Στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, η λογοτεχνία δεν παραμένει ανεπηρέαστη από τη ραγδαία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, που μεταβάλλουν όχι μόνο τον τρόπο συγγραφής και διακίνησης λογοτεχνικών έργων, αλλά και την ανάγνωση τους από το κοινό
Τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα και τα διαθέσιμα τεχνολογικά εργαλεία έχουν αλλάξει τις συνθήκες ανάγνωσης, μελέτης, κριτικής και συγγραφής έργων στη σημερινή λογοτεχνία, δημιουργώντας ένα νέο πλαίσιο προσέγγισης με ανανεωμένους όρους, ακόμα και στο ακαδημαϊκό περιβάλλον. Η ψηφιοποίηση της λογοτεχνίας δεν έχει απαραίτητα θετικό ή αρνητικό πρόσημο, αλλά αποτελεί μία πρόκληση για προσαρμογή στην υφιστάμενη κατάσταση, με όρους κριτικής σκέψης και αξιολόγησης του περιεχομένου στο οποίο εκτίθεται ο καθένας από εμάς. Σε κάθε περίπτωση, το ψηφιακό περιβάλλον όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, προσφέρει τη δυνατότητα πρόσβασης σε δυσεύρετα ψηφιοποιημένα λογοτεχνικά αρχεία, ενώ παράλληλα δημοσιεύονται περισσότερα κείμενα, χωρίς απαραίτητα να σημαίνει αυτό ότι μεγαλώνει η ποικιλία του περιεχομένου που παράγεται. Η εύκολη πρόσβαση στην κριτική λογοτεχνικών έργων δημιουργεί εξειδικευμένες αναγνωστικές κοινότητες, την ώρα που οι ψηφιακές αλλαγές αφορούν το ευρύ φάσμα κατανάλωσης της πληροφορίας από τον αναγνώστη και όχι μόνο την ανάγνωση και τη μελέτη της λογοτεχνίας, μία διαδικασία η οποία ανάγεται σε παραδοσιακούς όρους «αργής ανάγνωσης» και εστίασης στην ουσία και το περιεχόμενο του λογοτεχνικού κειμένου.
Όπως επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, κατά τη διάρκεια της τρίτης διάλεξης της σειράς «Τεχνητή Νοημοσύνη: Επιστήμη, Κοινωνία και Εκπαίδευση», με θέμα «Η Λογοτεχνία στον ψηφιακό κόσμο», η οποία διεξάγεται στο πλαίσιο του Εργαστηρίου «Τάλως – Τεχνητή Νοημοσύνη για τις Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες» από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, η ψηφιακή συνθήκη διαμορφώνει εντέλει, πράγματι, μια νέα αντίληψη για τη λογοτεχνία. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Δευτέρας 17/02 στο Φοιτητικό Κέντρο «Ξενία» με κεντρική ομιλήτρια την Αναστασία Νάτσινα, αναπληρώτρια καθηγήτρια και πρόεδρο του Τμήματος Φιλολογίας και κριτικό συζητητή τον Αλέξανδρο Κατσιγιάννη, επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Φιλολογίας του Π.Κ. Τη συζήτηση συντόνιζε η Ελένη Κατσαρού, καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, ενώ το παρών στη διάλεξη έδωσαν μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, τόσο διδακτικό προσωπικό, όσο και φοιτητές.
«Η συνθήκη που διαμορφώνεται είναι μέσα σε μία κοινωνία που αλλάζει»
Το σύνολο των εκφάνσεων και των πτυχών της λογοτεχνίας έχει επηρεαστεί από τις αλλαγές που έχουν επιφέρει τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα, σύμφωνα με την κ. Νάτσινα, η οποία κατά τη διάρκεια της διάλεξης προσέγγισε τους τρόπους με τους οποίους γράφεται η λογοτεχνία στο ψηφιακό περιβάλλον, τα νέα είδη λογοτεχνίας που αναδύονται ή επανέρχονται εκ νέου στο προσκήνιο, καθώς και το κατά πόσο η τεχνητή νοημοσύνη επηρεάζει και πρόκειται να επηρεάσει τη συγγραφή της λογοτεχνίας.
«Οι συνέπειες δεν είναι μόνο θετικές ή αρνητικές, είναι μία νέα πραγματικότητα. Η ομιλία δεν ήταν στη λογική του αν είναι καλό ή κακό, αλλά στο να καταλάβουμε αρχικά τι σημαίνει, τι συμβαίνει, να αποκτήσουμε μία εικόνα και να δούμε πώς σκεφτόμαστε γύρω από αυτό. Η συνθήκη που διαμορφώνεται είναι μέσα σε μία κοινωνία που αλλάζει, επομένως δεν είναι υποθετικά κάτι καλό», ανέφερε η κ. Νάτσινα μιλώντας στα «Ρ.Ν.».
Κοινές πρακτικές, αλλά σε διαφορετικό πεδίο εφαρμογής, εντόπισε ο κ. Κατσιγιάννης με τη σειρά του, αποδίδοντας μεγάλη σημασία στην ανάγκη για κατανόηση αυτού του νέου περιβάλλοντος που εξελίσσεται γύρω μας, προκειμένου να είμαστε σε θέση να το αξιολογήσουμε: «Οι πρακτικές δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα, οι αυτοεκδόσεις υπήρχαν πάντα, απλώς τώρα μιλάμε για ένα καινούργιο περιβάλλον και είναι απαραίτητο να κατανοηθεί τι σημαίνει αυτό και όχι ακριβώς να το αξιολογήσουμε θετικά ή αρνητικά, αλλά να το δούμε ως ένα καινούργιο εργαλείο, ή πολλά νέα εργαλεία, τι σχέση έχουν με τη λογοτεχνία ή την ποιότητα της λογοτεχνίας», ανέφερε.
«Η αναλογική ανάγνωση διαφέρει πολύ από την ψηφιακή»
Μεγάλες είναι οι διαφορές ανάμεσα στις παραδοσιακές αναγνωστικές μεθόδους και στις σύγχρονες, ψηφιοποιημένες, σύμφωνα με την κ. Νάτσινα, γεγονός που καθορίζει τη λογοτεχνική εμπειρία μας. Παράλληλα, τα ψηφιακά μέσα προσφέρουν πληθώρα αναγνωστικών επιλογών, με πολύ περισσότερες δημοσιεύσεις συγκριτικά με το παρελθόν και πλατφόρμες αυτοέκδοσης.
«Ένα άλλο κομμάτι αφορά την ανάγνωση, αλλάζει και η ανάγνωση στο ψηφιακό περιβάλλον, η αναλογική ανάγνωση διαφέρει πολύ από την ψηφιακή και αυτό το νέο είδος ανάγνωσης επηρεάζει, επίσης, τη λογοτεχνική εμπειρία μας, το βίωμα που έχουμε από τη σχέση μας με τη λογοτεχνία. Επίσης, σημαντικό είναι το θέμα της διαμόρφωσης του λογοτεχνικού πεδίου μέσα στον ψηφιακό χώρο, δηλαδή πλέον δημοσιεύονται πολύ περισσότερα κείμενα, είναι πολύ πιο εύκολο να δημοσιεύσει κανείς σε μπλογκ, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και υπάρχουν πλατφόρμες αυτοέκδοσης», σημείωσε η κ. Νάτσινα.
Ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο γίνεται πλέον η ανάγνωση δεν έχει να κάνει μόνο με τη λογοτεχνία, όπως παρατήρησε ο κ. Κατσιγιάννης, αλλά πρόκειται για ένα ευρύτερο φαινόμενο, απόρροια της εκτεταμένης έκθεσης στα ψηφιακά μέσα και στον τρόπο με τον οποίο έχει αλλάξει ο τρόπος κατανάλωσης της πληροφορίας: «Το ζήτημα της ανάγνωσης είναι μεγάλο, δηλαδή το πως καταναλώνει κανείς την πληροφορία και όλο το attention span (η προσοχή του αναγνώστη) πλέον μειώνεται και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τα ψηφιακά μέσα της λογοτεχνίας, έχει να κάνει με μία γενικότερη πραγματικότητα που αφορά και τα social media και τον τρόπο κατανάλωσης της πληροφορίας γενικά, όχι μόνο της λογοτεχνίας. Αυτό είναι κάτι πολύ ευρύτερο και αφορά το ζήτημα της ανάγνωσης», συμπλήρωσε.
Κριτική, αναγνωστικές κοινότητες και μελέτη της λογοτεχνίας
Η εύκολη πρόσβαση στην κριτική λογοτεχνικών έργων, η δημιουργία πιο εξειδικευμένων αναγνωστικών κοινοτήτων και η διαρκής έκθεση σε κοινό και παρεμφερές λογοτεχνικό περιεχόμενο, είναι όλοι παράγοντες που οφείλουν να μας οδηγήσουν στη διαμόρφωση μίας κριτικής αντίληψης στη στάση που θέλουμε να τηρήσουμε απέναντι σε αυτές τις νέες συνθήκες, σύμφωνα με την κ. Νάτσινα: «Η κριτική έχει γίνει πολύ πιο εύκολη για τα λογοτεχνικά έργα, δημιουργούνται πιο εξειδικευμένες αναγνωστικές κοινότητες, υπάρχουν πλατφόρμες στις οποίες μπορείς να κάνεις κριτική, να βρεις όμοια κείμενα, παρόμοια με αυτά που σου άρεσαν. Υπάρχει επίσης ένας αλγόριθμος, ο οποίος ενδεχομένως σπρώχνει προς μία κατεύθυνση με όλο και πιο ίδια κείμενα και μειώνεται η έκθεση που μπορεί να είχες σε μία πολύ μεγαλύτερη ποικιλία κειμένων. Τείνεις να βλέπεις διαρκώς τα ίδια πράγματα και αυτό ίσως είναι ένα ζήτημα. Καλό είναι να ξέρουμε τι γίνεται, για να δούμε και τι στάση θέλουμε να κρατήσουμε για μερικά πράγματα».
Η ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης ή το αρχείο Καβάφη είναι σημαντικοί ψηφιακοί πόροι και λογοτεχνικά αρχεία, στα οποία η τεχνολογία παρέχει πρόσβαση, την ώρα που, όπως επεσήμανε η κ. Νάτσινα, η μελέτη της λογοτεχνίας είναι μία διαδικασία που διαφέρει από την απλή ανάγνωση και απαιτεί αργή προσοχή: «Έχει αλλάξει ο τρόπος και υπάρχουν καινούργια μέσα για τη μελέτη της λογοτεχνίας, υπάρχουν ψηφιακοί πόροι, ψηφιοποιημένα λογοτεχνικά αρχεία, όπως το αρχείο Καβάφη και άλλα, ψηφιοποιημένα λογοτεχνικά περιοδικά, βιβλία που διατίθενται στην «Ανέμη» του Πανεπιστημίου Κρήτης. Όλο αυτό διευκολύνει την πρόσβαση και έχει αλλάξει πραγματικά το τοπίο, γιατί πολλά πράγματα είναι πολύ πιο διαθέσιμα και πλέον υπάρχουν καινούργια ψηφιακά εργαλεία και υπολογιστικές μέθοδοι, για να μελετά κανείς πολλά κείμενα μαζί και να μην διαβάζει πρακτικά τη λογοτεχνία, αλλά να τη μελετάει, χωρίς με αυτήν την αργή προσοχή που πάντα της αφιερώναμε». Επιπλέον, ο κ. Κατσιγιάννης σχολιάζοντας το κατά πόσο έχει επηρεαστεί η ποιότητα της λογοτεχνίας, ανέφερε: «Όσον αφορά την ποιότητα της λογοτεχνίας, πάντα παραγόταν πολλή περισσότερη λογοτεχνία από όσο χρειαζόμασταν ενδεχομένως, αλλά αυτό είναι μία συζήτηση που ξεκινάει από πολύ πίσω. Τώρα είναι διαφορετικό το μέσο».
Αλλαγές στον ακαδημαϊκό χώρο
Τα τελευταία περίπου 20 χρόνια έχουν εγκριθεί χρηματοδοτήσεις για την ένταξη λογοτεχνικών ψηφιακών πόρων, τόσο σε ερευνητικό, όσο και σε ακαδημαϊκό επίπεδο, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ωστόσο, όπως σημείωσε ο κ. Κατσιγιάννης, η απόσταση μπορεί να μειώνεται, αλλά υπάρχουν ακόμα μεγάλες διαφορές με τα εξειδικευμένα μελετητικά προγράμματα που τρέχουν στο εξωτερικό: «Κυρίως από το 2006 και μετά, όπου υπήρξαν κάποιες χρηματοδοτήσεις για ακριβώς εκπόνηση και παραγωγή τέτοιων ψηφιακών πόρων, έχουμε αρχίσει ως ερευνητές, ως μελετητές, είτε σε επίπεδο εκπαίδευσης πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας, τριτοβάθμιας να δουλεύουμε τέτοια εργαλεία, αλλά ακόμα νομίζω ότι μπορούμε να εξειδικευτούμε πολύ περισσότερο, υπάρχουν αντίστοιχα παραδείγματα στο εξωτερικό πολύ πιο εξειδικευμένων μελετών πάνω σε ζητήματα όπως είναι για παράδειγμα ο Διαφωτισμός και πάρα πολλά ψηφιοποιημένα μέσα. Νομίζω ότι με ένα τρόπο πλησιάζουμε εκεί», ανέφερε.