Το scrolling στα social media φαίνεται πως πλέον καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου -και όχι μόνο – πολλών και διάφορων ηλικιακών ομάδων. Οι ατελείωτες ροές περιεχομένου, τα βίντεο των λίγων δευτερολέπτων και οι σύντομες αναρτήσεις προσφέρουν γρήγορη πληροφορία – ένα μοντέλο ψυχαγωγίας και πληροφόρησης που μοιάζει να βρίσκεται σε μεγαλύτερη αντιστοιχία με τους ρυθμούς και τις απαιτήσεις της καθημερινότητας.
Τι σημαίνει όμως αυτό για το παραδοσιακό διάβασμα; Κατά πόσο επιτρέπουν αυτά τα δεδομένα, πλέον, την αφοσίωση των αναγνωστών σε μεγάλα κείμενα και ολόκληρα βιβλία; Πώς διαμορφώνεται πια, το αναγνωστικό κοινό και ποιες ηλικιακές ομάδες φαίνεται να έχουν δεχτεί τη μεγαλύτερη επίδραση;
Οι βιβλιοπώλες και οι ειδικοί που μίλησαν στα «Ρ.Ν.» διαβεβαιώνουν πως το βιβλίο δεν έχει εξαφανιστεί- αντιθέτως παραμένει, μάλιστα, για πολλούς αναντικατάστατο – αλλά ίσως απλώς αλλάζει μορφή και ρόλο για κάποιους άλλους. Σίγουρα, πάντως, η υπέρμετρη χρήση των κοινωνικών δικτύων, όπως σημειώνουν οι επιστήμονες, έχει επηρεάσει τις δεξιότητες του κοινού όπως της συγκέντρωσης και της αφοσίωσης σε πιο χρονοβόρες δραστηριότητες, όπως είναι αυτή του διαβάσματος ενός βιβλίου.
Περίπου δώδεκα χιλιάδες ενεργά μέλη μετράει η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου
Ο δανεισμός αποτελεί μια από τις σημαντικές υπηρεσίες που παρέχει η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου, καθώς προσφέρεται στο κοινό μια ευρεία γκάμα επιλογών – από λογοτεχνικά βιβλία μέχρι επιστημονικά, κ.ά. – δωρεάν, αρκεί τα υποψήφια μέλη της βιβλιοθήκης να ακολουθήσουν τα απλά βήματα της εγγραφής. Όπως, εξήγησε στα «Ρ.Ν.» ο κ. Αντρέας Ατλάνης, βιβλιοθηκονόμος στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου, παρόλες τις άπλετες ψηφιακές και δωρεάν επιλογές που προσφέρει το ίντερνετ στους αναγνώστες, όπως audiobooks και ebooks, στο Ρέθυμνο δεν φαίνεται να έχει εκλείψει ο θεσμός του δανεισμού και το κοινό της Βιβλιοθήκης μοιάζει να μην έχει ανάγκη τις ψηφιακές αυτές μορφές του βιβλίου: «Παρόλη την εξέλιξη της τεχνολογίας, ο δανεισμός του βιβλίου, του φυσικού, εξακολουθεί να υπάρχει και ο κόσμος συνεχίζει να δανείζεται, να διαβάζει βιβλία. Δεν έχω παρατηρήσει κάποια μείωση. Από την εμπειρία μου παρατηρώ ότι παρόλη την τεχνολογία το βιβλίο εξακολουθεί και «αντιστέκεται». Εμείς στη Βιβλιοθήκη, eboοk δεν έχουμε αλλά και ο κόσμος δεν μας έχει πει κάτι, ότι το έχει ανάγκη. Έχουμε ψηφιοποιήσει μόνο κάποιες υπηρεσίες, όπως εφημερίδες, περιοδικά και άλλα αρχεία, τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στο site της Βιβλιοθήκης. Οπότε, υπάρχει μια πρόσβαση μέσω υπολογιστή σε αυτό το υλικό. Για βιβλία δεν έχει προκύψει κάποια τέτοια ανάγκη από τον κόσμο».
Αυτό που παρατηρεί, όμως, ο κ. Ατλάνης είναι η απομάκρυνση των εφήβων περισσότερο από το βιβλίο καθώς από τα 12 χιλιάδες περίπου ενεργά μέλη της Βιβλιοθήκης, εκείνοι που αξιοποιούν τις υπηρεσίες της είναι οι γονείς που προσπαθούν να περάσουν στα παιδιά τους την κουλτούρα του διαβάσματος αλλά και οι μεγαλύτερης ηλικίας αναγνώστες που ενδιαφέρονται, κυρίως, για τη λογοτεχνία και την τοπική ιστορία: «Αυτή τη στιγμή έχουμε γύρω στα 19.500 μέλη στη Βιβλιοθήκη. Τα ενεργά θεωρούνται εκείνα που έχουν μια συστηματικότητα στον δανεισμό και τις υπηρεσίες μας και πρέπει να είναι παραπάνω από τα μισά, γύρω στα 10-12 χιλιάδες, με μια πολύ χοντρική εκτίμηση. Κυρίως, έρχονται τα μικρά παιδιά με τους γονείς, ο δανεισμός δηλαδή πάει καλά σε αυτές τις ηλικίες. Και μετά έχουμε πολύ κόσμο πιο μεγάλης ηλικίας που διαβάζουν περισσότερο λογοτεχνικά βιβλία, που έχουν μεγάλη ζήτηση γενικά. Υπάρχει ένα κενό με τους έφηβους οι οποίοι έχουν απομακρυνθεί, αυτό διαπιστώνω. Δηλαδή οι έφηβοι συγκλίνουν περισσότερο προς την τεχνολογία, ενώ στα μικρά παιδιά τους προωθούν και οι γονείς τους το διάβασμα γιατί πρέπει να το μάθουν. Έχουμε, έπειτα και φοιτητές που κάνουν κάποια έρευνα, οπότε ενδιαφέρονται για επιστημονικά – εκπαιδευτικά αναγνώσματα. Επίσης, το αναγνωστικό κοινό ενδιαφέρεται και για τοπική ιστορία».
Μείωση της ζήτησης στα φυσικά βιβλιοπωλεία και τα νέα δεδομένα για το αναγνωστικό κοινό
Την ίδια ώρα, τα δεδομένα στην αγορά του βιβλίου μοιάζει να είναι πάνω κάτω τα ίδια. Όπως εξηγούν οι βιβλιοπώλες στα «Ρ.Ν.», τα βιβλία συνεχίζουν να έχουν ένα συγκεκριμένο φανατικό κοινό, για το οποίο η φυσική μορφή τους, είναι αναντικατάστατη. Οι πιο συστηματικοί πελάτες είναι οι γονείς στην προσπάθειά τους να μυήσουν τα παιδιά τους στον κόσμο της πνευματικής αυτής διαδικασίας που λέγεται διάβασμα, ενώ όπως παρατηρούν οι νέοι όλο και απομακρύνονται ως πελάτες τους.
Από την άλλη, η τεχνολογία εδώ έχει φέρει νέα δεδομένα. Ο κόσμος πλέον έχει την ευχέρεια αντί να αφιερώσει χρόνο στον χώρο του βιβλιοπωλείου για να αναζητήσει το ανάγνωσμα που τον ενδιαφέρει, κάνει αυτή τη διαδικασία στο ίντερνετ και έτσι αν δεν αγοράσει ηλεκτρονικά το βιβλίο του, τότε θα προσεγγίσει το βιβλιοπωλείο στοχευμένα. Ακολούθως, το παραδοσιακό βιβλιοπωλείο έχει χάσει, μάλλον, και τον κοινωνικό του ρόλο όπου κάποτε είχε, με τους λάτρεις του βιβλίου, να συχνάζουν πλέον σε ψηφιακά στέκια όπως τις λεγόμενες ομάδες στο Facebook, το Τικτοκ, το Youtube και άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η κ. Πηνελόπη Φιολιτάκη, υπάλληλος 15 χρόνια στο βιβλιοπωλείο Δασκαλάκη, μέσα από την εμπειρία της παρατηρεί: «Δεν ξέρω να σας πω αν διαβάζουν περισσότερο ή λιγότερο, αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι οι αναγνώστες που επιλέγουν να αγοράσουν βιβλία στα βιβλιοπωλεία έχουν μειωθεί. Φαντάζομαι ότι οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν δημιουργηθεί και καινούργια σημεία πώλησης βιβλίων, διαδικτυακά. Οι ίδιοι οι εκδοτικοί οίκοι έχουν πια και το δικό τους ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο, οπότε θεωρώ ότι αυτό έχει τραβήξει ένα μεγάλο κομμάτι του αναγνωστικού κοινού από τα παραδοσιακά βιβλιοπωλεία. Οι αναγνώστες, επίσης, έρχονται και δεν αφιερώνουν και πολύ χρόνο στο να ψάξουν. Ρωτάνε κατευθείαν, «έχετε αυτό;» ή «προτείνετέ μου κάτι». Αυτό γιατί ίσως μιλάμε για ένα άλλο είδος κοινοτήτων, πλέον, όπως οι διάφορες ομάδες στο facebook που προτείνουν τίτλους κ.λπ., και, ναι, αυτό ίσως έχει επηρεάσει στο να έρχονται και να ζητάνε στοχευμένους τίτλους. Είναι ελάχιστοι αυτοί που θα καθίσουν λίγο παραπάνω, να ψάξουν να ανοίξουν, να διαβάσουν πίσω τις περιγραφές και να αναζητήσουν αυτό που θέλουν να διαβάσουν. Νομίζω έχουμε μάθει πια να ζούμε σε πιο γρήγορους ρυθμούς, δεν μας βγαίνει εύκολα να αφιερώσουμε χρόνο σε κάτι». Ενώ, από την πλευρά της η Κατερίνα Τρανταλίδη, ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου «Σελίδα» θέτει και τον οικονομικό παράγοντα για τη μειωμένη κίνηση: «Έχουν μειωθεί οι άνθρωποι που έρχονται να αγοράσουν βιβλία. Αυτό ίσως έχει να κάνει με το αυξημένο κόστος. Δεν έχουν την ευχέρεια να αγοράσουν βιβλία οι άνθρωποι, είναι δευτερεύον αυτό πια. Τα βιβλία πλέον είναι πολύ ακριβά για τους μισθούς που παίρνει ο κόσμος, οπότε είναι δευτερεύουσα ανάγκη».
Οι ρυθμοί της καθημερινότητας, όμως, έχουν συμβάλει και στη διαμόρφωση των ενδιαφερόντων του κοινού, όπως παρατηρεί η κ. Φιολιτάκη: «Μια τάση που τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί είναι τα βιβλία αυτοβελτίωσης, για την αντιμετώπιση της πίεσης που ασκεί η καθημερινότητα, κυρίως, το στρες. Τους ενδιαφέρουν, επίσης, πολύ τα βιβλία που έχουν να κάνουν με τη σχέση γονέα-παιδιού. Και έπειτα υπάρχουν οι αναζητήσεις και στις παραδοσιακές θεματικές όπως η τοπική ιστορία και η λογοτεχνία. Επίσης, τα τελευταία-τελευταία χρόνια ανεβαίνει και η ζήτηση των graphic novels, των εικονογραφημένων βιβλίων», καταλήγει, ενώ για το ποιες είναι οι ηλικιακές ομάδες που προσεγγίζουν πιο πολύ το βιβλιοπωλείο, σημειώνει: «Στους ενήλικες είναι οι γυναίκες πιο πολύ, της μέσης ηλικίας. Και μετά έχουμε ενήλικες που αγοράζουν βιβλία για τα παιδιά τους. Οι πιο μικρές ηλικίες, όπως η νηπιακή και τα πρώτα σχολικά χρόνια έχουν πιο πολλή κίνηση, επειδή προσπαθούν και οι γονείς να παροτρύνουν τα παιδιά τους να διαβάζουν. Από κει και μετά γίνεται πιο δύσκολο, όσο προχωράνε προς την εφηβεία τα παιδιά απομακρύνονται σχεδόν εντελώς από το βιβλίο. Είναι νομίζω μια μικρή μειοψηφία τα παιδιά που διαβάζουν σε αυτή την ηλικία. Εντάξει, τώρα τελευταία έχει δημιουργηθεί και ένα νεανικό κοινό στο τέλος της εφηβείας-πρώτη ενηλικίωση, κυρίως κοριτσίστικο κοινό, με κάποια αισθηματικά βιβλία που προωθούνται μέσω Τικ Τοκ του λεγόμενου «booktok».
Η μείωση της συγκέντρωσης και η «αφαίμαξη» του εαυτού
Πάντως, παρά το γεγονός ότι ο θεσμός της ανάγνωσης συνεχίζει να υφίσταται, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έχουν κατακλίσει την καθημερινότητα του ανθρώπου, ιδίως των νέων γενεών, φαίνεται να επηρεάζουν σημαντικά το κοινό και τις διάφορες δεξιότητές του όπως της συγκέντρωσης και της αφοσίωσης σε κάτι που απαιτεί χρόνο, όπως το βιβλίο.
Η Θεανώ Αθανασοπούλου, μέλος του Συλλόγου Ψυχολόγων Ρεθύμνου εξηγεί: «Οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν σχεδιαστεί για να παρέχουν μια συνεχή ροή πληροφοριών και μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο που λειτουργεί ο εγκέφαλός μας, ιδιαίτερα τα επίπεδα ντοπαμίνης. Η συνεχής έκθεση σε δραστηριότητες όπως το «σκρολάρισμα», μπορεί να διαταράξει τα επίπεδα αυτά, με αποτέλεσμα να χρειαζόμαστε συχνότερη και μεγαλύτερη έκθεση σε ερεθίσματα που μας ευχαριστούν και να δυσκολευόμαστε να εστιάζουμε σε δραστηριότητες που δεν είναι τόσο ευχάριστες. Έχει παρατηρηθεί ότι μια σημαντική συνέπεια της συχνής χρήσης των ψηφιακών εργαλείων είναι η μείωση της γνωστικής μας απόδοσης λόγω της συνεχούς λήψης ειδοποιήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διασπάται η προσοχή μας και να μειώνεται η παραγωγικότητά μας. Πιο συγκεκριμένα, η έκθεσή μας στα social media απαιτεί ταυτόχρονη επεξεργασία και κατανόηση μεγάλου όγκου περιεχομένου. Ουσιαστικά, έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη να διεγείρεται η προσοχή μας από ενδιαφέροντα και διαφορετικά ερεθίσματα, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να επικεντρωθούμε σε εργασίες ή δραστηριότητες που απαιτούν συγκέντρωση μεγάλης διάρκειας. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας του μεγάλου όγκου πληροφορίας και του τρόπου που αυτή παρουσιάζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (όπως κείμενο, εικόνες, βίντεο).Έτσι, ελαχιστοποιείται ο χρόνος που αφιερώναμε στην ανάγνωση ενός βιβλίου ή ενός κειμένου. Επιπλέον, δυσκολευόμαστε να εργαζόμαστε ή να μελετάμε συνεχόμενα. Τέλος, μπορούμε να είμαστε διαθέσιμοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όλο το 24ωρο, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε συνεχή ενασχόληση με αυτά. Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης βασίζεται σε αλγόριθμους και έχει σχεδιαστεί για να μας κρατάει αφοσιωμένους. Αυτό μπορεί να προκαλέσει μια συνεχή ενασχόληση και γρήγορη ενημέρωση που έχει ως αποτέλεσμα να δυσκολευόμαστε να εστιάσουμε στην ανάγνωση ενός βιβλίου, ενός εντύπου άρθρου, συνέντευξης κ.λπ.».
Από την πλευρά του ο κ. Αντώνης Λιοδάκης, ψυχίατρος, εξηγεί πως η υπέρμετρη χρήση των social media σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της καθημερινότητας, οδηγούν σε μια «αφαίμαξη» του εαυτού και σε έναν άνθρωπο που ζει όλο και πιο μηχανικά, οπότε δραστηριότητες όπως η ανάγνωσή βιβλίων, έρχονται σε δεύτερη μοίρα: «Έχει εισχωρήσει στη ζωή μας η πληροφορία που δεν προλαβαίνουμε ούτε να την επεξεργαστούμε ούτε να την κατανοήσουμε. Αυτή η αλλεπάλληλη πληροφορία απομακρύνει τον άνθρωπο από την ουσία και τον εξορίζει από τον ίδιο του τον εαυτό. Σαν να γινόμαστε δηλαδή εξαρτήματα μηχανικά, όπου ο άνθρωπος αυτός δεν έχει να κάνει ούτε με κριτική σκέψη αλλά ούτε και με έκφραση συναισθημάτων. Διότι αυτή η πληροφορία δεν περιέχει συναισθήματα. Τα συναισθήματα που υδροδοτούνται είναι πρόσκαιρα και επιφανειακά. Επομένως, τα τρία ζόρικα συναισθήματα για τον άνθρωπο που μέχρι τώρα δυσκολευόταν να τα εκφράσει, να τα επικοινωνήσει και να τα μοιραστεί, όπως είναι ο θυμός, ο φόβος και η λύπη, τώρα δυσκολεύεται ακόμα περισσότερο. Οδηγούμαστε σε μια αποξένωση και για αυτό παρατηρούμε μια αύξησή των ψυχικών παθήσεων όπως οι φοβίες, οι ψυχαναγκασμοί, οι εξαρτήσεις πάσης φύσεως. Το εύκολο και το γρήγορο έχουν κατακλύσει τις ζωές μας. Το fast food και στο φαγητό και στην ανάγνωση και στον ερωτά και παντού επικρατούν. Αυτό το χωρίς να μεσολαβήσει ο κόπος. Από την άλλη, έχουμε γίνει υποκείμενα της επίδοσης. Ο πραγματικά ελεύθερος χρόνος εξανεμίζεται και εντατικοποιείται η εργασία, δηλαδή, τα πάντα γίνονται για την παραγωγή και το κέρδος».
Πάντως, ο κ. Λιοδάκης εκφράζει την αισιοδοξία και την πίστη του στις ανθρώπινες δυνατότητες: «Πιστεύω ότι ο άνθρωπος έχει αστείρευτες δυνάμεις. Θα μπορέσει και θα αξιολογήσει και θα τοποθετήσει όλη αυτή την αποξένωση και την απομάκρυνση από την ουσία του εαυτού του εν τελεί. Θα την επαναθεωρήσει και νομίζω θα λειτουργήσει τροποιητικά, θα βρει άλλες μεθόδους και τρόπους να συναντήσει πραγματικά τον εαυτο του».