Η Παγκόσμια Ημέρας Μέλισσας που τιμήθηκε χθες βρήκε τους μελισσοκόμους του Ρεθύμνου, αλλά και της υπόλοιπης χώρας, σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Η παραγωγή τους, για μία σειρά από συγκεκριμένους λόγους που ως επί το πλείστον σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και την ακρίβεια, έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Τα μελίσσια κινδυνεύουν με αφανισμό, αρκετοί μελισσοκόμοι σκέφτονται ν’ αλλάξουν επάγγελμα, αφού δεν «βγαίνουν» οικονομικά, ενώ οι δυνητικοί κίνδυνοι για τη φύση δεν είναι και πολύ μακριά μας. Ο φαύλος και (αυτο)καταστροφικός κύκλος της ανθρώπινης δραστηριότητας σε πολλές των περιπτώσεων επιφέρει δυσάρεστα, ενδεχομένως και μη αναστρέψιμα, αποτελέσματα.
Δεν ήταν ακριβώς γιορτή η χθεσινή μέρα, αλλά υπενθύμιση και ενημέρωση για τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι μέλισσες μαζί με τους υπόλοιπους επικονιαστές, στη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Μεταξύ άλλων: Διασφαλίζουν την επιβίωση και την αναπαραγωγή πολλών φυτών, υποστηρίζουν την αναγέννηση των δασών και προάγουν τη βιωσιμότητα και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, βελτιώνοντας την ποσότητα και την ποιότητα των γεωργικών παραγωγών.
Στην πλατεία των Τεσσάρων Μαρτύρων, στο κέντρο του Ρεθύμνου, ο Μελισσοκομικός Σύλλογος Ρεθύμνης «ΜΕΛΙΤΤΕΥΣ» πραγματοποίησε δράση ευαισθητοποίησης των κατοίκων σχετικά με την μέλισσα, τα διατροφικά και περιβαλλοντικά οφέλη της μελισσοκομίας, καλώντας τον καθέναν και την καθεμία από εμάς να αναλογιστεί ότι «Ο πλανήτης Γη δεν έχει έξοδο κινδύνου». Στο περίπτερο το οποίο στήθηκε, γινόταν διανομή μελισσοκομικών προϊόντων, μελισσοκομικών φυτών και έντυπου υλικού.
«Προσπαθούμε να αφυπνίσουμε τον κόσμο, ότι η μέλισσα είναι ο βασικός επικονιαστής στη φύση. Στη μέλισσα οφείλουμε το φαγητό μας, το φρούτο μας, τα πάντα που υπάρχουν στη φύση. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν καταλάβει ότι η μέλισσα είναι μόνο για να βγάζει το μέλι. Δεν έχουν καταλάβει ότι χάρη στη μέλισσα έχουμε όλα τα προϊόντα που έχουμε στο πιάτο μας» δήλωσε στα «Ρ.Ν.» η πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Ρεθύμνης «ΜΕΛΙΤΤΕΥΣ» και μέλος της πανελλήνιας Ομοσπονδίας, Χριστίνα Κουβαρά.
Περιβαλλοντική και οικονομική καταστροφή
Τα προβλήματα των μελισσοκόμων πολλαπλασιάστηκαν το τελευταίο διάστημα εξαιτίας και της ενεργειακής κρίσης, οι επιπτώσεις της οποίας φούντωσαν απ’ την πόλεμο στην Ουκρανία. Δημιουργήθηκε μία δραματική κι ασύμφορη κατάσταση.
«Ακρίβυνε το πετρέλαιο. Με το να ακριβύνει το πετρέλαιο, σημαίνει ότι δεν μπορούμε να μετακινήσουμε τα μελίσσια μας, γιατί η μελισσοκομία είναι ομαδική: Δηλαδή, μεταφέρουμε τα μελίσσια μας για να πάμε στο πεύκο να βγάλουμε μέλι. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κάψουμε ή πετρέλαιο ή βενζίνη. Κι αυτό σημαίνει πάρα πολλά χρήματα, τα οποία δεν υπάρχουν σήμερα» μας περιέγραψε η κ. Κουβαρά.
Οι ανατιμήσεις …χτύπησαν και μία βασική τροφή των μελισσών. «Τα μελίσσια πρέπει να ταϊστούν το χειμώνα. Και τα μικρά μελισσάκια για να τα διατηρήσεις, πρέπει να τα ταΐσεις. Όταν φυτεύαμε ζάχαρη στη Θεσσαλία και είχαμε τα εργοστάσια και παίρναμε τη ζάχαρη 50 και 60 λεπτά. Στο παρελθόν, τα έξοδα αυτά ήταν λιγοστά. Τώρα, με 1,5 ευρώ δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Το κοστολόγιο είναι τεράστιο. Οπότε και σε αυτό το κομμάτι, έχουμε επηρεαστεί. Αδυνατούμε να διατηρήσουμε τα μελίσσια. Δεν μπορούμε καν να τα διατηρήσουμε. Υπάρχει κίνδυνος να χαθούν τα μελίσσια, γιατί από μόνα τους δεν μπορούν να κρατηθούν. Και η φύση χάνεται, όπως βλέπετε. Δεν έχουμε νερά, δεν έχουμε φυτά, τα δάση καίγονται. Κάτι πρέπει να γίνει. Χάνονται και τα νερά, άρα χρειαζόμαστε τεχνητές λίμνες» τόνισε η κ. Κουβαρά, μιλώντας για την περιβαλλοντική καταστροφή που συντελείται.
Είναι δεδομένο ότι υπάρχει έλλειψη τροφής στη φύση. «Αυτή είναι η πραγματικότητα» υπερθεματίζει η πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Ρεθύμνης «ΜΕΛΙΤΤΕΥΣ». Με το να παραδίδονται στις φλόγες τα δάση «χάνουμε το πευκόμελο. Καίγονται και τα φυτά, τα θυμάρια. Όταν καίγονται τα θυμάρια, μετά δεν ξαναβγαίνουν – καίγονται τα σπόρια. Τα πεύκα θα ξαναβγούν. Μπορεί ν’ αργούν, μπορεί να κάνουν 20 χρόνια να ξαναγίνουν τα δάση, αλλά ξαναβγαίνουν. Αυτό είναι το καλό τους. Τα θυμάρια, αν καούν όμως, μετά δεν ξαναβγαίνουν. Μετά βγαίνουν ξερόχορτα, ώσπου η φύση γίνεται έρημος».
Συνέπεια όλων των προηγούμενων, το ζωικό κεφάλαιο να είναι μειωμένο κατά πολύ. Η μέλισσα που είναι «ο κυριότερος επικονιαστής» στη φύση, «χάνεται κατά εκατομμύρια ετησίως».
Οι ελληνοποιήσεις, η πολιτική εμπόρων και το αίτημα για κρατική βοήθεια
Η άνοιξη εφέτος ήταν πολύ δύσκολη, ενώ είχε προηγηθεί και μία παρατεταμένη κακοκαιρία. Μελισσοκόμοι ανέφεραν το προηγούμενο διάστημα, ότι οι ανθοφορίες έφυγαν και οι μέλισσες δεν βρήκαν αυτό που έπρεπε για να αναπτυχθούν.
«Κάναμε ένα έγγραφο στην Περιφέρεια Κρήτης μέσω του οποίου ζητήσαμε ως σύλλογος να ενταχθούμε στη νέα ΚΑΠ και να επιδοτηθούν οι μελισσοκόμοι, για να διατηρήσουμε έστω τα μελίσσια μας. Διότι, έχουμε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Να επιδοτηθούμε για την επικονίαση που προσφέρουν οι μέλισσες στη φύση. Βρισκόμαστε σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Δεν είναι μόνο ότι δεν βγάζουμε μέλι· ερχόμαστε πλέον σε μία κατάσταση που χάνουμε και τα μελίσσια μας. Αυτό δεν το καταλαβαίνει ο κόσμος. Συρρικνώνεται η παραγωγή. Ο κόσμος δεν έχει καταλάβει την αξία της μέλισσας, δεν έχει αντιληφθεί το τι συμβαίνει. Οι μελισσοκόμοι χανόμαστε. Και δεν το καταλαβαίνει κανείς!» υποστήριξε η κ. Κουβαρά.
Υπολογίζεται ότι η παραγωγή μελιού, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει μειωθεί στο 50%. «Οι κατά κύριο επάγγελμα μελισσοκόμοι δεν μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς. Παίρνουμε τα χρήματα και πληρώνουμε μόνο τους λογαριασμούς» τόνισε η ίδια, εκφράζοντας το παράπονό της ότι «Δεν υπάρχει μέριμνα από το κράτος και η κατάλληλη βοήθεια. Δεν γίνονται όσα θα έπρεπε για να προστατευτούμε».
Ενδιαφέρον από μαγαζιά της εστίασης και ξενοδοχεία υπάρχει. Αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί. «Η εικόνα που έχουμε δεν είναι καλή. Δεν μπορούμε να πουλήσουμε. Είναι πολύ λίγα τα λεφτά που μας δίνουν» διατείνεται η πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Ρεθύμνης. «Οι έμποροι δεν πληρώνουν πολλά χρήματα. Φέρνουν πολλά εισαγόμενα, σε πολύ χαμηλές τιμές και τα βαφτίζουν ελληνικά. Υποτίθεται ότι ο παραγωγός πουλάει 10 ευρώ το κιλό το μέλι στη λιανική, αλλά η χονδρική είναι πάρα πολύ χαμηλή. Και δεν μπορούμε να ανεβάσουμε την τιμή κι ενώ τα έξοδά μας έχουν ανέβει. Αν πας όμως και πεις στον έμπορο ότι ανεβάζεις την τιμή, δεν θα αγοράσει».
Η πανελλήνια Ομοσπονδία των μελισσοκόμων επιδίωξε και ήρθε σε επαφή με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Γιώργο Γεωργαντά. «Προσπαθούμε να κάνουμε το μελισσοκομικό μητρώο, προσπαθούμε να κάνουμε διάφορα πράγματα. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποια αξιόλογη απάντηση, για να πούμε ότι πήραμε κάτι χειροπιαστό. Υποσχέσεις ακούμε μόνο, οι οποίες δεν βγάζουν πουθενά. Το θέμα είναι ότι αν δεν στηριχθούμε οικονομικά δεν θα κρατηθεί ούτε το επάγγελμά μας ούτε η μέλισσα – αυτό είναι το σημαντικότερο από όλα» σχολίασε τέλος η κ. Κουβαρά.