Η ιστορία μιας υπεραιωνόβιας στο Γεράνι με 320 απογόνους!!! Και η επανάσταση για μια Σκορδιλοπούλα
Αναδιφώντας το χθες, μέσα από γραπτές πηγές και προφορικές παραδόσεις, συναντάς μικρές ασήμαντες ιστορίες που αν τις προσέξεις σου δίνουν τη ζωή απλών ανθρώπων που έχει περάσει όμως από 40 κύματα.
Μια τέτοια περίπτωση αναφέρει ο Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις, σε δημοσίευμά του στην εφημερίδα «Βήμα» (22/4/1959).
Ο μεγάλος μας ιστοριοδίφης είχε επισκεφθεί το Γεράνι. Επίσκεψη που για τα δεδομένα της εποχής ήταν ταξιδάκι αναψυχής. Ας μην ξεχνάμε ότι στον Κουμπέ οι παλιοί Ρεθεμνιώτες γιόρταζαν τα Κούλουμα.
Αν κρίνουμε από τα γραφόμενά του θα πρέπει να εντυπωσιάστηκε με το φιλόξενο χωριό, που το καλό κρασί ποτέ δεν του έφτανε, αφού κάθε περαστικός εύρισκε και χωρίς να έχει γνωριμίες, αβραμιαία φιλοξενία. Απλοί άνθρωποι του έδωσαν εικόνες παραδοσιακών Κρητικών, που δεν φοβούνται τη δουλειά, αλλά ούτε και τα γηρατειά. Κι είδε ο σπουδαίος μας ιστορικός, ανθρώπους υπερήλικες, για τα δεδομένα της εποχής, να κινούνται δραστήρια στην καθημερινότητά τους και να διαθέτουν κοφτερό μυαλό και αλάνθαστη κρίση.
Μια γυναίκα του τράβηξε την προσοχή. Φαινόταν ηλικιωμένη αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ηλικία της. Γύριζε όλο το χωριό με αρκετή σβελτοσύνη, η όρασή της φαινόταν καλή, η όρεξή της καλύτερη και το μυαλό της ξυράφι.
Ο Παπαδάκις θέλησε να τη γνωρίσει καλύτερα, γιατί από τις αφηγήσεις των ηλικιωμένων αντλούσε στοιχεία για τις ιστορικές του έρευνες. Και φαντάζεστε την έκπληξή του όταν έμαθε πως η άγνωστη εκείνη γυναίκα ήταν 105 χρόνων και είχε 320 παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα και τρισέγγονα!!!
Χωρίς να χάσει καιρό την κάλεσε να συζητήσουν και κείνη ανταποκρίθηκε πρόθυμα και με την ίδια προθυμία απάντησε και στις ερωτήσεις του.
Λεγόταν Βαγγελιά και είχε γεννηθεί στον Κισσό Αγίου Βασιλείου. Ο πατέρας της ήταν ο Δημήτρης Χαλκιαδάκης. Βέβαια τέτοια οικογένεια δεν υπάρχει σήμερα στον Κισσό, αλλά είχε συγγένεια με τις οικογένειες Αλεξανδράκη και Νικολιδάκι.
Ζούσε ευτυχισμένη στο χωριό με τέσσερα ακόμα αδέλφια, δυο αγόρια και δυο κορίτσια.
Αν και ήταν μικρή είχε εμπειρίες από ιστορικά γεγονότα.
Παιδί ήταν όταν έφεραν να θάψουν στο χωριό του, τα Ακούμια, έναν καπετάνιο. Μαζεύτηκε όλος ο ανθός της λεβεντιάς να τον ξεπροβοδίσει. Και από τις μπαλωθιές, που ο ήχος τους έφθανε ως τον Κισσό, χαλούσε ο κόσμος.
Με τις γνώσεις που διέθετε ο Παπαδάκις κατάλαβε ότι η γιαγιά Βαγγελιά αναφερόταν στον Κωνσταντίνο Τσελεπάκι, υπαρχηγό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, στην επανάσταση του 1866, που σκοτώθηκε έξω από το Ρέθυμνο, στην περιοχή του Βρύσινα, σε μια μάχη, τον Απρίλη του 1868. Ο θάνατός του είχε προκαλέσει τέτοια θλίψη που αποτέλεσε χρονολογικό σημείο αναφοράς και επί χρόνια έλεγαν οι ντόπιοι «το βάχτι του Τσελεπάκι (από την τουρκική λέξη vakt που σημαίνει εποχή).
Αυτή τη λεπτομέρεια αναφέρει ο Γεώργιος Εκκεκάκης στο λήμμα «Τσελεπάκης» (Ρεθεμνιώτες).
Απορίας άξιον είναι πως βρέθηκε η Βαγγελιά στο Γεράνι, μια εποχή που οι κοπελιές, όταν έβγαιναν από το σπίτι, είχαν όριο προσέγγισης μόνο τη βρύση του χωριού και την εκκλησία.
Μια αταξία της στάθηκε αφορμή για την εσωτερική της μετανάστευση.
Μια μέρα εκεί που δούλευε, στο περιβόλι τους, αντιλήφθηκε ότι είχε χάσει το κλαδευτήρι. Μάταια το έψαξε τριγύρω. Δεν υπήρχε πουθενά. Στο μεταξύ πήραν χαμπάρι από το σπίτι την απώλεια και επειδή δεν ήταν εύκολη η αντικατάσταση του εργαλείου, την κυνηγούσαν έξαλλοι να τη δείρουν.
Από το φόβο της η κακομοίρα έσπευσε να κρυφτεί περιμένοντας την ευκαιρία να πάει στο Ρέθυμνο, που κατοικούσε η αδελφή της να βρει εκεί άσυλο και προστασία.
Για καλή της τύχη ένας θείος της θα έκανε το ίδιο δρομολόγιο. Χωρίς να χάσει καιρό η Βαγγελιά τον ακολούθησε μέχρι τη Μεγάλη Πόρτα. Από εκεί τώρα η κοπέλα θα αναζητούσε την αδελφή της. Ήταν βέβαια σε κακό χάλι. Από το βάδισμα είχαν γεμίσει τα πόδια της πληγές. Θέλεις ο πόνος, θέλεις το άγχος βλέποντας για πρώτη φορά στη ζωή της τόσο κόσμο μαζεμένο στην αγορά δεν της έμενε κουράγιο ούτε να σκεφτεί. Κάθισε κοντά σ’ ένα πλάτανο που είχε δίπλα του μια βρύση, νοτικά της σημερινής εκκλησίας των Τεσσάρων Μαρτύρων κι έκλαιγε. Ο κόσμος που περνούσε δίπλα της δεν έδινε καμιά σημασία.
Αφού έκλαψε αρκετά, προσπάθησε να σηκωθεί να συνεχίσει την έρευνα για να εντοπίσει το σπίτι της αδελφής της. Στάθηκε αδύνατο να κάνει ένα βήμα. Πονούσαν αφόρητα οι πληγές της. Κάθισε λοιπόν κι όπως ήταν πεινασμένη, διψασμένη, πονεμένη άρχισε και πάλι να κλαίει. Σε λίγο είδε να την πλησιάζει ένας άνδρας, που δεν της προκαλούσε κανένα φόβο. Αντίθετα στη θέα του αναθάρρησε. Εκείνος της συστήθηκε με ευγένεια. Ήταν από το Γεράνι και λεγόταν Σκλομπόνης. Είχε κι αυτός οικογένεια. Βλέποντας τα αίματα που έτρεχαν από τα πόδια χωρίς κανένα δισταγμό την πήρε στην αγκαλιά του και την έφερε στα Σπιτάλια (νοσοκομείο). Σε ερώτηση του Παπαδάκι δεν ήξερε να του πει σε ποια τοποθεσία την πήγε ο πονόψυχος εκείνος άνθρωπος. Επιτέλους όμως το άτυχο κορίτσι βρήκε καταφύγιο και περίθαλψη. Μετά από μια βδομάδα, περίπου, είχε πια συνέλθει, έκλειναν και οι πληγές της. Τότε ήρθε πάλι ο Σκλομπόνης και την πήρε στο σπίτι του. Από τη μια στιγμή στην άλλη η Βαγγελιά βρέθηκε σε μια όμορφη πολυμελέστατη οικογένεια που από την πρώτη στιγμή της άνοιξε την αγκαλιά της. Κι εκείνη όμως δεν φέρθηκε αχάριστα. Προκομμένη καθώς ήταν έγινε το δεξί χέρι της νοικοκυράς και στις δουλειές και στην ανατροφή των παιδιών. Όλοι στο χωριό είχαν να το λένε.
Κάποιος Χατζημανώλης βλέποντας πόσο προκομμένο και καλό ήταν αυτό το κορίτσι, ζήτησε το πήρε στο σπίτι του και τα έκανε παιδί του. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου, την πάντρεψε με τον ανιψιό του τον Κωστή Νικολακάκι και της έδωσε όλη του την περιουσία. Ο γάμος έγινε στα 1872, όταν η Βαγγελιά έκλεισε τα 18 της χρόνια.
Αυτή ήταν η ιστορία της Βαγγελιάς από τον Κισσό, που όλο το Γεράνι είχε να λέει για τη νοικοκυροσύνη και την προκοπή της. Δεν έμενε άπραγη ούτε λεπτό ακόμα και στα γεράματά της.
Έκανε χωράφι, μάζευε ελιές, αλώνιζε, προλάβαινε και το νοικοκυριό της στην εντέλεια πάντα. Όταν ο Παπαδάκις την ρώτησε για τη διατροφή της του είπε πως σε όλη της τη ζωή έτρωγε κρέας, χόρτα και γαλακτερά. Πατάτες και όσπρια δεν ήθελε ούτε να τα πλησιάσει. Κι έτσι έφτασε στα 105 της χρόνια.
Μένει σε μας να μάθουμε κάποια στιγμή σε ποια ηλικία η γιαγιά Βαγγελιά πήρε το δρόμο για το αιώνιο ταξίδι. Δεν μπορεί, κάποιος από τους 320 απογόνους της κάτι θα ξέρει να μας πει.
Επανάσταση για μια χρυσομαλλούσα
Η σπουδαία γραφή του Σταύρου Κελαϊδή, μας μεταφέρει τώρα δυτικότερα, αφηγούμενη μια ιστορία με μεγάλο ενδιαφέρον.
Στα 1319, στη χώρα των Σφακίων ζούσε μια πανέμορφη κοπέλα από την οικογένεια των Σκορδίληδων. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά (τότε δεν έκοβαν οι γυναίκες τα μαλλιά τους) κι όταν τα έριχνε στους ώμους της έμοιαζαν σαν αναλυτό χρυσάφι. Γι’ αυτό και την ονόμασαν Χρυσομαλλούσα.
Μια μέρα η κοπέλα συνοδευόμενη από δυο υπηρέτριες πήγε στη βρύση για νερό. Εκείνη την εποχή δεν είχαν τα Σφακιά ισχυρή δύναμη Ενετών. Ένας φρούραρχος υπήρχε με καμιά δεκαριά στρατιώτες. Αυτός ο φρούραρχος που λεγόταν Καπουλέτος, είδε τη Χρυσομαλλούσα κι έπαθε ο νους του. Πήγε κοντά της και την αιφνιδίασε με ένα φιλί. Εκείνη βρήκε αμέσως την ψυχραιμία της και τον «δωροδόκησε» με ένα γερό χαστούκι. Ακολούθησαν και οι υπηρέτριες χτυπώντας τον όπου έφταναν.
Έξαλλος αυτός από ντροπή που τον χειροτονούσαν τρεις γυναίκες, τράβηξε το σπαθί του κι έκοψε την πλεξίδα της Χρυσομαλλούσας. Και σαν να μην έφτανε αυτό την έκανε τρόπαιο και την περιέφερε στο φρούριο.
Όπως ήταν φυσικό δεν θα μπορούσαν οι συγγενείς της κοπέλας να αφήσουν ατιμώρητη τέτοια προσβολή. Πήγαν σκότωσαν το φρούραρχο και τη φρουρά του, αλλά για να πάρουν μεγαλύτερη εκδίκηση έκαναν το φρούριο πέτρα πάνω στην πέτρα. Κι ούτε που ξανακτίστηκε.
Το έμαθαν στη Γαληνοτάτη και πέρασαν στην αντεπίθεση. Έστειλε στρατό για να εκδικηθεί, αλλά έκανε το λάθος να μην περιοριστεί μόνο στην οικογένεια που προκάλεσε την καταστροφή του φρουρίου, αλλά στράφηκε εναντίον όλων των Σφακιανών. Κι έτσι γενικεύτηκε η σύρραξη. Όσο κι αν δεν έφταιγαν οι άλλοι δεν μπορούσαν να αφήσουν αβοήθητους τους Σκορδίληδες. Εξασφάλισαν λοιπόν όλα τα γυναικόπαιδα στο φαράγγι της Σαμαριάς και ρίχτηκαν στη μάχη. Η επανάσταση αυτή κράτησε ένα χρόνο. Όσο κι αν ενισχύονταν οι Ενετοί και από θαλάσσης με στρατό, δεν κατάφεραν να τα βγάλουν πέρα με τους Σφακιανούς, που τους αποδεκάτιζαν σε κάθε τους έφοδο.
Κάποια στιγμή κατάλαβαν οι Ενετοί ότι δεν θα τελειώσει ποτέ αυτή η ιστορία και αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν και να δώσουν γενική αμνηστία. Και για τη διατήρηση της τάξης όρισαν διοικητή έναν πράο άνθρωπο, έναν αληθινό διπλωμάτη που κατάφερε και την τάξη να αποκαταστήσει και να ζούνε όλοι ειρηνικά. Αυτόν τον έλεγαν Μανούκιο και λέγεται από ορισμένους, ότι από το όνομα αυτό προέρχεται και το Μανούσος και όχι από το γνωστό ευωδιαστό λουλούδι. Ποιος έχει δίκιο θα μας το πουν οι ειδικοί να το μάθουμε κι εμείς.
Ένα περιστατικό στις Σίσες
Μερικούς αιώνες μετά είχαμε παρόμοιο περιστατικό σε χωριό του Μυλοποτάμου, σύμφωνα με το αστυνομικό δελτίο της εποχής. Για καθαρά δεοντολογικούς λόγους δεν θα προσδιορίσουμε χρονολογικά το γεγονός ούτε θα αναφέρουμε το χωριό.
Ένας 28χρονος, λοιπόν, από ιστορική γενιά, αγάπησε μια 17χρονη με πάθος. Φαίνεται όμως πως το αίσθημά του δεν είχε ανταπόκριση από την ίδια, αλλά ούτε και οι συγγενείς θα δέχονταν το γάμο.
Προσπαθούσε ο καημένος ο νέος να βρει τρόπο να παντρευτεί την καλή του, αλλά δεν τα κατάφερνε. Μέχρι που ήρθε στο μυαλό του ένα πανάρχαιο έθιμο που θα του έλυνε το πρόβλημα.
Αν αυτός που ήθελε μια κοπέλα, αλλά εκείνη τον απέρριπτε, κατάφερνε να της κόψει τα μαλλιά, τότε ήταν δική του κι ας μην τον ήθελε.
Παίρνει απόφαση ο ερωτευμένος 28χρονος και ένα πρωί Σαββάτου, μπαίνει στο σπίτι της κοπέλας και της κόβει τα μαλλιά.
Μάταια προσπάθησε να την βοηθήσει η αδελφή της, που το μόνο που κατάφερε ήταν να τραυματιστεί από το μαχαίρι, που κρατούσε ο δράστης και στα δυο της χέρια.
Τι απέγινε η «κουρεμένη»; Αναγκάστηκαν οι δικοί της να ξεκινήσουν την προετοιμασία του γάμου, καθώς δεν είχαν και άλλη επιλογή.
Το τέλος μιας περιπέτειας
Μια εκκρεμότητα είχαμε αφήσει με το τέλος της περιπέτειας της κόρης του Δασκαλογιάννη.
Όπως είχαμε αναφέρει, μετά το μαρτύριο του πατέρα της η αδελφή της χάθηκε κι αυτή χαρίστηκε από τον πασά στον Ντεφτεντάρη. Η Μαρία ήταν τότε 18 χρονών. Ο Τούρκος, ευτυχώς, δεν την αντιμετώπισε ως λάφυρο. Φαίνεται πως την ερωτεύτηκε κιόλας. Έζησε καλά κοντά του στη Κωνσταντινούπολη. Απέκτησαν και δυο κόρες αλλά δυστυχώς πέθαναν μικρές.
Λίγο πριν από τη μεγάλη επανάσταση του 21, βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη εντελώς τυχαία δυο ανίψια της Μαρίας Δασκαλάκη. Εκείνη θέλοντας να το σκάσει, νοιώθοντας αβάσταχτη νοσταλγία για τον τόπο της με μια προστατευομένη της, την Ηράκλεια Καρατζοπούλα, κατάφερε με τη βοήθεια ενός αφοσιωμένου της υπηρέτη που λεγόταν Μουσταφά Νταής, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ο Χριστιανός Νικόλαος Ζερβός, να προσεγγίσει, τυχαία, το πλοίο που επέβαιναν οι συγγενείς της και μάλιστα εκείνοι να τη δεχτούν χωρίς να ξέρουν για ποια πρόκειται. Η γνωριμία έγινε μεσοπέλαγα και η συγκίνηση ήταν μεγάλη.
Στη διάρκεια του ταξιδιού η προστατευόμενη της Μαρίας, η Ηράκλεια Καρατζοπούλα, ερωτεύτηκε τον ανιψιό της το Γιώργη Δασκαλάκη (Τσελεπή) και το αίσθημα ήταν αμοιβαίο. Όταν το πλοίο έφθασε στην Τήνο έγιναν οι αρραβώνες που ευλόγησε με μεγάλη χαρά η κόρη του ήρωα Δασκαλογιάννη.
Στο μεταξύ άναψε η επανάσταση και ο Γιώργης δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο παρά πώς να βρεθεί το γρηγορότερο στην Κρήτη να πολεμήσει.
Η θεία του όχι μόνο δεν έφερε αντίρρηση αλλά τον βοήθησε κιόλας, να το πετύχει, με τη βοήθεια του πιστού της Νικολάου Ζερβού.
Έτσι όμως ο αρραβώνας του με την πανέμορφη Ηράκλεια δεν είχε αίσιο τέλος. Στη μάχη της Κανδάνου ο Γιώργης Δασκαλάκης ή Τσελεπής βρήκε ηρωικό θάνατο. Και η άτυχη μνηστή του, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, υποχρεώθηκε να παντρευτεί τον αδελφό του Νικόλαο Τσελεπή. Άλλες εποχές άλλα ήθη.