Σε μια «Βραδιά Οικολογίας» συναντήθηκαν την Τετάρτη 19 Μαρτίου στο πολιτιστικό Κέντρο «Ξενία», άνθρωποι με διαφορετικά ενδιαφέροντα και κοινό παρονομαστή τις περιβαλλοντικές ανησυχίες, για μια συζήτηση που επεσήμανε την τομή ανάμεσα στην οικολογία και την ανθρωπολογία. Δύο επιστήμες, οι οποίες, μέσα από το δικό της επιστημονικό και μεθοδολογικό πρίσμα η κάθε μια, καταλήγουν στο ότι η επίλυση των περιβαλλοντικών ζητημάτων συνδέεται άμεσα με το κοινωνικό, ιστορικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι των κοινωνιών. Οι επιστημονικές προσεγγίσεις επίλυσης αυτών των ζητημάτων που συνδυάζουν, επομένως, την οικολογική γνώση με την ανθρωπολογική (και όχι μόνο) έρχονται συχνά σε σύγκρουση με το κράτος και την πολιτική πραγματικότητα η οποία μοιάζει να μην λαμβάνει υπόψη το συμφέρον των τοπικών πληθυσμών σε σχέση με το περιβάλλον τους – ένα περιβάλλον πια όχι μόνο φυσικό αλλά και πολιτισμικό, κοινωνικό κ.ά.
Κύριοι ομιλητές στη βραδιά ήταν ο κ. Γιώργος Νικολακάκης, καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και ο κ. Michael Herzfeld, καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Harvard.
Συντονιστής της συζήτησης ήταν ο καθηγητής Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, κ. Στέργιος Πυρίντσος, ο οποίος μιλώντας στα «Ρ.Ν.» αναφέρθηκε στους στόχους των «Βραδιών Οικολογίας» και υπενθύμισε πως η παραδοσιακή οικολογία είναι η επιστήμη που μέσα από αυστηρές επιστημονικές μεθόδους και ορολογίες – και όχι φορτισμένη με πολιτικό και κοινωνικό πρόσημο – μπορεί να θέσει την επιστημονική βάση για όλες τις έννοιες που πραγματεύεται η σύγχρονη εποχή: «Οργανώνουμε τις «Βραδιές Οικολογίας», γίνονται κάθε δεύτερη Τετάρτη και είναι μια ευκαιρία να συναντιόμαστε άνθρωποι με πολύ διαφορετικά ενδιαφέροντα και δραστηριότητες στην καθημερινή ζωή. Καταθέτουμε τις απόψεις μας, κάνουμε συζητήσεις γύρω από την οικολογία την οποία διαπραγματευόμαστε σε σχέση με άλλα επιστημονικά πεδία. Ο βασικός μας στόχος είναι αυτή η εύπεπτη γνώση που υπάρχει και φεύγει από τα μέσα επικοινωνίας και κυκλοφορεί ευρέως, να την περάσουμε από τη βάση της επιστήμης. Πολλές φορές μεγάλο μέρος αυτής της γνώσης είναι κενού περιεχομένου και ένα άλλο έχει στοιχεία διαστρέβλωσης. Προσπαθούμε τώρα αυτά να τα βάλουμε σε μια τάξη και να τα επεξεργαστούμε υπό το πρίσμα της οικολογίας. Η οικολογία ως όρος δεν χρησιμοποιείται πλέον σήμερα. Δηλαδή τα περιβαλλοντικά θέματα τίθενται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, δηλαδή τίθεται χωριστά η κλιματική αλλαγή, χωριστά η βιοποικιλότητα κ.λπ. Η οικολογία είναι η επιστημονική βάση η οποία κατά κάποιο τρόπο μπορεί να ενοποιήσει την οπτική όλων αυτών των πραγμάτων, αλλά ως κλάδος της βιολογίας, που διέπεται από έναν θετικισμό, από μια αυστηρότητα λόγου και από έναν ορθολογισμό. Δεν είναι δηλαδή οικολογία με την έννοια που την ξέρουμε σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο».
Οι «Βραδιές Οικολογίας» διοργανώνονται με τη συνεργασία του Πανεπιστημίου Κρήτης και του δήμου Ρεθύμνης, ενώ συμμετέχει και η εθελοντική ομάδα «Νοιάζομαι και Δρω». Χαιρετισμό στην εκδήλωση, ως εκπρόσωπος του δήμου, απηύθυνε ο αντιδήμαρχος Παιδείας – Δια Βίου Μάθησης – Νέας Γενιάς, κ. Νεκτάριος Παπαδογιάννης.
Δύο αλληλεξαρτώμενες επιστήμες
Στη διάλεξή του με τίτλο «Διάλογοι Οικολογίας -Ανθρωπολογίας: Γέφυρες μιας διαλεκτικής σχέσης» ο καθηγητής ανθρωπολογίας, κ. Νικολακάκης, έκανε μια ιστορική αναδρομή αναφορικά με την εξέλιξη των δύο επιστημονικών πεδίων, ενώ τόνισε πως και τα δύο βρίσκουν μπροστά τους τελικά το ένα το άλλο: οι οικολόγοι – φυσιοδίφες που στην προσπάθειά τους να μελετήσουν τη βιοποικιλότητα φυσικών παρθένων τοπίων και τους οργανισμούς τους, καταλήγουν στον άνθρωπο και στο πως χρησιμοποιεί τους οργανισμούς αυτούς στην καθημερινότητά του, κι από την άλλη οι ανθρωπολόγοι μελετώντας τις «εξωτικές» κοινωνίες και την πολιτισμική τους πραγματικότητα βλέπουν πως ο άνθρωπος αλληλοεπιδρά με τη φύση και τα ζώα. Ο κ. Νικολακάκης επεσήμανε, επίσης, τους χωριστούς δρόμους που πήραν τα δύο επιστημονικά πεδία. Από τη μία η οικολογία που εξελίχθηκε σε ένα πολιτικό πεδίο, όπου τα διάφορα οικολογικά κινήματα και κόμματα επιδιώκουν πλέον την προστασία του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας και από την άλλη, η κοινωνική ανθρωπολογία που από τη μελέτη των φυλών και των πολιτισμών της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής, αρχίζει να εμβαθύνει πλέον στις δυτικές κοινωνίες.
Στη διάλεξή του ο κ. Νικολακάκης μέσα από αυτή την ιστορική αναδρομή αλλά και μέσα από χαρακτηριστικά προσωπικά εμπειρικά παραδείγματα (όπως αυτό των Πρεσπών όπου ως μέλος ερευνητικής αποστολής στην περιοχή εκεί που προσπάθησε να δώσει οικολογικές λύσεις στη διαχείριση της Λίμνης, συνειδητοποίησε πως η επιτυχία του καθαρά οικολογικού αυτού προγράμματος εξαρτιόταν πλήρως από την ιστορία του τόπου, την κοινωνία, τους ανθρώπους του και τις πολιτικές εξελίξεις όπως ήταν το Μακεδονικό ζήτημα) προσπάθησε να αναδείξει την αλληλεξάρτησή που υπάρχει ανάμεσα στα φαινομενικά διαφορετικά αυτά πεδία και του πως οι συνδυασμένες δυνάμεις τους μπορούν να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη για την προστασία της φύσης που λαμβάνει υπόψη της και το κοινωνικό περιβάλλον.
Ο κ. Νικολακάκης, στις δηλώσεις του στα «Ρ.Ν» εξήγησε: «Η οικολογία και η ανθρωπολογία είναι επιστήμες που ξεκινούν από τα τέλη του 19ου αιώνα για να διαμορφώσουν τον επιστημολογικό τους ορίζοντα με τις μεθόδους και τα θεωρητικά εργαλεία και τις εμπειρικές έρευνες προφανώς. Από κει και πέρα διαφέρουν γιατί αρχικά η οικολογία παίρνει έναν πιο θετικό χαρακτήρα σαν κομμάτι της βιολογίας, ενώ η κοινωνική ανθρωπολογία θα πάει προς την πλευρά των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Ουσιαστικά η οικολογία αρχίζει κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να ανοίγεται προς τον κόσμο, όταν θα βάλει κάποια προτάγματα όπως είναι αυτό της διατήρησης και της προστασίας της φύσης. Και εκεί θα αποκτήσει διάφορα πρόσημα, δηλαδή θα γίνει πολιτική οικολογία, κοινωνική κ.λπ. Και αυτό είναι που τη φέρνει σε έναν διάλογο πιο στενό με τις κοινωνικές επιστήμες. Βέβαια μετά η πολιτικοποίησή της θα δώσει τα κόμματα, τα οικολογικά κινήματα, τους πράσινους και πολλά άλλα. Εμπλουτίζεται και η οικολογία από τα διδάγματα της κοινωνικής ανθρωπολογίας όπως την έννοια της κοινότητας, των μικρών κοινωνιών οι οποίες με έναν ολιστικό τρόπο προσπαθούν να συλλάβουν τον άνθρωπο και το περιβάλλον του. Η πολιτική οικολογία και η κοινωνική έχουν έναν ακτιβισμό και μια δράση η οποία προσπαθεί μέσω της πολιτικής να παρέμβει. Από κει και πέρα οι επιτυχίες ή οι αποτυχίες είναι ένα θέμα πιο σύνθετο».
Η μελέτη στα Ζωνιανά και ο «μεσάζοντας» ανθρωπολόγος
Ο κ. Michael Herzfeld, καθηγητής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που πραγματοποίησε την ομιλία του εξ αποστάσεως, έδωσε τη διάλεξη με τίτλο «Ζωτικά Διλήμματα: Οικολογικές και Κοινωνικές Ανάγκες σε Σύγκρουση».
Ο κ. Herzfeld έθεσε τρεις βασικές σχέσεις που επηρεάζουν το περιβάλλον: οι σχέσεις ανθρώπου και ζώων με την περιβαλλοντική συμπεριφορά του πρώτου να έχει προκαλέσει σοβαρές επιπτώσεις, οι σχέσεις ανθρώπων και επίσημων αρχών με τους τελευταίους να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επίλυση των περιβαλλοντικών ζητημάτων αλλά καταλήγουν να εφαρμόζουν πολιτικές που δεν λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και τέλος, οι σχέσεις αξιών και συμπεριφοράς απέναντι στο περιβάλλον, όπου διαφαίνεται ότι οι οικονομικές αξίες και ο καταναλωτισμός επικρατούν με αποτέλεσμα η επίλυση των περιβαλλοντικών ζητημάτων να καθορίζεται από οικονομικά συμφέροντα.
Ο καθηγητής, έδωσε, μάλιστα, ένα παράδειγμα μέσα από την προσωπική του έρευνα στα Ζωνιανά Μυλοποτάμου, όπου βρέθηκε εκεί ως μελετητής και ανέδειξε πως οι παραδοσιακές αξίες ενός τόπου μπορούν να προσαρμοστούν στις ανάγκες της εποχής όπως για παράδειγμα η ανάπτυξη περιβαλλοντικής συνείδησης, χωρίς όμως να καταργηθούν. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα ανέφερε πως ο άνθρωποι του χωριού άλλαξαν τις διατροφικές τους συνήθεις καθώς συνειδητοποίησαν μέσα στα χρόνια τις επιπτώσεις της υπερκατανάλωσης κρέατος: «Στο χωριό Ζωνιανά Μυλοποτάμου, όπου όταν άρχισα να ερευνώ εκεί το 1974, οι άντρες επιδεικνύαν μια πολύ παραδοσιακή μορφή αντρικής συμπεριφοράς και δεν έτρωγαν καθόλου σαλάτες, δεν έτρωγαν λαχανικά. Θυμάμαι σε έναν γάμο έβλεπες 20 άντρες να κάθονται γύρω από ένα τραπέζι τρώγανε δύο και τρία κιλά κρέας αλλά η σαλάτα έμενε γεμάτη. Αυτή η ανάμνηση έμεινε για πολλά χρόνια ζωντανή. Όταν ξαναπήγα στο χωριό, αρκετά πρόσφατα, βρήκα ότι ενώ οι συγκρουσιακές σχέσεις των αντρών συνεχίζονται και σε μεγάλο βαθμό μάλιστα, αυτό έχει αλλάξει μορφή. Οι άντρες είχαν αρχίσει να κάνουν «επίθεση στις σαλάτες». Αυτό δείχνει ότι παρόλο που οι αξίες πολλές φορές παραμένουν ίδιες, ο τρόπος που εκφράζονται, μπορεί να αλλάζει με τις συνθήκες. Οι χωριανοί είχαν ανακαλύψει εν τω μεταξύ ότι η πολύ κρεατοφαγία έφερε και πολύ σοβαρές ιατρικές επιπτώσεις. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και η πιο παραδοσιακή κοινωνία μπορεί να προσαρμοστεί χωρίς να παρατήσει τις αξίες της σε αλλαγές συμπεριφοράς απέναντι στη φύση, οι οποίες πρέπει να επιβληθούν από τις Αρχές εξαιτίας της ζημιάς που υπάρχει στο φυσικό περιβάλλον».
Παρόλα αυτά, η ανάπτυξη περιβαλλοντικής συνείδησης των ίδιων των πληθυσμών απαιτεί συνεργασία των Αρχών και των φορέων που οφείλουν να μορφώσουν τους τοπικούς πληθυσμούς οι οποίοι όχι μόνο πρέπει να αναπτύξουν οικολογικές συνήθειες σεβόμενοι τους συνανθρώπους και το περιβάλλον, αλλά και να μάθουν τελικά να διακρίνουν και να διεκδικούν το προσωπικό τους συμφέρον που βρίσκεται σε συνάρτηση με το κοινωνικό και φυσικό τους περιβάλλον, όταν εφαρμόζονται πολιτικές που συγκρούονται με αυτό. Ο καθηγητής εξήγησε πως ο ρόλος του ανθρωπολόγου σε αυτό είναι καίριος, καθώς είναι αυτός που μέσα από την έρευνά του θα εξηγήσει και θα μεταφέρει στις επίσημες αρχές του τόπου και τους φορείς τις ανάγκες των τοπικών πληθυσμός, πράγμα που για να επιτευχθεί, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, χρειάζεται πολλές φορές και οι ίδιοι οι πολιτικοί να μορφωθούν.
Ο κ. Herzfeld, μεταξύ άλλων, στην εισήγησή του ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δύο ανθρωπολόγοι έκαναν έρευνα τη Ηπειρωτική Ελλάδα όπου μια γερμανική εταιρία είχε βάλει φωτοβολταϊκά για να μαζέψει ενέργεια. Αυτή η καθαρή ενέργεια μεταφερόταν στη Γερμανία, δεν έμενε στο χωριό. Εν τω μεταξύ οι χωριανοί είχαν ξεπουλήσει τα χωράφια τους για να στηθούν τα φωτοβολταϊκά, και αναγκάστηκαν τον χειμώνα να κάψουν ξύλα και το αποτέλεσμα ήταν βέβαια μια φοβερή ρύπανση του περιβάλλοντός τους και η γύμνωση του δάσους. Εδώ χρειάζεται μια προσεκτική προσπάθεια εκ μέρους του κράτους να μορφώσει τους χωριανούς για τους κινδύνους να συνεργαστούν με επιχειρήσεις από το εξωτερικό που μπορεί να έχουν συμφέροντα διαφορετικά με του τοπικού πληθυσμού. Ας καταλάβουμε την αντίληψη επίσης που έχουν οι τοπικοί πληθυσμοί για τη φύση, και πως μπορούμε να τους βοηθήσουμε να αντισταθούν στην εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντός τους στο όνομα της παραγωγής της καθαρής ενέργειας. Εδώ είναι το διακύβευα: ότι βεβαίως τα καινούργια μέσα παραγωγής καθαρής ενέργειας είναι πολύ σημαντικά και απαραίτητα, αλλά όταν η εγκατάστασή τους ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές απειλεί τη ζωή και την υγεία των τοπικών πληθυσμών είναι καιρός να επέμβουν οι Αρχές και να μορφωθούν οι ντόπιοι για τις ευρύτερες συνέπειες της αποδοχής τους πριν να είναι αργά. Κλείνοντας θα έλεγα το εξής: το περιβάλλον απαιτεί δίκαιη μεταχείριση που σημαίνει συνεργασία των επίσημων φορέων και των περιβαλλοντολόγων και των ανθρωπολόγων διότι ο τελευταίος μπορεί να εξηγήσει στους άλλους που είναι μακριά από τους τοπικούς πληθυσμούς τις αξίες αυτών για να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μια καλύτερη κατάσταση. Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο ίσως θα πρέπει να μορφωθούν και οι πολιτικοί καμιά φορά».