Από τον Σεπτέμβρη φάνηκαν και τα πρώτα σημάδια
Για να έχει περιεχόμενο η τιμητική μας αναφορά στην επέτειο του ΟΧΙ καλό θα ήταν να αναζητήσουμε μνήμες αυτών που έζησαν τα συγκλονιστικά γεγονότα.
Και ευτυχώς παλαίμαχοι Ρεθεμνιώτες μας άφησαν σπουδαίες πληροφορίες με τα ημερολόγιά τους.
Ο Μανόλης Σταγάκης ήταν ένας από τους επιφανείς συμπολίτες χάρις στον πατριωτισμό του και στο ενδιαφέρον του για τα κοινά. Ο αξέχαστος αυτός Ρεθεμνιώτης που ήταν εμβληματική μορφή σε κάθε επέτειο που γιορτάζαμε με την επιβλητική παρουσία του αναφέρει για τις παραμονές του πολέμου.
«Εις τας 25 Αυγούστου το ραδιόφωνο αναφέρει ότι καλούνται οι έφεδροι της κλάσεως 1932 να προσέλθουν για μετεκπαίδευση. Την ημερομηνία της προσκλήσεως ενθυμούμαι γιατί είχα βάφτιση της κόρης μου. Ημέρα παρουσιάσεως δεν ενθυμούμαι.
Μένω εις Ρέθυμνο μα επιστρατεύομαι εις Χανιά και παρουσιάζομαι για μηνιαία μετεκπαίδευση. Από ότι ενθυμούμαι στη θεωρία μας ανέφεραν ως νέο όπλο τους όλμους μα βολές δεν κάναμε. Παρήλθε ο μήνας μα δεν έγινε η απόλυσή μας. Εγώ διατηρούσα ξυλουργικό μαγαζί εις Ρέθυμνο, οδός Γοβατζιδάκη και βγήκα εις την αναφορά μεταθέσεώς μου εις Ρέθυμνο εις το 44ο Σύνταγμα. Μου εδόθη η μετάθεση και έτσι μου εδόθη ευκαιρία να παρακολουθώ το μαγαζί προς εκτέλεση παραγγελιών που εξακολουθούσα να απασχολώ το προσωπικό. Έτσι στην Κήρυξη του πολέμου την 28η Οκτωβρίου, βρέθηκα στρατευμένος και με την κήρυξη του Πολέμου έκλεισα το μαγαζί γιατί άρχισε η γενική επιστράτευση και άρχισαν να παίρνουν μέτρα εκκενώσεως αποθηκών και ο ανθυπολοχαγός Μιχαήλ Μανουράς με προσέλαβε να βοηθώ και μεταφέραμε άλευρα εις το χωριό Απόστολοι να τα αποθηκεύσομε εις το σχολείο και εις την εκκλησία. Μου απέσπασε φρουρά να παραμένομε για φύλαξη. Όταν συγκροτήθηκαν Λόχοι, με απέσπασαν καταρχήν εις 2ον Λόχο με διοικητή λόχου τον Ιωάννη Φουσκάκη που ως κληρωτός ήτον μόνιμος λοχίας, ως επιλοχίας του 2ου λόχου του 14 συν/τος πεζικού που ήτον φίλος μου. Εις αυτόν τον λόχο δεν κάθισα πολύ και πήρα μετάθεση εις 5ον Λόχο ως επιλοχίας του λόχου που ο λόχος έμενε εις την ύπαιθρο εις Μισσίρια. Μετά την ολική επιστράτευση που συγκροτήθηκε το Σύνταγμα, έλαβε διαταγή να μεταβεί εις την Σούδα, όπως και έγινε. Εκεί παραμείναμε εις την θέση Τσικαλαργιά περίπου μια εβδομάδα μέσα σε αντίσκηνα μέχρι που ήρθε διαταγή ολόκληρος ή Μεραρχία να επιβιβασθεί εις τα πλοία με προορισμό τον Πειραιά».
Από τον Σεπτέμβριο τα πρώτα σημάδια
Εξαιρετικού ενδιαφέροντος και το ημερολόγιο του δικηγόρου και σημαντικού Ρεθεμνιώτη της κοινωνικής προσφοράς Κωνσταντίνου Αντωνάκη.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά τα πρώτα σημάδια πολεμικής ετοιμότητας φάνηκαν τον Σεπτέμβριο. Στις 3 του μήνα έλαβε επείγουσα ατομική πρόσκληση που τον καλούσε να καταταχτεί σαν έφεδρος αξιωματικός στον στρατό. Δεν του έκανε καμιά έκπληξη μετά από όσα προηγήθηκαν από τον Δεκαπενταύγουστο. Προηγήθηκε ο βομβαρδισμός της «Έλλης» στην Τήνο και την ίδια μέρα, βομβαρδίστηκε επιβατηγό πλοίο μεταξύ Ρεθύμνης και Ηρακλείου από αεροπλάνου αγνώστου εθνικότητας. Αυτά τα δύο επεισόδια ήταν προμηνύματα πολέμου.
Αναφέρει στη συνέχεια με το γλαφυρό του ύφος:
«3-9-1940
Σήμερα πήρα μια επείγουσα ατομική πρόσκληση που με καλούσε να καταταχτώ σαν έφεδρος αξιωματικός στον στρατό. Δεν μου έκανε καμιά έκπληξη ύστερα από όσα προηγήθηκαν από τις 15 Αυγούστου 1940 μέχρι σήμερα.
4-9-1940
Πρωί βρέθηκα σήμερα έξω από τους στρατώνες ανάμεσα στους παλιούς και αγαπητούς συναδέλφους μου, Εφέδρους Αξιωματικούς, Νίκο Κατσιράκη, Λεωνίδα Ρολόγη, Αντώνη Λίτινα, Μανόλη Τσιριμονάκη, Σπύρο Αποστολάκη, Κώστα Κουμάντο, Νίκο Ψύρρη, Νίκο Περάκη, Γιάννη Ψωμακάκη, Γρηγόρη Σαριδάκη, Σταμάτη Ρολόγη, Γιώργη Σαλούστρο, Βασίλη Μαρκάκη, Γιάννη Γαβαλά, Γιάννη Βασιλάκη, Γιάννη Κουτσουράκη, Κώστα Βλαχάκη, Γιώργη Ουρανό, Φωκίωνα Μιχελακάκη, Στέλιο Περισσάκη, Λευτέρη Τσίβη, Χαράλαμπο Λίτινα, Ανδρέα Δασκαλάκη, Κοπανάκη, Λατζουράκη και πολλούς άλλους που περίμεναν να καταταχτούν στις μονάδες τους.
Ανταλλάξαμε θερμούς χαιρετισμούς, γιατί είχαμε χρόνια να ειδωθούμε από τον Ιούνη του 1937 που κάναμε μετεκπαίδευση στο 44ο Σύνταγμα και περιμέναμε στην πλατεία της Σοχώρας να ανοίξουν τα Γραφεία.
Στην αρχή αραιές ομάδες, μα όσο προχωρούσε η ώρα μαζεύοντο πυκνότερες για κατάταξη.
Είναι όλοι τους Έφεδροι γελαστοί, ζωηροί και ενθουσιασμένοι, από τα στρατιωτικά εμβατήρια, και τα πατριωτικά τραγούδια που μεταδίδουν τα μεγάφωνα του Ραδιοφωνικού Σταθμού.
Δοκίμασα μεγάλη συγκίνηση όταν την άλλη μέρα ντύθηκα τη στολή του Εφέδρου Αξιωματικού και ανέλαβα υπηρεσία. Οι μόνιμοι συνάδελφοί μας με επικεφαλής τον Διοικητή Ταγματάρχη Παναγιωτάκη Αριστείδη, αφού πρώτα μας καλωσορίσανε με εγκαρδιότητα μας καλέσανε να τους βοηθήσουνε στην συγκρότηση του 44ου Συντάγματος.
5-9-1940 – 27-10-1940
Μια εμπιστευτική διαταγή του Συντάγματός μου αναθέτει μια επείγουσα νυκτερινή εργασία που με απασχόλησε δυο βράδια, χωρίς να κλείσω μάτι. Άλλη διαταγή μου αναθέτει την αντικατάσταση του Ταγματάρχη Ευγένιου Σταμαθιουδάκη στην υπηρεσία της επίταξης κτηνών στην επαρχία Αγίου Βασιλείου λόγω κωλύματός του, παράλληλα δε ασκούσα και καθήκοντα προανακριτού του Συντάγματος.
Σκληρή, εντατική και υπεύθυνη εργασία με ανάγκαζαν να δουλεύω μέρα και νύκτα κι όμως δεν κουραζόμουνα γιατί είχα όπως κι όλοι οι άλλοι συνάδελφοί μου τα νιάτα των 30 χρόνων και τον φλογισμένο πατριωτισμό.
Η επίταξη των ζώων κράτησε πάνω από 20 ημέρες, μ’ έφερε στο διάστημα αυτό σε επαφή με τους συμπαθείς αγρότες μας, οι οποίοι παρέδιδαν τα ζώα των με αυθόρμητες πατριωτικές εκδηλώσεις και ενθουσιασμό. Μου λέγανε «κ. Ανθυπολοχαγέ προσφέρω το ζώο μου στην πατρίδα χαλάλι της και αν με χρειαστεί και μένα εδώ είμαι».
Όλοι μας είμαστε συγκινημένοι. Κοίταζα τους υπαξιωματικούς και τους στρατιώτες που παρελάμβαναν τα ζώα, να είναι δακρυσμένοι και υπερήφανοι και για να κρύψουν την συγκίνησή τους από τις εκδηλώσεις των αγνών αγροτών μας, χάιδευαν τα ταλαίπωρα ζώα την ώρα που με κάποιο δισταγμό άλλαζαν αφέντη.
Και τι να πει κανένας για τη φιλοξενία που μας επεφύλαξαν οι ευγενικοί κάτοικοι του ηρωικού χωριού Κοξαρέ που ήταν το κέντρο της επίταξης.
Στις αρχές του Οκτώβρη 1940 είχα τελειώσει την επίταξη στην πρώτη φάση της και τοποθετούμαι στο Ι τάγμα με επικεφαλής τον ηρωικό ταγματάρχη τον Αριστείδη Παναγιωτάκη και ειδικότερα στο 3ο λόχο σαν διοικητής της 1ης διμοιρίας του.
Ο λόχος μας είχε καταυλισθεί στα Τρία Μοναστήρια έξω από την πόλη και τότε δοκιμάσαμε για πρώτη φορά τη ζωή του αντίσκηνου μαζί με τους αγαπητούς μου συναδέλφους εφέδρους Αξιωματικούς Γιάννη Γαβαλά, Σταμάτη Ρολόγη, Κώστα Βλαχάκη και Σκορδαλλάκη, από τους οποίους παραμείναμε μόνιμα στελέχη του 3ου λόχου ο Κώστας Βλαχάκης κι εγώ με την προσθήκη του αγαπητού μου φίλου Γιώργη Σαλούστρου και κάποιου Μακεδόνα Δίζα Φιλώτα Αν/στη.
Η τοποθέτησή μου στον 3ο λόχο έξω από την πόλη Ρεθύμνης με εστενοχώρησε λίγο, γιατί θα έχανα την καθημερινή ευχάριστη συντροφιά τις βραδινές ώρες της αγαπημένης μνηστής μου και αργότερα εκλεκτής συζύγου μου. Κι όμως βρήκα τρόπο να ξεπερνώ το εμπόδιο αυτό. Έπαιρνα το άλογο του λόχου μου και κατέβαινα στην πόλη κοντά της. Ο ενθουσιασμός μου αυτός ήτο μεγάλος γιατί με τον τρόπο αυτό και την υπηρεσία μου εκτελούσα και τις συναισθηματικές μου υποχρεώσεις δεν παρέλειπα.
Αξέχαστες μέρες που θα μου θυμίζουν για πάντα την αληθινή ευτυχία!…».
Αρχές του Οκτώβρη 1940 είχε τελειώσει η επίταξη στην πρώτη φάση της και ο Αντωνάκης τοποθετήθηκε στο Ι τάγμα με επικεφαλής τον ηρωικό ταγματάρχη τον Παναγιωτάκη Αριστείδη και ειδικότερα στον 3ο λόχο σαν διοικητής της 1ης διμοιρίας του.
Ο λόχος είχε καταυλισθεί στα Τρία Μοναστήρια έξω από την πόλη και τότε δοκίμασαν οι έφεδροι για πρώτη φορά τη ζωή του αντίσκηνου.
Στις 26 του Οκτώβρη μια άλλη διαταγή του συνταγματάρχη Σέρβου διατάσσει την μετακίνηση του λόχου στην πόλη για μια ξεχωριστή αποστολή. Θα ήταν η τιμητική φρουρά στην Μητρόπολη την ημέρα μνήμης των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων.
Η δεύτερη ιταλική πρόκληση στο Ρέθυμνο
Άγνωστη στους πολλούς η δεύτερη αυτή πρόκληση των Ιταλών που μας γνώρισε ο εκλεκτός συγγραφέας κ. Σπύρος Θεοδωράκης, την ίδια μέρα που τορπιλίστηκε το «ΕΛΛΗ» στα Ρεθεμνιώτικα αυτή τη φορά. Αναφέρει σχετικά σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του ο επιφανής ιστορικός ερευνητής:
«Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ανήμερα του Εορτασμού της Παναγίας, στην Ιερά Mονή Tιμίου Προδρόμου Aτάλης λίγο πιο πάνω από το Mπαλί, που απέχει 33 χιλ. από το Ρέθυμνο στο δρόμο προς Ηράκλειο, οι δύο μοναχοί της και οι δυο κοσμικοί, προφανώς ενοικιαστές των μοναστηριακών κτημάτων, θα πρέπει να ετοιμάζονταν για τον Μέγα Εσπερινό της Παναγίας. Ενώ, στο διπλανό φαράγγι, οι κάτοικοι των γύρω χωριών θα προετοιμάζονταν πυρετωδώς για το μεγάλο πανηγύρι της «Παναγιάς του Χάρακα».
Στις 6:00 η ώρα λοιπόν στη Μονή Ατάλης, που διατηρεί τη μεσαιωνική ονομασία της περιοχής, και βρίσκεται σε μια εντυπωσιακή θέση με απέραντη θέα προς το Kρητικό πέλαγος, οι δυο μοναχοί θα διάβηκαν το κατώφλι του ναού κάνοντας τον σταυρό τους, με τον ένα να κατευθύνεται στην Ωραία Πύλη και τον άλλο στο δεξί ψαλτήρι. Κι ενώ ο εσπερινός προχωρούσε κανονικά, στις 6:23 ακουστήκαν επαναλαμβανόμενοι εκκωφαντικοί θόρυβοι. Ο τόπος έμοιαζε να τρέμει. Ο ένας επιστάτης έκανε χρέη νεωκόρου αλλά ο άλλος, βγήκε από τον ναό, διέσχισε βιαστικά το προαύλιο με τα εντυπωσιακά πέτρινα τόξα, ανέβηκε δύο-δύο τα σκαλιά μπροστά από τις εισόδους των κελιών και βγήκε στην μεγάλη βεράντα. Αυτό που αντίκρισε από ψηλά τον έκανε να παγώσει. Είδε την θάλασσα αφρισμένη, ένα ατμόπλοιο να κάνει ελιγμούς και δυο αεροπλάνα να απομακρύνονται. Η απορία και τα ερωτηματικά που του γεννηθήκαν θα έμεναν αναπάντητα προς ώρας, καθώς το πλοίο συνέχιζε το ταξίδι του με κατεύθυνση προς το Ηράκλειο».
Το γεγονός, ο βομβαρδισμός δηλαδή του πλοίου έξω από το Ρέθυμνο, πέρασε στα «ψιλά» των εφημερίδων. Ασφαλώς η κοινή γνώμη είχε συγκλονιστεί από τον τορπιλισμό του «Έλλη» και την απώλεια των εννέα μελών του πληρώματός του. Αλλά είναι πολύ εύκολο να αντιληφτεί κάποιος ότι αν οι ιταλικές βόμβες έβρισκαν στόχο κι έπλητταν το «Φρίντων» θα μιλούσαμε για μια τεραστία τραγωδία με δεκάδες νεκρούς και πνιγμένους, καθόσον το πλοίο ήταν επιβατηγό…».
Στην πρώτη γραμμή
Ήταν όμορφο παλικάρι ο Κωστής και από τις πιο «καλόσειρες» η οικογένεια που μεγάλωσε.
Ο πατέρας του Μύρωνας Παπαδάκης, εργαζόταν στο δικαστικό κλάδο με ρίζες στο Βάτο Αγίου Βασιλείου. Εκεί γεννήθηκε ο Κωστής το 1911.
Όλα του τα σχολικά χρόνια τα πέρασε στο Ρέθυμνο, στο σπίτι που ήταν απέναντι από την τότε Νομαρχία και σημερινή Περιφερειακή Ενότητα.
Η αδελφή του Μαρία η μετέπειτα πανεπιστημιακός και ιδρύτρια του τμήματος Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης έτρεφε βαθύ σεβασμό για τον αδελφό της που δεν έμενε ήσυχος ούτε λεπτό διψώντας για γνώση και δράση.
Διάβαζε ατέλειωτες ώρες και επιδίωκε να πρωτοστατεί σε δραστηριότητες που υπηρετούσαν το πνεύμα και τον άνθρωπο. Μα ήταν πολλά και τα πρότυπα που συναντούσε στην οικογένεια και δεν μπορούσε να μην επηρεαστεί.
Οι καθηγητές του στο σχολείο είχαν να λένε για την ευστροφία του, την αγάπη για μάθηση και τον επαινούσαν για τη μελέτη πολλών εξωσχολικών βιβλίων που έδιναν φτερά στις σχολικές επιδόσεις του.
Μαθητής ακόμα αρχίζει να αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο με το ψευδώνυμο «Κωστής Πάλμης» και κάποια στιγμή δημοσιεύει και την πρώτη ποιητική του συλλογή που ήταν δυστυχώς και η μοναδική.
Τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα σημαδεύονται από τη φιλία και τις ατέλειωτες συζητήσεις με κορυφαίους της εποχής του πνεύματος και των ιδεολογικών ρευμάτων από τις πηγές δημοκρατικών παρατάξεων.
Με συνέπεια και χωρίς να χάσει χρόνο τέλειωσε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνών κι επειδή η δημοσιογραφία ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του άρχισε να εργάζεται στο « Ελεύθερο Βήμα». Ο γέρο Λαμπράκης αμέσως διέγνωσε το ταλέντο και τις άλλες αρετές και τον ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή. Του έδωσε την εμπιστοσύνη και όλες τις ευκαιρίες για να αναδείξει τα πνευματικά του χαρίσματα.
Και ο Κωστής ανταπέδιδε δικαιώνοντας τις προσδοκίες του εκδότη του και με απέραντο σεβασμό στον ίδιο.
Σεπτέμβριο του 1940 τον καλεί στο γραφείο και του αναθέτει καθήκοντα ανταποκριτή στο Λονδίνο. Ίσως να ήθελε και να τον προστατεύσει από τη θύελλα που ερχόταν και σαν έμπειρος γνώστης των πραγμάτων ο ίδιος έκανε τις εκτιμήσεις του για το μέλλον του τόπου του.
Αρχικά ο Κωστής ενθουσιάστηκε με την ιδέα αλλά μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος παραιτήθηκε από την ιδέα αυτή και δήλωσε ότι πηγαίνει να καταταγεί. Μάταια ο Λαμπράκης τόνιζε στον νεαρό Ρεθεμνιώτη πόσο πιο απαραίτητος θα ήταν στα μετόπισθεν, στο μετερίζι της δημοσιογραφίας. Εκείνος ανένδοτος προχώρησε στη διαδικασία κατάταξής του. Από τις πιο σπαρακτικές εικόνες αυτή που περιγράφει η αδελφή του Μαρία που τον ξεπροβόδισε στον σταθμό Λαρίσης. Κρεμασμένος από ένα παράθυρο ο Κωστής της έσφιξε το χέρι και τη διαβεβαίωσε ότι πηγαίνει στο μέτωπο με τη σιγουριά της νίκης. Ο έφεδρος αξιωματικός μηχανικού πλέον Κωνσταντίνος Μύρωνος Παπαδάκης βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Οι διαπιστώσεις ήταν απογοητευτικές. Ο Μεταξάς είχε παίξει καλά το παιχνίδι του πατριώτη αλλά στην ουσία είχε τη χώρα εντελώς αποδυναμωμένη από βασικά αμυντικά όπλα. Θεός οίδε τι είχαν γίνει τα χρήματα από έρανο «για την άμυνα». Κι όμως ο Κωστής δεν πτοείται. Πολεμά με θάρρος. Και στέλνει «κάπου από το μέτωπο» και την πρώτη του ανταπόκριση στην εφημερίδα του το «Ελεύθερον Βήμα»:
«Κάπου εις το Μέτωπον 3 Νοεμβρίου 1940. Επτά μέρες τώρα και επτά νύχτες πολεμούμε. Τα κανόνια μας τα πολυβόλα μας, τ’ αεροπλάνα μας , τ’ αδέλφια μας, όλοι εμείς που αποτελούμε τον ελληνικό στρατό με ψυχή γεμάτη θάρρος κι αυτοπεποίθηση πολεμούμε… Θα νικήσουμε έναν εχθρό για να δείξουμε σε όλους τους λαούς τον δρόμο της ελευθερίας και της τιμής… Ας μάθουν όλες οι μανάδες που έχουν παιδιά στα σύνορα πως πρέπει να είναι υπερήφανες για στα παιδιά τους έλαχε ο κλήρος να δείξουν στον κόσμο πως η ελευθερία δεν χαρίζεται από κανέναν αλλά παίρνεται με το σπαθί».
Την επομένη ακριβώς, σαν σήμερα 4 Νοεμβρίου 1940, πέφτει νεκρός. Στο χέρι του είχε το περίστροφο που δεν μπορούσε βέβαια να τον βοηθήσει στον αεροπορικό βομβαρδισμό που είχε αρχίσει να θερίζει μαζί με αυτόν και άλλους νέους υπερασπιστές των ιδανικών μας.
Μου έλεγε σχετικά η αδελφή του αείμνηστη Μαρία Χουρδάκη, ιδρύτρια του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης: «Όταν ο Κωστής μου ανακοίνωσε την απόφασή του έχασα το χρώμα μου. Μη σε βλέπω έτσι με μάλωσε. Πρέπει να μείνω. Είναι χρέος τιμής. Εγώ θα εξασφαλιστώ σε μια θέση μακριά από τη φωτιά του πολέμου και θα κάνω τον ήρωα εκ του ασφαλούς; Και πως θα κοιτάζω στα μάτια εκείνους που θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή; Τα ίδια μου επαναλάμβανε και στον σταθμό που τον αποχαιρετούσα. Ήταν και η τελευταία φορά που τον έβλεπα».
Το αφιέρωμα συνεχίζεται.