Αναστάσιος Χομπίτης – Νικόστρατος Καλομενόπουλος – Νικόλαος Ορφανουδάκης και ο «Αριστειδογιάννης» από την Αξό…
Οι διάφορες περιπέτειες του λαού μας κάτω από το πέλμα των κατά καιρούς κατακτητών, ήταν φυσικό να έχουν ευαισθητοποιήσει τους Κρήτες που πέρασαν τα πάνδεινα κι αυτοί ανά τους αιώνες.
Έτσι λοιπόν, κάποιοι γενναίοι που έτυχαν σε περιοχές με ιδιαίτερα προβλήματα, έμειναν στην ιστορία με τα ανδραγαθήματά τους, προκειμένου να προστατεύσουν αθώους αμάχους.
Ένας από αυτούς και ο Γιάννης Δαφέρμος ο ήρωας που ελευθέρωσε τη Θεσσαλία από τους ληστές.
Γεννήθηκε στην Αξό το 1898 ονομαζόταν δε και Αριστειδογιάννης.
Τέλειωσε το δημοτικό και φοίτησε στο Γυμνάσιο Ηρακλείου και Ρεθύμνου. Ήταν όμως φύση ανήσυχη που δεν μπορούσε να αφοσιωθεί μόνο στο διάβασμα. Διψούσε για δράση. Έτσι πήρε κάποια στιγμή τη μεγάλη απόφαση και παράτησε το σχολείο για να καταταγεί εθελοντής στην Ελληνική Χωροφυλακή.
Οι προϊστάμενοί του εκτίμησαν το θάρρος και την ευσυνειδησία του και ύστερα από τις πρώτες ανδραγαθίες του προήχθη στον βαθμό του Υπενωμοτάρχη και σε λίγο και Ενωμοτάρχη. Έδρασε σε διάφορους σταθμούς Χωροφυλακής Κρήτης και κυρίως στο Ρέθυμνο, όπου και εξόντωσε ένα περιβόητο ληστή της περιοχής.
Το θάρρος και η αυτοθυσία του προκάλεσαν το ενδιαφέρον και την προσοχή του Αρχηγείου Χωροφυλακής κι έτσι κλήθηκε ν’ αναλάβει εντονότερη δράση στη Θεσσαλία και τον Όλυμπο που εκείνη την εποχή ήταν μια απέραντη φωλιά ληστών φόβο και τρόμο της Κεντρικής Ελλάδας.
Στο πρόσωπο του Δαφέρμου όμως βρήκαν ένα σκληρό τιμωρό. Άρχισαν να τον τρέμουν οι πάντες που μέχρι τότε ζούσαν στην παρανομία. Ολόκληρη η Θεσσαλία βούιζε από τα ανδραγαθήματά του και οι πάντες τον ευλογούσαν, καθώς η παρουσία του είχε φέρει την ησυχία και την τάξη στην πολύπαθη αυτή περιοχή.
Ευτυχώς για τον ήρωα οι υπηρεσίες του αναγνωρίστηκαν από όλους και οι εύφημες μνείες συνοδεύονταν και από υλικές ανταμοιβές. Ξαφνικά το φτωχό εκείνο παλικάρι από την Αξό βρέθηκε με σεβαστή περιουσία που θα του επέτρεπε να ζει σαν άρχοντας.
Καθώς είχε κουραστεί κιόλας άρχισε να σκέπτεται σοβαρά την αποστρατεία.
Το 1929 πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα κατέβαινε στην Κρήτη και θα αφοσιωνόταν στην ανάδειξη και ανάπτυξη του χωριού του. Θα αξιοποιούσε με τον τρόπο αυτό την περιουσία που απέκτησε κυνηγώντας ληστές. Ήταν και νεότατος. Μόλις 32 χρόνων. Θα μπορούσε να κάνει και μια όμορφη οικογένεια.
Και τότε συνέβη το μοιραίο.
Τα ξημερώματα 8ης προς 9η Σεπτεμβρίου του 1929, ο γερουσιαστής του Κόμματος των Φιλελευθέρων Σωτήριος Χατζηγάκης μαζί με πέντε ακόμα άτομα είχε πέσει θύμα απαγωγής στο χωριό Περτούλι από τον λήσταρχο Μήτρο Τζατζά. Οι ληστές απαιτούσαν λύτρα τεσσάρων εκατομμυρίων δραχμών.
Η είδηση συντάραξε ολόκληρη την Ελλάδα και την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο ίδιος ο Βενιζέλος εξάλλου είχε θέσει ως στόχο την οριστική πάταξη της ληστοκρατίας. Την υπόθεση χειριζόταν ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Αργυρόπουλος.
Ο Τζατζάς ήταν κάτι σαν «Ρομπέν των δασών της Θεσσαλίας».
Αναφέρει σχετικά η εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (10-9-1929).
«Το όνομα αυτό ακούεται και προφέρεται εις την Θεσσαλίαν, από τον χωρικόν της και κυρίως τον βλάχον των βουνών της, μ’ ένα κάπως παράδοξον συναίσθημα: Με κάποιον σεβασμόν, που τον εμπνέει μόνο ο τρόμος, με αρκετήν δόσιν συμπαθείας ένα όχι -όσον αφορά ιδίως του βλάχους- και με ολίγον θαυμασμόν μικτόν και με αγάπην, ημπορεί ακόμη κανείς να ειπή. (…) Ο Τζατζάς εις εμφάνισιν είνε πανύψηλος, επιβλητικός, λεβεντάνθρωπος, τα λίγο άσπρα μαλλιά του – καίτοι πραγματικώς είνε μόλις 41 ετών – του προσθέτουν μίαν συμπαθητικήν σοβαρότητα».
Δεν ήταν όμως μόνο η εμφάνισή του…
«Οι πράξεις τους τον παρουσιάζουν εις τα μάτια ολίγον και του Θεσσαλού χωρικού, αλλά προ παντός των Σαρακατσανέων και των Βλάχων της εδώ ορεινής υπαίθρου με μίαν αίγλην προστάτου των αδυνάτων, πράγματα που εν τω συνόλω των δεν τον καθιστούν καθόλου αντιπαθή. Όπως λέγουν ο Τζατζάς που αριθμεί τον μεγαλείτερον βίον των «Βασιλέων των βουνού» του ελληνικού πανθέου -15 χρόνια στο κλαρί- δεν έχει ποτέ διαπράξη ιδιοχείρως φόνον, είνε μειλίχιος, πολύ σώφρων και συντηρητικός, παντρεύει πολλές φορές κορίτσια και βοηθεί φτωχούς, κατ’ αυτόν δε τον τρόπον επέτυχε να συνδέση το όνομά του με θρύλους που τον έκαμαν να υποθάλπεται χωρίς δυσανασχέτησιν από τους χωριούς και τους βοσκούς».
Η απαγωγή του βουλευτή και των φιλοξενουμένων του είχε γίνει το θέμα της ημέρας για καιρό. Οι διαπραγματεύσεις με τους ληστές δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα.
Τελικά στις 17 Σεπτεμβρίου γίνεται γνωστό ότι οι ληστές απελευθέρωσαν αιφνίδια τους ομήρους τους χωρίς όμως να εισπράξουν λύτρα.
Ο Τζατζάς και οι άντρες του παρά τον στενό κλοιό των διωκτικών αρχών διέφυγαν.
Ο Δαφέρμος όμως δεν μπορούσε να ησυχάσει αν δεν έδινε το δικό του τέλος στην ιστορία που είχε συνταράξει το πανελλήνιο. Και η μοιραία στιγμή φθάνει. Στις 23 Μαρτίου 1930 ο Δαφέρμος με τους γενναίους του εντοπίζει το Τζατζά και τη συμμορία του. Ακολουθεί φονική μάχη που σημαίνει και το τέλος των ληστών.
Στη μάχη αυτή σκοτώνεται ο Γιάννης Δαφέρμος.
Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος τη Θεσσαλία. Κανένας δεν ήθελε να πιστέψει ότι αυτός ο Αετός του Ψηλορείτη, ο άνδρας που τον έτρεμαν οι πλέον αιμοχαρείς ληστές δεν υπήρχε πια. Η κηδεία του έγινε με τιμές ήρωα και τάφηκε στο Νεκροταφείο της Λάρισας.
Υπάρχει μάλιστα και μια μαρμάρινη στήλη στον τάφο του που παριστάνει έναν ολόσωμο ανάγλυφο άγγελο, με ανοιγμένα φτερά, που κρατάει στα χέρια του μια πλάκα με την επιγραφή:
«Ενθάδε κείται Ιωάννης Αριστ. Δαφέρμος – Ανθυπασπιστής Χωροφυλακής».
Πιο κάτω αναγράφεται και το ιστορικό του θανάτου του.
«Ο απαλλάξας του ληστρικού ζυγού την Θεσσαλία,-Ανθ. της Χωροφυλακής Ιωάννης Α. Δαφέρμος – Κρης την καταγωγή – ετών 32 – έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος κατά την εξόντωσιν της ληστοσυμμορίες Τζατζά την 23η Μαρτίου 1930».
Αυτό ήταν το ηρωικό τέλος του Γιάννη Δαφέρμου από την Αξό που τίμησε την ιστορική του οικογένεια και με τα δικά του ανδραγαθήματα.
Αναστάσιος Χομπίτης
Ένας ακόμα καλός άγγελος των αθώων πολιτών ήταν ο περίφημος Αναστάσιος Χομπίτης. Αν και έχουμε κάνει αρκετά αφιερώματα στη δράση του πάντα κάτι ανακαλύπτουμε στη συνέχεια που τον αφορά. Όπως τώρα λόγου χάρη που θα πρέπει να τονίσουμε τη γενναία του στάση στη Μικρά Ασία όπου προστάτευσε τον πληθυσμό της ενδοχώρας από τους αιμοβόρους Τσέτες.
Ο δεύτερος σταθμός του Αναστάσιου Χομπίτη, μετά την κατάταξή του στη Χωροφυλακή ( το 1915 ως κληρωτός) ήταν η Μ. Ασία, όπου το 1919 αναλαμβάνει πρώτος Αποσματάρχης του «αυτοτελούς ειδικού καταδιωκτικού αποσπάσματος», με πλήρη αρμοδιότητα σε ολόκληρη την Ιωνία. Θρυλική ην παρουσία του στα άγια χώματα της Μ. Ασίας. Δημιουργεί την αίσθηση της βεβαιότητας και της ασφάλειας του στους Έλληνες, το τρόμο και φόβο στους αιμοσταγείς τρομοκράτες Τσέτες. Η αντρειά και η λεβεντιά του, η στρατιωτική διορατικότητά του, τα ηρωικά πολεμικά κατορθώματα γίνονται τραγούδι – ύμνος. Οι Τούρκοι τον αποκαλούν Τσακίρ Ίσα μπίτ (γαλανομάτη Διοικητή).
«Γειά σου Χομπίτη, ξακουστέ, Τσακίρι Κομαντάρι
Πού’ χεις αγγελική θωριά και την καρδιά λιοντάρι.
Χαρίσει το απόσπασμα ελευθερία και τάξη
Τους Τσέτες διασκορπίζεται από βουνά και δάση.
Λιοντάρια είναι οι άντρες σου, αετοί
Πετούν κοντά του
Γεμάτο δόξα και τιμή, Χομπίτη το όνομά σου».
Δεν ήταν όμως μόνο οι γενναίες ενέργειες και πράξεις που τον καταδίωξαν στη συνείδηση όλων, αλλά και η ηθική πλευρά, στοιχείο αναπόσπαστο κάθε του κίνησης να διασφαλίσει και να διαφυλάξει το νόημα της εκστρατείας και το πνεύμα της πολιτικής, του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πολλές και μεγάλες οι ηθικές τιμές που του απένειμε η Πατρίδα για τη δράση του, τρεις Πολεμικούς Σ Σταυρούς και προαγωγή επ’ ανδραγαθία. Θα χρειάζονταν ώρα πολύ να εξιστορήσει κανείς τα γεγονότα εκείνης της ανεπανάληπτης παρουσίας του στην Μικρά Ασία και το πώς οι Έλληνες συνέδεσαν το όνομά του με τον θρύλο.
Νικόλαος Ορφανουδάκης
Ακόμα ένας γενναίος υπερασπιστής των αθώων που έπεφταν θύματα αδίστακτων ληστών και αιμοβόρων κατακτητών ήταν ο Νικόλαος Ορφανουδάκης που γεννήθηκε στη Λούτρα το 1896.
Στις 5 Μαρτίου 1915, κατετάγη στη διλοχία της ελληνοκρητικής λεγεώνος του 346ου Γαλλικού Συντάγματος. Έλαβε μέρος σε ιστορικές μάχες με το σύνταγμα αυτό, αλλά και στην απόβαση της Θράκης 6-7 Αυγούστου 1915. Τον Οκτώβριο του 1916 κατετάγη στο Στρατό Εθνικής Αμύνης και την Πρωτομαγιά του 1917 μετετάγη στον εθνικό στρατό.
Σύμφωνα με νεότερες πηγές ο Νικόλαος Ορφανουδάκης βρέθηκε στη Σμύρνη το 1920, το 1922 επιστρέφει στην Ελλάδα και το 1923 υπηρετεί ως υπολοχαγός στα Γιάννενα.
Εκείνη την εποχή οι Ρεγγαίοι ληστές είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος στην περιοχή. Χαρακτηριστικό της τρομοκρατίας που είχαν επιβάλει είναι ότι είχαν προκηρυχθεί από την πολιτεία και μάλιστα με γενναίο ποσόν.
Ο Νικόλαος Ορφανουδάκης διέθετε εκτός από άριστα διοικητικά προσόντα και στρατηγικό μυαλό. Έτσι έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο με και με την ικανότητά του να εμπνέει το θάρρος στους άνδρες του κατάφερε να συλλάβει τους ληστές. Το κατόρθωμα του αυτό επαινέθηκε και με προαγωγή επ’ ανδραγαθία. Έλαβε βέβαια και τα χρήματα της επικήρυξης. Με την εντιμότητα που τον διέκρινε δεν θέλησε να κρατήσει μόνος του την αμοιβή αυτή. Μοιράστηκε το ποσόν με τους 12 άνδρες που τον είχαν βοηθήσει στην επικίνδυνη αυτή επιχείρηση.
Και με το μερίδιό του όμως είχε αποκτήσει μια οικονομική άνεση για την εποχή του.
Έτσι λοχαγός, αξιοσέβαστος, επέτρεψε στον εαυτό του να χαρεί και την οικογενειακή του ευτυχία. Είχε ήδη γίνει πατέρας ενός γιου, του Στέλιου, που λάτρευε.
Η πάταξη της εγκληματικότητας δεν έμεινε χωρίς συνέπειες. Σύντομα άρχισε να δέχεται απειλές για τη ζωή του από κακοποιά στοιχεία τα οποία έβλεπαν στο πρόσωπο του Ορφανουδάκη έναν αμείλικτο διώκτη. Δοκίμασαν τα πάντα οι κακοποιοί για να σταματήσουν τον λοχαγό που δεν έδειχνε να τους υπολογίζει. Κι αφού είδαν πως δεν τον πείθουν για την αποφασιστικότητά τους να του κάνουν κακό σκέφτηκαν να τον χτυπήσουν στο ευαίσθητο σημείο του που ήταν ο γιος του. Απειλούσαν λοιπόν με απαγωγή του μικρού και μαρτυρικό του θάνατο.
Ούτε και τώρα όμως κατάφεραν να γονατίσουν τον Ορφανουδάκη που έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του πίστευε ότι μπορούσε να αποτρέψει κάθε κίνδυνο που απειλούσε την οικογένειά του. Ο διοικητής του όμως που τον αγαπούσε σαν πατέρας και τον θαύμαζε, κατάλαβε ότι δεν θα αργήσει να πληρώσει τη γενναιότητά του αυτή. Γνώριζε καλά πως λειτουργούσαν τα κακοποιά αυτά στοιχεία και πως σίγουρα θα πλήγωναν τον Ορφανουδάκη με τις υποχθόνιες μεθόδους που συνήθιζαν. Θα τον αιφνιδίαζαν και θα έπαιρναν την εκδίκησή τους.
Στην Κομοτηνή και στο κίνημα Βενιζέλου
Αφού ο διοικητής του δεν κατάφερε να τον πείσει, αποφάσισε να δράσει πιο αποτελεσματικά. Και προχώρησε μυστικά τις διαδικασίες για τη μετάθεση του λοχαγού του σε τόπο που δεν θα κινδύνευε ούτε αυτός ούτε η οικογένειά του. Έγιναν όλα με απόλυτη μυστικότητα χωρίς ο λοχαγός να καταλάβει το παραμικρό.
Έτσι βρέθηκε ο Νικόλαος Ορφανουδάκης στην Κομοτηνή. Εκεί τον βρήκε το κίνημα Βενιζέλου στο οποίο πήρε μέρος από τους πρώτους. Ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Εθνάρχη και τώρα είχε μια ευκαιρία να το αποδείξει σαν γνήσιος Κρητικός. Η συμμετοχή αυτή δεν πέρασε χωρίς συνέπειες από τους αντιβενιζελικούς που με ιδιαίτερο μένος εναντίον του τον απέταξαν. Ο Ορφανουδάκης ξαφνιάστηκε για λίγο επειδή το στράτευμα ήταν η ζωή του. Για τίποτα στον κόσμο όμως δεν θα έδειχνε υποταγή για να επιστρέψει στο στράτευμα που λάτρευε. Σύντομα πήρε τη μοίρα του στα χέρια του παραμένοντας στην Κομοτηνή ως απλός πολίτης. Η ζωή του κυλούσε σε μια φρικτή αβεβαιότητα. Εξασφαλίζει τα προς το ζην ως «δικολάβος» και δίνει ποιότητα στην καθημερινότητά του με μια έντονη συμμετοχή στα κοινά υπηρετώντας τον πολιτισμό. Παίρνει μέρος σε πολλές δραστηριότητες και διακρίνεται για τις ιδέες και την καλαισθησία του.
Οι κόποι του και το ήθος του επιβραβεύονται όπως του αξίζει. Αναλαμβάνει καθήκοντα διευθυντού της τοπικής Εργατικής Εστίας και αρχίζει να εκφράζει και τις λογοτεχνικές του ανησυχίες. Πάντα ένιωθε την ανάγκη να γράψει αλλά τα στρατιωτικά του καθήκοντα τον περιόριζαν. Τώρα μπορούσε να αναπτύξει το ταλέντο του αυτό και να εκφραστεί λογοτεχνικά. Γράφει το ποιητικό δράμα «Ο θάνατος του κλέφτη» που ανεβάζει και στο θέατρο. Ούτε ο ίδιος δεν περίμενε τόση ανταπόκριση και τόσο ειλικρινή ενθουσιασμό από το κοινό που το παρακολούθησε. Η επιτυχία που σημειώνει τον κάνει ευρύτερα γνωστό στους καλλιτεχνικούς κύκλους.
Έχει καταφέρει να δώσει ποιότητα στη ζωή πολλών ομάδων μέσα από τις δικές του πρωτοβουλίες. Και έτσι καταξιώνεται από την τοπική κοινωνία που αναγνωρίζει τις αρετές του.
Και φθάνουμε στην κήρυξη του πολέμου 1940. Ο Ορφανουδάκης αισθάνεται θηρίο στο κλουβί. Βλέπει τους νέους να φεύγουν με το χαμόγελο στα χείλη και τρελαίνεται. Θέλει να τρέξει στο καθήκον αλλά δεν ξέρει πώς να το επιτύχει. Καταφεύγει σε μια μέθοδο που δεν τον εξέφραζε αλλά βρέθηκε τελικά στο πεδίο της τιμής. Και βρήκε ηρωικό θάνατο. Ο θάνατός του συγκλόνισε την κοινωνία της Κομοτηνής που λάτρευε τον Λουτριανό λεβέντη αξιωματικό. Βλέπουμε να τον τιμά ισότιμα με τους δικούς του ήρωες. Με απόφαση του δήμου δόθηκε το όνομα του Ορφανουδάκη σε κεντρικό δρόμο της πόλης. Αργότερα ιδρύθηκε και μουσείο με τα προσωπικά του αντικείμενα που επίσης φέρει το όνομά του.
Νικόστρατος Καλομενόπουλος
Σπουδαίο ήταν και το έργο που επιτέλεσε στη Μικρά Ασία ο Νικόστρατος Καλομενόπουλος. Ήταν ο περίφημος καπετάν Νίδας που έδρασε στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Γεννήθηκε στη Σύρο το 1865 και η πατριωτική του δράση για τη λευτεριά της Κρήτης ξεκινά πολύ νωρίς.
Σπούδασε στη Σχολή Υπαξιωματικών, από την οποία αποφοίτησε το 1891, ως ανθυπολοχαγός του πεζικού. Ανήκε στην ιδρυτική ομάδα της Εθνικής Εταιρείας και ήταν από τα πιο δραστήρια μέλη της.
Το 1892, παίρνει μέρος, ως αξιωματικός, σε μια ειδική αποστολή, που είχε σκοπό τη μελέτη και τοπογραφία της Κρήτης. Κίνησε όμως τις υποψίες των Τούρκων που δεν άργησαν να τον συλλάβουν, να τον φυλακίσουν και αργότερα να τον απελάσουν.
Το 1894 ωστόσο κατάφερε να δημοσιεύσει το έργο του αυτό με τίτλο «Τοπογραφία και Οδοιπορικά της νήσου Κρήτης».
Το 1896, βρίσκεται στο Ρέθυμνο και εκλέγεται από τους συμπατριώτες του Γενικός αρχηγός της Επαρχίας Αμαρίου.
Μεταξύ των πολλών ανδραγαθιών του ο Καλομενόπουλος, έδρασε και ως οπλαρχηγός στην περιφέρεια Φλωρίνης κατά των Βουλγάρων και των Τούρκων. Κρατήθηκε τρία χρόνια αιχμάλωτος στο Μοναστήρι και κάποια στιγμή κατάφερε να αποδράσει.
Το 1912, συμμετείχε στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και τραυματίστηκε στη μάχη του Σαρανταπόρου.
Στη συνέχεια έγινε διοικητής της Κρήτης και της Λέσβου και το 1916 προσχώρησε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης, ηγηθείς μάλιστα των προσφυγόντων στην Κωνσταντινούπολη Αξιωματικών Εθνικής Άμυνας που τον όρισαν αρχηγό τους.
Το 1919 προβιβάστηκε σε υποστράτηγο και διορίστηκε διοικητής της 8ης Μεραρχίας. Διετέλεσε φρούραρχος Σμύρνης. Οι Μικρασιάτες που άκουγαν κάποτε από τις περασμένες γενιές τι περνούσε ο άμαχος πληθυσμός από τους Τσέτες μπορεί να καταλάβει και να ευγνωμονεί τον Νικόστρατο Καλομενόπουλο για τη μεγάλη του συμπαράσταση σε κάθε δοκιμαζόμενο Ρωμιό.
Αποστρατεύθηκε το 1921, οπότε και αφοσιώθηκε στις διάφορες τοπογραφικές και στρατιωτικές του μελέτες.
Άφησε ένα εξαιρετικά σημαντικό συγγραφικό έργο για τη στρατιωτική οργάνωση της ελληνικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου (1937) και επάξια θεωρείται από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς συγγραφείς. Πέθανε στην Αθήνα το 1952.
Είναι και άλλοι που έδρασαν σε διάφορες περιοχές εκτός Κρήτης στους οποίους και θα αναφερθούμε διεξοδικά σε επόμενα αφιερώματα.