέκδοση του «Ανεζηνιού», που νομίζω πως έχει γίνει προ ετών αλλά έχει ήδη χαθεί και αυτή, και μια συνολική έκδοση του υπόλοιπου έργου του Ευάγγελου Φωτάκη, που βρίσκεται εγκατεσπαρμένο σε διάφορες εφημερίδες του Ρεθύμνου και των Χανίων, τουλάχιστον. Για τη συγκέντρωση του υλικού αυτού θα απαιτηθεί συστηματική και εκτεταμένη έρευνα, στην οποία πολύτιμη συνδρομή είναι το δημοσίευμα του κ. Γ. Εκκεκάκη…».
Ο Δημήτρης Αρχοντάκης είχε βάλει σκοπό να ασχοληθεί φιλολογικά με το έργο του Ευάγγελου Φωτάκη. Οι περιπέτειες που ζούσε όμως δεν του το επέτρεψαν.
Μια από τις κατάρες του Ρεθύμνου να «τσαλακώνει» μορφές που το σήκωσαν τόσο ψηλά και που κανένας λαογράφος δεν βρήκε ποτέ το «ξόρκι» να απαλλαγούμε από αυτές.
Με την ευκαιρία να σημειώσουμε εδώ ότι στο Πολιτιστικό Ρέθυμνο έχουμε από καιρό βάλει την αρχή και έχουν αναρτηθεί αρκετά κείμενα του Φωτάκη. Ελπίζουμε να μπορέσουμε να αναρτήσουμε ακόμα περισσότερα.