Και ο άτυχος έρωτας του Γιάννη Πολιουδάκη που αγάπησε μια Αρμενοπούλα
Η Μάχη της Κρήτης ήταν ένα δημοφιλές θέμα για τον τοπικό τύπο στα μεταπολεμικά χρόνια. Και είναι δημοσιευμένα πολλά και ενδιαφέροντα άρθρα των Στυλιανού Καλλονά, Χρήστου Τζιφάκη, Σόλωνα Καφφάτου και άλλων μικρότερης αρθρογραφικής προσφοράς
Αν και η έκθεση του στρατηγού Σόλωνα Καφφάτου, που πολύ σύντομα θα αναρτήσουμε στο Πολιτιστικό Ρέθυμνο, περιλαμβάνει πλήθος πολύτιμων στοιχείων, που αναφέρονται σε αμιγώς στρατιωτικά θέματα. Ένας παραμένει ο συγγραφέας της Μάχης της Κρήτης. Ο Μάρκος Πολιουδάκης ο αξέχαστος επιχειρηματίας και παράγων του τόπου μας.
Ήταν ένας αεικίνητος άνδρας που σου έδινε την εντύπωση ότι η μέρα δεν έχει αρκετές ώρες, για να μπορέσει ένας δημιουργικός άνθρωπος να εφαρμόσει το πρόγραμμά του.
Αν και ευγενέστατος, οι κινήσεις του και η έκφρασή του σαΐτευαν τη φλυαρία ή την κάθε ανούσια συζήτηση. Δεν ήθελε να χάνει λεπτό.
Έτσι τον γνώρισα σαν επιχειρηματία μέχρι που μια μέρα, Μάης του 75 θαρρώ πως ήταν, μου ζήτησε την επομένη να βρίσκομαι στη Σχολή τότε Χωροφυλακής, γιατί θα γινόταν μια εκδήλωση με αντιπροσωπεία από την Αυστραλία. Θα πρέπει να ήταν και ο Ίαν Κάμπελ. Σκέφτηκε ενθαρρύνοντας τα πρώτα δημοσιογραφικά μου βήματα να ζητήσει από τον Μανόλη Καλαϊτζάκη (αρχισυντάκτη μου τότε) την κάλυψη της εκδήλωσης από μένα Η οποία εγώ και λόγω ηλικίας δεν ήμουν καν σε θέση να αξιολογήσω τη μεγάλη αυτή ευκαιρία για μένα. Έτσι η καλή σου «έστησα» και μάλιστα ανερυθρίαστα τον Ίαν Κάμπελ, από τις εμβληματικές μορφές της Μάχης της Κρήτης. Πήγα στη συνάντηση όταν με …βόλεψε. Κι άκουσα τον …εξάψαλμο από τον Μάρκο.
Μα να στήσω κοτζάμ στρατηγό, τόσο σημαντικό για το Ρέθυμνο;
Ζήτησα συγγνώμη και ακόμα θυμάμαι το μειλίχιο χαμόγελο του στρατηγού που έδειξε συγκινητική κατανόηση στο ατόπημά μου.
Αχ νιότη απερίσκεπτη…
Δυο μέρες μετά ο Μάρκος Πολιουδάκης μου ζήτησε να συναντηθούμε όπερ και εγένετο. Εκεί με πατρική υπομονή μου εξήγησε γιατί η Μάχη της Κρήτης έχει μεγάλη σημασία για όλο τον ελεύθερο κόσμο.
Κι εγώ που παρά τις όποιες μου αστοχίες άφηνα πάντα το δημοσιογραφικό μου ένστικτο να λειτουργήσει, ζήτησα να μου πει που οφείλετο το μεγάλο του ενδιαφέρον για τη Μάχη για να με συγκλονίσει η κατάθεση ψυχής που ακολούθησε.
Ματωμένες μνήμες
Ήταν 11χρονο παιδί ο Μάρκος όταν έπεφταν οι αλεξιπτωτιστές. Οι γονείς του τον έστειλαν στη γιαγιά Ευαγγελία στο Αστέρι, όπου επρόκειτο να αποκτήσει τραυματικές εμπειρίες.
Πρώτη Ιουνίου ξεκίνησαν τα αντίποινα για την ηρωική δράση του Κρητικού λαού. Ανάμεσα στους πρώτους ομήρους και ο πατέρας του Μάρκου. Το μικρό αγόρι ακολουθούσε από μακριά το απόσπασμα για να μάθει ποια θα ήταν η τύχη του δικού του ανθρώπου.
Οι ριπές που ακούστηκαν σε λίγο του έδωσαν την απάντηση.
Πλησιάζοντας είδε ένα σωρό από άψυχα κορμιά. Ανάμεσά τους και πατέρας του. Ένας βόγκος πιο πέρα τον έκανε να πλησιάσει και να απεγκλωβίσει ένα βαριά τραυματισμένο συγχωριανό του.
Δυο μέρες μετά η γιαγιά Ευαγγελία έβαλε να φτιάχνει το κόλλυβο του παιδιού της. Κάποια στιγμή εισέβαλαν στην αυλή Γερμανοί στρατιώτες που έκαναν πλιάτσικο. Ένας από αυτούς κλώτσησε το πιάτο χύνοντας το στάρι καταγής. Έγινε θηρίο η γιαγιά όταν το είδε.
– Άτιμε φώναξε ούτε το κόλλυβο του παιδιού μου δεν σέβεσαι.
Άρπαξε ένα ξύλο και όρμησε πάνω του. Τη θέρισαν τα πυρά από το πολυβόλο ενός άλλου στρατιώτη. Έτρεξε ο άντρας της να τη βοηθήσει. Τον γάζωσαν κι αυτόν. Μέχρι και τον σκύλο του σπιτιού σκότωσαν για να μην υπάρχει ψυχή στο σπίτι της οδύνης.
Μετά τα γεγονότα κι όταν κατάφερε να ξεπεράσει την απόλυτη άρνηση για κάθε δράση που προκαλούσε το πένθος του ο Μάρκος έγινε σύνδεσμος των αντάρτικων ομάδων.
Ήρθε η απελευθέρωση. Ο Μάρκος δεν είχε παρά μόνο όρεξη για προκοπή.
Ένας νέος με όραμα
Τέλειωσε το σχολείο και μετά βήμα-βήμα άρχισε να ξεδιπλώνει τις επιχειρηματικές του ικανότητες. Εκεί έδειξε πόσο εύστροφο νου διέθετε και το κυριότερο για ένα νέο άνθρωπο. Είχε όραμα.
Δεν έλειψε από κανένα προσκλητήριο για την οικονομική ανάκαμψη του Ρεθύμνου και την αναπτυξιακή του πορεία.
Θα δεις την υπογραφή του σε κάθε μεγαλόπνοο σχέδιο ανάπτυξης.
Αν και άνθρωπος του μέτρου δεν του έλειπε η αρχοντιά. Κι ή αξιοπρέπεια ήταν το έμβλημά του.
Ήταν όμως και φανατικός δημοκράτης, με αποτέλεσμα να πληρώσει αρκετές φορές την αφοσίωσή του στα ιδεώδη του.
Άνθρωπος των έργων δεν αποκάλυψε ποτέ που ξόδευε τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του. Ούτε έδινε εξηγήσεις για τα δέματα και τις επιστολές που τον έκαναν να ξενυχτά για να αξιολογήσει τη σημαντικότητά τους. Ήταν υλικό από γερμανικά και συμμαχικά αρχεία που δεν έφθαναν σ’ αυτόν χωρίς κόστος, ήταν φωτογραφίες και στρατιωτικοί χάρτες.
Έτσι σελίδα τη σελίδα συγκέντρωσε μέχρι κεραίας κάθε λεπτομέρεια για τη Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο. Πριν κατά τη διάρκεια και μετά τη Μάχη Πίνακες νεκρών, απαρίθμηση των τραγικών γεγονότων, ανθρώπινες ιστορίες, όλα αυτά και περισσότερα γέμισαν τις σελίδες των βιβλίων του από τα οποία δεν λείπει και η άποψη. Στοιχείο που τα κάνει πιο ενδιαφέροντα.
Δεν υπάρχει τομέας που να μην έχει καλύψει. Έτσι ώστε κάθε νέα προσπάθεια να φαίνεται άνευ σημασίας και απλή αντιγραφή, αφού δεν έχει να δώσει τίποτα καινούργιο.
Και με τις αντικρούσεις του ο Μάρκος Πολιουδάκης δίνει τεκμηριωμένες απαντήσεις στους εγκάθετους αμφισβητίες μιας ιστορικής εποχής που θριάμβευσε το μεγαλείο του ελληνικού λαού.
Μετά τη μάχη της Κρήτης ο Μάρκος Πολιουδάκης ασχολήθηκε με την Αντίσταση. Ένα ακόμα «Ευαγγέλιο» μιας ηρωικής περιόδου που κανένας δεν έχει να αμφισβητήσει το παραμικρό. Και πάνω από όλα δίκαιος και αντικειμενικός. Έγραφε χωρίς παρωπίδες.
Λάτρης της τελειότητας
Η μεγάλη αρετή του Μάρκου ήταν η αναγνώριση των αδυναμιών του. Και αυτές τις θεράπευε με τη συνδρομή των ειδικών. Άλλοτε ήταν ο Χρήστος Μακρής κι άλλοτε ο Θοδωρής Πελαντάκης. Οι εκδόσεις του πάντως με δικές του δαπάνες πάντα ήταν άψογες. Πολύτιμος συνεργάτης του στις μεταφράσεις ο Αριστείδης Λιαναντωνάκης ο κουμπάρος του ενώ τις δακτυλογραφήσεις είχε αναλάβει η κα Αγλαΐα η ακούραστη σύντροφός του.
Μόνο όποιοι έζησαν την τελειομανία του Μάρκου, μπορούν να εκτιμήσουν την υπομονή της κας Αγλαΐας που έτυχε να γράψει το ίδιο κείμενο και δέκα φορές!!!
Αυτά τα βιβλία δεν βγήκαν ποτέ στο εμπόριο. Η αξιοπρέπειά του Μάρκου δεν το επέτρεψε. Μεγάλος αριθμός βιβλίων είναι στις αποθήκες αυτή τη στιγμή, όπου φυλάσσεται το πολύτιμο αρχειακό του υλικό. Εκθέματα να καλύψουν ένα πολυώροφο κτίριο. Κι ευτυχώς που έχουν τη φροντίδα του γιου του Γιώργου, αλλιώς θα χάναμε ένα πολύτιμο αρχείο.
Στόχος το μουσείο
Όταν ο Μάρκος ολοκλήρωσε τη συγγραφή, την αναβάθμιση των εκδηλώσεων της Μάχης της Κρήτης κι έδεσε με θεσμικές εκδηλώσεις τις φιλικές σχέσεις Αυστραλών και Νεοζηλανδών βετεράνων με το Ρέθυμνο έβαλε στόχο ένα μουσείο.
Συνέχιζε να μαζεύει υλικό και να κρούει θύρες για τη δημιουργία του. Θα θέλαμε χρόνο να απαριθμήσουμε επειδή τα ζήσαμε από κοντά σε ποια σημεία του υπεδείχθη να γίνει το μουσείο χωρίς να προχωρήσει το παραμικρό.
Ο Μάρκος δεν σταμάτησε να προσπαθεί μέχρι που τον λύγισε η ασθένεια.
Στο μεταξύ οι πίκρες και η αχαριστία που συναντούσε δεν τον άφησαν αλώβητο. Τον είχε πληγώσει μια κίνηση δημιουργίας μουσείου με το ίδιο αντικείμενο από κάποιες ομάδες που ξεκίνησαν με βαρύγδουπες ανακοινώσεις χωρίς να καταλήξουν πουθενά. Δεν άντεχε την παρακμή των εκδηλώσεων για τη Μάχη της Κρήτης για τις οποίες τόσο αγωνίστηκε.
Όταν η αρρώστια τον έριξε στο κρεβάτι εκείνος δεν είχε τίποτα άλλο στο νου του παρά το μουσείο.
«Κοπελιά μου το μουσείο…» μου είπε στο τελευταίο τηλεφώνημά μας.
Και η τελευταία του λέξη πριν ξεψυχήσει ήταν «μουσείο».
Από τότε δεν έχω σταματήσει να αναφέρομαι, δοθείσης ευκαιρίας, στην τελευταία επιθυμία του Μάρκου που έχει «στοιχειώσει» μέσα μου.
Ξέρω ότι με την ύπαρξή μου θα σβήσει η επανάληψη μιας τελευταίας επιθυμίας ενός ανθρώπου τόσο πολύτιμου για τον τόπο. Θα συνεχίσω όμως και που ξέρεις; Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.
Γιάννης Πολιουδάκης
Αυτό τον Πολιουδάκη μου γνώρισε ο Μανόλης Καρνιωτάκης παραμονές εορτής του Αγίου Βαλεντίνου με αφορμή μια συγκινητική ερωτική του περιπέτεια.
Κι ομολογώ ότι συμπάθησα αμέσως εκείνον το βασανισμένο άνθρωπο που έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην παλιά πόλη.
Από τα 13 του χρόνια βρέθηκε στη βιοπάλη. Όπως συνηθιζόταν τότε τον έστειλαν οι δικοί του να μάθει μια τέχνη στο ξυλουργείο των Τζεκάκη-Καπετανάκη.
Σ αυτόν έλαχε ο κλήρος να γκρεμίσει τον ξύλινο μιναρέ, που ενοχλούσε τα αφεντικά του. Εκείνα είχαν αγοράσει το χώρο που ήταν προηγουμένως τζαμί για το ξυλουργείο τους. Κι επειδή ο μιναρές τους ενοχλούσε είπαν να τον γκρεμίσουν.
Μια βδομάδα πήρε του Γιάννη κι ενός βοηθού αυτή η δουλειά. Ο μικρός όμως δούλεψε με την ψυχή του φορτισμένος από τις διηγήσεις της μάνας του, που είχε έρθει ολομόναχη στον ξεριζωμό, από το Αϊβαλί, αφήνοντας πίσω γονείς κι αδέλφια που έσφαξαν οι Τούρκοι. Κι ήταν φυσικό να διηγείται συχνά πυκνά τα παθήματά της σαν μια πικρή ανάμνηση πια.
Η μάχη της Κρήτης τον βρήκε στα 17 του χρόνια. Η τύχη το έφερε να ακολουθήσει ένα επιλοχία ξυλουργό και να πολεμήσει μαζί του. Μετά την επικράτηση των Γερμανών ο επιλοχίας έφυγε στα βουνά κι έμεινε ο μικρός επικηρυγμένος γιατί οι Γερμανοί ζητούσαν ακόμα και από τους νεαρούς εκδίκηση. Είχαν τον τρόπο με την τεχνολογία που διέθεταν, να έχουν εικόνα από τις εχθροπραξίες κι όταν ήρθε η ώρα του άγριου γδικιωμού δεν σταματούσαν να ψάχνουν αυτούς που είχαν επισημάνει. Ο Γιάννης πίστευε ότι είχε σωθεί, αλλά κάποιος τον πρόδωσε κι αμέσως τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στη Νομαρχία που λειτουργούσε το Κράις Κομαντατούρ. Εκεί δέχτηκε ένα οδυνηρό «μάθημα» ως προκαταβολή αλλά στάθηκε τυχερός. Γιατί στην έρευνα που έγινε σπίτι του δεν βρέθηκε τίποτα «ύποπτο» κι αφού ήταν και μικρός τον άφησαν να φύγει.
Η επόμενη περιπέτειά του είχε σαν αφορμή δυο …καραμέλες. Τον είχαν φωνάξει σε ένα επιταγμένο σπίτι στη Μεγάλη Παναγία να διορθώσει κάτι. Εκεί όπως δούλευε έπεσε το μάτι του σε ένα μπολάκι με καραμέλες. Στερημένο παιδί δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Πήρε δυο αλλά πριν προλάβει καν να τις δοκιμάσει έγινε αντιληπτός. Και για κακή του τύχη επειδή είχαν προηγηθεί κάποιες κλοπές αγαθών, πέρασε από κανονική ανάκριση, αφού πρώτα δέχτηκε μια γροθιά από τον Γερμανό, που είχε επιτάξει στο σπίτι, τόσο δυνατή που τον ξάπλωσε καταγής.
Τον άφησαν όμως ελεύθερο αφού δεν βρήκαν τίποτα στο σπίτι του που το έκαναν και πάλι «φύλλο-φτερό»
Στην Αθηνά Πετρακάκη ο γλυκύτατος εκείνος άνθρωπος, είχε μιλήσει για τις εμπειρίες του αυτές, σε μένα στάθηκε περισσότερο στην προσωπική του ζωή. Κι ακόμα θυμάμαι με συγκίνηση όσα άκουσα.
Γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1926. Η μητέρα του τον απέκτησε σε δεύτερο γάμο.
Νωρίς σχετικά τον βρήκαν τα βέλη του έρωτα όταν συναντήθηκαν οι δρόμοι τους με την Αρμενοπούλα Τακουί Μενεξιάν. Ήταν μια πανέμορφη κοπέλα μελαχρινή με μαύρα μάτια.
Οι δυο ερωτευμένοι εύρισκαν ευκαιρία να ειδωθούν – όχι όπως εννοείται σήμερα η συνάντηση δυο νέων – απλά ν’ ανταλλάξουν δυο λόγια, όταν η μικρή πήγαινε για το μάθημα βιολιού. Δυστυχώς όμως την αντιλήφθηκε καθηγητής της στο Γυμνάσιο που έμενε απέναντι και την απείλησε με αποβολή αν την ξαναδεί εκεί.
Καμιά απαγόρευση όμως δεν μπορούσε να σβήσει τη φλόγα που έκαιγε τις καρδιές του Γιάννη και της Τακουί.
Ο νεαρός που έπαιζε θαυμάσιο ακορντεόν δεν παρέλειπε να κάνει καντάδα στην καλή του τις νύχτες, συνοδευόμενος από φίλους που κατανοούσαν τον καημό του και τον στήριζαν.
Μια μέρα τον σταμάτησε ο πατέρας της κοπέλας και τον ρώτησε αυστηρά αν αγαπούσε την κόρη του γιατί έβλεπε πως η Τακουί, είχε χάσει το μυαλό της. Τραγουδούσε τα τραγούδια που άκουγε στις καντάδες κι έδειχνε πως δεν έφευγε από το νου της, αυτός που γέμιζε ρομαντισμό τις νύχτες της με τη μελωδική φωνή του.
Ο Γιάννης παραδέχτηκε την αγάπη του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε κατανόηση. Ακόμα πιο σκληρή ήταν η αντιμετώπιση της μητέρας του. Μα ήταν με τα καλά του ο γιος της Θα παντρευόταν με Αρμένισσα; Χαθήκανε ο ντόπιες;
Κι ήρθε το 1947, που άνοιξαν οι δρόμοι για να γυρίσουν οι Αρμένιοι πίσω. Η Τακουί ζήτησε από τον Γιάννη να ξεκαθαρίσει τη θέση του για να ξέρει τι να κάνει. Εκείνος βρέθηκε σε δίλημμα. Από τη μια η μάνα του που της είχε μεγάλη αδυναμία, η οποία ούτε να ακούσει ότι θα κάνει νύφη την Τακουί.
Από την άλλη οι δικοί του ενδοιασμοί, καθώς περίμενε να τον καλέσουν στο στρατό κι ήταν περίοδος εμφυλίου πολέμου. Ποιος ξέρει αν θα ξαναγύριζε πίσω; Κι αν άφηνε τα κόκαλά του σε κάποια πολεμική επιχείρηση τι θα γινόταν η αγαπημένη του; Πώς να την άφηνε στο σπίτι του χωρίς να έχουν παντρευτεί, χωρίς καν αρραβώνα; Προσπάθησε λοιπόν να κάνει τον αδιάφορο για να είναι λιγότερο πικρός ο αποχαιρετισμός. Μάταια.
«Φεύγω…»
Έφυγε η Τακουί κλαίγοντας. Άφησε ένα γράμμα πίσω της με ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 1947, που έχει εμπνεύσει ένα συγκλονιστικό δημοσίευμα στον Μανόλη Καρνιωτάκη.
«Φεύγω…» του έγραφε.
«Φεύγω και μες στα λυπημένα μάτια μου, νοιώθω ποτάμι το μελλοντικό μου κλάμα.
Φεύγω και στο φτωχικό μου παράθυρο δεν θα με δεις ακουμπισμένη πια, ούτε στον δρόμο θα με βλέπεις πια να περνώ με μάτια βουρκωμένα. Φεύγω και νοιώθω πως δεν σου είναι πικρό του χωρισμού η τραγική οδύνη…
Το ξέρω ότι πια δεν μ’ αγαπάς και πως το δράμα μου σ’ αφήνει ασυγκίνητο. Τώρα τι θέλω πια από σένα; Τίποτα. Στο διάβα όμως του χρόνου θέλω να με θυμάσαι κάπου-κάπου. Αυτό θα ‘ναι για μένα παρηγοριά. Βλέπεις δεν σου ζητώ τίποτα το ακατόρθωτο.
Όσο για μένα ξέρε. Η θύμησή σου θα βαρύνει περισσότερο τον σταυρό του μαρτυρίου, που είναι καιρό στους ώμους μου να σε θυμάμαι ακόμα…».
Σαν άγιο φυλαχτό
Ο Γιάννης διάβασε το γράμμα του και το κράτησε σαν άγιο φυλαχτό. Μπορεί να ένοιωθε την καρδιά του κομμάτια, αλλά είχε κάνει σαν άντρας το χρέος του προτιμώντας να υποφέρει ο ίδιος παρά να προσφέρει μια αβέβαιη ζωή στην καλή του.
Πέρασαν τα χρόνια. Ο άτυχος ερωτευμένος δεν έκανε οικογένεια. Αφοσιώθηκε στους γονείς του που είχαν μεγάλα προβλήματα υγείας στη δύση της ζωής τους. Και μόνη του παρηγοριά να θυμάται την αγαπημένη του.
Σε κάποιο ταξίδι του με τον τότε «Νέαρχο» ο Γιάννης Πολιουδάκης συνάντησε μια παλιά γειτόνισσα, φίλη της Τακουί. Πάνω στην κουβέντα ήρθε και η αναφορά στα παλιά. Έτσι κατάφερε ο Γιάννης να μάθει νέα της αγαπημένης του που είχε κάνει πια δική της οικογένεια και να πάρει τη διεύθυνσή της. Της έγραψε αμέσως, πήρε και τηλέφωνο. Ράγιζε καρδιές η επικοινωνία των δυο ερωτευμένων τόσα χρόνια μετά. Δεν σταμάτησαν να ανταλλάσσουν μνήμες με μόνιμη επωδό και από τις δύο πλευρές το «δεν σε ξέχασα».
Λίγο καιρό αργότερα ο Γιάννης γνώρισε και μέλη της οικογένειας της καλής του κι ένα καλοκαίρι νόμισε πως ανοίγουν οι ουρανοί μαθαίνοντας ότι το επόμενο θα τη δει. Είχε αποφασίσει να πάει να τον συναντήσει. Δεν πρόλαβαν όμως να ξαναβρεθούν. Βιαστικός ο θάνατος τους στέρησε την τελευταία αυτή χαρά.
Ο Γιάννης μέχρι τα βαθειά του γεράματα, είχε προχωρήσει και στην ένατη δεκαετία της ζωής του, εξακολουθούσε να ζει στο σπίτι του στη Σοχώρα. Δίπλα στην πολυθρόνα του, αρκούσε ν’ απλώσει το χέρι και να πιάσει, το γράμμα της Τακουί που βρισκόταν πάνω σε μια παλιά φρουτιέρα. Τι κι αν είχε γίνει πια διάφανο από την πολυκαιρία; Για ‘κείνον ήταν αρκετό να το πιάνει στα χέρια του, να το ψηλαφίζει, γιατί το περιεχόμενο το ήξερε απέξω πια κι ήταν το ψηλάφισμα αυτό σαν να ψιθυρίζει η καρδιά του.
«Ούτε κι εγώ σε ξέχασα ποτέ ακριβή μου αγαπημένη…».