«Η αναπτυξιακή δυναμική του περιφερειακού τύπου» και η συμβολή του στη Δημοκρατία αποτέλεσε τον βασικό θεματικό άξονα της διαδικτυακής εκδήλωσης που διοργάνωσαν το περασμένο Σάββατο 9 Απριλίου, το εργαστήριο Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού (Media Lab) του Παντείου πανεπιστημίου και ο Σύνδεσμος Ημερησίων Περιφερειακών Εφημερίδων (Σ.Η.Π.Ε.).
Η δημόσια συζήτηση ξεκίνησε από τις «Σύγχρονες οικονομικές προκλήσεις» που αντιμετωπίζει ο περιφερειακός τύπος. Οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξή του, τέθηκαν από τον κ. Γιώργο Κατσαΐτη, πρόεδρο του ΣΗΠΕ και εκδότη της εφημερίδας «Καθημερινή Ενημέρωση», και τον κ. Μανώλη Χαλκιαδάκη, αντιπρόεδρο του ΣΗΠΕ και εκδότη της εφημερίδας «Ρεθεμνιώτικα Νέα».
Αμέσως μετά τις εναρκτήριες ομιλίες, παρενέβη ο γενικός γραμματέας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, Δημήτρης Γαλαμάτης. Στον σύντομο χαιρετισμό του, προανήγγειλε την παρουσίαση μέτρων στήριξης του τύπου, κι ιδιαίτερα του περιφερειακού, εκ μέρους της κυβέρνησης, το αμέσως επόμενο διάστημα.
Βιωσιμότητα και ανάπτυξη: Όροι και προϋποθέσεις
Η «κύρια και βασική προϋπόθεση» κατά τον κ. Κατσαΐτη, είναι η «συγκολλητική και συνεκτική η σχέση» του περιφερειακού τύπου με την τοπική κοινωνία. «Αναγκαία», σύμφωνα με τον ίδιο, είναι «Η εξέλιξη των εφημερίδων σε πολυμεσικές οντότητες, που συλλέγουν πληροφορίες από παντού και τις μεταδίδουν με κάθε τρόπο».
Προσωπική του πεποίθηση, ότι «Η επικοινωνιακή ανάγκη είναι κάτι σαν το… φαΐ και το νερό: Είναι η στοιχειώδης προϋπόθεση της κοινωνικότητας και υπό αυτή την έννοια υπηρετείται από τον τοπικό τύπο».
Η συγκράτηση πόρων, η διεύρυνση της συμμετοχής, η εμβάθυνση του συλλογικού, η φροντίδα και η ανάπτυξη της γλώσσας, είναι κάποιες απ’ τις αρχές που (πρέπει να) ακολουθούν οι περιφερειακές εφημερίδες.
«Ο Τύπος σήμερα συναντιέται ανταγωνιστικά στο διαδίκτυο» παρατήρησε ο κ. Κατσαΐτης, που όρισε ως ενημερωτικό μέσο, εκείνο που παράγει πρωτότυπο και επώνυμο περιεχόμενο. Είναι, όπως ανέφερε, «Υποχρέωση της πολιτείας η υποστήριξη του περιφερειακού τύπου». Η στήριξη «απαιτείται γιατί ο τύπος πρέπει να προστατεύεται από την αγορά».
Στο «πλαίσιο υποστήριξης του τύπου» ενέταξε τη σύνταξη ενός μητρώου – για να γίνει γνωστό «ποιοι είμαστε επιτέλους», με τη δημιουργία ενός εποπτικού μηχανισμού, ώστε να ξέρουμε «ποιος στηρίζεται» και το κράτος να ενισχύει «Αυτό που πιστοποιημένα κάνει αυτή τη δουλειά». Τόνισε ακόμα ότι θα πρέπει να υπάρξει ένα «Πρόγραμμα στήριξης του τύπου που να συμπληρώνει τους πόρους», ως «Ένα μέτρο ενίσχυσης της εργασίας και ψηφιακού εκσυγχρονισμού».
Ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ημερησίων Περιφερειακών Εφημερίδων (Σ.Η.Π.Ε.) και εκδότης της εφημερίδας «Ρεθεμνιώτικα Νέα» Μανώλης Χαλκιαδάκης, ανέδειξε το πόσο ουσιαστικό είναι να παράγεται περιεχόμενο και να υπάρχει διάδραση. Πρόταξε τη διαχρονική φερεγγυότητα και την ποιότητα του έντυπου τύπου, που λειτουργεί ως θεματοφύλακας της Δημοκρατίας, και υπογράμμισε τη σπουδαιότητα της παραγωγής πρωτογενούς ρεπορτάζ απέναντι στα σημεία των καιρών: Της αντιγραφής και εξόφθαλμης κλοπής θεμάτων, ένα φαινόμενο που κυριαρχεί στις μέρες μας, την εποχή της επικράτησης της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας.
Στην εισήγησή του αναφέρθηκε στους κάτωθι τέσσερις άξονες που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα του περιφερειακού τύπου:
Α) «Το περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούμαστε και τις προτάσεις που θα μπορούσαμε να καταθέσουμε και την έννοια του διακριβωμένου περιεχομένου».
Β) Το μοντέλο χρηματοδότησης – προβληματισμός και ανησυχίες.
Γ) Τα βιώσιμα μοντέλα και η έννοια της μικρής κλίμακας.
Δ) Το ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων, ένας πολύ κρίσιμος τομέας και για τον περιφερειακό τύπο.
«Το περιβάλλον είναι πολυμεσικό. Το μοντέλο της έντυπης μαζικής επικοινωνίας βρίσκεται σε υποχώρηση υπό την πίεση δύο συμπλεκόμενων παραγόντων: Της βαθιάς οικονομικής ύφεσης αφενός και του δυναμικά αναπτυσσόμενου ψηφιακού περιβάλλοντος αφετέρου, με την πρόσφατη υγειονομική κρίση να λειτουργεί ως ο απόλυτος επιταχυντής του ρυθμού μετάβασης της κοινωνίας σε αυτό το περιβάλλον» είπε αρχικά ο κ. Χαλκιαδάκης και συμπλήρωσε: «Τα ψηφιακά εργαλεία, τουλάχιστον στην πρώτη φάση, χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο αμυντικά για να υποστηρίξουν τις έντυπες εκδόσεις. Ο τρόπος, κατά την άποψή μας, όμως αυτός δεν στάθηκε ικανός να αναστρέψει την υφεσιακή εικόνα και να οδηγήσει μέσα στην κρίση, σε ένα πραγματικό μετασχηματισμό του επιχειρηματικού μοντέλου».
Ο εκδότης των «Ρ.Ν.» διατύπωσε την άποψη ότι «Η έντυπη δημοσιογραφία – θα έλεγα ορθότερα η έγκυρη δημοσιογραφία – όχι μόνο μπορεί, αλλά αξίζει να επενδύσει σε ένα κοινό ενδεχομένως πιο περιορισμένο αριθμητικά σε σχέση με το παρελθόν, διατεθειμένο όμως να αμείβει τη φερεγγυότητα μέσων εκείνων που παράγουν διακριβωμένο πλέον και αξιόπιστο περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, η ενίσχυση της τεκμηρίωσης αλλά και της νηφάλιας κριτικής και της διατύπωσης γνώμης, είναι πιστεύω ο καμβάς επάνω στον οποίο οφείλουμε να κινηθούμε – κι εν πολλοίς κινούμαστε ήδη».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε, το 2003 στη λίστα της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης εμπεριέχονταν 450 εφημερίδες. Το 2020, 17 χρόνια μετά, ο αριθμός κατέβηκε στις 220. Από αυτές, οι 202 είναι στην ελληνική περιφέρεια.
Ο κ. Χαλκιαδάκης σταχυολόγησε μία σειρά ενεργειών που θα λειτουργούσαν υποστηρικτικά στον έντυπο περιφερειακό τύπο:
– Η παραγωγή περιεχομένου δεν μπορεί να μην ανταποκρίνεται πλέον στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας αναγνωστών, οι οποίοι δεν καλύπτονται μόνο από τον γραπτό λόγο. Η μετεξέλιξη των αναγνωστών σε χειριστές – χρήστες πολυμεσικού περιβάλλοντος, δημιουργεί μία πραγματικότητα την οποία επίσης δεν μπορούμε να αγνοήσουμε και προς την οποία οφείλουμε να εργαστούμε.
– Η ανάδειξη και αξιοποίηση των εφημερίδων ως αρχειακού υλικού μπορεί και επιβάλλεται να αποτελέσει μία ακόμα σημαντική διάσταση της λειτουργίας τους.
– Η προώθηση τοπικών, περιφερειακών αλλά και διαπεριφερειακών συνεργασιών με άλλα μέσα και παραγωγούς περιεχομένου, μπορούν επίσης να επιφέρουν σημαντικές οικονομίες κλίμακας και
– Η ανάπτυξη δράσεων και πρωτοβουλιών γύρω από κομβικά για τις τοπικές κοινωνίες, ζητήματα που θα ενδυναμώνουν περαιτέρω τους δεσμούς και θα εδραιώνουν τη θέση των μέσων στη συνείδηση των πολιτών.
«Όλα αυτά προφανώς δεν μπορούν να γίνουν χωρίς αναγκαίες θεσμικές ρυθμίσεις, που θα ενισχύουν την παραγωγή περιεχομένου και θα αποτρέπουν την κλοπή του. Και ακόμα, θα δίνουν κίνητρα ανάπτυξης, συνεργασιών και θα συμβάλλουν στη δημιουργία συνθηκών υγιούς επιχειρηματικότητας» εξήγησε.
Ποιος όμως θα χρηματοδοτεί το παραπάνω περιγραφόμενο μοντέλο; Ο κ. Χαλκιαδάκης απάντησε: «Στον όρο χρηματοδότηση, εννοώ τους πόρους μέσα από τους οποίους θα μπορεί να παράγεται το περιεχόμενο. Είναι πολύ κρίσιμο κι εν πολλοίς καθορίζει και θα καθορίζει πολύ περισσότερο στο μέλλον, την ποιότητα και τις κατευθύνσεις της παραγωγής περιεχομένου. Εάν τα μέσα ενημέρωσης γίνονται αντιληπτά ως πυλώνας της δημοκρατίας και φέρουν ως τέτοια το θεσμικό τους βάρος, είναι επιβεβλημένο να λαμβάνεται σχετική πρόνοια, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο πλουραλισμός των μέσων και η δυνατότητά τους να υφίστανται σε κάθε γωνιά της χώρας, παράγοντας ποιοτικό ειδησεογραφικό – και όχι μόνο – περιεχόμενο».
Όπως πρόσθεσε, «Αν πραγματικά, επιθυμούμε έναν πλουραλισμό στη χώρα μας και μία πραγματικά δημοκρατική λειτουργία των μέσων, οφείλουμε να στηρίζουμε τις αξιόπιστες φωνές, τις φερέγγυες, που παράγουν πρωτότυπο περιεχόμενο, που έχουν συνέχεια, συνέπεια και επαγγελματισμό. Οφείλουμε να στηρίζουμε ακόμα και τον μοναδιαίο εκδότη στην εσχατιά της χώρας, αρκεί να μπορεί να εξασφαλίσει βιώσιμο σχήμα και να κάνει τη δουλειά του με συνέπεια και ποιότητα. Άλλωστε, στην εποχή των μεγάλων μεγεθών η βιωσιμότητα της μικρής κλίμακας είναι ζητούμενο. Ανάπτυξη χωρίς διακεκριμένο πρόσημο δεν υπάρχει στον χώρο του τύπου, του περιφερειακού, όπου τα μεγέθη είναι πεπερασμένα. Στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, με όρους αγοράς και μόνο, το οικονομικό και επιχειρηματικό μοντέλο, εύκολα πλέον καθίσταται μη βιώσιμο».
Η παραγωγή περιεχομένου «με όρους της εποχής μας» είναι ένα ακόμη ζητούμενο. «Δεν είναι μόνο ο τρόπος που παράγουμε περιεχόμενο που αλλάζει· αλλάζει και ο ίδιος ο τρόπος που σκεφτόμαστε και καταναλώνουμε το ντόπιο περιεχόμενο. Συμπεριφερόμαστε ολοένα και περισσότερο ως καταναλωτές ειδήσεων και όχι ως πολίτες» σχολίασε ο κ. Χαλκιαδάκης. «Είναι ανάγκη, απόλυτη, να διεκδικήσουμε σταθερότατα το απαραίτητο εκείνο θεσμικό πλαίσιο, που θα θωρακίσει τα πνευματικά δικαιώματα και τους δημιουργούς και τα συγγενικά δικαιώματα για τις επιχειρήσεις. Ένας κρίσιμος χρηματοδοτικός πυλώνας για το μέλλον δεν μπορεί παρά να εδράζεται στην έννοια αυτή».
Κυβερνητικές δεσμεύσεις
Ο κ. Δημήτρης Γαλαμάτης, γενικός γραμματέας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, πήρε τον λόγο στη συνέχεια, μεταφέροντας τη διάθεση συνεργασίας που υπάρχει εκ μέρους της κυβέρνησης. Ανακοίνωσε μάλιστα ότι «Είμαστε ήδη πάρα πολύ κοντά στην παρουσίαση μέτρων στήριξης, κι ιδιαίτερα του περιφερειακού, που είναι αποτέλεσμα μιας μακράς συζήτησης που έχει γίνει. Πολλές από τις προτάσεις είναι ήδη δρομολογημένες στο να ανακοινωθούν ως μέτρα στήριξης – όχι εφήμερης στήριξης ή πρόσκαιρης στήριξης, τα οποία θα έχουν μία γενική στόχευση. Πολλές από αυτές τις παρεμβάσεις θα έχουν ένα πιο δομικό και στρατηγικό χαρακτήρα, έτσι όπως από το ΣΗΠΕ και τις ίδιες τις Ενώσεις έχουν τοποθετηθεί κατά καιρούς προς την πολιτική ηγεσία».
Στην (άτυπη) δευτερολογία του, ο κ. Γαλαμάτης εξειδίκευσε τον χαρακτήρα των μέτρων. Προχωρώντας σε απαραίτητες διευκρινίσεις, έκανε λόγο για μία κρυστάλλινη διαδικασία που θα διαφυλάσσει την αυτονομία των μέσων: «Η δημιουργία μητρώων, η δημιουργία διαφανών διαδικασιών ένταξης, αποτύπωσης και οριοθέτησης για το τι είναι έντυπος τύπος και περιφερειακός τύπος, θα πρέπει να είναι ζητούμενο: και για εμάς που γνωμοδοτούμε και για εσάς που προτείνετε· όπως και τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να έχουν ένα τέτοιο διάφανο χαρακτήρα, ούτως ώστε να μπορέσουμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στη διελκυστίνδα που πολλές φορές δημιουργείται, στο τι είναι στήριξη και στο τι είναι χειραγώγηση. Από τη δική μας πλευρά, τα μέτρα αυτά θα έχουν ένα χαρακτήρα διαφάνειας, ουδετερότητας και αμεροληψίας, που θα συνιστούν πραγματικά στήριξη του περιφερειακού τύπου και θα αφαιρούν την παραμικρή υποψία χειραγώγησης. Και σε αυτό θα πρέπει να συνεισφέρουν και οι δύο πλευρές. Ο χαρακτήρας των μέτρων που σχεδιάζουμε, πολλά από αυτά είναι απότοκα πολλών συνομιλιών που έχουν γίνει, έχουν ως στόχο πραγματικά τη στήριξη μακριά από κάθε έννοια ή υποψία χειραγώγησης».
Τα ημερήσια περιφερειακά μέσα στον σύγχρονο κόσμο
«Η ιστορική εξέλιξη και διαμόρφωση του ημερήσιου τύπου της περιφέρειας» ήταν ο τίτλος της δεύτερης ενότητας της πρώτης συνεδρίας. Η κ. Ιωάννα Κωσταρέλλα, επ. καθηγήτρια Αριστοτέλειου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μίλησε για τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
«Ο τοπικός τύπος εξακολουθεί αυτή τη στιγμή να πειραματίζεται αναζητώντας κυρίως πηγές εσόδων μέσα από τα καινούργια κανάλια ενημέρωσης. Βρισκόμαστε στο σημείο, που όταν τελειώσει αυτή η κοιλάδα των δακρύων θα αναδυθεί μία νέα τοπική δημοσιογραφία. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε αυτή τη φάση, που διαβαίνουμε την κοιλάδα, με τα μέσα ενημέρωσης να υφίστανται μία τεράστια οικονομική πίεση, καθώς δέχονται τον ανταγωνισμό των πλατφορμών. Οι τοπικές εφημερίδες μεταφέρονται με πιο αργούς ρυθμούς: Μεταφέρουν στρατηγικές παραγωγής, σύνταξης και εσόδων στο νέο ψηφιακό περιβάλλον ανταποκρινόμενες σε παρόμοιες αλλαγές με τις αντίστοιχες πανελλαδικής εμβέλειας εφημερίδες, αλλά συχνά με πολύ πιο περιορισμένους πόρους» ήταν η αρχική της τοποθέτηση.
Η «ραγδαίας χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης» ξεχωρίζει και για την ίδια απ’ τις υφιστάμενες τάσεις αξιοποίησης των εργαλείων και των υπηρεσιών του διαδικτύου από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας.
«Η πανδημία του κορονοϊού που προηγήθηκε μπορεί να αύξησε την οικονομική πίεση, αφού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απομάκρυνε τις τοπικές εφημερίδες από το παραδοσιακό κοινό τους (τους συνδρομητές), για κάποιους όμως αυτή η εξέλιξη υπήρξε μία μεταμφιεσμένη ευλογία, διότι ανάγκασε τους εκδότες να αναζητήσουν νέες φόρμες για το περιεχόμενό τους, όπως για παράδειγμα τα podcast» σημείωσε η κ. Κωσταρέλλα και έκλεισε λέγοντας: «Σήμερα όλες οι τοπικές εφημερίδες βρίσκονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πειραματίζονται με τα ψηφιακά εργαλεία και μάλιστα κάποιες από αυτές έχουν μία πολύ ενδιαφέρουσα διαδικτυακή παρουσία. Όλο και περισσότερες έρευνες αναδεικνύουν τη δύναμη των τοπικών μέσων και όλο και περισσότεροι οργανισμοί ποντάρουν σε αυτό, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την αναζήτηση συνεργατικών πρωτοβουλιών που εστιάζουν στα ενδοπεριφερειακά και διαπεριφερειακά projects».