Και η μεγάλη αχαριστία στην ευεργέτιδα Έσθερ Λαβτζόι
Μνήμη Μικράς Ασίας αλησμόνητης πατρίδας και τιμάμε το γεγονός με αναφορές όσων βρέθηκαν στο Ρέθυμνο μετά την καταστροφή αναζητώντας μια νέα πατρίδα.
Σύμφωνα με το «Αρχαιολογία και Τέχνες» στο Ρέθυμνο εγκαταστάθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου διωγμού λίγες οικογένειες από την Κωνσταντινούπολη και τη Μ. Ασία. Οι πρώτοι πρόσφυγες που έφτασαν στο Ρέθυμνο τον Αύγουστο του 1922 προέρχονταν από τον υπό ρωσική κυριαρχία Πόντο. Μέχρι τον Οκτώβριο, 3.000 περίπου Έλληνες από τη Μ. Ασία, αλλά και Αρμένιοι βρίσκονταν στην πόλη. Ο αριθμός ήταν πολύ μεγάλος για τη μικρή πόλη, πολλοί Ρεθεμνιώτες όμως τους συνέδραμαν, μαζί με φορείς της πόλης, όπως ο Σύλλογος Κυριών και το Λύκειο Ελληνίδων.
Στην απογραφή του 1923 απογράφηκαν στον νομό Ρεθύμνου 3.396 πρόσφυγες από τους οποίους οι 2.836 στην πόλη του Ρεθύμνου. Στα τέλη του 1925 αναφέρονται 5.525 πρόσφυγες στον νομό Ρεθύμνου. Στην απογραφή του 1928 απογράφηκαν 4.344 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 2.640 στην πόλη του Ρεθύμνου και 1.372 στους πλησιόχωρους οικισμούς της επαρχίας Ρεθύμνης. Αποτελούσαν το 25% του συνολικού πληθυσμού της πόλης. Επίσης απογράφηκαν 327 πρόσφυγες στον Μαρουλά και 118 στο Άδελε. Η αύξηση του αριθμού των προσφύγων, συγκριτικά με το 1923, οφείλεται στην αγροτική αποκατάσταση προσφύγων έξω από την πόλη, όπου ιδρύθηκαν προσφυγικοί συνοικισμοί. Ιδρύθηκε επίσης η Νέα Μαγνησία Μυλοποτάμου.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, τον Δεκέμβριο του 1925 στον νομό Ρεθύμνου ο «αστικός» πληθυσμός ανερχόταν σε 615 οικογένειες (2.352 άτομα) και ο «γεωργικός» σε 874 (3.173 άτομα).
Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο προέρχονταν από την Παλαιά και Νέα Φώκαια, τη Σμύρνη, τον Τσεσμέ και άλλους οικισμούς της δυτικής Μικράς Ασίας.
Ο ερχομός των προσφύγων ήταν μεγάλο γεγονός για το Ρέθυμνο κυρίως για τα παιδιά.
Μνήμες ενός Ρεθεμνιωτόπουλου
Είχε μεγάλη χαρά εκείνο το πρωί του Αυγούστου 1922 ο Κώστας Ξεξάκης ο μετέπειτα φλογερός πατριώτης και αγωνιστής. Γιατί οι χαρές ενός παιδιού που έμενε στο χωριό ήταν μετρημένες και όσο να λες μια βόλτα στη «χώρα» ήταν γεγονός.
Συντροφιά των Ξεξάκηδων πατέρα και γιου όταν ήρθαν για δουλειές στην πόλη ήταν ο συγγενής τους Δημήτρης Νικολουδάκης από την Ελεύθερνα.
Εκείνη τη μέρα ένα πλοίο αποβίβαζε με βάρκες πρόσφυγες. Ήταν ένα θέαμα θλιβερό που έγινε τραγικό αργότερα όταν άνθρωποι, μπόγοι, βαλίτσες έγιναν ένας σωρός εκεί στην αποβάθρα στην είσοδο του λιμανιού. Κάμποσοι ντόπιοι πλησίασαν να δουν από κοντά τον κόσμο που έφθανε. Ανάμεσα τους ο Ξεξάκης με τους συνοδούς του. Κι αυτό που είδε ο 12χρονος στοίχειωσε στη σκέψη του μέχρι τα γεράματά του.
Θα γράψει αργότερα μεταξύ άλλων στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» 1993: «Άνδρες, γυναίκες και παιδάκια, εκάθοντο κρατώντας το κεφάλι τους σκυφτοί και αμίλητοι. Κανένας δεν έκλαιγε. Είχαν μια σφιγμένη έκφραση και αδιάφορο βλέμμα. Πολλοί Ρεθεμνιώτες ήταν γύρω τους, τους μιλούσαν κι εκείνοι απαντούσαν, κουνώντας το κεφάλι και αφήνοντας έναν αναστεναγμό. Πολλοί Ρεθεμνιώτες και ο πατέρας μου άπλωναν το χέρι να τους δώσουν κάποια βοήθεια…».
Αυτό το κείμενο είχα την τύχη να μου το υπαγορεύσει, όπως κάθε φορά που έφερνε κείμενο στην εφημερίδα και για να διευκολύνουμε το λινοτύπη, μου το υπαγόρευε. Και δεν υπήρχε πιο σημαντική στιγμή για μένα πιστέψτε με, αφού μου μάθαινε τόσα πολλά. Με αφορμή την πρώτη μας συνάντηση και την καταγωγή μου, όπως μου αποκάλυψε αργότερα, σκέφτηκε να καταγράψει αυτές τις μνήμες.
Η άμεση βοήθεια των αποδήμων
Κι ενώ οι πρώτες μέρες στο Ρέθυμνο δεν ήταν και οι καλύτερες για τους Μικρασιάτες έρχονται οι Ρεθεμνιώτες του εξωτερικού να δώσουν μαθήματα ανθρωπιάς και πατριωτισμού στους ανησυχούντες πως οι Μικρασιάτες, οι «πρόσφιγγες» όπως τους έλεγαν υποτιμητικά θα τους έπαιρναν τη μπουκιά από το στόμα.
Το δράμα των προσφύγων του Ρεθύμνου συγκίνησε πρώτα και κύρια τον ιερέα Μάρκο Πετράκη που ζούσε στην Αμερική. Ο φλογερός αυτός πατριώτης οργάνωσε μέχρι και συλλαλητήριο στην ενορία του, εκεί στη μακρινή Αμερική, όπως μας ενημερώνει η εφημερίδα «Δημοκρατία» στο φύλλο της 2 Οκτωβρίου 1922.
«Ρεθυμνίοι εν τη Ξένη
Ζωηρά, ακούραστος, πατριωτική η δράσις του ιερέως Αγίου Λουδοβίκου της Αμερικής αιδ. Μάρκου Πετράκη. Τον ενθυμείσθε όλοι, ιερέα εδώ. Κάποτε προ οκτώ ετών, ανεχώρησε δια την Αμερικήν. Εις τον Αγ. Λουδοβίκον ωργανώθη μέγα παγχριστιανικόν Συλλαλητήριον διαμαρτυρίας κατά των εν Μικρασία διαπραχθεισών Κειμαλικών ωμοτήτων.
Του Συλλαλητηρίου μετέσχον χιλιάδες Αμερικάνων. Αμερικάνοι καυτηρίασαν εις κεραυνώδεις λόγους τας Τουρκικάς αγριότητας. Άπας ο Αμερικανικός Τύπος αφιέρωσε μακράς στήλας δια την σοβαρότητα του Συλλαλητηρίου, αντηχήσασαν και εις την Ευρώπην. Κατά τον «Εθνικόν Κήρυκα» της Ν. Υόρκης το Συλλαλητήριον ήτο αποτέλεσμα των ευγενών προσπαθειών και κόπων του εξ αγαθών και πατριωτικών πάντοτε προθέσεων εμφορουμένου και εξ ακραίων ελατηρίων ελαυννομένου ιερέως της Παροικίας μας αιδ. Μάρκου Περάκη, όστις μετα περισσού ζήλου και ακουράστου ενέργείας ειργάσθη καταλλήλως όπως κινήσει το ενδιαφέρον και εξεγείρη την συμπάθειαν των εν τη πολεί μας Χριστιανικών Εκκλησιών, υπέρ των δεινοπαθούντων ομόαιμων μας της Μικρασίας και ωθήσει ταύτας εις την μοναδικήν για την τάξιν μεγαλοπρέπειαν και επισημότητα συγκέντρωσιν του Αγ. Λουδοβίκου».
Η «Δημοκρατία» δεν έχει παρά να δώσει και τα δικά της συγχαρητήρια εις τον εκλεκτόν συμπολίτη ιερέα.
Μαθήματα ζωής
Στα χρόνια που πέρασαν αρκετές φορές οι Μικρασιάτες έδωσαν μαθήματα ζωής στους ντόπιους. Αντί να κάθονται και να μοιρολογούν την τύχη τους έπιασαν να δώσουν πνοή και στα πιο χέρσα χωράφια. Οι τεχνικές τους, οι εμπειρίες τους σε κάποιες καλλιέργειες συνέβαλαν να γίνουν μέσα σε λίγο καιρό αναγκαίοι και πολύτιμοι στην αγορά εργασίας.
Ο παπά Μάρκος φαίνεται ότι δεν σταμάτησε να αγωνίζεται υπέρ των προσφύγων.
Πέρα από τους πύρινους από άμβωνος λόγους του, συγκρότησε επιτροπή η οποία κατάφερε με έρανο, να συγκεντρώσει περίπου 1.000 δολάρια, τα οποία και εστάλησαν για τις ανάγκες των προσφύγων, μέσω της εφημερίδας «Εθνικός Κήρυκας». Κι συνέχισε με τον ίδιο ζήλο το ανθρωπιστικό έργο του.
Ακόμα και φόρους;
Η επόμενη χρονιά βρήκε τους πρόσφυγες να διευκολύνονται με ημίμετρα. Οι σχέσεις με την τοπική κοινωνία είχαν πια ζεσταθεί. Οι λαϊκές τάξεις φυσικά άνοιγαν και αγκαλιές, ενώ η τοπική ελίτ άπλωνε μόνο χέρι βοηθείας στο πλαίσιο φιλανθρωπικού έργου.
Τα προβλήματα δεν έλειψαν κυρίως στους ασχολούμενους με τη γη. Σε άρθρο της τον Σεπτέμβριο του 1923 η εφημερίδα «Δημοκρατία», καλεί το αθηνοκεντρικό κράτος να πάρει θέση και να βοηθήσει τους πρόσφυγες, που έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν και φορολογικές υποχρεώσεις, από τη στιγμή που μετά βίας εξασφαλίζουν τον επιούσιο για τα παιδιά τους. Κι ενώ οι τοπικοί αρμόδιοι εξοντώνονται στη δουλειά, για να ετοιμάσουν φακέλους στις υπηρεσίες, το επίσημο κράτος ανταποκρίνεται με ρυθμούς χελώνας. Ακόμα και τα γεωργικά εφόδια που περιμένουν οι πρόσφυγες, τείνουν να φθάνουν με ανησυχητική για την εποχή της σποράς καθυστέρηση.
Η ζωή τους όμως τραβά την ανηφόρα. Το τραγούδι δεν σταματά στις προσφυγικές γειτονιές. Η αισιοδοξία δεν λείπει, επειδή πηγάζει από βαθειά πίστη. Γνωστή άλλωστε η ευσέβεια των Μικρασιατών. Δεν έλειψαν και τα μνημόσυνα, με την οργανωτική φροντίδα των τοπικών αρχών, για τους πεσόντες στο Μικρασιατικό Μέτωπο. Όσο για κείνους που περίμεναν το αντάμωμα με τους αγαπημένους, ποτέ δεν έπαψαν να ελπίζουν. Και σαν από θαύμα, πολλές οικογένειες κάποια στιγμή έσμιξαν ξανά.
Για τον τρόπο που αντιδρούσαν οι Μικρασιάτες, σε κάθε κακοτυχία έχουμε ένα θαυμάσιο παραδειγμα που μας περιγράφει τόσο γλαφυρά ο αξέχαστος Δημήτρης Φρυγανάκης που έδωσε υπόσταση στον λαϊκό αθλητισμό. Αναφέρει σχετικά σε μια μαρτυρία του: «Μετά από ένα χρόνο το πλοίο «Πατρίς» – αξέχαστα – μας έφερε στιβαγμένους ασφυχτικά και μας μοίραζε στην Κρήτη. Το δικό μας ανθρωπομάνι το ξεφόρτωσαν σε κάτι μαύρες μαούνες στ’ ανοιχτά και το άδειασαν μετά στο Ρέθυμνο, στην αποβάθρα του ενετικού λιμανιού. Ένας σωρός κουρέλια! Σωματικά και ψυχικά!…
Μαζεύτηκε πολύς κόσμος γύρω μας και μας περιεργαζόταν… Η μάνα μου, η αδελφή μου και εγώ, ό,τι είχε απομείνει δηλαδή από τη μεγάλη μας οικογένεια, κουρνιάσαμε σε μια γωνιά και σφίγγαμε την εικόνα του Εσταυρωμένου. Η μάνα μου κάτι ψιθύριζε στην εικόνα σαν να παραμιλούσε… Ανάμεσα στις άλλες λέξεις ξεχώριζαν τα ονόματα του πατέρα μου και των τριών αδελφών μου που «είχαν μείνει πίσω»… Ένιωθα να φοβούμαι και πιο πολύ να ντρέπομαι τον κόσμο, χωρίς να ξέρω γιατί!….
Εκείνη τη στιγμή, ένα ψηλό, ξυπόλητο προσφυγόπουλο πήρε ένα γκαζοντενεκέ, τον ύψωσε και άρχισε να τον χτυπά ρυθμικά, ανατολίτικα… Μια ομάδα νεαρών σηκώθηκαν τον έβαλαν στη μέση και άρχισαν να χορεύουν με αργές κινήσεις. Μετά κι άλλοι, κι άλλοι… Λες και όλα αυτά τα έβλεπα απ’ το παράθυρό μου στο απέναντι καφενείο, γιορτινές μέρες στη Σμύρνη… Λες και όλα αυτά τα έβλεπα σ’ ένα κακό όνειρο…
Ξαφνικά ένιωσα μέσα μου κάτι παράξενο να γίνεται και άρχισα να παίζω κι εγώ παλαμάκια στους ρυθμούς του γκαζοντενεκέ. Το ίδιο και η αδερφούλα μου… Ξαφνικά οι περισσότεροι ήταν όρθιοι και κινιούνταν στους ίδιους ρυθμούς, πότε κατεβάζοντας τα πρόσωπα προς τη γη και πότε υψώνοντάς τα προς τον ουρανό…
Και άκουες κάτι αναστεναγμούς, σαν μουγκρητά μέσα από σπηλιές!…». (Από το βιβλίο του Γιώργου Φρυγανάκη «Στη σκιά των αλησμόνητων πατρίδων», Αθήνα 2022, σ. 52.).
Οι Μικρασιάτες δεν φοβήθηκαν ποτέ τη δουλειά. Και πολύ γρήγορα απέδειξαν τι αξίζουν.
Αναφέρει σχετικά ο Κώστας Ξεξάκης για τη μετέπειτα πρόοδο Μικρασιατών, που άφησαν έντονη την σφραγίδα τους στο Ρέθυμνο.
«Δυο μεγάλα καταστήματα για πρώτη φορά στην πόλη μας έκαναν εντύπωση, για τις καινοτομίες τους και για το μέγεθος και τον πλούτο των εμπορευμάτων.
Τα καταστήματα εγχωρίων και αποικιακών προϊόντων στο τέρμα της οδού Αρκαδίου και το άλλο του Φεσσά απέναντι από τη Λότζια, του Συμσίρη, του Σιμιτζή. Κι εκείνος ο φούρνος του Κωτάκη, απέναντι στη Κρήνη Ριμόντι, που το παξιμάδι του ήταν περιζήτητο ακόμα και στη Θεσσαλονίκη και ένα κατάστημα που είχε ιδιαίτερη διαφημιστική ταμπέλα, που έγραφε παξιμάδι Κρήτης Κωτάκη…».
Μα ήταν πολλοί οι Μικρασιάτες που τίμησαν τη φιλοξενία, με το δικό τους παραγωγικό έργο και άφησαν έντονα τα χνάρια τους στην κοινωνική και πνευματική ζωή του τόπου μας.
Η μεγάλη προσφορά της Λαβιτζόι
Εκτός από το Λύκειο Ελληνίδων και κάποιους ευαίσθητους παράγοντες της εποχής, κείνους τους κρίσιμους καιρούς χάρισε στους πρόσφυγες ουσιαστική βοήθεια και ελπίδα, μια ευαίσθητη Αμερικανίδα η Έσθερ Λαβτζόι.
Η εθελόντρια Esther Pohl Lovejoy γεννήθηκε από Εγγλέζους γονείς στην Ουάσιγκτον, στις 16 Νοεμβρίου του 1869 και πέθανε 31 Αυγούστου του 1967. Η πρωτοπόρος γιατρός Lovejoy έζησε από κοντά την καταστροφή της Σμύρνης. Ως επικεφαλής της ανεξάρτητης οργάνωσης «Νοσοκομεία Αμερικανίδων Γυναικών» στην Ελλάδα, αγωνίστηκε με πάθος για τη συγκέντρωση χρημάτων στην πατρίδα της και την περίθαλψη των προσφύγων στη χώρα μας. Στο Ρέθυμνο βρέθηκε το 1922-1923. Ο δήμος Ρεθύμνου αναγνωρίζοντας την προσφορά της, την τίμησε με το κλειδί της πόλης, (Μενέλαος Παπαδάκης 1923-1925), όπως επίσης και με την απόδοση του ονόματός της στη σημερινή οδό Εθνάρχου Μακαρίου και Νίκου και Μαρίας Καστρινάκη. (Ξεκινούσε από τη βόρεια πύλη του τότε νοσοκομείου και κατέληγε στη σημερινή πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη.) Η προσφορά της Αμερικανίδας γιατρού, ξεχάστηκε γρήγορα όπως ξεχάστηκαν πάρα πολλά σε αυτήν πόλη.
Είναι συγκλονιστικές οι λεπτομέρειες από την κατάσταση που είχε βρει στο Ρέθυμνο η σπουδαία αυτή γυναίκα.
Όταν έφθασε στην Κρήτη συνεργάστηκε στενά με τη Μάριαν Κρούκσανκ, μία γιατρό, με την οποία εκτός από τις ρίζες τους στο Όρεγκον, μοιραζόταν την ικανότητα της πρακτικής και ψύχραιμης αντιμετώπισης των προβλημάτων. Η Κρούκσανκ ανακηρύχθηκε από τους Κρητικούς «μάντισσα», όταν προειδοποίησε ότι θα ξεσπούσε επιδημία τύφου και ευλογιάς στο στρατώνα έξω από το λιμάνι του Ηρακλείου, όπου ήταν στοιβαγμένοι 3.000 νέοι πρόσφυγες. Η φήμη της Αμερικάνας γιατρού απογειώθηκε, όταν τους έδειξε πώς να θέτουν υπό έλεγχο τον τύφο εγκαθιστώντας λουτρά και χώρους απολύμανσης από τις ψείρες.
Στο Ρέθυμνο η Λαβτζόι και η Κρούκσανκ βρήκαν προσφυγόπουλα να ζητιανεύουν κρέας έξω από ένα εστιατόριο, κάτι που εξόργισε την Κρούκσανκ, η οποία αναφώνησε ότι πολύ θα ήθελε να δει τους πολιτικούς και τους διπλωμάτες, που ήταν υπεύθυνοι για την ανταλλαγή πληθυσμών στη θέση των θυμάτων τους.
Ήταν άραγε υπερβολικά σκληρή η κριτική; Υπερασπιστές του πρωτοκόλλου της Λωζάννης θα ισχυρίζονταν ότι σκοπός του ήταν να φέρει τάξη και να θέσει κανόνες σε μία ανταλλαγή πληθυσμών, που θα γινόταν έτσι κι αλλιώς – και ήδη συνέβαινε υπό τις πιο απάνθρωπες συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, την ίδια ώρα που οι γιατρέσσες αγωνίζονταν να θέσουν την επιστημονική τους κατάρτιση, τις δυνάμεις και το μυαλό τους στην υπηρεσία των προσφύγων, για να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον τις άμεσες ανάγκες τους, φάνηκε καθαρά ότι τα έκτακτα οικονομικά επιδόματα δεν έλυναν το πρόβλημα. Στα κεντρικά γραφεία της Κοινωνίας των Εθνών λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Γενεύη, οι γραφειοκράτες μελετούσαν μία πιο μακροπρόθεσμη λύση, στην πρόκληση της εγκατάστασης των προσφύγων και της σταθεροποίησης της κατάστασης στην ανατολική Μεσόγειο…
Με την πάροδο των χρόνων, ξεχάστηκαν όλα. Ακόμα και οι προσφορές κάποιων σε ώρες δύσκολες.
Πάει και η οδός που είχε δοθεί στο Ρέθυμνο προς τιμήν της.
Μήπως είναι καιρός να επαναξεταστεί το θέμα και να αποκαταστήσει ο δήμος την αδικία αυτή σε μια ευεργέτιδα των προσφύγων
Να πάρει η ευχή δυο συλλόγους Μικρασιατών έχουμε στο Ρέθυμνο και δεν ένοιωσαν ποτέ την ανάγκη να μεριμνήσουν για το ελάχιστο – ονομαδοσία οδού – σε μια γυναίκα που πρόσφερε τα πάντα στους προγόνους τους; Και να σκεφτεί κανείς ότι στις αλησμόνητες πατρίδες από τις χειρότερες βρισιές ήταν να σε πούνε «αναμικιόρη» (αχάριστο). «O tempora o mores».