Γράφτηκαν πολλά πριν, γράφτηκαν πολλά κατά τη διάρκεια, γράφτηκαν κάμποσα και μετά τις διαδηλώσεις για τα Τέμπη. Λογικό. Ήταν τεράστιες σε όγκο, «πολυσυλλεκτικές» στη σύνθεση του κόσμου, ειρηνικές (παρότι φυσικά θα έπεφταν χημικά στην Αθήνα) και κατά το δυνατόν ακομμάτιστες. Υπήρξαν προσπάθειες κομματικής και ψηφοθηρικής καπηλείας τους; Υπήρξαν, πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Ήταν όμως ασθενικές και αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία ή και δυσφορία από τους ίδιους τους διαδηλωτές. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει κόμμα ή πολιτικός φορέας στη χώρα τη δεδομένη στιγμή, που να έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει τέτοιας έκτασης κινητοποιήσεις.
Και τότε, τι ακριβώς έβγαλε τόσες χιλιάδες ανθρώπους, όλων των ηλικιών και – σχεδόν – όλων των ιδεολογικών αφετηριών στους δρόμους. Γιατί τώρα και όχι και στο Μάτι, όπως αναρωτιούνται προβοκατόρικα κάμποσοι από το βράδυ της Κυριακής;
Πρώτα από όλα ας ξεκαθαρίσουμε το εξής: η σύγκριση τραγωδιών έχει κάτι βαθιά απάνθρωπο στον πυρήνα της. Ξεκινά από την ίδια βάση με τον πούρο οπαδισμό, όμως όσοι δεν καταλαβαίνουν πόσο χυδαία είναι η μεταφορά της συζήτησης «λέτε για το πέναλτι που πήραμε τότε, αλλά δεν λέτε για το πέναλτι που πήρατε εσείς» στο πεδίο των ανθρώπινων ζωών, φοβάμαι ότι δεν καταλαβαίνουν τίποτα γενικά. Όσοι δε το πάνε και ένα βήμα παρακάτω, συγκρίνοντας χαροκαμένες μάνες, χαροκαμένους γονείς και τον τρόπο που διαχειρίζονται τον ανείπωτο πόνο τους, διαπράττουν ύψιστη ύβρη.
Επί της ουσίας, όλοι αυτοί – κάνουν ότι- δεν αντιλαμβάνονται κάτι απλό: δεν είναι κυρίως το δυστύχημα των Τεμπών που έχει ξεσηκώσει τόση οργή, περισσότερη σήμερα από όση τη μέρα που συνέβη. Είναι η διαχείριση που ακολούθησε.
Η αλαζονεία και ο κυνισμός της κυβέρνησης, η οποία θεώρησε, λανθασμένα, ότι εφόσον εξελέγη εκ νέου με 41% λίγους μήνες μετά, πήρε συγχωροχάρτι. Η εξοργιστική περίπτωση του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος ήταν υποψήφιος, βρίσκοντας στη στήριξη του κόμματος και των ψηφοφόρων/συμπατριωτών του το θράσος να εγκαλέσει τους συγγενείς των θυμάτων επειδή δεν αρκέστηκαν στον «βουβό πόνο». Είναι η διαβεβαίωση του ίδιου του Πρωθυπουργού ότι η δεύτερη αμαξοστοιχία δεν κουβαλούσε εύφλεκτα υλικά ενώ όλα τα στοιχεία που έρχονται στο φως δείχνουν το αντίθετο. Είναι μια σειρά «συμπτώσεων» και καταστροφής στοιχείων που δυσχεραίνουν την προσπάθεια ανακάλυψης του πραγματικού φορτίου της εμπορικής αμαξοστοιχίας.
Είναι η εξεταστική – ντροπή για τη δημοκρατία που στήθηκε στη βουλή, με τις πλάτες της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Είναι η ολοένα και εντονότερη αίσθηση της συγκάλυψης.
Διότι ακόμα κι αν δεχτούμε ότι τέτοια δεν υπάρχει, η κυβέρνηση με τη στάση της έχει ακέραια την ευθύνη για την δυσπιστία της κοινής γνώμης. Σε ακόμα μια περίπτωση, μετά τις υποκλοπές, πληγώνει ανεπανόρθωτα και ουσιαστικά απαξιώνει τους θεσμούς.
Το πιο πρόσφατο, ανατριχιαστικό ηχητικό ντοκουμέντο από το δυστύχημα, και η βλακώδης απόπειρα αποδόμησής του, αποτέλεσαν μάλλον το κερασάκι στην τούρτα.
Το δυστύχημα ή έγκλημα, μπορεί και να το ξεπερνούσαμε αν νιώθαμε ότι μετά το μοιραίο έγιναν τα απαιτούμενα και για να αποδοθεί η δικαιοσύνη και για να μη συμβεί ξανά κάτι παρόμοιο.
Νιώθουμε το ακριβώς αντίθετο.
Και για αυτό οι διαδηλώσεις της Κυριακής ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από τα συνηθισμένα, μια άμεση, σχεδόν αδιαμεσολάβητη επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς των θυμάτων και την ελληνική κοινωνία, με κοινό αίτημα: δικαιοσύνη.
Δεν πιστεύω στις δίκες των πλατειών, με ανατριχιάζουν. Ούτε πιστεύω ότι οι μαζικές διαμαρτυρίες μπορούν να προκαλέσουν στην παρούσα φάση πολιτικές εξελίξεις – όταν συμβαίνει αυτό, συνήθως είναι για κακό.
Πιστεύω, όμως, ότι μια κυβέρνηση που αισθάνεται ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, δίχως να λογοδοτεί πουθενά, είναι μια κακή και επικίνδυνη κυβέρνηση. Χωρίς καταλογισμό και ανάληψη ευθύνης, δεν υπάρχει δημοκρατία.
Οι χιλιάδες διαδηλωτές, υπενθύμισαν στους κυβερνητικούς όλα τα παραπάνω και -στην συντριπτική τους πλειοψηφία – ζήτησαν επιτακτικά καλύτερη δημόσια διοίκηση, ζήτησαν έλεγχο και λογοδοσία, ζήτησαν περισσότερη, καλύτερη, βαθύτερη δημοκρατία.
Όσοι δεν συντάσσονται με τη συγκεκριμένη απαίτηση και κρύβονται πίσω από χαζά επιχειρήματα («είστε συριζαίοι (!), γιατί δεν διαμαρτυρόσαστε για το Μάτι κ.λπ.») και ψεύτικους εκβιασμούς («θέλετε να πέσει ο Μητσοτάκης για να καταστραφούμε») έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης και στην επόμενη τραγωδία που είναι 100% βέβαιο ότι θα συμβεί.