Του ΓΙΩΡΓΗ ΤΣΙΓΔΙΝΟΥ
α. Η διαμάχη δύο φεουδαρχών για τις Μέλαμπες
Άκρως αποκαλυπτική από το μακρινό παρελθόν των Μελάμπων κατά την ύστερη Βενετοκρατία είναι η ιστορία που ακολουθεί. Είναι όμως κι ενδεικτική των συνθηκών που βίωναν οι κάτοικοι της υπαίθρου στο Νησί μας κατά τον 16ο αιώνα, μια και όσα συνέβαιναν τότε στις Μέλαμπες ήταν μικρογραφία της μεγάλης εικόνας σ’ ολόκληρη την Κρήτη. Σήμερα σχολιάζοντας τα γεγονότα αυτά με κάποια δόση σκωπτικής διάθεσης θα λέγαμε: «Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχερώνα!»
Η ιστορία αυτή αρχίζει να παίρνει διαστάσεις την 25η Απριλίου του έτους 1575. Τότε παρουσιάστηκε στις αρμόδιες αρχές στο Ρέθυμνο ο Κωνσταντής Μοσχονάς (Constantin Moscona) του Γιώργη από τις Μέλαμπες, ως εκπρόσωπος κι άλλων κατοίκων του χωριού του και υπέβαλε έγγραφη καταγγελία εναντίων των αδελφών Τζουάνε και Νικολού Σαγκουϊνάτσων, για διάφορες έκνομες πράξεις που είχαν διαπράξει σε βάρος κατοίκων των Μελάμπων κατά τα τελευταία χρόνια. Μεταξύ των καταγγελιών αναφέρονται βιαιοπραγίες σε άντρες και γυναίκες, κλοπές ζώων και περιουσιακών στοιχείων, παράνομη είσπραξη χρηματικών ποσών, εκβιασμοί, ξυλοδαρμοί και μία απόπειρα δολοφονίας κατά του Βασίλη Ψαχνού (Vassili Psaghno), στο σπίτι του οποίου πήγαν ένοπλοι με σπαθιά, ασπίδες και τόξα και αφού έσπασαν βίαια την πόρτα μπήκαν μέσα με σκοπό να τον σκοτώσουν με την κατηγορία, η οποία μάλιστα αγγίζει και τα όρια της φαιδρότητας, ότι ο καημένος ο Ψαχνός φαίνεται να βγήκε κάποια στιγμή στο κέφι κι άρχισε να τραγουδάει, ενώ αυτοί πενθούσαν για τον θάνατο του αδελφού τους…..
Μ’ αφορμή όμως την καταγγελία αυτή μαθαίνομε και τα πραγματικά αίτια της όξυνσης των σχέσεων μεταξύ των αποίκων-κατακτητών Σαγκουϊνάτσων με τους ντόπιους κατοίκους της περιοχής των Μελάμπων. Για κάποιο διάστημα πριν από το έτος 1570 οι Μέλαμπες αποτέλεσαν περιουσιακό στοιχείο (φέουδο) του ευγενή Ματθαίου Καλλέργη, η κτηματική περιουσία του οποίου, κυρίως στο διαμέρισμα του Ρεθύμνου, ήταν τεράστια. Οι αδελφοί Τζουάνε και Νικολό Σαγκουϊνάτσοι αμφισβήτησαν την κυριότητα του Ματθαίου Καλλέργη στις Μέλαμπες και κινήθηκαν δικαστικά. Η αντιπαλότητα έλαβε οξύτατη μορφή γιατί οι Μελαμπιανοί συντάχθηκαν με το μέρος του ελληνορθόδοξου Καλλέργη, ακολουθώντας τη ρήση «το μη χείρον βέλτιστον» και ο Γεωργιλάς Καλλέργης σκότωσε έναν αδελφό των Τζουάνε και Νικολού Σαγκουϊνάτσων. Οι Σαγκουϊνάτσοι όμως πέτυχαν τον στόχο τους, το δικαστήριο τους δικαίωσε και το έτος 1573 επανήλθαν οι Μέλαμπες στην κυριότητά τους. Φαίνεται τότε ότι απαίτησαν και πήραν ένα σεβαστό χρηματικό ποσό (250 υπέρπυρα, δηλαδή χρυσά Βυζαντινά νομίσματα) από τους Μελαμπιανούς, προκειμένου -λέει- να επέλθει ειρήνη μεταξύ τους. Όλα αυτά τα ιστορικά στοιχεία και άλλα πολλά για την περιοχή αναφέρονται στο άρθρο του ερευνητή Κώστα Γ. Τσικνάκη «Στοιχεία από την καθημερινή ζωή στις Μέλαμπες στα τέλη του 16ου αιώνα». (Τσικνάκης 2014, 555-572) (1)
β. Οι Μέλαμπες κατά την πρώιμη Βενετοκρατία (13ος – 14ος αιώνας)
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες μας για τις Μέλαμπες, αλλά και ολόκληρη την επαρχία Αγίου Βασιλείου, κατά την περίοδο αυτή. Γνωρίζομε βέβαια ότι το χωριό υπήρχε και ήταν ακμαιότατο. Φαίνεται δε τούτο από τον κατάγραφο ναό της Αγίας Παρασκευής, που είναι και το αρχαιότερο μνημείο του χωριού, στην τοιχογράφηση του οποίου αναγνωρίζεται ο σπουδαίος αγιογράφος Μιχαήλ Βενέρης από τα Χανιά, ο οποίος εργάστηκε σε τρεις ναούς στην περιοχή Αγίου Βασιλείου μεταξύ των ετών 1315-1320. (Ανδριανάκης 2014, 37). Φαίνεται επίσης, ότι οι Μέλαμπες δεν αποτέλεσαν στοιχείο της γνωστής Συνθήκης των Δύο Συβρίτων, που υπογράφηκε μεταξύ των Βενετών και των επαναστατών Σκορδίληδων, Μελισσηνών και Αρκολέων κατά τον εξάχρονο αγώνα 1228-1234 (Τσιγδινός 2019, 165). (2) Απεναντίας υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις, ότι η περιοχή αυτή είχε σχέση με την οικογένεια Καλλέργη και κατά συνέπεια η διεκδίκηση του Ματθαίου Καλλέργη, που προαναφέραμε, να είχε βαθύτερα ερείσματα, άσχετα με τη δικαστική απόφαση ή οποία μπορεί να ήτανε μεροληπτική. Για του λόγου το αληθές αναφέρω τους δύο νερόμυλους στη γειτονική με τις Μέλαμπες, Κρύα Βρύση, έργο δύο αδελφών από την οικογένεια Καλλέργη, που προφανώς κτίστηκαν κατά την περίοδο της παντοδυναμίας της οικογένειας, δηλαδή την περίοδο της Βενετοκρατίας. Μάλιστα μεταξύ σοβαρού και αστείου ακούγεται μέχρι σήμερα στην Κρύα Βρύση η φράση: «Για ένα πρατικόν αλεύρι, μύλον έχτισ’ ο Καλλέργης», ο δε μύλος αναφέρεται μέχρι σήμερα με το μικροτοπωνύμιο «ο μύλος του Καλλέργη». (Συλλογική εργασία, Κρύα Βρύση, 2013, 57-58). Στο δε Οθωμανικό Κτηματολόγιο (Τ.Τ. 822) το έτος 1670 καταγράφεται να κατοικεί ακόμα στις Μέλαμπες ο Γεράσιμος Καλλέργης (Yerasimo Kalergi).
γ. Οι άποικοι Σαγκουϊνάτσοι στον ‘Αη Βασίλη
Σύμφωνα με το άρθρο του Ερρίκου Μοάτσου «Αι αρχοντικαί οικογένειαι του Ρεθύμνου επί Βενετοκρατίας» (Γ’ Διεθνές Κρητολογικό Συένδριο, 18-23/9/1971, τομ.Β΄, σελ. 297-221) οι Σαγκουϊνάτσοι, που είναι η σημερινή οικογένεια των Σαουνάτσων, ήταν εξ αποίκων ευγενών εκ Παδούης της Ιταλίας, οι οποίοι πρέπει να ήρθαν στην Κρήτη κατά την ύστερη Βενετοκρατία. Κατοίκησαν αρχικά στο Ρέθυμνο, το δε φέουδό τους στον Άη Βασίλη περιλάμβανε τις Μέλαμπες, την Κρύα Βρύση, τον Κισσό και το Πανωχώρι στο Σπήλι, εξ ου και η ονομασία Σπήλι Σαγκουϊνάτσων (Srili Sanguinaco), όπως αναφέρεται σε απογραφή του έτους 1630. Επίσης υπάρχουν πολλά νοταριακά έγγραφα, σύμφωνα με τα οποία κάποιοι από αυτούς διατηρούσαν οικογενειακό τάφο στο μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος στον Κισσό και το είχαν τρόπον τινά υπό την προστασία τους.
δ. Η αποκρυπτογράφηση της απογραφής του Καστροφύλακα του έτους 1583
Η γνωστή πληθυσμιακή απογραφή του Καστροφύλακα το έτος 1583 κατατάσσει τις Μέλαμπες στη δεύτερη θέση στην επαρχία Αγίου Βασιλείου με 338 κατοίκους, ενώ πρώτο χωριό ήταν τ’ Ακούμια με 464 κατοίκους. Οι λεπτομερείς απογραφές των χρόνων εκείνων (Francesco Barozzi 1577 και Πέτρου Καστροφύλακα 1583) έχουν να κάνουν με τον διαφαινόμενο και ορατό πια κίνδυνο της τουρκικής εισβολής στην Κρήτη, μετά τον τέταρτο βενετοτουρκικό πόλεμο 1570-1573. Στην απογραφή του ο Καστροφύλακας κατατάσσει τον πληθυσμό της Κρήτης, προφανώς σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε από τους Βενετούς, σε τέσσερις στήλες, ας πούμε κατηγορίες. Στους ενήλικες άντρες από 14-60 ετών, στις γυναίκες όλων των ηλικιών, στα ανήλικα αγόρια μέχρι 13 ετών και στους γέροντες άντρες άνω των 60 ετών. Σύμφωνα με την καταγραφή αυτή στις Μέλαμπες έμεναν τότε 95 άνδρες, 170 γυναίκες, 60 ανήλικοι άρρενες και μόλις 13 άτομα ήταν οι ηλικιωμένοι (άρρενες) πάνω από 60 ετών. Φαίνεται ξεκάθαρα εδώ, ότι το ενδιαφέρον των Βενετών, ήταν στραμμένο στον αντρικό πληθυσμό του νησιού, αυτός τους ενδιέφερε, αυτόν υπολόγιζαν κι αυτόν εκμεταλλευόταν με κάθε τρόπο, είτε στις παντοειδείς αγγαρείες (προς το κράτος και τους τοπικούς φεουδάρχες), είτε στο να επανδρώνουν και να διατηρούν σκοπιές σε επίκαιρα σημεία του Νησιού, είτε στην επαχθή υποχρεωτική ναυτολόγησή του ως κωπηλάτες στις βενετικές γαλέρες, τις οποίες κάθε χρόνο εξόπλιζαν στην Κρήτη και ήταν υποχρεωμένος κάθε ενήλικας άντρας από τον αγροτικό πληθυσμό του νησιού να υπηρετεί ως κωπηλάτης κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Οι συνθήκες εργασίας όσων υπηρετούσαν στις γαλέρες ήταν απάνθρωπες. Κωπηλατούσαν ασταμάτητα, πολλές φορές κάτω από άσχημες καιρικές συνθήκες, η δε διατροφή τους ήταν αμφίβολης ποιότητας. Πολλοί κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αρρώσταιναν και πέθαιναν. Ο εν ενεργεία αντρικός πληθυσμός από 14-60 ετών του χωριού είναι αισθητά μειωμένος σε σχέση με αυτόν που θα μπορούσε υπό ομαλές συνθήκες να είναι.
Ωστόσο, προκειμένου να αποκρυπτογραφηθούν τα στοιχεία της απογραφής και να φανεί η φθορά του πληθυσμού θα πρέπει να πούμε ότι, από το έτος 1570 μέχρι το 1583, που έγινε η απογραφή, στις Μέλαμπες καταγράφεται ότι γεννήθηκαν 60 ανήλικα αγόρια. Οι ενήλικοι από 14 – 60 ετών είχαν γεννηθεί μεταξύ των ετών 1523 και 1569. Το διάστημα των 46 αυτών ετών κατ’ αναλογία θα έπρεπε να είχαν γεννηθεί τουλάχιστον 210-220 άτομα (άρρενες). Καταγράφονται όμως στη ζωή μόνο 95! Αν εξαιρέσομε τη φυσιολογική φθορά, ένα μεγάλο μέρος από τους υπόλοιπους είτε υπηρετούσε, είτε «καταναλώθηκε» στα καταναγκαστικά έργα των Βενετών και κάτω από σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες. Αλλά και η εικόνα που δείχνει η τελευταία στήλη στην απογραφή με την ένδειξη «γέροντες», η οποία αφορά αποκλειστικά τον απόμαχο και ανήμπορο για εργασία ανδρικό πληθυσμό άνω των 60 ετών, συνηγορεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι συνθήκες αυτές είχαν συντελέσει στη μείωση του ανδρικού πληθυσμού του νησιού, μια και η εικόνα που καταγράφεται στις Μέλαμπες είναι μικρογραφία της κατάστασης που επικρατούσε σ’ ολόκληρη την Κρήτη.
ε. Η αμπελοκαλλιέργεια στις Μέλαμπες
Κάτι το πολύ θετικό το οποίο πρέπει να πιστωθεί στους Βενετούς είναι, ότι οργάνωσαν παραγωγικά την Κρήτη. Σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο του Κώστα Τσικνάκη οι κάτοικοι της υπαίθρου ως τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα έσπερναν σιτάρι, αλλά και η καλλιέργεια της ελιάς ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Από τότε άρχισαν σταδιακά να επιδίδονται στην αμπελοκαλλιέργεια σ’ ολόκληρο το Νησί αποκομίζοντας αξιόλογα κέρδη. Αυτό αποτυπώνεται πιο ξεκάθαρα στο Οθωμανικό Κτηματολόγιο (Τ.Τ.822) ενάμισι αιώνα αργότερα (έτος 1670). Οι εικόνα που παρουσιάζουν τότε οι Μέλαμπες στον αγροτο-παραγωγικό τομέα είναι ξεκάθαρη. Η στροφή στην αμπελοκαλλιέργεια είχε ήδη συντελεστεί και φαίνεται τούτο, γιατί έχουν τη μεγαλύτερη έκταση αμπελώνων στην επαρχία, η οποία ανέρχεται σε 124 τσερίπια (Cerib) -περίπου εκατό στρέμματα- με δεύτερο χωριό τα Σελλιά με 100,5 τσερίπια και τρίτο τ’ Ακούμια-Βρύσες με 87 τσερίπια. Δε γνωρίζομε όμως πια ποικιλία αμπελιού καλλιεργούσαν τότε και αν η ποικιλία «βιδιανό» με την οποία συνεχίζουν μέχρι σήμερα τη μακραίωνη παράδοση στην αμπελοκαλλιέργεια οι Μελαμπιανοί υπήρχε τότε. Απεναντίας οι Μέλαμπες τότε υστερούσαν σε αριθμό ελαιοδένδρων μια και καταγράφονται μόνο με 225 δέντρα, όταν οι Ατσιπάδες (Πάνω και Κάτω) καταγράφονται τότε με 912 και το Σπήλι με 609 δέντρα.
στ. Το μετόχι Μελισσουργάκι και οικογενειακά ονόματα Μελαμπιανών από τον 16ο αιώνα
Την περίοδο της Βενετοκρατίας δεν υπήρχε ο οικισμός Αγία Γαλήνη και κατά συνέπεια η κτηματική περιφέρεια των Μελάμπων επεκτεινόταν μέχρι εκεί. Ωστόσο, τέσσερα περίπου χιλιόμετρα πριν από την Αγία Γαλήνη, δίπλα από τον νέο κεντρικό δρόμο αναφέρεται στο Οθωμανικό Κτηματολόγιο το μετόχι Μελισσουργάκι, το οποίο ήταν κατοικημένο τότε και καταγράφεται μαζί με τις Μέλαμπες. Φαίνεται, ότι υπήρχε εκεί παλαιότερα Μοναστήρι της Θεοτόκου. Σήμερα σώζεται ανακαινισμένη τρίδυμη (τριμάρτυρη) εκκλησία και κάποια ερείπια γύρω απ’ αυτήν. (Κρυοβρυσανάκης 2017, 96-97)
Σε έγγραφα της περιόδου στην οποία αναφερόμαστε (16ος και 17ος αι.) αναφέρονται πολλά οικογενειακά ονόματα κατοίκων των Μελάμπων. Προφανώς δεν μπορώ ν’ αναφερθώ σε όλα. Πολλές οικογένειες απ’ αυτές είτε μετακόμισαν σε άλλη περιοχή, όπως οι οικογένειες Μοσχονά, Καλλέργη κ.λπ., είτε δεν άφησαν απογόνους και χάθηκαν. Ένας μικρός αριθμός, ωστόσο, οικογενειών που αναφέρεται να κατοικεί τότε στις Μέλαμπες, διατηρείται μέχρι σήμερα, δηλαδή υπάρχει ιστορική συνέχεια 350 – 450 χρόνων, για τούτο θ’ αναφερθώ μόνο σ’ αυτές.
– Η οικογένεια Μπαγιαρτάκη: Η οικογένεια αναφέρεται να κατοικεί στις Μέλαμπες τουλάχιστον από το έτος 1575. Τότε αναφέρονται οι Γιάννης Παγιάρτης (Giannis Pagiarti), ο Μανόλης Παγιάρτης (Manoli Pagiarti) και ο Νικόλας Παγιάρτης (Nikola Pagiarti). Προφανώς πρόκειται για την οικογένεια Μπαγιαρτάκη, η οποία υφίσταται μέχρι σήμερα.
– Η οικογένεια Βούλγαρη – Βουλγαράκη: Αναφέρεται και αυτή στις Μέλαμπες τουλάχιστον από το έτος 1575. Τότε καταγράφονται τα ονόματα των Νικόλα Βούλγαρη (Nikola Vurgari) και Μανόλη Βούλγαρη (Manoli Vurgari). H οικογένεια Βουλγαράκη υφίσταται μέχρι σήμερα.
– Η οικογένεια Μπεργαδή – Βεργαδή: Αναφέρεται το οικογενειακό όνομα (Bergadi, Bergati, Bergadopula) στο Οθωμανικό Κτηματολόγιο το 1670 και κατοικούσαν στις Μέλαμπες τότε αρκετά μέλη της.
– Η οικογένεια Αυγουστάκη: Αναφέρεται το οικογενειακό όνομα (Agusti, Agustipula) στο Οθωμανικό Κτηματολόγιο το 1670 και κατοικούσαν στις Μέλαμπες τότε αρκετά μέλη της οικογένειας. Προφανώς πρόκειται για το οικογενειακό όνομα Αυγουστάκης όπως διαμορφώθηκε και διατηρείται μέχρι σήμερα στις Μέλαμπες.
Βιβλιογραφία
1. Τσικνάκης 2014: Κώστας Γ. Τσικνάκης «Στοιχεία από την καθημερινή ζωή στις Μέλαμπες στα τέλη του 16ου αιώνα», Πρακτικά του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου «Η Επαρχία Αγίου Βασιλείου από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα», τόμος Β’ ,σελ. 555 – 572
2. Τσιγδινός 2019: Γεώργιος Τσιγδινός, «Στα χνάρια της βυζαντινής αρχόντισσας ή Αιγιδούς Μαρίας, (η κτήτωρ της Μονής Αγίου Πνεύματος Κισσού), περιοδικό Νέα Χριστιανική Κρήτη. 2019, τεύχος 37, σελ. 151 – 182