Οι επιβαρυμένες περιβαλλοντικά συνθήκες της χώρας σε συνδυασμό με τους καύσωνες των ημερών, την υγρασία και τους ισχυρούς ανέμους αποτελούν παράγοντες που δημιουργούν συνθήκες ευνοϊκές για την εξάπλωση των πυρκαγιών. Η κλιματική κρίση δεν είναι αυτή που προκαλεί τις φωτιές, αλλά σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες ακραίες καιρικές συνθήκες, τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες, την ξηρασία τη υγρασία και τις πήγες ανάφλεξης, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος με τραγικά αποτελέσματα.
Αυτό επισημαίνουν στα «Ρ.Ν.» επιστήμονες του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και συγκεκριμένα ο πυρομετεωρολόγος Θοδωρής Γιάνναρος και ο διευθυντής ερευνών του Αστεροσκοπείου Κώστας Λαγουβάρδος.
Οι επιστήμονες κρούουν το καμπανάκι του κινδύνου επισημαίνοντας ότι η χώρα διαθέτει αξιόπιστα επιστημονικά εργαλεία, που αφορούν τόσο την πρόγνωση του καιρού με 500 μετεωρολογικούς σταθμούς ανά τη χώρα, οι οποίοι παρακολουθούν τις πυρομετεωρολογικές συνθήκες όσο και το σύστημα IRIS το οποίο πέρα από τα μοντέλα πρόγνωσης παρέχει τη δυνατότητα να παρακολουθείται η συμπεριφορά της φωτιάς. Η παρακολούθηση και ανάλυση των στοιχείων αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των πυροσβεστικών δυνάμεων και της πολιτικής προστασίας για την αποτελεσματική διαχείριση των πυρκαγιών, τονίζουν.
Τα εργαλεία αυτά είναι διαθέσιμα, όπως τονίζουν, αν και χρησιμοποιηθήκαν το 2019 και το 2020, έκτοτε παραμένουν αναξιοποίητα.
Την ίδια στιγμή οι επιστήμονες τονίζουν ότι οι δράσεις αντιπυρικής προστασίας από την πολιτεία, τους δήμους και τις περιφέρειες, δεν μπορούν να ξεκινούν τον Απρίλιο και τον Μάιο αλλά ήδη με το τέλος της αντιπυρικής περιόδου, δηλαδή από την 1η Νοεμβρίου. Σύμφωνα με τους ίδιους η συνεργασία της πολιτείας αλλά και οι δράσεις των ΟΤΑ είναι καθοριστικής σημασίας για την αντιπυρική θωράκιση των περιοχών.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που καταγράφει το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Δασικών Πυρκαγιών σχετικά με τις καταστροφικές συνέπειες των δασικών πυρκαγιών στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της τρέχουσας (2023) αντιπυρικής περιόδου, δείχνουν ότι μέχρι την Τετάρτη οι δασικές πυρκαγιές που έχουν εκδηλωθεί στη χώρα μας έχουν κατακάψει περισσότερα από 1.200.000 στρέμματα.
Η έκταση που έχει καεί αντιστοιχεί σε περίπου τρεις φορές την έκταση που κατά μέσο όρο (2006 – 2022) καίγεται ετησίως στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία οι μέχρι σήμερα καμένες εκτάσεις στη χώρα μας υπολείπονται κατά περίπου 40.000 στρέμματα, από την επόμενη χειρότερη επίδοση που καταγράφηκε το 2021 με συνολικά 1.300.590 στρέμματα. Σύμφωνα με το meteo, είναι πολύ πιθανό η χρονιά του 2023 να χαρακτηριστεί ως η δεύτερη χειρότερη των τελευταίων 17 ετών (το 2007 παραμένει πρώτο, με περισσότερα από 2.700.000 στρέμματα).
Τα παραπάνω στοιχεία τονίζουν την ανάγκη για άμεσο και ολικό επανασχεδιασμό της στρατηγικής διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών στη χώρα μας. Η νέα στρατηγική όπως επισημαίνεται θα πρέπει να αναγνωρίζει τη διεπιστημονικότητα του προβλήματος των δασικών πυρκαγιών και να βασίζεται σε σύγχρονη επιστημονική γνώση, αξιοποιώντας υπηρεσίες και εργαλεία που είναι ήδη διαθέσιμα.
Αναλυτικά:
Δραματικές στιγμές βιώνει ολόκληρη η χώρα τις τελευταίες μέρες με την πύρινη λαίλαπα να μαίνεται ανεξέλεγκτα σε διάφορες περιοχές της χωράς, αφήνοντας στο πέρασμά της εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα καμμένης γης, ενώ στάχτη γίνονται σπίτια περιουσίες και καλλιέργειες.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών σίγουρα ο φετινός απολογισμός θα είναι χειρότερος από το 2021 που είχαν αποτεφρωθεί 1,3 εκ. στρέμματα γης, καθώς το φαινόμενο είναι ακόμα σε εξέλιξη και η αντιπυρική περίοδος έχει ακόμα ενάμιση μήνα για να ολοκληρωθεί. Οι τραγικές εικόνες που επικρατούν στη χώρα μας έχουν κάνει το γύρο των διεθνών μέσων ενημέρωσης και δεν αφήνουν κανένα ασυγκίνητο αφού μόνο θλίψη και πόνο προκαλούν.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες το φαινόμενο των πυρκαγιών οφείλεται σε ένα σύμπλεγμα παραγόντων που έχει να κάνει, τόσο με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που δημιουργούν ένα φιλικό περιβάλλον για την εκδήλωση και την επέκτασή τους όσο και σε μέτρα πρόληψης. Όπως εξηγεί ο ερευνητής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, πυρομετεωρολόγος Θεόδωρος Γιάνναρος οι φετινές πυρκαγιές δεν αποτελούν έκπληξη για τους επιστήμονες, καθώς όπως τονίζει οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για την εκδήλωσή τους: «Η κλιματική αλλαγή, δεν είναι αυτή που «βάζει» τις φωτιές. Αυτό σημαίνει ότι η κλιματική αλλαγή δεν ευθύνεται για τις φωτιές, ωστόσο δημιουργεί ένα περιβάλλον που είναι εξαιρετικά φιλικό για τη φωτιά. Εάν μπει κάπου μια φωτιά είναι πολύ εύκολο, λόγω των περιβαλλοντικών συνθηκών που είναι επιβαρυμένες από την κλιματική αλλαγή, η φωτιά αυτή να αποκτήσει ένταση και τέτοια χαρακτηριστικά που να καταστεί ανεξέλεγκτη και επομένως δυνητικά καταστροφική. Μιλώντας αυστηρά πυρομετεωρολογικά, η έκταση που έχουν λάβει αυτήν τη στιγμή οι δασικές πυρκαγιές, η ένταση που έχουν και ο βαθμός δυσκολίας ελέγχου τους, εμένα προσωπικά δεν με εκπλήσσει. Καθώς είμαστε σε μια κατάσταση πάρα πολύ επιβαρυμένη. Είχαμε ένα δεκαπενθήμερο καύσωνα μέσα στον Ιούλιο. Η θερμοκρασία υποχώρησε κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών του Αυγούστου, χαμηλότερα από τις φυσιολογικές για την εποχή του θερμοκρασίες. Ωστόσο αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποσυμφορήσει πολύ απλά την κατάσταση την οποία βρίσκονται τα δασικά οικοσυστήματα της χώρας μας. Έτσι, με τη νέα άνοδο της θερμοκρασίας μπήκαμε πάλι σε μια κατάσταση πάρα πολύ υψηλής ευφλεκτότητας. Δηλαδή η ευκολία να υπάρχει ανάφλεξη είναι πάρα πολύ υψηλή, με αποτέλεσμα όπου υπήρχε πηγή ανάφλεξης, όπου υπήρχε φωτιά, και μιλάμε είτε για εμπρησμό από αμέλεια, είτε εμπρησμό από πρόθεση, είτε για αστοχίες μεταφοράς δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, ήταν πάρα πολύ εύκολο μετά, λόγω αυτών των συνθηκών να υπάρξει μια φωτιά με πολύ μεγάλη έκταση».
Όπως εξηγεί ο κ. Γιάνναρος, υπάρχουν τέσσερις περιβαλλοντικοί «διακόπτες» που ευνοούν την εκδήλωση πυρκαγιών.
Αναλυτικά, όπως εξηγεί πρόκειται για τους παρακάτω:
- Διαθέσιμότητα δασικών καυσίμων, δηλαδή αν υπάρχει βλάστηση να καεί. Αυτό, όπως αναφέρει ο κ. Γιάνναρος, είναι κάτι που καθορίζεται και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, δηλαδή ανάλογα εάν έχουμε αρκετές βροχές ή όχι. «Η αλήθεια είναι ότι το προηγούμενο καλοκαίρι είχαμε αρκετές βροχές. Και ο φετινός χειμώνας σε κάποιες περιοχές ήταν σχετικά υδατοφόρος, δεν είχαμε μια παρατεταμένη ανομβρία, με εξαίρεση την περιοχή της Θράκης που εκεί υπήρχε ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα ανομβρίας κατά τη διάρκεια του περυσινού χειμώνα».
- Η διαθέσιμη για καύση βλάστηση, αυτό είναι κάτι που πρέπει να παρακολουθείται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, εξηγεί «Διότι αυτό είναι στην πραγματικότητα που καθορίζει το πότε ξεκινάμε την αντιπυρική περίοδο. Η αντιπυρική περίοδος ξεκινάει παραδοσιακά 1 Μαΐου και σε κάποιες περιοχές της χώρας μας ξεκινάει νωρίτερα, αλλά δεν σημαίνει αυτόματα ότι τα δασικά καύσιμα μπαίνουν αυτόματα σε μια κατάσταση ευλεκτότητας που μπορούν να υποστηρίξουν τη φωτιά. Συμβαίνει συνήθως αυτό, αλλά πλέον μπορεί να συμβεί και νωρίτερα και μπορεί και σε κάποιες χρονιές να συμβεί και αργότερα. Γι’ αυτό επιμένουμε και λέμε ότι θα πρέπει να εξελιχθούν παρατηρησιακά δίκτυα, όπως αυτό που έχει η ομάδα μας, για να έχουμε μια διαρκής επιτήρηση των πυρομετρικών συνθηκών».
- Πηγές ανάφλεξης, όταν για παράδειγμα θα επιχειρήσει κάποιος να κάψει χόρτα, ενώ δεν πρέπει, ή να βγει να κάνει μπάρμπεκιου ή κάποιος εμπρησμός, αναφέρει.
- Πυρομετρικές συνθήκες, οι οποίες όπως λέει εάν είναι ευνοϊκές, η φωτιά θα αποκτήσει πολύ μεγάλη ένταση. «Δεν θα πρέπει να πέφτουμε από τα σύννεφα κάθε φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Διότι ότι συμβαίνει ως δια μαγείας σε μια μεγάλη δασική πυρκαγιά, σημαίνει ότι έχουμε φτάσει διαδοχικά σε βάθος χρόνου σε αυτήν τη κατάσταση. Δεν ξυπνήσαμε ξαφνικά, για παράδειγμα το Σάββατο, και ο Έβρος καιγόταν. Ο Έβρος ήταν σε μια εξαιρετικά εύφλεκτη κατάσταση, όλη η Θράκη μέσα στη χρονιά είχε τεράστιο πρόβλημα ανομβρίας στη συγκεκριμένη περιοχή. Το Σάββατο το απόγευμα είχαμε ξηρές καταιγίδες πάνω από την περιοχή, οι οποίες είχαν ελάχιστο ή και καθόλου νερό. Εάν είχαν νερό μιλάμε για ένα-δύο χιλιοστά, το οποίο μετεωρολογικά είναι αστείο, δεν έχει καμία επίπτωση στα δασικά καύσιμα. Είχαμε ξηρές καταιγίδες, πιθανότητα ξεκίνησαν από κεραυνό. Οπότε δεν ξυπνάμε ένα πρωί και βρήκαμε αυτό το περιβάλλον, έχει χτιστεί όλο αυτό σταδιακά μέσα στον χρόνο».
Οι φετινές καταστροφικές πυρκαγιές προμηνύουν παράλληλα και ένα δύσκολο χειμώνα καθώς:
«Από τη στιγμή που καίγεται μια δασική έκταση, και στην περιοχή της Πάρνηθας, οδηγεί σε μια υποβάθμιση των περιβαλλοντικών συνθηκών και ταυτόχρονα αυξάνει την επικινδυνότητα μέσα στον χειμώνα να έχουμε μια ακραία βροχόπτωση, που θα αυξάνει την πιθανότητα να έχουμε πλημμυρικά φαινόμενα».
Αναξιοποίητα τα επιστημονικά εργαλεία
Όμως, όπως υπογραμμίζει με έμφαση ο κ. Γιάνναρος, η επιστήμη έχει πλέον προχωρήσει και υπάρχουν διαθέσιμα εργαλεία και η τεχνογνωσία ειδικών που μπορούν αν αξιοποιηθούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του φαινόμενου, στην σκοπιά της πρόληψης, καθώς όπως διευκρινίζει πρόκειται για εργαλεία πρόγνωσης και έγκαιρης προειδοποίησης έκτακτων φαινομένων.
Το ένα σύστημα αφορά το δίκτυο αυτόνομων μετεωρολογικών σταθμών 500 σε όλη τη χώρα και το δεύτερο είναι το λεγόμενο σύστημα IRIS, ένα σύστημα ταχείας απόκρισης, το οποίο λαμβάνει υπόψη την αμφίδρομη αλληλεπίδραση καιρού – φωτιάς που αφορά στην πρόγνωση και την εξάπλωση της φωτιάς – σύστημα το οποίο όπως λέει χρησιμοποιήθηκε το 2019 και το 2020 και έκτοτε έμεινε στο συρτάρι.
Η αξιοποίησή τους θα μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα για τον περιορισμό του φαινομένου σε συνδυασμό βέβαια με μέτρα πρόληψης και πυροπροστασίας για τα οποία απαιτείται η συνεχής συνεργασία όλων – πολιτείας -αυτοδιοίκησης φορέων και πολιτών -.
Οι 500 σταθμοί όπως εξηγεί χρησιμεύουν στην επιτήρηση των πυρομετεωρολογικών συνθηκών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, αλλά και όταν εκδηλώνεται μια δασική πυρκαγιά και συνεχίζει λέγοντας: «Από το 2017 η ομάδα μας έχει αναπτύξει ένα πρωτότυπο προγνωστικό σύστημα ταχείας απόκρισης για την πρόγνωση της εξάπλωσης και της συμπεριφοράς των δασικών πυρκαγιών. Είναι το προγνωστικό σύστημα ΙΡΙΣ. Πρόκειται για ένα τυπικό μετεωρολογικό μοντέλο, σαν αυτά που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε την πρόγνωση του καιρού, επάνω στο οποίο έρχεται και «κουμπώνει» ένα μοντέλο για την εξάπλωση της φωτιάς. Με αυτόν τον τρόπο είμαστε σε θέση μέσα σε περίπου 60 ώρες από τη στιγμή που το μοντέλο ξεκινήσει να τρέχει, να δώσουμε μια πρόγνωση 24ωρη για το πως αναμένεται να εξαπλωθεί και να συμπεριφερθεί η φωτιά. Το σημαντικό είναι ότι το μοντέλο λαμβάνει την αλληλεπίδραση μεταξύ της φωτιάς και του καιρού ή αυτό που όλοι λένε ότι η φωτιά δημιουργεί τον δικό της καιρό. Επομένως, κάποια ή εάν όχι τα περισσότερα από τα φαινόμενα που παρατηρούμε, όπως είναι αυτό που συζητείται τις τελευταίες ώρες για την έκρηξη της δασικής πυρκαγιάς, το φαινόμενο της καμινάδας, η επίδραση των ανέμων στην εξάπλωση της φωτιάς. Δηλαδή φαινόμενα ακραίας συμπεριφοράς που σχετίζονται με το πως η φωτιά αλληλοεπιδρά με τον καιρό, δηλαδή πως μεταβάλλει τον καιρό και μετά πως μετά ο καιρός ξανά μεταβάλλει τη φωτιά και υπάρχει αυτός ο κύκλος. Το συγκεκριμένο μοντέλο μπορεί να το λάβει υπόψη. Είναι ένα μοντέλο το οποίο χρησιμοποιήθηκε το 2019 και το 2020 από το πυροσβεστικό σώμα με επιχειρησιακά και έδωσε προγνώσεις σε τουλάχιστον 40 δασικές πυρκαγιές σε όλη τη χώρα. Έχει πιστοποιηθεί η αξιοπιστία τους, έχουν ελεγχθεί τα αποτελέσματα των προγνώσεων με πραγματικά δεδομένα περιμέτρων πυρκαγιών και εξέλιξης πυρκαγιών. Τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά. Δεν λέμε ότι η χρήση ενός μοντέλου θα μας οδηγήσει αυτόματα σε μια αποδοτικότερη και ασφαλέστερη διαχείριση. Ωστόσο είναι ένα εργαλείο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Επίσης, έχουμε και τα μοντέλα πρόγνωσης του καιρού, τα οποία αξιοποιούμε για να έχουμε πυρομετεωρολογικές πρόγνωσης, δηλαδή να γνωρίζουμε πως αναμένεται και στις επόμενες ώρες και σε βάθος χρόνου τριών και πέντε ημερών, να εξελιχθούν οι πυρομετεωρολογικές συνθήκες και να μπορούμε να κάνουμε πολύ λεπτομερή αποτύπωση της επικινδυνότητας που υπάρχει για δασικές πυρκαγιές σε ένα επίπεδο χωρικής ανάλυσης, σε κουτάκια φανταστείτε το για την Ελλάδα, δύο επί δύο τετραγωνικά χιλιόμετρα. Τα εργαλεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν το 2019 και το 2020 και εκ τότε παραμένουν αναξιοποίητα» είπε ενώ ερωτώμενος σχετικά με τον λόγο που δεν χρησιμοποιούνται ο κ. Γιάνναρος μας παρέπεμψε στους υπεύθυνους για τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών, δηλαδή το πυροσβεστικό σώμα και για την πολιτική προστασία γενικότερα.
Καταλήγοντας, πρόσθεσε ότι: «Υπάρχουν αυτήν τη στιγμή έτοιμα διαθέσιμα εργαλεία. Αναφερθήκαμε σε αυτά που έχει η ομάδα μας στο Αστεροσκοπείο Αθηνών. Είμαι βέβαιος ότι και σε άλλους ερευνητικούς χώρους, όπως στα πανεπιστήμια, υπάρχουν επίσης εργαλεία τα οποία μπορούν και πρέπει να συνεισφέρουν».
Από την πλευρά του ο Κώστας Λαγουβάρδος Διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών,τόνισε οτι :« Η Ελλάδα διαθέτει μοντέλα πολύ υψηλής ανάλυσης. Διαθέτει προηγμένα επιστημονικά εργαλεία. Το πρόβλημα είναι οτι αυτά δεν αξιοποιούνται από την πολιτεία. Χρειάζονται συνεργασίες. Και σε κεντρικό επίπεδο αλλά κυρίως σε περιφερειακό επίπεδο. Στο ΄Ρέθυμνο εγκαταστήσαμε το σύστημα πρόγνωσης μετεωρολογικών δεδομένων. Κατά την γνώμη μου, αυτό καλό θα ήταν να γίνει σε επίπεδο Περιφέρειας. Οι συνεργασίες θα πρέπει να γίνουν με τις περιφέρειες, και με την κεντρική πολιτική προστασία ώστε να χρησιμοποιούν τα εργαλεία που τους δίνουμε».
Η προετοιμασία και δράσεις για την αντιπυρική περίοδο πρέπει να ξεκινούν την 1η Νοεμβρίου κάθε έτους
Η προετοιμασία και οι δράσεις δεν πρέπει να ξεκινούν τον Απρίλιο η και τον Μάιο αλλά ήδη από την 1η Νοεμβρίου, αμέσως δηλαδή μόλις τελειώσει η προηγούμενη αντιπυρική περίοδος.
«Από την 1η Νοεμβρίου του 2023 θα πρέπει να καθίσουν οι επιχειρησιακοί και οι ερευνητικοί χώροι όλης της χώρας στο ίδιο τραπέζι, να δουν τι έχει ο καθένας να συνεισφέρει ήδη έτοιμο και να ξεκινήσουμε να τα αξιοποιούμαι. Η προετοιμασία για μια αντιπυρική περίοδο ξεκινάει από τη στιγμή που τελειώνει η προηγούμενη. Θυμόμαστε ξαφνικά κάπου στον Απρίλιο και στον Μάιο να ξεκινήσουμε την προετοιμασία, ανάλογα βέβαια και με τις καιρικές συνθήκες. Εάν για παράδειγμα έχουμε μια θερμή άνοιξη στην οποία ξεκινάει η αντιπυρική περίοδος και να δηλώνουμε ότι είμαστε καθ’ όλα έτοιμοι θα πρέπει να ξεκινάει η προετοιμασία από νωρίς, σε αυτήν την περίπτωση από την 1η Νοεμβρίου του 2023» τόνισε.
Σίγουρα όπως λέει ο κ. Γιάνναρος, δεν μπορεί να είναι ξεκάθαρο το τοπίο από τώρα για το τι θα συμβεί τον χειμώνα ωστόσο θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και τα φετινά καταστροφικά φαινόμενα των πυρκαγιών, τα οποία προϊδεάζουν ότι θα υπάρξουν παρόμοιες συνθήκες στο μέλλον.
Ο κ. Γιάνναρος εκτιμά ότι η αντιπυρική προστασία ξεκινά από τους ίδιους του δήμους και φυσικά απαιτείται η συνεργασία όλων των φορέων. Ήδη ο δήμος Ρεθύμνου έχει προμηθευτεί και έχει εγκαταστήσει τον εξοπλισμό με μετεωρολογικούς σταθμούς και σταθμήμετρα για να παρακολουθεί τα μετεωρολογικά δεδομένα: «Τα εργαλεία αυτά, θα ήταν σκόπιμο και ιδιαιτέρων χρήσιμο, να αρχίσουν να αξιοποιούνται και σε τοπικό επίπεδο. Ξεκινώντας από το πρώτο επίπεδο που είναι οι δήμοι. Θεωρώ ότι η αντιπυρική προστασία ξεκινάει από εκείνο το επίπεδο. Ο δήμος Ρεθύμνης, εάν έχει συνεργασία και με τη δική μας την ομάδα στο αστεροσκοπείο Αθηνών, για την παρουσία ενός τέτοιου συστήματος έγκυρης προειδοποίησης το οποίο περιλαμβάνει πληροφορία για την επικινδυνότητα δασικών πυρκαγιών. Το σύστημα αυτό είναι προσιτό (σε ό,τι αφορά το κόστος) για τους δήμους και δεν έχει καμία σχέση με το κόστος που έχει μια οποιαδήποτε φυσική καταστροφή. Μιλάμε για μια καταστροφική δασική πυρκαγιά και μιλάμε για μια καταστροφική πλημμύρα που το κόστος είναι πολύ υψηλότερο. Το κόστος του να λειτουργείς και να έχεις ένα τέτοιο σύστημα είναι χαμηλότερο από το να μην έχεις ένα τέτοιο σύστημα και να τρέχεις να μαζέψεις όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις, αυτές που μαζεύονται, γιατί οι ανθρώπινες ζωές δυστυχώς δεν μπορούν να γυρίσουν πίσω».
Η κλιματική αλλαγή αυξάνει την τρωτότητα των δασών
Η Κρήτη δεν είναι περισσότερη ευάλωτη από άλλες περιοχές της Ελλάδας σε ό,τι αφορά τις πυρκαγιές, παρότι έχουν καταγράφει μεγάλες δασικές πυρκαγιές, ειδικά στα νότια του νομού Ρεθύμνου. Σύμφωνα με τον ερευνητή του εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Θ. Γιάνναρο οι πυρκαγιές στην Ελλάδα εμφανίζονται περισσότερο στις περιοχές ανάμεσα στην κορυφή του Έβρου και νοτιοδυτικά φτάνοντας στην Εύβοια, στην Αττική, Φθιώτιδα, Βοιωτία, Φωκίδα, καθώς και σε ένα μεγάλο κομμάτι της ανατολικής Πελοποννήσου, Κορινθία, Αργολίδα, τμήματα της Αρκαδίας και της Λακωνίας. Αυτό είναι σύμφωνα με τον ίδιο το περισσότερο ευάλωτο κομμάτι διαχρονικά. «Εάν δούμε τις καμένες εκτάσεις είναι το κομμάτι το οποίο εμφανίζει τη μεγαλύτερη τρωτότητα σε δασικές πυρκαγιές. Φυσικά υπάρχουν κομμάτια της δυτικής Πελοποννήσου, όπως είναι η Αχαΐα, όπου είχανε μεγάλες δασικές πυρκαγιές. Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αργά η γρήγορα θα αυξήσει και την τρωτότητα δασών τα οποία μέχρι στιγμής δεν ήταν ευαίσθητα σε πυρκαγιές. Δηλαδή και σε πιο βόρεια γεωγραφικά πλάτη της χώρας μας και σε πιο βόρεια γεωγραφικά πλάτη της Ευρώπης».