Οι Κουρμούληδες ήταν μια πλούσια και σημαντική κρητική οικογένεια γαιοκτημόνων και κτηνοτρόφων της Μεσαράς, περιοχής που άκμαζε ήδη από την εποχή της Βενετοκρατίας. Λένε ότι τις παραμονές του Μεγάλου Ξεσηκωμού, το 1821, αριθμούσαν περί τις εκατό οικογένειες, όλες τους από την ίδια ρίζα προερχόμενες. Λένε, ακόμα, ότι οι Κουρμούληδες είχαν συγγένεια με τους Βλαστούς, των οποίων η οικογένεια προερχόταν από ένα από τα δώδεκα αρχοντόπουλα του Βυζαντίου, αλλά και προς τους περίφημους Ψαρομηλίγγους.
Οι Κουρμούληδες πολύ ενωρίς μετά την οθωμανική κατάκτηση – γύρω στα 1680 – εξισλαμίστηκαν, αναδεικνύοντας στο εξής μπέηδες και αγάδες ανάμεσά τους, διατήρησαν, ωστόσο, την κρυπτοχριστιανική τους ιδιότητα, και έμειναν γνωστοί για την αυστηρότατη εμμονή τους στη χριστιανική πίστη και για την προστασία που επιφύλασσαν μυστικά στους κρυπτοχριστιανούς και σε κάθε χριστιανό της Κρήτης. Τιμωρούσαν, δηλαδή, σκληρά και δεν δειλιούσαν και να χτυπήσουν στα φανερά έναν γενίτσαρο πού μάθαιναν ότι κακουργούσε εναντίον κάποιου χριστιανού, βρίσκοντας κάποιαν αιτία κάθε φορά από διάφορες άλλες πράξεις των γενιτσάρων, ώστε να μην αποκαλύπτεται ποτέ η κρυπτοχριστιανική τους ταυτότητα, πού τη γνώριζαν μόνο πολλοί λίγοι χριστιανοί και κληρικοί, εκτός απ’ αυτούς τους ίδιους τους κρυπτοχριστιανούς, πού όλοι τους, φυσικά, αναγνωρίζονταν μεταξύ τους. Έτσι, σε κάθε περίπτωση, οι Κουρμούληδες είχαν έτοιμη τη δικαιολογία ότι, τάχατες, ο «πολυχρονεμένος μας Πατισάχ» για όλο τον λαό του επιφυλάσσει την ίδια προστασία και ευφυώς και με πολλήν επιδεξιότητα αντιμετώπιζαν τις κατηγορίες και εξευμένιζαν τους αρμοδίους, για να τους ελέγχουν με δώρα και εκδουλεύσεις και εξυπηρετώντας, με τον τρόπον αυτόν, σταθερά τα συμφέροντα των Ελλήνων χριστιανών αδελφών τους.
Πάντως, και παρόλες αυτές τις προφυλάξεις τους, κάποιες πράξεις τους, κάποτε, εξέθεταν τους κρυπτοχριστιανούς προστάτες των Χριστιανών σε σοβαρούς κινδύνους, όταν οι Τούρκοι τους υποπτεύονταν και τους θεωρούσαν ότι αυτοί ήταν οι αίτιοι ή οι κρυφοί φονιάδες αρκετών ομοεθνών τους γενιτσάρων, οι οποίοι κάθε τόσο βρίσκονταν σκοτωμένοι σε ενέδρες εδώ κι εκεί στα χωράφια.
Αρχηγός της μεγάλης αυτής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας κατά τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης ήταν ο περίφημος Μιχαήλ Κουρμούλης (1765- 1824), ο μέχρι τότε επιφανής Οθωμανός άρχοντας Χουσεΐν μπέης (εικ. 1). Είχε τη φήμη του καλύτερου ιππέα της Κρήτης και ήταν διοικητής ενός τουρκικού συντάγματος. Το παράστημά του ήταν επίσημο και επιβλητικό και ήταν σεβαστός από όλους, Τούρκους και Χριστιανούς. Διέθετε μεγάλη δύναμη στη Μεσαρά και συμμετείχε μυστικά στην προετοιμασία της εξέγερσης στην Κρήτη, όντας μέλος της Φιλικής Εταιρείας από το 1818. Το Πάσχα του 1821, και ενώ βρισκόταν στα Χανιά, φανέρωσε δημόσια τη χριστιανική του ταυτότητα και με την έναρξη της επανάστασης στην Κρήτη, τέθηκε επικεφαλής της οικογένειας των Κουρμούληδων, καθώς και των υπόλοιπων Μεσαριτών. Όταν, όμως, στα 1824, η επανάσταση στην Κρήτη καταπνίγηκε, προσωρινά, ο Μιχαήλ Κουρμούλης κατέφυγε μαζί με τον Αρμοστή Εμμανουήλ Τομπάζη στην Ύδρα, όπου πέθανε την 1η Ιουλίου 1824 από τη θλίψη και τα τραύματά του, «στερούμενος και αυτού του επιουσίου άρτου».
Άλλοι επιφανείς, εκτός του Μιχαήλ, Κουρμούληδες είναι οι εξής:
α) Ο γιος του Δημήτριος, που, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ανέλαβε να συνεχίσει τον αγώνα του στην Κρήτη. Τελικά, σκοτώθηκε στη μάχη του Φαλήρου με δεκάδες άλλους Κρητικούς.
β) Ο νεότερος αδελφός του Γεώργιος.
γ) Ο Μανόλης, γιος του Γεωργίου Κουρμούλη, που πολέμησε στο πλευρό του θείου του Μιχαήλ και του εξαδέλφου του Δημητρίου στη Μάχη του Φαλήρου, κατέβηκε και πάλι στην Κρήτη και σκοτώθηκε στην μάχη του Μοχού (9-12-1827).
Ως κρυπτοχριστιανοί, λοιπόν, ή «μυστικοί χριστιανοί» – όπως τους αποκαλεί το συναξάριό τους – και οι άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες ήταν «Κουρμούληδες» και διατηρούσαν στενές σχέσεις με το χωριό Κουσές των Αστερουσίων, εξήντα δύο χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης του Ηρακλείου, έδρα της μεγάλης αυτής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας. Από εδώ, λοιπόν, από τον Κουσέ, και οι Άγιοί μας έλκουν την κρυπτοχριστιανική τους ιδιότητα, εκ των κρυπτοχριστιανών, δηλαδή, αρχηγών και προστατών τους Κουρμούληδων τού εν λόγω χωριού.
Για τον λόγο αυτόν, οι Τέσσερις Νεομάρτυρες ερχόντουσαν τακτικά στον Κουσέ, για να εκτελέσουν εδώ απαρατήρητοι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, στους δύο μεγάλους πύργους – γνωστούς και ως «Πύργους των Κουρμούληδων» – που διέθεταν πολεμίστρες και πλούσιους αποθηκευτικούς χώρους και συνεχίζουν να διατηρούνται σε καλή κατάσταση μέχρι και σήμερα (εικ. 2). Δίπλα στον έναν από αυτούς και σε υπόγεια κατακόμβη, υπήρχε μυστική εκκλησία της Αγίας Πελαγίας, στην οποία μπορούσαν απαρατήρητοι και υπό την προστασία των Κουρμούληδων προστατών τους να παντρεύονται και να βαπτίζουν τα παιδιά τους, με ειδικούς, πάντοτε, έμπιστους ιερείς, προερχόμενους από άλλες μακρινές περιοχές (συνήθως από την ανατολική Κρήτη), και να παρακολουθούν τη θεία λειτουργία, να εξομολογούνται και να κοινωνούν των θείων μυστηρίων.
Ώστε οι Κρήτες κρυπτοχριστιανοί, οι οποίοι απέπτυαν τον μωαμεθανισμό επί Τουρκοκρατίας, είχαν στο εξής ως αρχηγούς και προστάτες τους τούς αδελφούς Κουρμούληδες τής Μεσαράς, κυρίους πολυάριθμων κολλίγων (δηλαδή δούλων κρυπτοχριστιανών), που και εκείνοι με τη σειρά τους ονομάζονταν «Κουρμούληδες». Όπως, μάλιστα, δίδαξε ο Στέφανος Ξανθουδίδης, οι υπαγόμενοι επί Ενετοκρατίας σε έναν φεουδάρχη λάμβαναν το επώνυμό του και από αυτό, ακριβώς, εξηγείται η πληθώρα των Καλλέργηδων, Σκορδιλών, Βαρούχηδων κ.ά., που, ως χωρικοί και δουλοπάροικοι, λάμβαναν τα ονόματα των ευγενών αυτών οικογενειών στις οποίες υπάγονταν και δούλευαν.
Κατά τον ίδιο, λοιπόν, τρόπο, «Κουρμούληδες» ονομάστηκαν και οι κρυπτοχριστιανοί Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες των Μελάμπων, που τέθηκαν δουλοπάροικοι και υπό την προστασία της ισχυρής αυτής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας τής Μεσαράς και με το όνομα αυτό τούς αποκάλεσε και ο γνωστός Άγγλος περιηγητής Robert Pashley, που περιόδευε ανά την Κρήτη και το Ρέθυμνο στα 1834, άρα, δέκα, μόλις, χρόνια μετά το μαρτύριό τους (1824). Ο Pashley αντλούσε τις πληροφορίες του από το άμεσό του περιβάλλον (που και έτσι, προφανώς, γνώριζε τους Τέσσερις Μάρτυρες. ως «Κουρμούληδες») και έτσι τους ονόμασε κι εκείνος, θέλοντας να δείξει ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί και όχι Ρετζέπηδες μουσουλμάνοι. Πιθανόν, βέβαια, να μη γνώριζε και το κρητικό τους επώνυμο (γιατί, αλλιώς, είναι βέβαιο ότι θα το παρέθετε και αυτό), που – όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο μας – ήταν «Βλατάκης».
www.ret-anadromes.blogspot.com